Fractal

Αει-κύμαντη του Απρίλη προσευχή

Γράφει η Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου // *

 

Ελένη Κοφτερού, «Μια θλίψη Απρίλης», εκδ. Κουκκίδα, 2018

 

Η τέταρτη ποιητική συλλογή της Ελένης Κοφτερού με τον τίτλο «Mια θλίψη Απρίλης», αφιερωμένη στη μητέρα της Γαρυφαλλιά Σιώμου-Κοφτερού μας ξαφνιάζει ευχάριστα και συνιστά κατά σχήμα οξύμωρο λέξεις αντιφατικού νοήματος. Οι δύο όροι που έρχονται σε αντίθεση είναι τα ουσιαστικά του τίτλου ο ένας είναι η θλίψη και ο άλλος ο Απρίλης. Οι εμπλεκόμενοι όροι συνδέονται με αντιθετική σχέση και η αντίθεση-αντίφαση αφορά τα σημαινόμενά τους. Ο τίτλος υπαινίσσεται το σκότος και το φως που αντιπαλεύουν και συντροφεύουν την ποιήτρια στο σύνολο της ποίησής της. Στις τρεις ενότητες που απαρτίζουν το έργο της επικεντρώνεται στα σημεία εκείνα όπου διασταυρώνονται η ζωή και ο θάνατος, η αγάπη και ο έρωτας με την ποίηση και τη δημιουργία.

Η ποίηση της Ελένης Κοφτερού μετεωρίζεται μεταξύ υπερρεαλισμού και λυρισμού, συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε τοπία οπτικά, ηχητικά και οσφρητικά τα οποία συνθέτουν ένα αυστηρά προσωπικό ύφος. Ποίηση εγκεφαλική και ορμητική, πολύπτυχη και διάφανη, συμβολική και αλληγορική, ψιθυριστή και χαμηλόφωνη. Η ποιήτρια επιστρέφει νοσταλγικά στο παρελθόν, εκφράζει όσα την πονούν και παράλληλα την αναζωογονούν, άλλοτε με τόνο εξομολογητικό, κι άλλοτε με ελεγχόμενη συγκίνηση και ενίοτε με κριτική ματιά. Οι στίχοι της χαρακτηρίζονται από συναισθηματικό ρομαντισμό και μια λεπτή, διαπεραστική και αινιγματική θλίψη που κυοφορεί την ανθοφορία του Απρίλη. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις και το προσωπικό βίωμα αναδύονται μέσα από μια ελλειπτικότητα με εικόνες άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε υπερρεαλιστικές, βασικό συστατικό της ποίησής της και σημαντικός ρυθμιστής του νοήματος, της δομής και της επενέργειας κάθε ποιήματος[1], αποδίδοντας δεξιοτεχνικά τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συμβάντα θανάτου, απώλειας ή φυγής.

Οι άνθρωποι αλλάζουν τόπους, σπίτια, συνήθειες, ακόμη και πατρίδα αλλάζουν, μα πάντα κρατούν την αύρα του βιωμένου τόπου και χρόνου κατά κύριο λόγο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας που εισβάλλει αναπάντεχα και προσδιορίζει τους κύκλους του θυμικού τους. Η αυθόρμητη χαρά της φυλαγμένης μνήμης ακολουθεί τη θλίψη που συνοδεύει κάθε επιστροφή και κάθε απουσία.

