Fractal

Με δομή αρχαίας τραγωδίας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Ηλίας Φραγκάκης, «Μαρίκες», Εκδόσεις Εστία / Σειρά Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία, Αθήνα Σεπτέμβριος 2021, σελ. 176

 

Η θεατρική καριέρα παράγει μια αφηγηματική πείρα τόσο αξιοσημείωτη που δεν μπορεί ποτέ να αποτιμηθεί εγκαίρως (εννοώ πριν από την απομάκρυνση από τον τελευταίο τόπο κατοικίας, εκεί όπου δεν υπάρχουν μελανοδοχεία, πληκτρολόγια, αφή και φωτεινές οθόνες).

Η δυσκολία να αποπειραθείς να εκτιμήσεις κριτικά ένα μέρος από το μέχρι τώρα λογοτεχνικό έργο ενός ανθρώπου που τυγχάνει να είναι και καλλιτέχνης ενεργός και δάσκαλος θεάτρου και συμμετέχων ενεργά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Βεβαίως όλ’ αυτά συναπαρτίζουν ένα εργοβιογραφικό σύνθετο και πολυεπίπεδο, όπως ακριβώς απαιτεί η ρομποτική εποχή μας, σε αντίθεση με την πρώτη, δεύτερη και τρίτη βιομηχανική επανάσταση των άκρατων εξειδικεύσεων.

Τώρα η επιτακτική (για λόγους επιβίωσης τού οικοσυστήματος και της Ανθρωπότητας ως εκ τούτου) για μια καινοφανή Αναγέννηση επαναθέτει το αίτημα τού πολυπράγμονος παν-επιστήμονος «αναγεννησιακού» ανθρώπου, που είναι πρωτίστως ποιητής [πολλές παρηχήσεις τού πι, όπως το πωπωπω!!! – ένδειξη συμφοράς].

Καμία συμφορά όμως δεν μας έχει (ακόμη) πάρει όταν είμαστε ακόμα εναργείς στο έξω θαύμα, όσο είμαστε ενεργοί πολίτες, ακάματοι πνευματικοί άνθρωποι, ανήσυχοι παραγωγοί, ικανοί συνδημιουργοί.

Αυτός ο αιώνας (ο 21ος) θα είναι αιώνας τής συνεργατικότητας, της συναδέλφωσης, της διάδρασης, της συνδημιουργίας, σε όλους τους τομείς [η Λογοτεχνία πρώτη και το θέατρο ασθμαίνοντας, αφού η αύξηση τού αριθμού των εμπλεκομένων μελών αυξάνει δραστικά και δραματικά τον βαθμό πολυπλοκότητας].

Οι «Μαρίκες». Τι είναι, ποιες είναι αυτές και τι αντιπροσωπεύουν; Όταν ήμουνα παιδί στην μυθική Καλαμάτα με την χρυσή παραλία και τα γάργαρα νερά, μια γειτόνισσα με προβλήματα μνήμης έλεγε: «Μαρίκα, Κατίνα, το ίδιο είναι!!!».

Ας σκύψουμε λοιπόν πάνω σε αυτό το κείμενο με την έντονη δραματικότητα και την όχι και τόσο προφανή λογοτεχνικότητα.

Πώς ορίζεται η λογοτεχνικότητα; Πώς συνεκτιμάται, αξιολογείται και βαθμολογείται; Από τον αριθμό των κοσμητικών επιθέτων και των καλολογικών στοιχείων, από τον βαθμό πολυπλοκότητος τής ιδιολέκτου, από το ακατάληπτο των πυκνών παραπομπών, από την νεωτεριστική συνειρμικότητα ή από την μετανεωτερική ελευθεριότητα; Το ακατάληπτο, το επιστημονικώς τεκμηριωμένο, το σχολαστικό, το δήθεν, το δυσερμήνευτο, το πολυσύνθετο συναγωνίζονται αμιλλόμενα ποιο θα έρθει πρώτο σε έναν αγώνα δρόμου με ελάχιστους ή καθόλου θεατές. Και τι απομένει από όλη αυτή την ενέργεια εκτός από μια γέφυρα ανάμεσα σε γενεές και αιώνες;

Θα δούμε.

Για την ώρα, έχουμε ένα άκρως ενδιαφέρον μετανεωτερικό υβρίδιο: η παραδοσιακή «μικρή φόρμα» εμπλουτισμένη με στοιχεία εποχιακά κι εποχικά.

