Fractal

Τα αιματοβαμμένα παραμύθια του Nick Cave

Γράφει η Βερίνα Χωρεάνθη //

 

 

 

Nick Cave and the Bad Seeds: “Murder Ballads”, Mute, 1996

 

Τον περασμένο Φεβρουάριο συμπληρώθηκαν 23 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του Murder Ballads, του κλασικού πλέον άλμπουμ των Nick Cave and The Bad Seeds. Ο Νικ Κέιβ, ένας σύγχρονος βάρδος, εμβληματική προσωπικότητα στη μουσική σκηνή παγκοσμίως, διάσημος για τα επικά, αφηγηματικά τραγούδια του, ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής (εκτός από μουσικός, είναι επίσης συγγραφέας και ζωγράφος, έχει γράψει σενάρια και έχει παίξει σε ταινίες) που επηρέασε και ενέπνευσε όσο λίγοι τους μεταγενέστερούς του καλλιτέχνες, και όχι μόνο από τον χώρο της μουσικής, έτρεφε πάντα μια ιδιαίτερη αδυναμία στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θέμα το οποίο έχει αναπτύξει άπειρες φορές στους ευφυείς στίχους του. Από την εποχή ακόμα του From Her To Eternity (1984), του Your Funeral… My Trial (1986) και του Tender Prey (1988), φτάνοντας μέχρι το The Good Son (1990), το Henry’s Dream (1992) και το Let Love In (1994) αλλά και στο πολύ μεταγενέστερο The Lyre of Orpheus (2004), οι περιθωριακοί, σχεδόν μυθιστορηματικοί, ήρωες του Νικ Κέιβ περιφέρονται μέσα στο μεθύσι και την απελπισία, κατατρεγμένοι από τύψεις, κατειλημμένοι από μανίες, διψασμένοι για εκδίκηση, εξαπολύουν κατάρες, δεν ξεχνούν ωστόσο να προσευχηθούν μήπως και γίνει κανένα θαύμα και σωθούν από την Κόλαση την τελευταία στιγμή.

 

Μετά από τις ξέφρενες εποχές των Boys Next Door και των Birthday Party (των πρώτων συγκροτημάτων του), ο Αυστραλός Νικ Κέιβ συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από υπερταλαντούχους βιρτουόζους μουσικούς που ήταν ταυτόχρονα και εκπληκτικοί τραγουδιστές, με ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων και γνώσεων, κάποιοι από τους οποίους προέρχονταν από σημαντικότατα συγκροτήματα της εποχής. Σ’ αυτή την πολυπολιτισμική παρέα του έδωσε το όνομα The Bad Seeds, εμπνευσμένος από το καλτ θρίλερ του Μέρβιν Λερόι The Bad Seed (στην κυριολεξία Ο κακός σπόρος ή Το κακό βλαστάρι – αποδόθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Καταραμένη σπορά) το οποίο βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του Γουίλιαμ Μαρτς. Ο Νικ ανέκαθεν γοητευόταν από τις διαβολικές προσωπικότητες, επομένως η Ρόντα, η σατανική μικρή ηρωίδα της ταινίας δε θα μπορούσε να μην τον ιντριγκάρει. Οι Bad Seeds δεν ήταν ποτέ ένα συγκρότημα με την κλασική έννοια – ήταν κυρίως ένα μουσικό σχήμα που κατά καιρούς εξελισσόταν, άλλαζε σύνθεση και πειραματιζόταν συνεχώς. Την εποχή των Murder Ballads, οι Bad Seeds ήταν έξι: ο Μικ Χάρβεϊ, παιδικός φίλος του Νικ και συνοδοιπόρος του από τα παλιότερα συγκροτήματά του, πρωτίστως κιθαρίστας αλλά και με τέλεια γνώση πολλών άλλων οργάνων, ο πιανίστας συμπατριώτης τους Κονγουέι Σάβατζ, ο επίσης Αυστραλός μπασίστας και κιθαρίστας Μάρτιν Π. Κέισι, πρώην μέλος των Triffids, ο Γερμανός Μπλίξα Μπάργκελντ, frontman και κιθαρίστας του θρυλικού συγκροτήματος Einstürzende Neubauten, ο Ελβετός Τόμας Γουάιλντερ, ντράμερ των Die Haut, και ο Αμερικανός με ελληνική και ιταλική καταγωγή Τζιμ Σκλαβούνος, ο οποίος έχει στο βιογραφικό του μια μακρά λίστα συνεργασιών.