Έτσι λοιπόν, η Ελένη Κοφτερού στην πρώτη ενότητα της ποιητικής της συλλογής «Α΄ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΟΥ» επιστρέφει μετά τη «γενέθλια πόλη»[2] στο γενέθλιο τόπο της μητέρας της, τη Γρίβα, που βρίσκεται στο βουνό Πάικο με το ποίημα «Επιστροφή»[3]. Τη συνοδεύει εκεί, στη στερνή της κατοικία μ’ ένα ήσυχο μοιρολόι, ύμνο της φύσης, που μεταπλάθεται σε μια νέα ζωή και συσχετίζει τον θάνατο με τη γη και με την κλίμακα των χρωμάτων που βαδίζει από το μαύρο στο πράσινο, περνώντας από τις γήινες αποχρώσεις[4] και τον κύκλο του νερού,  στοιχείο το οποίο στη φυσική του φαινομενικότητα συνδέει το χθόνιο με το υποχθόνιο. Διαλέγεται με τη νεκρή μητέρα της μ’ έναν συγκλονιστικό εσωτερικό μονόλογο. Συνθέτει και παραθέτει με τον δικό της τρόπο, υφαίνοντας λέξη-λέξη, εικόνα-εικόνα την αύρα της, τη μορφή της και την έλλειψη οξυγόνου που τη βασάνιζε και την οδήγησε στον γενέθλιο τόπο τάφο. Το όνομα του βουνού προέρχεται από το σλαβικό «πάιακ» που σημαίνει αράχνη, όνομα που χαρακτηρίζει το βουνό το οποίο αποτελείται από έναν λαβύρινθο με χαμηλές κορφές, λόφους και ρεματιές χωρίς κάποια σημαντική ορεινή έξαρση, προσομοιάζοντας έτσι με ιστό αράχνης που απλώνεται[5]. Έτσι ακριβώς απλώνεται και το ποίημα, γίνεται ανάσα και οξυγόνο, ριζώνει στη Γρίβα, ανακουφίζει τον πόνο της ποιήτριας, καταπραΰνει τον φόβο του θανάτου και οδηγεί τη μητέρα, την ποιήτρια και τον αναγνώστη από το σκοτάδι στο φως και το οξυγόνο, εστιάζοντας στο οικείο μοτίβο τής ποίησής της τη γλώσσα και τις λέξεις:

Σαν έρχονταν από τη Γρίβα οι δικοί σου/μαζί τους έφερναν τη γλώσσα του βουνού./Το γέλιο σου ανάβλυζε/στης κορυφογραμμής το μυρωμένο χώμα. Κοτσύφια, πέρδικες και καστανιές, θροΐζουσες νεράιδες/ανοίγανε διόδους μυστικές για να χωρέσει στο διαμέρισμα /το Πάικο. Στου σαλονιού τις τρυφερές χαράδρες /οι λέξεις σας πετάριζαν κελαρυστές./Εγώ απ’ το χωλ κρυφάκουγα. Όμως ξεράθηκε η λίμνη του καιρού κι οι ντόπιες χάθηκαν/-όπως κι εσύ- λέξεις από ασφυξία./Να μη φοβάσαι την αρχή του σκοταδιού./Στη Γρίβα θα ξανανοίξει ο κύκλος του νερού./Μες στη στοχαστική σιωπή σου θα ξαναβρείς το οξυγόνο που στερήθηκες/σε μιαν αρχέγονη βροχή και την ορμή βουνίσιου αέρα./Σ’ ευχαριστώ που με ταξίδεψες κι εμένα στο βουνό σου./Να ιχνηλατώ μου έμαθες άπειρα τα κοιτάσματα αγάπης.

Η ποίηση θεωρώ πως είναι ο πιο λυτρωτικός τρόπος για την έκφραση του θρήνου που προκαλεί η απώλεια κάθε αγαπημένου προσώπου. Η ποιήτρια αισθητοποιεί το πένθος και τη θλίψη, θρηνώντας με τον δικό της τρόπο, ήσυχα και απαλά αποδέχεται το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης και το αμετάκλητο του θανάτου και έτσι με την ποίησή της διαχειρίζεται το πένθος και επιστρέφει σταδιακά στη ζωή με μια γλώσσα τρυφερά ολοζώντανη. Ένας απέριττος υπαρξιακός στοχασμός πάνω στο ζήτημα του πόνου, του θανάτου, της ζωής και της χαράς κατακλύζει τους στίχους της. Τα ποιήματα εκτός από ένα χρονικό πένθους είναι ένας ύμνος στη ζωή και σ’ όλα εκείνα τα πράγματα, μικρά ή μεγάλα, που περικλείονται σ’ αυτήν, όπως συναισθήματα, αναμνήσεις, καθημερινότητα, επικοινωνία, στοργή.