Μωσαϊκό από μικρές παράλληλες ιστορίες, αποτυπωμένες στον σκοτεινό θάλαμο τής συλλογικής μνήμης, όπου ο φασισμός αποδεικνύεται δυστυχώς ένα θηρίο που σπέρνει αυγά ικανά να εκκολάπτονται σε όλες τις μουχλιασμένες γωνιές τής κοινωνίας.

Ο νεοναζισμός είναι μόνο μια πλευρά τού φασισμού. Στην καθημερινότητα όλοι / όλες σχεδόν υποκύπτουμε σε απαξιωτικά σχόλια και επιδερμική κριτική που προετοιμάζουν το έδαφος στα κτήνη που δεν ανέχονται τίποτα διαφορετικό από την θολή μορφή τους στον παραμορφωτικό καθρέφτη μιας ύπαρξης αμόρφωτης και απροσχημάτιστης.

Η πολιτική στόχευση εδώ είναι σαφής. Το αφήγημα έχει αιχμές και ακμές που αγκυλώνουν την Συλλογική Μνήμη. Οι προσωπικές προσλαμβάνουσες εικόνες υποσκελίζονται εδώ από τις πανοραμικές σκηνές διαρκώς κλιμακούμενης κυματοειδούς βίας. Τα θύματα απλώς αλλάζουν. Όμως κι αυτά είναι ίδια, παρόμοια, ταυτόσημα: μη προνομιούχοι που φαντάζουν υπαίτιοι (για κάτι γενικό, απροσδιόριστο) στα ανεπαρκή όμματα των θυτών πάσης φύσεως.

Ο αρχαίος «αποδιοπομπαίος φαρμακός» είναι μια έννοια που δεν έχει μπει ακόμη στο χρονοντούλαπο τής Ιστορίας.

Βέβαια, ο χαμένος είναι πάντα ο επιτιθέμενος. Όχι για χριστιανικούς ή βουδιστικούς λόγους αλλά καθαρά για συμπαντικούς. Η Νέμεσις καιροφυλακτεί και καταγράφει στα αιθερικά αρχεία. Αντιπεπονθός. Ο νόμος τής αιτίας και τού αποτελέσματος.

Στον Πίνακα των περιεχομένων αποτυπώνεται η μακροδομή αυτού τού άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου:

Ευτυχία

Πάροδος

Αγών

Σέρο

Αντιστροφή

Λαιστρυγόνες

Επεισόδιο

Πατρίδα

Σκύλλα και Χάρυβδις

Ύβρις

Σειρήνες

Νέκυια

Στάσιμο

Αναγνώριση

Έξοδος.

 

Δομή αρχαίας τραγωδίας, με επεισόδια χωρίς δραματικά «στάσιμα». Πάροδος, έξοδος. Αγώνας λόγων.

Δραματουργική επεξεργασία τού επιστητού με στοιχεία από το απροσδόκητο. Καμία μεταφυσική. Ο αφηγηματικός φακός εστιασμένος στο τώρα: στην ταραγμένη και προβληματική εποχή μας.

 

Ηλίας Φραγκάκης

 

Δείγμα γραφής:

[…] Φανταστείτε την εικόνα. Είναι 7 η ώρα το πρωί, σιγή επικρατεί σε όλο το κάμπινγκ, δεν κουνιέται φύλλο, εκτός από μένα που τριγυρνώ αμέριμνος. Οι ένοικοι του κάμπινγκ κοιμούνται ακόμη και κάποιοι έχουν ήδη φύγει για την εκκλησία. Ένα-δύο σκυλιά χουζουρεύουν άσκοπα ανάμεσα στα πεύκα και τα τροχόσπιτα. Ο γάτος Τιτάκος –άλλη ειρωνεία κι αυτή, μια και ο Τιτάκος είχε την ίδια ηλικία με τον Μαθουσάλα– ο Τιτάκος λοιπόν, ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της πανίδας του κάμπινγκ. Όλης της πανίδας λέμε τώρα: δίποδης, τετράποδης και έρπουσας, μια και όπου πήγαινε όλοι σταματούσαν ό,τι έκαναν για να τον φροντίσουν, να τον ταΐσουν, να τον χαϊδέψουν, να του βάλουν νερό, να τον γλύψουν, ανάλογα τι είχε ο καθένας στο ρεπερτόριό του. Μόνο τα πετούμενα αδιαφορούσαν για τα πρωτεία και τη γοητεία του. Ο Τιτάκος ακολουθούσε κατά γράμμα τη ρήση του Ρενάρ που έλεγε να ψάχνετε το γελοίο σε όλα, θα το βρείτε. Αυτό έκανε ο γάτος, ο οποίος γύρναγε όλη την Αθήνα, όταν βαριόταν. Έπαιρνε κάποιον από πίσω, πήδαγε σε αγροτικά, τρύπωνε σε λεωφορεία, τον ήξεραν οι πάντες και τον άφηναν, δηλαδή δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Ήταν ηγέτης. Μερικοί έκαναν και πλάκα. «Πας στην Ερμού για ψώνια, Τιτάκο;».