 

Nick Cave and the Bad Seeds

 

Πολύ πριν το Murder Ballads αρχίσει να μορφοποιείται στο μυαλό του, ο Νικ βρισκόταν σε περιοδεία στη Γερμανία και ένα βράδι τον πήρε ο ύπνος στον χώρο της πισίνας ενός ξενοδοχείου. Το επόμενο πρωί ξύπνησε ζαλισμένος από το ποτό, από μια παρέα Γερμανών που έκαναν τις διακοπές τους και είχαν στήσει ένα ιδιαίτερα θορυβώδες πάρτι παραδίπλα. Καθώς ένιωθε εξαντλημένος, δεν μπορούσε να σηκωθεί και να πάει μέχρι το δωμάτιό του, κι έτσι έμεινε εκεί κι άρχισε να γράφει ένα τραγούδι με ήρωες τους Γερμανούς που διασκέδαζαν χαλώντας τον κόσμο. Τους έδωσε ονόματα, έκανε και την περιγραφή τους και μετά σημείωσε για τον καθένα τον ιδανικό τρόπο δολοφονίας. Αυτό που ξεκίνησε σαν μια αυθόρμητη αντίδραση για να βγάλει το άχτι του εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα επίσημο ημερολόγιο όπου ο Νικ καταχωρούσε όλους εκείνους που τον εκνεύριζαν στη διάρκεια των ταξιδιών του, και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για ένα από τα τραγούδια που θα συμπεριλαμβάνονταν στην πορεία στο Murder Ballads: το O’Malley’s Bar, ένα επικό χρονικό, διάρκειας σχεδόν 15 λεπτών, που αφηγείται μια σειρά από τελετουργικές δολοφονίες σε ένα μπαρ. Παρ’ όλο που το θέμα του O’Malley’s Bar συγγένευε με πολλά από τα τραγούδια των Bad Seeds, ταυτόχρονα η αφηγηματική του δυναμική το έκανε αυτόματα να ξεχωρίζει στα σημεία, κι έτσι ο Νικ αναζητούσε, όπως έχει πει χαρακτηριστικά, το κατάλληλο περιβάλλον για να το εντάξει. Ωστόσο ήταν ο Μπλίξα που του έδωσε το ουσιαστικό έναυσμα για τη δημιουργία ενός δίσκου που θα περιείχε αποκλειστικά “murder ballads” – αν και το Henry’s Dream, που είχε προηγηθεί, είχε πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να το εντάξουν σ’ αυτή την κατηγορία, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας προάγγελος για τo Murder Ballads.

 

Τα αυθεντικά murder ballads αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παρακλάδι της δυτικής παραδοσιακής μουσικής, και έχουν τις απαρχές τους στον 17ο αιώνα. Είναι τραγούδια που είτε ανήκουν σε άγνωστους δημιουργούς είτε αποδίδονται σε λαϊκούς ποιητές, τα οποία εξιστορούν εγκλήματα πάθους και εκδίκησης. Κατά κανόνα, αν και όχι αποκλειστικά, πρόκειται για αληθινά περιστατικά που για διάφορους λόγους απέκτησαν θρυλικές διαστάσεις – τόσες ώστε να φτάσουν στο σημείο να εμπνεύσουν τη λαϊκή μούσα.

 

 