Η Ελένη Κοφτερού στέκεται στα γήινα που μένουν πίσω όταν οι άνθρωποι φεύγουν, επικοινωνεί με το απόν πρόσωπο σε β΄ ενικό με έναν διάλογο όλο τρυφερότητα και ενάργεια. Αριθμοί τηλεφώνου, προσωπικά αντικείμενα αποτυπώνουν τη συγκρουόμενη αλληλουχία των συναισθημάτων της αλλά και εν τέλει την αποδοχή της απώλειας, πείθεται και πείθει ότι η νεκρή μάνα, πετώντας από πάνω της τις σταθερές του κόσμου τούτου, άδειασε από τα επουσιώδη και βρέθηκε –στο ανάερό της σπίτι- εκεί που περισσεύει η αγάπη και το οξυγόνο. Τα επόμενα πέντε ποιήματα της ενότητας σφραγισμένα από τον θάνατο της μητέρας της, καθίστανται ιδανικός τρόπος για να αντιπαλέψει η δημιουργός τον πιθανό σπαραγμό της λήθης. Η μορφή τής μάνας κυρίαρχη, πάντα χαμογελαστή και στοργική σε ζεστή σχέση με την ποιήτρια. Παραθέτω κάποιους στίχους: Μετά από σαραντρία χρόνια/σίγησε το τηλέφωνο μαμά/κι έμειναν ορφανές/οι κλήσεις κι οι προθέσεις μας… (2310611661,σ.18).

Στο χωλ/μονάχα οι παντόφλες σου/απορημένες χάσκουν /ολοκαίνουργιες…./ Το κάθε βήμα τους/σημείο τήξης στάθηκε /εκείνης/της ματαιωμένης πτήσης. (Οι παντόφλες, σ. 19).

Κι άλλοι γονείς/περιδιαβαίνουνε στα ποιήματα/ανυπεράσπιστοι και απαιτητικοί…όπως μωρά που γεννηθήκανε χωρίς/να ρωτηθούν./Μα το δικό μου το μωρό/Καλόβουλο, συγκαταβατικό/δεν θέλει να παραγκωνίσει/ούτ’ έναν στίχο/γι’ αυτό ισχνή πνοή /ίσα που ακούγεται καθώς/ανάμεσα στις λέξεις/ιχνηλατεί το οξυγόνο… (Αμέτοχος ήλιος,σ.20).

Βλέπω ένα πούπουλο χαράς/στο στόμα σου/κραταιό απομεινάρι γέλιου./Όμως καθώς πλησίασα/είδα ότι έλειπαν τα μάτια σου./Στραμμένα προς τα πίσω/να βγουν απ’ τη φωτογραφία πάσχιζαν./Έρχονταν καταπόδι μας /γνέφοντας: Να προσέχετε! (Φωτογραφία σε τάφο,σ.21).

Στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας με τον τίτλο Ο πόνος η ποιήτρια σκιαγραφεί τον πόνο, ο όποιος παρομοιάζεται άλλοτε με του λύκου το πέρασμα και την απληστία του αγριμιού και άλλοτε με πληγωμένο ζωάκι που αναζητά χάδια, ξορκίζει τον πόνο και υποδεικνύει στον αναγνώστη τον τρόπο αντιμετώπισής του με περίσσεια τρυφεράδα, προσδίδοντας έτσι ξανά ελπίδα, που ενδέχεται να απαλύνει ή και να κατανικήσει την οδύνη του πένθους: Στις λέξεις δεν υποχρεώνεται./Έχει του λύκου την περπατησιά/και των δακρύων/διακριτή τη ραχοκοκαλιά./Μα εσύ/το αγρίμι μόνο χάιδεψε/κι όλες τις συνδηλώσεις του/με πλέρια τρυφεράδα.