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, καθώς τριγυρνά, αναζητώντας ως συνήθως το γελοίο, βλέπει από μακριά τον κυρ Προκόπη να πηγαίνει στις μύτες, αθόρυβα, προς το κατάλυμα του Αριστείδη. Κάνει να τον πλησιάσει, αλλά ο Προκόπης, με ένα νεύμα, του δίνει να καταλάβει ότι πρέπει να σιωπήσει. Ο Τιτάκος ξέρει τι θα επακολουθήσει και λουφάζει να το απολαύσει.

 

Το τέχνασμα τού γάτου είναι μεγαλειώδες. Τα ταπεινά αδύναμα όντα είναι καιρός τώρα (από τη δεκαετία τού 1990) που έχουν εντείνει την δραματική τους παρουσία σε μυθοπλασίες παντός είδους κι αυτό δείχνει μια άλλη στροφή τής Ανθρωπότητας που στοχεύει στα κοντινότερά της έμψυχα είδη με τρόπο απολογητικό αλλά και συνδυαστικό.

 

Λέει το Δελτίο Τύπου: «Δυο απόκληροι γέροι, το πτώμα μιας πόρνης, ο Βλαδίμηρος, τρία προσφυγόπουλα, μια πολυεθνική νεοναζί, δυο αστυνομικοί. Τι τους συνδέει όλους αυτούς, ένα πρωτοχρονιάτικο εικοσιτετράωρο στην Αθήνα; Αυτό το ξέρει μόνον ο γάτος Τιτάκος, ο άρχοντας της πόλης.»

Σταχυολογούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα κι από άλλα δύο κεφάλαια (το προηγούμενο ήταν από το εναρκτήριο με τίτλο «Ευτυχία».

 

[…] Ήταν ο μόνος απ’ τα παιδιά που γιόρταζε την πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, επειδή ήταν χριστιανός, γεγονός που έκρυβε επιμελώς απ’ όλους. Μόνον ο Βλαδίμηρος το ’ξερε. Αλλά δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Καπνός. Πήγαινε στο κορίτσι του. Τέτοια βιασύνη, σίγουρα. Τα ’χε με μια Αλβανίδα μεγαλύτερή του, αλλά, από τότε που τη γνώρισε, γαλήνεψε η ψυχή του. Έκοψε και τις μαλακίες με τα ούζα και το μαύρο.

