Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η πραγματική αξία μιας ενδιαφέρουσας γραφής

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Νίκος Κουτσογιάνης: “Ο ΣΙΧάνθρωπος”, εκδόσεις Οδός Πανός

 

Συνήθως το παραμύθι καθώς και η παραβολή χρησιμοποιούνται στη μυθοπλασία, προκειμένου να διαφανεί, πίσω από τις σκόπιμα παραποιημένες στερεότυπες εικόνες, η αλήθεια των πραγμάτων ή έστω η θέαση του κόσμου μέσα από τη ματιά της συγκεκριμένης γραφής κάθε φορά.  Ο Νίκος Κουτσογιάννης, σ’ αυτή την πρώτη του εμφάνιση στη γραφή, επιλέγει τη μείξη της φαντασίας και του ρεαλισμού για να δώσει μια ιστορία  (παραμύθι την ονομάζει, μόνο που αφορά τους ενήλικες) συνεχών ανατροπών. Με βοηθό το λεπτό χιούμορ του, διεισδυτικό στην ουσία των πραγμάτων, με ήρωες/αντιήρωες να πρωταγωνιστούν κόντρα σε ό,τι θεωρείται δεδομένο (όπως ο Πατέρας και ο Γιος, ο Λύκος –α, ο Λύκος, τι φιγούρα κι αυτή στην ιστορία του Κουτσογιάννη!–, ο Βάτραχος, ο Παπάς, ο Κόμης, ο Καθηγητής, η Λόλα, ο Αστυνόμος, ο Κόρακας, το Γουρούνι και άλλοι), με σκληρότητα που εμπεριέχει μια απρόσμενη ευαισθησία (μόνο που πρέπει  να την ανακαλύψεις πολύ βαθιά σκάβοντας ως αναγνώστης), φτιάχνει μια ιστορία πρωτότυπη στη δομή της και ξεχωριστή στη χρήση της γλώσσας. Ο Κουτσογιάννης γνωρίζει καλά τις δυνατότητες του λεκτικού κώδικα, να αποδίδει με το ελάχιστο δυνατό «σώμα» όλο το νόημα, αλλά και να αιφνιδιάζει, να σοκάρει συχνά, προκειμένου να καταστήσει κατανοητή τη βασική ιδέα που διέπει όλο το βιβλίο.

Η αποσύνθεση των πάντων, η αποσυναρμολόγηση, θα λέγαμε, του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε (όπως σκόπιμα μας τον έχουν μάθει), το άλλο «πρόσωπο» κάθε θεωρούμενης ανώτερης δύναμης, τα βασικά και πρωταρχικά «λάθη» που έγιναν στη δημιουργία του κόσμου, οι έννοιες του Θεού, του Θανάτου, της γνωστικής τυφλότητας, της άλλης, της αόρατης όψης του κόσμου, η αμφισβήτηση των «ιερών κειμένων» (όπως κι αν τα θεωρήσουμε ως προς την προέλευσή τους), η αδυναμία των απλών ανθρώπων να κατανοήσουν «τι στην ευχή συμβαίνει  εδώ» και, πολύ περισσότερο, να μπορούν να επέμβουν για να σώσουν ό,τι κι αν σώζεται. Όλα αυτά και άλλα πολλά εκτυλίσσονται στην παράδοξη αυτή ιστορία, που μόλις αριθμεί γύρω στις εκατόν σαράντα σελίδες – χρειάζεται άλλωστε κάτι περισσότερο σε έκταση μια καλή γραφή, όπως αυτή εδώ, για να πει όσα θέλει; Διάσπαρτα στο βιβλίο σκίτσα του συγγραφέα, υπογραμμίζουν (με τις λεζάντες τους) και συμπληρώνουν την ευφάνταστη αυτή αφήγηση.