 

Ελένη Κοφτερού

 

Στα ποιήματα της δεύτερης ενότητας με τον τίτλο «ΑΠΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΣΙΩΠΗΣ» ο θεματικός κύκλος της Κοφτερού διαγράφει μυστικά και αθόρυβα τη σιωπή τής απουσίας που όταν τρέφεται από ψυχικές καταστάσεις όπως ο πόνος, η απώλεια της αγάπης, ο έρωτας και ο θάνατος εισέρχεται ανεπαίσθητα στο χαρτί, γίνεται εκκωφαντικά ψιθυριστή και αλληγορική. Ποίηση που απορρέει με σφαιρική θέαση, από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, διαχέει τα συναισθήματά της εκτοξεύοντάς τα σε λέξεις, φράσεις, στίχους φυλαγμένους καλά σ’ ένα σεντούκι σιωπής-έμπνευσης, που όταν ξεκλειδώνει ξεπηδούν παιδικά βιώματα, φοβίες, αναμνήσεις, απώλειες, έρωτας, αγάπη, και αγωνία. Όλα αυτά συναποτελούν την ποίησή της και συναθροίζονται καθαρά και ταυτόχρονα υπαινικτικά:

Από μικρή συνέχεια κρύωνα./ Άκρατη επιθυμία μ’ έκαιγε /τον χειμώνα να εκδικηθώ/έτσι θρυμμάτιζα /στα παιδικά μου δόντια/τα παιδιά του.( Καύσωνας,σ.25).

Γείτονας μοχθηρός και κακοήθης./Επίτηδες λερώνει τα ασπρόρουχα/κλέβει χαμόγελα και λέξεις/σκαλίζει τα σεντούκια της σιωπής (Αγρύπνια, σ. 26).

Έτρεχα στις σκάλες/στον διάδρομο του σχολείου/στον ύπνο μου έτρεχα/να προλάβω/κάτι ανεξιχνίαστο. / Κι όταν έπεφτα/στρεφόμουν πάντα προς/την μεριά της λαχτάρας.( Παιδί,σ.39).

Κυρίαρχα σ’ όλη την ενότητα είναι τα ποιήματα ποιητικής. Ταξίδια αυτογνωσίας και πρόθεσης. Ηχητικά ποιήματα με υπερρεαλίζουσα εικονοποιία. Ποιήματα στο σώμα των οποίων συχνά εδρεύουν τα λοιπά θεματικά μοτίβα που ενισχύουν την απουσία και την έμπνευση, ισχυροποιώντας τα πάσης φύσεως ανεκπλήρωτα, καθιστούν την ποίηση εσωτερική αναγκαιότητα. Η Ελένη Κοφτερού αναχαράζει το πλαίσιο της τέχνης της άλλοτε κρυπτικά και άλλοτε αποκαλυπτικά, αισθητοποιώντας κανόνες της ποίησης μέσα από την απόλαυση της αναπόλησης. Η πρόθεση της ποιήτριας αλλά και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αρμολογούνται από πληθώρα σχημάτων λόγου, προσθέτουν μια ευχάριστη ρυθμοτονική χροιά, η οποία καθιστά τα ποιήματα εύληπτα για τον αναγνώστη. Σε όλα τα ποιήματα ακούγεται η ίδια φωνή, σαν να μονολογεί με κάποιον αόρατο συνομιλητή, που δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη· έτσι τον οδηγεί σε στοές και λαγούμια της ψυχής και γενικότερα της ύπαρξης. Παραθέτω επιλεγμένους στίχους:

Οι λέξεις που απαρνήθηκες/να ξέρεις δεν σε λησμονούν./Μικρά λαγούμια σκάβουν /στα έγκατα της σάρκας  σου/χτίζοντας τις φωλιές τους /με γνώριμα υλικά… (Εγκαταλελειμμένες λέξεις, σ. 32).