Αυτοί οι πιτσιρικάδες ήταν στην ηλικία που, ενώ θα ’πρεπε να ασχολούνται με τις εφηβικές ανησυχίες, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές, να ξεχάσουν το παρελθόν και να πιστέψουν ότι υπάρχει μέλλον. Κι ας μην υπήρχε. Τι να λέμε. Δεν βοηθούσε και το παρόν. Καθόλου. Στη δομή, τα πράγματα δύσκολα. Μετρημένα τα τρόφιμα, κάποια φάρμακα, ένα κρεβάτι κι αυτό ήταν. Παίζανε καμιά μπάλα. Τους πήγαιναν οι νεότεροι συνάδελφοι όπου μπορούσαν, γήπεδο, συναυλίες, για μπάνιο, κανένα θέατρο πού και πού, αλλά τι να σου κάνει. Αυτό που τους έδιναν ήταν αγάπη. Δεν είχαν άλλο να δώσουν. Η δομή, με σοβαρά προβλήματα οργάνωσης και χρηματοδότησης. Η ΜΚΟ κι αυτή συνολικά με προβλήματα, δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τον προσφυγικό όγκο που ανέλαβε, ούτε σαν περιεχόμενο ούτε οικονομικά. Γενικό σχέδιο από την πολιτεία, ανύπαρκτο. Η μεταναστευτική πολιτική συνοψιζόταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην υποκρισία της Ευρώπης, στα κλειστά σύνορα, στις ανθρωπιστικές διακηρύξεις αλληλεγγύης της κυβέρνησης και σε κάποια μέτρα, που υπολείπονταν κατά έτη φωτός των αναγκών και της ντε φάκτο πραγματικότητας. Γιατί μπορεί να έλεγε ο γλυκύτατος Γκυ Ντεμπόρ ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει, εδώ όμως υπήρχε και ήταν αδυσώπητη. Για τις μάνες με μωρά χωρίς πατέρα, για τους ακρωτηριασμένους, τους αρρώστους, τις βίαια χωρισμένες οικογένειες. Και ειδικά για τους ανήλικους. Πώς θα επιστρέψουν στο σχολείο, μετά από τόσα χρόνια αποχής, πώς θα μάθουν τη γλώσσα, πώς θα μορφωθούν, πώς θα ενταχθούν όσα μείνουν, πώς θα προωθηθούν στις χώρες υποδοχής που κωλυσιεργούσαν, τίποτα. Κοπάναγαν σπαθιές στον αέρα. Και έξω, όταν βγαίναν τα παιδιά, είχαν να αντιμετωπίσουν μια σκληρή πραγματικότητα. Τις συμμορίες των δικών τους και άλλων φυλών, τους διάφορους που τους ψώνιζαν για πέντε ευρώ, τους δουλεμπόρους, το χασισάκι, τους μπάτσους, τον κόσμο που ήταν φοβισμένος ή και εχθρικός. Εντάξει, υπήρχαν και εξαιρέσεις, αλλά αυτά τα παιδιά έβλεπαν ένα ζοφερό παρόν. Είχαν περάσει από Μόρια, από Σάμο, από Κω, τους είχαν εκμεταλλευτεί ΜΚΟ από τα πέρατα του κόσμου, που μυρίστηκαν επιδοτήσεις και έσπευσαν στα νησιά να βοηθήσουν τους «κακόμοιρους τους πρόσφυγες», προσφέροντας, έναντι παχυλών επιχορηγήσεων, σοκολάτες και χανζαπλάστ σε πεινώντες και διψώντες για ελευθερία και δικαιώματα, για μια θέση στον ήλιο ή έστω και στο φεγγάρι. Μια θέση, ό,τι να ’ναι. Τους είχαν πάει στα αστυνομικά τμήματα, τους είχαν πάρει λεφτά, κινητά και χαρτιά κι άντε να διαμαρτυρηθούν ή να καταγγείλουν τον μπάτσο για κλοπή. Είχαν, με δύο λόγια, αντιμετωπίσει απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη Γηραιά Ήπειρο, όπως και σ’ όλη την προηγούμενη διαδρομή τους μέχρι εδώ, στην χειρότερη των περιπτώσεων την ανετοιμότητα, τη φοβία και την ανεπάρκεια, και στην ακόμα πιο χειρότερη τον ρατσισμό, την εκμετάλλευση και τη βία. Ξανά. Βία. Όλων των μορφών. Ωραία Ευρώπη. Θνήσκουσα Ευρώπη.

Αν και κατά τον Στέφαν Τσβάιχ η Ευρώπη έχει «συχωρεθεί» από το 1942. Όπως είχε πει λίγο πριν αυτοκτονήσει: η Ευρώπη, το πνευματικό μου σπίτι, έχει αυτοκαταστραφεί. Ίσως να ’χε δίκιο, ίσως το έγκλημα να είχε συντελεστεί από τότε, ίσως και να έβλεπε πολύ μπροστά. Γιατί πάλι στα ίδια καταλήξατε.