Ο Νικ μελέτησε εντατικά την Αμερικανική παραδοσιακή μουσική και τελικά αποφάσισε να διασκευάσει για το άλμπουμ δύο λαϊκά murder ballads: το Stagger Lee, που αφηγείται μια δολοφονία σε ένα σαλούν του Σεν Λούις την παραμονή των Χριστουγέννων του 1895, σε μία εκδοχή όπου ο Νικ και οι Bad Seeds αφήνουν εντελώς αχαλίνωτη τη δημιουργική τους φαντασία και η οποία συνοδευόταν και από ένα ιδιαίτερα προχωρημένο για την εποχή του βίντεο κλιπ, και το Henry Lee, μια τραγική ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα όπου μια κοπέλα μαχαιρώνει μέχρι θανάτου το αγόρι που αγαπάει γιατί δεν τη θέλει, και στη συνέχεια ρίχνει το πτώμα σε ένα πηγάδι με τη βοήθεια των συγγενών της. Η διασκευή του Νικ είναι ένα υπέροχο ντουέτο με την Πόλι Τζιν Χάρβεϊ, η οποία τόσο εμφανισιακά όσο και ερμηνευτικά είναι ούτε λίγο ούτε πολύ το alter ego του. Η τρίτη διασκευή του άλμπουμ είναι το Death Is Not The End του Μπομπ Ντίλαν, που ερμηνεύουν σαν επίλογο όλοι οι συντελεστές και οι συμμετέχοντες και έρχεται με τον χαρούμενο, καθησυχαστικό του τόνο να ισορροπήσει κάπως τις σκοτεινές ιστορίες που έχουν προηγηθεί.

 

Είναι εμφανέστατα μακάβρια η θεματολογία των τραγουδιών, ωστόσο ο Νικ, γνωστός για το κατάμαυρο χιούμορ του, καταφέρνει ακόμα και αυτές τις ιστορίες να τις κάνει ν’ ακούγονται διασκεδαστικές. Η ηχογράφηση του Murder Ballads ήταν για τους Bad Seeds, όπως έχει πει ο Κονγουέι, μια διαδικασία που τους έφερνε ευφορία και ευθυμία κάθε φορά που έμπαιναν στο στούντιο. Το εξώφυλλo του άλμπουμ, ένα χειμωνιάτικο τοπίο του Ζαν Φρεντερίκ Σνάιντερ, φέρνει στο νου εικόνες από παραμύθια τα οποία, με τη σειρά τους, είναι άλλη μια αγαπημένη πηγή έμπνευσης του Νικ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εικόνες που συνοδεύουν τους στίχους των τραγουδιών στο βιβλιαράκι του άλμπουμ είναι δανεισμένες από παλιά βιβλία με παραμύθια και τραγούδια για παιδιά. Άλλωστε η βία που τόσο συχνά συναντάμε στις ιστορίες του Νικ είναι σχεδόν πάντα παρούσα και στα παραμύθια.

 

 

Δεν απέχει και πολύ από ένα στοιχειωμένο παραμύθι η αφήγηση της Λορέτα, της σατανικής δεκαπεντάχρονης στο The Curse of Millhaven που σακάτεψε τη μικρή της πόλη με τα σαδιστικά, δολοφονικά της ένστικτα, ωστόσο είναι μια ζωηρή και φασαριόζικη απαρίθμηση των κατορθωμάτων της καθώς οδηγείται αμετανόητη στο ψυχιατρείο. Στο άκρο αντίθετο της Λορέτα, η Μέρι Μπέλοουζ, η πρωταγωνίστρια του The Kindness of Strangers που έφυγε από το σπίτι της για να δει τη θάλασσα, πέφτει στα χέρια ενός αγύρτη και το τέλος της είναι τραγικό, κάτι που προδιαγράφεται από το ξεκίνημα του τραγουδιού με την νοσταλγική μελωδία που θυμίζει αμυδρά το Goodnight Irene, άλλο ένα εμβληματικό παραδοσιακό Αμερικάνικο τραγούδι.

 

Αν η Λορέτα και η Μέρι Μπέλοουζ είναι ο διάβολος και ο άγγελος αντίστοιχα, η Crow Jane, η ταπεινωμένη ηρωίδα του ομότιτλου τραγουδιού, μοιάζει να είναι ένας συνδυασμός και των δύο: ένας άγγελος που έγινε διάβολος και μεθόδευσε την εκδίκησή της ξεπαστρεύοντας σχεδόν τον μισό πληθυσμό της πόλης της, παίρνοντας κυριολεκτικά το αίμα της πίσω για να τιμωρήσει όσους της έκαναν κακό. Το υποβλητικό Song of Joy με τον πένθιμο ρυθμό είναι από μόνο του ένα ψυχολογικό θρίλερ σε μορφή τραγουδιού, με τον αφηγητή να επικαλείται τον Τζον Μίλτον ενώ περιγράφει πώς έχασε την οικογένειά του από κάποιον μανιακό που, όπως διαφαίνεται από ένα σημείο και πέρα, μάλλον ήταν τελικά ο ίδιος. Ο πρωταγωνιστής του Lovely Creature, αντίθετα, δεν μιλάει καθόλου με γρίφους όταν διηγείται πάνω από μια δυσοίωνη, ύπουλα φουρτουνιασμένη υπόκρουση πώς δολοφόνησε την αξιολάτρευτη αγαπημένη του που είχε τα μαλλιά στολισμένα με κορδέλες και φορούσε πράσινα γάντια.