Όλα τα λάφυρα/που μου έφερε το ποίημα/χωρίς κανέναν δισταγμό/τ’ αποποιούμαι/ Ιδιοτελής ανταλλαγή/μόνο για τα φιλιά σου.  (Ιδιοτέλεια φιλιώνς.37).

Είναι φορές που μια/μονάχα λέξη/αξίζει περισσότερο/απ’ όλους μου τους στίχους./Σαν παραμύθι αστράφτοντας/φωτίζει /τελετουργίες αλλόκοτες. …/Kι έπειτα πλήρης μα δειλή/ βυθίζεται στο βλέμμα σου/και χάνεται /για πάντα θάβεται στ’ αποσιωπητικά του ουρανού σου (Θάνατος λέξης, σ.40).

Η ποίησή της έχει τελικά τη δύναμη να φωτίζει τον δρόμο και να διαλύει με την ευεργετική της επίδραση τα συνεχή αδιέξοδα, στα οποία συχνά καταλήγει. Ποίηση με κρυμμένα νοήματα, λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπής, η οποία ενέχει την αξία της στην αίσθηση του οικείου και του αυθόρμητου και του φυσικού:

Ποίημα Μην ξεγελιέσαι/Δεν κάμπτεται η νύχτα/με διαπρεπείς υπεκφυγές/και μερικούς /θρηνώδεις στίχους /για τον έρωτα. /Μα ούτε στο φεγγάρι /μην προσβλέπεις./Ανέκαθεν αμέτοχο /στις υποθέσεις του φωτός.

Χειμώνας των ματιών /Πώς ρίχνει με σπουδή τις λέξεις του /το δένδρο; Και τον απόηχο των τζιτζικιών/πώς ξεφορτώνεται χωρίς λυγμό;/Μου φαίνεται ότι συναινεί/σ’ αυτό που /η γιαγιά μου έλεγε/πως η σιωπή χειμώνας είναι των ματιών.

Με τρόπο ανεπιτήδευτο, άμεσο και εύστοχο, με ειλικρινή και ευφυή ποιητική διάθεση χωρίς υπερβολές ή φλυαρίες, δημιουργεί τη θεματολογία της• άλλοτε με ελάχιστα δομικά υλικά άλλοτε με περισσότερα, αλλά σίγουρα και πάντοτε με αμείωτη ένταση και πάθος, δύναμη ψυχής, ευγένεια ήθους, πολλαπλή αγάπη, καθώς αρέσκεται να αναμειγνύει το συνταρακτικό με το τρυφερό· έτσι λειτουργεί καθώς αναφέρεται και στον νεκρό πατέρα της:

Μου είπαν πως τέτοιες μέρες/ανοίγουν οι ουρανοί./Του Απρίλη μια κυρτή καταπακτή /σε οδηγεί στη χιονοθύελλα της γύρης/στων λουλουδιών τα νεύματα τα λάγνα./Μα εσύ πατέρα μην κατέβεις-τουλάχιστον όχι απόψε-/Φοβάμαι μήπως στην διαδρομή /τους δράκους συναντήσεις /και τους βασανιστές που ακόμη/και νεκροί/γλεντάνε τη δουλειά τους. (Προειδοποίηση, σ. 31 ).