Θύμωνε ο Βλαδίμηρος. Ένιωθε σαν να προσπαθούσε να σταματήσει ένα ποτάμι με τα χέρια. Και ο ξενώνας που δούλευε, έκλεινε. Τελευταία μέρα σήμερα και θολές υποσχέσεις πως δεν θα χαθούν θέσεις εργασίας. Καλά… Βγήκε για τον γαμωκαφέ. Περπάτησε βαθιά στην Οικονόμου, μέχρι που έφτασε απέναντι στο Βοξ. Χαιρέτησε κανα δυο γνωστούς και έστριψε κατά κάτω. Παράλληλα με την πλατεία. Κοίταζε μέσα. Η πλατεία δεν ήταν όπως παλιά. Ήταν γεμάτη πιτσιρικάδες απ’ όλο τον κόσμο, διακινητές, πρεζάκια, νταήδες Αλγερινούς κλεφτρόνια, που έσφαζαν για ένα κινητό και 10 ευρώ. Έκανε επ’ αριστερά και μπήκε μέσα. Η έννοια του ήταν μην είναι δικά του παιδιά εκεί μέσα και «ψωνίζανε» ή μπλέκανε σε κανά καυγά. Μπήκε μόνος, έκανε τον γύρο, διέσχισε το κέντρο, κοίταζε σαν θηρίο, τον κοίταζαν κι αυτοί περίεργα, «τι θέλει ο παππούς εδώ;», και τότε είδε τον δικό του, τον Άλι από το Πακιστάν, σε ένα πεζούλι μαζί με κάποιον Αφρικανό, μάλλον Αλγερινό και κάτι σακουλάκια που αλλάζανε χέρια, μα δεν σκέφτηκε τίποτα, όρμησε καταπάνω τους, έσπρωξε πίσω το βαποράκι και βούτηξε τον Άλι απ’ το σβέρκο, πετώντας παράλληλα τα σακκουλάκια, δύο ήτανε, μακριά. (από το κεφάλαιο «Αγών»).

Αλλά και τα διαλογικά μέρη είναι ιδιαίτερα επεξεργασμένα με την διαλεκτική τής αρχαίας στιχομυθίας (ισόχρονες, στακάτες, εύστοχες φράσεις):

 

[…] Αλλά η γκαντεμιά, όπως και η τρέλα, είναι κάτι έννοιες που κολλάν επάνω σου σαν βδέλλες. Και ορίστε η απόδειξη. Στο σκοτεινό δρομάκι βλέπει τον Πέτρο να έχει μαζί του έναν τύπο. Με χειροπέδες. Αυτόν που κυνηγούσε. Δεν τύχαινε σ’ αυτόν τούτος δω και να πάρει ο Πέτρος τον άλλον; Θα τον είχε χάσει και όλα καλά. Κι ας τα έβγαζε πέρα ο Πέτρος με τους άλλους, τους φουσκωτούς. Γαμώ την γκαντεμιά μου! Ξαναείπε. Αλλά για την γκαντεμιά τα είπαμε. Τώρα τα είχε βάλει με τη μαλακία του Πέτρου. Λύσσαξε να τους κυνηγήσουμε. Αν δεν ήταν αυτός, ούτε που θα ανεβαίναμε στο Σύνταγμα. Και τώρα αυτό! Μια σύλληψη. Μια προσαγωγή ή ό,τι σκατά είχε σκαρφιστεί αυτός ο κλουβιοκέφαλος. Τι θα τον κάνουν αυτόν;

-Γιατί τον πιάσαμε;

-Πού είναι ο άλλος;

-Ξέφυγε…

-Τι να σου πω, καημένε!

-Εγώ τι να σου πω!

Ήταν πολύ «φορτωμένος». Φυσικό. Υπήρχε ένταση.

-Δεν πειράζει, έχουμε αυτόν εδώ!

-Και τι έκανε;

-Αντίσταση, απείθεια, περιύβριση, να συνεχίσω;

-Εντάξει, τέτοιες μαλακίες ξέρω και γω! Άσε, ρε Πέτρο!

-Δεν έκανα τίποτα, φώναζε ο Σέρο.

-Μη φωνάζεις, ρε! Θέλεις να σου ρίξω καμιά μπάτσα; Αφού δεν έκανες τίποτα, γιατί έτρεχες; Του βγήκε αυθόρμητα, ξαφνικά, το μπατσιλίκι. Και δεν ήταν ο Πέτρος αυτός που μίλησε.

-Για να μη γίνει αυτό, τώρα. Δεν έκανα τίποτα. Να σου δείξω χαρτιά μου. Έχω χαρτιά!

-Αυτά θα τα πεις στο τμήμα.

-Όχι τμήμα, όχι τμήμα, σε παρακαλώ!