 

 

Το τραγούδι που έγινε περισσότερο γνωστό από το Murder Ballads ήταν το Where The Wild Roses Grow, το ντουέτο του Νικ με την ποπ τραγουδίστρια και συμπατριώτισσά του Κάιλι Μινόγκ η οποία, αν και ερχόμενη από έναν τελείως διαφορετικό μουσικό χώρο, έχαιρε πάντα της εκτίμησής του. Ο Νικ ήθελε από καιρό να συνεργαστεί με την Κάιλι και έγραψε την αξέχαστη, τραγική ιστορία της Ελάιζα Ντέι με εκείνη στο μυαλό του και κύρια έμπνευσή του το Down In The Willow Garden, ένα παραδοσιακό murder ballad με θέμα τη δολοφονία μιας κοπέλας από τον εραστή της σε έναν κήπο με ιτιές. Πολλοί τότε επέκριναν τον Νικ για την επιλογή της Κάιλι, ωστόσο το αποτέλεσμα τον δικαίωσε σε αρκετά μεγάλο βαθμό – κυρίως επειδή, χάρις στον επαγγελματισμό της, η Κάιλι ακολούθησε και αναπαρήγαγε με ευλάβεια το demo που της είχαν στείλει για οδηγό, όπου ο Μπλίξα συνόδευε τον Νικ, ερμηνεύοντας το δικό της μέρος του τραγουδιού. Αυτό το απλό ακουστικό demo, που συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή B-Sides & Rarities, με την Ελάιζα Ντέι του Μπλίξα, “αλλόκοτη”, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος και “τρομακτικά ανατριχιαστική”, σύμφωνα με τον Νικ, να ακούγεται σαν να έρχεται κατευθείαν από τον κόσμο των πνευμάτων, είναι μία εξωπραγματικά όμορφη εκδοχή του τραγουδιού, απαραίτητο συμπλήρωμα για το άλμπουμ, αν και δεν ανήκει στην επίσημη λίστα των περιεχομένων του.

 

Ο Νικ είχε αναφέρει κάποτε ότι ο σκοπός του με το Murder Ballads ήταν να εκνευρίσει τον κόσμο, ωστόσο το άλμπουμ αυτό έγινε τελικά το πιο δημοφιλές του συγκροτήματός του. Αν και μπορεί κανείς να βρει, μέσα στην εκτενή δισκογραφία του Νικ και της μπάντας του, άλμπουμς που είναι πιο αντισυμβατικά, πιο ανατρεπτικά, ίσως και πιο αλλόκοσμα, στην ουσία το Murder Ballads είναι αυτό που περικλείει μέσα του τον κόσμο των Bad Seeds, εκείνης κυρίως της εποχής. Ο Κονγουέι πέθανε πέρσι, ο Μικ, ο άνθρωπος – ορχήστρα, και ο Μπλίξα, ο “ομορφότερος άντρας στον κόσμο”, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Νικ, δεν είναι πια μέλη της θρυλικής μπάντας, οι Bad Seeds ως ένα αρκετά διαφορετικό σχήμα συνεχίζουν ασταμάτητα να πειραματίζονται και να εξελίσσονται. Ωστόσο το Murder Ballads, μέσα στην καίρια χρονική συγκυρία που υλοποιήθηκε, με την πλέον ιδανική σύνθεση των Bad Seeds, οι οποίοι ήταν στην απόλυτη ακμή τους, είναι ένα σπάνιο διαμάντι της σύγχρονης μουσικής παραγωγής και έχει αφήσει ήδη μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη για το μέλλον.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top