Ο Απρίλης είναι ο μήνας των ερώτων και των ποιητών. «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός», γράφει ο ΤS Eliot στην «Έρημη Χώρα», καθώς σμίγει «θύμηση κι επιθυμία» αλλά είναι κι ο μήνας της αναγέννησης που ύμνησε ο Σολωμός: «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε». Είναι ο μήνας κλαυσίγελος και ξελογιαστής, ο Απρίλης της χαράς και των λουλουδιών, της γονιμοποίησης και της ανθοφορίας, των χαιρετισμών και της Ανάστασης, ο μήνας της νιότης και της χαρμολύπης. Για την Ελένη Κοφτερού το ομότιτλο ποίημα Μια θλίψη Απρίλης (σ.38) έχει μια αμφίσημη ερμηνεία και αποτυπώνει από τη μια την ερημιά που την τυλίγει με σκηνογραφική διάθεση και από την άλλη αποτυπώνει το κράτημά της στη ζωή μέσα από το ιδεώδες του έρωτα:

Σαν να γκρεμίστηκε το πατρικό μου σπίτι./Σαν να συλήθηκε ο τάφος του πατέρα./Σαν να μη ζύμωσα ποτέ μου λέξεις με το χώμα./Έτσι με τύλιξε ακύμαντη/του Απρίλη η ερημιά/πίστη που δεν με σώζει/πέτρωσε η προσευχή…/Μα εγώ έχω το γέλιο σου/διαδικασία άνθισης ιδανική/αφού η άνοιξη/Α! η άνοιξη/αναίσχυντα αργοπορεί.

Στην τρίτη ενότητα ΚΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ με μια ιδιάζουσα δυναμική των λέξεων καθώς αυτές επανέρχονται, συνίστανται στίχοι, ποιήματα και το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ποικιλότροπη χρήση τους έντεχνα ορίζεται στο ποίημα Γράμμα στον Κώστα Γ. Καρυωτάκη(σ.46,47) με λέξεις διάφανες και αιχμηρές, ενώ η δημιουργός εκφράζει με εύστοχη απλότητα και σιγουριά στο ποίημα Ξένες γλώσσες(σ.48) την ερωτική της σχέση με την ποίηση: όσο για λέξεις καθόλου δεν ανησυχώ, πάντα στο χαλασμό χαράσσονται στις πέτρες. Στο ποίημα Ό,τι σε περιέχει(σ.50) σηματοδοτείται ο έρωτας: μια λέξη από δω ένα τραγούδι από κει ερειπωμένη κρύπτη των φιλιών μας στο δε ποίημα Της Σύλβια (Πλαθ) (σ.55), κι ενώ ασθμαίνοντας οι λέξεις ξυλοπόδαρα οδεύανε συναντούν τη Λίλλυ Μπρίκ (σ.56) που ποιήματα έκαιγε και λέξεις στην όχθη λίμνης κόκκινης. Για να απολήξουν σε: Ταλάντωση γενναία/σε όλους τους συνδυασμούς /αρχίσανε οι λέξεις: έ ρ ωτ α ς- π έ ν θ ο ς/π έ ν θ ο ς- έ ρ ω τ α ς/έ ρ ω τ α ς- έ ρ ω τ α ς/π έ ν θ ο ς-π έ ν θ ο ς/έ ρ ω τ α ς- π έ ν θ ος/ π έ ν θ ο ς- έ ρ ω τ α ς/χτυπούν τα κεφαλάκια τους/στης εμμονής μου τα τοιχώματα/πονάνε και φωνάζουν/εγώ τις ντρέπομαι πολύ/τ’ αυτιά μου κλείνω/κάποτε θα σωπάσουν σκέφτομαι/ενοχικά χαμογελώντας /στο κερδισμένο ποίημα .

Ως κατακλείδα της ποιητικής σύνθεσης στο Ποίημα εν προόδω (σ.57) οι προαναφερόμενοι στίχοι και σε αντίστιξη με το «ειρήσθω εν παρόδω», θεωρώ ότι συμπυκνώνουν και την όλη θεματική του βιβλίου, καθώς με το σχήμα της λεξικής διπολικής αντίθεσης που δεσπόζει στο ποίημα φανερώνεται η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση της ποιήτριας, σε συνδυασμό με τον συγκινησιακά φορτισμένο ποιητικό της λόγο που αντλεί έμπνευση από παντού. Η ποίησή της λειτουργεί ως ένα φράκταλ όπου το κάθε ποίημα, ό,τι κι αν αποτυπώνει, μέσα του αντηχεί ο Κόσμος.