-Ρε συ, Πέτρο, ψιθύρισε ο άλλος. Είναι πρωτοχρονιά. Είμαστε εκτός δικαιοδοσίας. Σχολάμε σε λίγο. Άσ’ το να πάει στο διάολο.

-Δεν αφήνω τίποτα! Θα πάει μέσα! Κι ας αποφασίσει ο αξιωματικός τι θα τον κάνει!

-Όχι, κύριε, όχι, κύριε! Σε παρακαλώ!

«Άρη», έτσι τον έλεγαν τελικά το συνάδελφο, εδώ που τα χρειάστηκε τον είπε με το όνομά του, κατάλαβες; ‒ έτσι σκέφτηκε ο Άρης, «Άρη, είμαστε μαζί σ’ αυτό. Μπορώ να υπολογίζω σε σένα»;

Ο κοινός κίνδυνος είναι ο πιο δυνατός δεσμός. Κρατάει τους ανθρώπους ενωμένους, ακόμα κι όταν υπάρχει αντιπάθεια και έλειψη εμπιστοσύνης, έλεγε ο Προυστ. Σοφός άνθρωπος.

Έτσι ο Άρης, με κατεβασμένα αυτιά, ψέλλισε ένα «το ξέρεις πως μπορείς» και πήρανε τον δρόμο για το τμήμα.

Ο Σέρο πανικόβλητος. Τι τον περίμενε; Πάλι αντιμέτωπος με τη νύχτα, πάλι τα μανιασμένα κύματα. Το μόνο που τον ανακούφιζε ήταν η σκέψη πως ο Γιάσαρ τη γλύτωσε. Και ίσως πραγματικά να την είχε γλυτώσει οριστικά, αν και τραγικά πρόωρα, από όλα τα παλιά και επερχόμενα βάσανα. Πού να ’ξερε ότι το τριώνυμο της ζωής του εξισώθηκε βίαια με το μηδέν.

«Προχώρα, ρε βλάκα», ο Άρης. «Θα ξημερώσουμε;»

Χαμένος στις σκέψεις του ο Σέρο βάδιζε πολύ αργά.

Καθ’ οδόν, διάλεξαν έναν δρόμο που υποτίθεται ότι τους είδαν, που υποτίθεται ότι τους κυνήγησαν, που υποτίθεται ότι τους έπιασαν. Μα, όσο το ρολόι δουλεύει, οι δυνατότητες μειώνονται και οι τύψεις συσσωρεύονται, είπε κάποτε ο Χαρούκι Μουρακάμι. Ο Άρης αυτό θα το μάθαινε αργότερα, όχι πολύ αργότερα όμως, μόλις πήγαινε στο ρεβεγιόν και θα νόμιζε πως άφησε τη δουλειά στη δουλειά και το παρελθόν στο παρελθόν. Γιατί το παρελθόν όχι μόνο δε χάνεται, αλλά δεν το κουνάει ρούπι.

Ένα ψιλόβροχο, πάνω στην ώρα, άρχισε το μελαγχολικό τραγούδι. Όλα νερό, μέσα και έξω. Κι όπως οι σταγόνες ανακατεύονταν με τα δάκρυα, στο αυτί του Σέρο έφταναν σαν ψίθυρος από τα προαιώνια λόγια πως το πιο φρικτό απ’ τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς. Επειδή όταν υπάρχουμε δεν είναι παρών κι όταν αυτός είναι παρών, εμείς δεν υπάρχουμε. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ποτέ, ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους.

-Τι έχουμε εδώ;, ο αξιωματικός υπηρεσίας

-Πήγαμε για έλεγχο και το ’σκασε. Ήτανε μ’ άλλον έναν, που διέφυγε.

-Δεν έκανα τίποτα! Έχω χαρτιά!

-Μάλιστα. Όλα τα αντικείμενά του στο τραπέζι, ο αρχιφύλακας.

Του αδειάσανε τις τσέπες. Κάτι λίγα λεφτά, τα χαρτιά του και ένα κινητό.

-Δικό σου είναι αυτό; εστίασε στο κινητό ο αρχιφύλακας.

-Μάλιστα. Να πάρω τηλέφωνο σπίτι, να τους πω, να σας μιλήσουν. Θα δείτε, είμαι εντάξει.

-Προς το παρόν, θα πας μέσα. Και αυτά όλα θα τα δούμε.