 

«Δηλαδή δεν υπάρχει σωτηρία;» συμπέρανε ο πατέρας. «Μάλλον θα πρέπει να  παραδεχτούμε ότι αποτύχαμε» είπε ο γιος και ο πατέρας έξυσε το μέτωπό του σκεφτικός. «Αυτή τη φορά θα καταστρέψω τον κόσμο οριστικά» δήλωσε μετά συγκινημένος. «Δεν είναι εύκολο» απάντησε ο γιος «οι άνθρωποι έχουν γίνει σχεδόν το ίδιο δυνατοί με εμάς». «Ξέρω κάποιον που μπορεί να αναλάβει αυτή την αποστολή» είπε ο πατέρας, «αρκεί να μην του την αναθέσουμε». «Δεν εννοείς τον… ;» ταράχτηκε ο γιος. Ο πατέρας όμως φαινόταν αποφασισμένος. (σ. 16).

 

Όμως ο Θάνατος το ξανασκέφτηκε, όπως πάντοτε ελέγχει δυο φορές, πριν μας ακουμπήσει στην πλάτη, αφού μετά κανένα σφάλμα δεν είναι δυνατόν να επανορθωθεί. Κατάλαβε λοιπόν ότι ήταν η ευκαιρία που περίμενε για να θέσει σε εφαρμογή το παλιό του σχέδιο, και γι’ αυτό πλησίασε τον Βάτραχο […] «Κατάλαβες;» χαμογέλασε πονηρά, «εμείς θα γίνουμε οι κυρίαρχοι του σύμπαντος! Αύριο κιόλας θα ξεκινήσεις το ταξίδι σου για να διαλέξεις αυτούς που θα χτίσουν τον καινούργιο κόσμο!». (σ. 21).

 

Νίκος Κουτσογιάνης

 

Δεν ξέρω, αλήθεια, αν η συγγραφική πρόθεση (αλλά και γιατί να μας ενδιαφέρει άλλωστε η αρχική αιτία μιας γραφής;) ήταν να προτείνει κάτι περισσότερο από μια καινούργια, φρέσκια στην έμπνευσή της εικόνα του κόσμου μας. Μα και  μόνο αυτό να είναι, καθόλου λίγο ας μη λογίζεται, καθώς θυμάμαι μια θέση του Κορνήλιου Καστοριάδη (πάντα τόσο επίκαιρη!) που έριχνε το βάρος στην αποκάλυψη της πραγματικότητας με όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της, και όχι στο τι θα μπορούσε να την αντικαταστήσει. Είναι, ίσως, παράλογο, μπροστά σε έναν κόσμο που καταρρέει από το βάρος πολλών αιώνων που βρίθει από λανθασμένες επιλογές, να έχουμε έτοιμη και πλήρη την εικόνα της αντικατάστασής του. Η λογοτεχνία, στο μερίδιο που της αναλογεί, ας αξιολογηθεί στον βαθμό που μπορεί να τραβήξει τον μανδύα αποκαλύπτοντας τι υπάρχει από κάτω. Αυτό κατορθώνει και ο Κουτσογιάννης με τον ΣΙΧάνθρωπό του, ταράζοντας για λίγο (έστω) τα νερά του εφησυχασμού μας. Με φαντασία και ρεαλισμό ταυτόχρονα (και όχι αντιστικτικά), για όποιον εννοεί τη φαινομενική αντίφαση αυτού του οξύμωρου. Χαρακτηρίζει άλλωστε ο ίδιος την ιστορία του: «Ένα αντι-αισιόδοξο παραμύθι θρησκευτικής φαντασίας και καπιταλιστικού ρεαλισμού».    Σημαδιακό για τον ίδιο το σχόλιο/λεζάντα του σκίτσου του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου (με το ψάρι που περπατά αντί να κολυμπά): «γιατί υπάρχουν ψάρια που μισούν το νερό». Μπορούμε να πούμε πως η θέα του κόσμου από την αντίπερα (πάντα δημιουργική) όχθη, επιτρέπει –αν όχι κάτι άλλο– πάντως ενδιαφέρουσες γραφές. Όχι, όμως, πως και αυτό είναι κάτι λίγο. Ίσα ίσα, για πρωτοεμφανιζόμενο, είναι πολύ σπουδαίο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top