Η Ελένη Κοφτερού διακατέχεται από ολική υπαρξιακή αγωνία, δίνοντας έμφαση στα ανθρώπινα συναισθήματα της καθημερινότητας. Η απουσία έρχεται και ξανάρχεται, εκφράζοντας τη θλίψη, την απώλεια, την κάθαρση και πηγάζει από στίχο σε στίχο. Όσα απωλέσθησαν αναπόδραστα ως χάδι δίνουν το βασικό στίγμα της ποιητικής τούτης ενότητας με απανωτές εικόνες οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές και κινητικές. Η ποιήτρια σκαλίζει αναγνώσεις και αναμνήσεις και έχει τη δύναμη να τις ενσωματώσει μέσα στο έργο της μετατρέποντάς τες σιωπηλά και ανεπαίσθητα σε μια πνευματικότητα που εξοστρακίζει ακόμα και τη φθοροποιό θλίψη, πιστοποιώντας κάθε φορά τη διπολική αντίθεση του τίτλου της ποιητικής της σύνθεσης. Έτσι, ενεργοποιεί τον αναγνώστη με τρόπο τρυφερό, ουσιαστικό και ανθρώπινο.

Η δημιουργός σε μια διακειμενική ποιητική περιπλάνηση συναντιέται με δημιουργούς που αντίστρεψαν τους ρόλους και έτειναν οι ίδιοι το χέρι τους στον θάνατο, ποιητές και ποιήτριες έλληνες και ξένους. Οι αυτόχειρες-απόντες ποιητές επιστρέφουν για λίγο κοντά στους παρόντες, εμπνέουν την ποιήτρια, περπατούν και διαλέγονται νοερά μαζί της, πηδώντας με φυσικό τρόπο από το ένα ποίημα στο άλλο. Ποιητές της φυγής, ανήσυχες ψυχές με απύθμενο πνευματικό κόσμο, παθιασμένο έρωτα και μοναξιά. που έμειναν στην ιστορία από τη γραφή τους και το επιλεγμένο τέλος τους (Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Σύλβια Πλαθ, Μαγιακόφσκι, Λίλλυ Μπρικ), ζουν μιαν άλλη ξεχωριστή ποιητική ζωή, την οποία η Ελένη Κοφτερού αντλεί από τον βίο και τους στίχους τους. Στίχοι που εμπεριέχουν την περισυλλογή, το αξεδιάλυτο μυστήριο, το ανικανοποίητο του έρωτα, τη σκοτεινή γοητεία της αυτοχειρίας τους και αντικατοπτρίζουν τις αιώνιες αντιξοότητες της ανθρώπινης φύσης.

Η ποιήτρια παρατηρεί και καταγράφει απλές φιγούρες της καθημερινότητας και ξαφνιάζει τον αναγνώστη που όσο προχωρά στην ανάγνωση αφήνεται σε στίχους που τους διακρίνει σωστά μετρημένος λυρισμός και ακολουθεί τον γοητευτικό και σιωπηλό βηματισμό της στο ποίημα Και πόσο λίγο χρειάζεται/για να σφαχτεί η ομορφιά (σ.51) σε σχήμα κύκλου με πλούσιο υλικό μερικής ομοηχίας, που την αισθητοποιούν οι παρηχήσεις του σ, λ,ρ και του ξ και οι απανωτές εικόνες. Μέσα από την επίφαση της παρακμής και της φθοράς αποτυπώνεται η μεγάλη περιπέτεια της ύπαρξης σε συγκρουσιακή σχέση με την ομορφιά της φύσης, αναδύοντας το άρωμα της Καλαμάτας κάτω από τη σκιά του Ταϋγέτου: Μπήκε στο κάδρο απροειδοποίητα /η καταθλιπτική γυναίκα με τ’ αχτένιστα μαλλιά/στα βήματά της σιδερένια σέρνοντας θλίψη βαριά. Θεέ μου! Είπα/για να ξορκίσω τη σφαγή/Με το χάσμα της λύπης /ξιφουλκεί το φεγγάρι /κι ο Ταΰγετος/σαν ξωκλήσι του σύμπαντος/ευωδιάζει λιβάνι./Η θάλασσα όπως πάντα αμέτοχη/το γαλάζιο αναβλύζοντας /σε εποχές και σε κάδρα.