-Όχι μέσα! Γιατί; Τι έκανα;

Και μετά τον πήραν οι δυο τους, Πέτρος και Άρης και τον κατέβασαν στο κρατητήριο, στο υπόγειο και ξαναγύρισαν.

-Τι θα γίνει μ’ αυτόν; ο Πέτρος.

-Μας φόρτωσες δουλειά πρωτοχρονιάτικα! Ήταν εκνευρισμένος ο αξιωματικός υπηρεσίας.

-Τη δουλειά μας κάναμε, αρχιφύλακα, δικαιολογήθηκε.

Αυτό το κομμάτι ήταν το καλύτερο. Τώρα που το σκεφτόταν, ήταν η καλύτερη εκδίκηση. Το φχαριστήθηκε που τον έχωσε. Άσ’ τον τώρα να τηλεφωνεί και να ψάχνει νυχτιάτικα, αντί να βλέπει κανένα εορταστικό πρόγραμμα. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, κουφάλα.

-Ελέγξατε τα χαρτιά του;

-Όχι, κύριε αρχιφύλακα, ο Άρης.

-Τον συλλάβαμε γιατί προσπάθησε να διαφύγει από τον έλεγχο, ο Πέτρος.

-Δεν υπήρχε λόγος να τον αφήσουμε να βάλει χέρια σε τσέπες. Πολύ παρακινδυνευμένο, ο Άρης.

-Και πώς να τα βάλει, αφού του φορέσατε τα βραχιόλια;

-Θεωρήσαμε πιο πρέπον να τον φέρουμε να αδειάσει τις τσέπες του μπροστά σας. Μη λέει μετά ότι του πήραμε και τίποτα, διευκρίνισε ο Πέτρος.

-Ή ότι του βάλαμε μέσα τίποτα εμείς, πετάχτηκε σαν την πορδή ο Άρης.

-Καλά, καλά. Θα τα δω εγώ. Εσείς δρόμο. Καλή χρονιά!

-Επίσης, επίσης! ο Πέτρος, με χαρές και γέλια, αλλά δεν ήτανε για τις ευχές, ήτανε που μέσα του έλεγε «πήξε τώρα και συ, μουνόπανο!»

-Καλή χρονιά!

Βγήκαν στον καθαρό αέρα της νύχτας.

-Είσαι σπαθί, Άρη.

-Εντάξει, δεν κάνει τίποτα. Μεταξύ συναδέλφων…

-Η πρόσκληση ισχύει.

-Ρε φίλε, τα ’παμε αυτά. Αν δω και έχουνε ξενερώσει οι δικοί μου, θα σε πάρω τηλέφωνο να έρθω.

Σιγά που είχε όρεξη να ξαναδεί τα μούτρα του. Αν μπορούσε να μην τα ξαναδεί και ποτέ, ακόμα καλύτερα.

Είπαν ευχές και εξαφανίστηκαν. Ο Πέτρος ευτυχής και ο Άρης συννεφιασμένος. Σε λίγο, ο Πέτρος θα συναντούσε την αρραβωνιαστικιά του, τη Φανή, και θα μαύριζε η ψυχή του. Όσο για τον Άρη, αυτός είχε ραντεβού με τις Ερινύες και θα γινόταν άσπρος, φάντασμα του εαυτού του.

Ο Σέρο έμεινε μόνος στο σκοτάδι του κελιού, μόνο λίγο φως έμπαινε από το παραθυράκι, ένα μικρό άνοιγμα που είχε η μεταλλική πόρτα του κρατητηρίου. «Πάλι απ’ την αρχή», σκέφτηκε και βύθισε το κεφάλι του στα δυο του χέρια. Κλάματα με αναφιλητά ανέβηκαν και τον έπνιξαν, όπως η θάλασσα που πέρασε για να φτάσει στη Σάμο και τον λυτρωμό. Αρχίδια μάντολες λυτρωμός! (από το κεφάλαιο «Σκύλλα & Χάρυβδις».

 

Είναι σαφές πως ελάχιστη προσπάθεια χρειάζεται προκειμένου να μετατραπεί αυτό το ευσχημάτιστο κείμενο σε σενάριο ευπώλητης τηλεοπτικής σειράς με κοινωφελή μηνύματα. Κι αυτό ακριβώς αυτό προτείνω από το (κριτικό)  βήμα αυτό.

 

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top