Για τελευταίο σταθμό, επέλεξα το ποίημα Η εν δυνάμει πτήση(σ.42) ποίημα ευαίσθητης αλλά ώριμης ποιητικής φωνής που αποτυπώνει την εμμονή της Ελένης Κοφτερού σε ποιήματα ποιητικής. Οι στίχοι του αναδεικνύουν τη μακρόχρονη σχέση της με την τέχνη του Λόγου και είναι πολλά υποσχόμενοι για την έμπνευση και τη δυναμική της δημιουργού. Έτσι διαγράφεται πλήρης και πληθωρικός ένας σπάνιος κύκλος έντονα λυρικός ο οποίος γεμίζει με την προσωπική απάντηση της δημιουργού στο τι είναι ποίημα: Είτε σαν χρυσαλίδα διάφανη/που αδημονεί ν’ αφήσει /το μεταξένιο λίκνο είτε χνουδάτος νεοσσός/ αρκούντως φοβισμένος/του σκοταδιού το τσόφλι θρυμματίζοντας,/πάντα ως πλάσμα φτερωτό/λογίζεται το ποίημα.

 

 

 

* Η Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου είναι φιλόλογος και βιβλιοθηκονόμος. Κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους α) στη διοίκηση σχολικών μονάδων από το Πανεπιστήμιο Roma Tre και β) στις επιστήμες της αγωγής με ειδίκευση στη Δημιουργική γραφή (κατεύθυνση εκπαίδευση) από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Διετέλεσε από το 2011 έως το 2018 Σχολική Σύμβουλος φιλολόγων Αχαΐας.

Έχει διδάξει τα μαθήματα: δημιουργική γραφή, λαογραφία και λαϊκός πολιτισμός, τοπική ιστορία, βιβλία- βιβλιοθήκες στα Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Έχει λάβει μέρος, ως εισηγήτρια σε επιμορφωτικές ημερίδες και συνέδρια καθώς και ως εμψυχώτρια σε βιωματικά εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους.  To 2019 εξέδωσε μια κριτική μελέτη έργων του Γιώργου Παναγιωτίδη με τίτλο Ο διερωτών των αοράτων οδών, Γραφομηχανή .

 

_________________

[1] Abrams, M. (2010). Λεξικό λογοτεχνικών όρων Θεωρία, ιστορία, κριτική λογοτεχνίας, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία Χατζηιωαννίδου. Αθήνα: Πατάκης. σ.103

[2] Κοφτερού, Ε. (2013).  «Γράμμα σε γενέθλια πόλη», Θεσσαλονίκη, Σαιξπηρικόν, σ. 12-14.

[3] Κοφτερού, Ε. (2018). Μια θλίψη απρίλης, Αθήνα: Κουκκίδια, σ. 17

[4] Cirlot, J.-E. (1995). Το λεξικό των συμβόλων, μτφρ. Ρήγας Καπάτος. Αθήνα: Εκδόσεις Κονιδάρη.σ.266

[5] Ένας οδηγός για την άγρια φύση της Ελλάδος ανακτήθηκε 10-05-2019 από http://www.naturagraeca.com/ws/122,184,201,1,1,%CE%A0%CE%AC%CE%B9%CE%BA%CE%BF

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top