Fractal

Αφήγημα σε συνέχειες: «47 εβδομάδες – 17η εβδομάδα: Μαριονέτα στις διαθέσεις κάποιου άλλου»

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

 

[Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.]

 

 

47 εβδομάδες – 17η εβδομάδα: μαριονέτα στις διαθέσεις κάποιου άλλου

Κοιτούσε φωτογραφίες που είχε βγάλει πριν ένα χρόνο, τότε που η ζωή της έμοιαζε με γερμανικό δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Μια ευθεία, περιποιημένη για μεγάλες ταχύτητες και σιγουριά. Γελάει με την παρομοίωση αλλά είναι μια πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάτι στη ζωή της αυτή τη στιγμή που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει σταθερό και σίγουρο. Τώρα ζει κάπως σαν τα μονοπάτια του βουνού, στενά, απότομα με πέτρες και εμπόδια για επιπλέον ενδιαφέρον. Δεν έχει καμία απολύτως ισορροπία. Το διαζύγιο κολλούσε σε λεπτομέρειες που ο Χρήστος εφεύρισκε, ο Κώστας ήταν πιο γλυκός από ποτέ, η εταιρία την πίεζε να δεχθεί νέα θέση στο εξωτερικό. Επικαλέστηκε οικογενειακούς λόγους για να καθυστερήσει την απάντηση, αλλά δεν ήξερε πόσο ακόμα θα το κρατούσε, περίμενε να δει και τις απαντήσεις από τις εξετάσεις …

Ο Γιάννης εμφανίστηκε πάλι στη ζωή της με τον πιο άμεσο τρόπο. Έκαναν μαζί τις προπονήσεις με πολύ κέφι και ήταν ιδιαίτερα δεκτικός για λίγο παραπάνω συντροφιά, για βόλτα, για καφέ για συζήτηση. Απολάμβανε την παρέα του, αναγνώριζε βέβαια στη συμπεριφορά του την προσπάθεια του να ξεφύγει από κάτι που τον απασχολούσε. Η Άλεξ είχε καταλάβει αρκετά νωρίς ότι κατά καιρούς ήταν μια σανίδα σωτηρίας για το Γιάννη, όταν του έλειπε η κουβέντα, όταν ήθελε να ξεφύγει από τις τυπικές του παρέες, όταν μπούχτιζε από συναισθήματα που δε μπορούσε να διαχειριστεί. Δεν την πείραζε ένιωθε ότι τον βοηθούσε, ή κάπως και να τον εκμεταλλευόταν, ειδικά αυτή τη φορά της ήταν και της ίδιας τόσο απαραίτητο. Ήθελε με κάθε τρόπο να απομακρυνθεί από τον Κώστα, δεν έβλεπε λύση στο τερατούργημα που είχε δημιουργήσει. Ο Κώστας γύρισε πλέον στη Θεσσαλονίκη και η επικοινωνία τους παρότι τακτική ήταν επηρεασμένη από την απόσταση και τις συνεχείς αρνήσεις τις Άλεξ να τον επισκεφθεί εξαιτίας της δουλειάς, υποχρεώσεων και ταξιδιών που προέκυπταν. Φοβόταν να τον συναντήσει γιατί θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν. Ο Κώστας την αντιμετώπιζε σαν τον πιο τέλειο άνθρωπο στον κόσμο και αυτό της ήταν ανυπόφορο. Δεν μπορούσε να αφεθεί ούτε μια στιγμή, δεν τολμούσε να τον παρακαλέσει να έρθει πίσω στην Αθήνα γιατί τον έχει ανάγκη, ούτε και ότι ήταν ερωτευμένη θα μπορούσε να του πει, αυτό το συναίσθημα δεν υπάρχει, είναι φενάκη, είναι ντροπή για κάθε νοήμονα άνθρωπο.

Με το Γιάννη έβλεπε μια καλή προοπτική να αφεθεί να είναι ο εαυτός της. Ήξερα άλλωστε τόσα για αυτήν δε θα ήταν δύσκολο. Ήθελε κάποιον να τη δει σε πλήρη παράδοση, όχι ένα ρομπότ συναισθημάτων. Ντρεπόταν να το πει αλλά προτιμούσε να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν να τον εμπιστευτεί περισσότερο, ήθελε να έχει κάποιον να ανοιχθεί να του πει τι περνάει, να ζητήσει επιτέλους βοήθεια και ανεπιφύλακτη αποδοχή για τις ανοησίες που κάνει. Αυτό που δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει ήταν το βλέμμα του Γιάννη ώρες ώρες. Την κοίταγε στα μάτια με κάτι που η Άλεξ αντιλαμβανόταν σαν αποδοκιμασία. Δεν την ένοιαζε, είχε αποδεχθεί τις διαθέσεις αυτού του νέου άντρα, πίστευε ότι είχε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης.

Σε κάποια βόλτα τους ο Γιάννης της εξιστορούσε το μύθο του Νάρκισσου από τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ο Νάρκισσος πεθαίνει και η λίμνη στεναχωριέται όχι για την απώλεια του αλλά γιατί δεν θα μπορούσε πλέον να καθρεφτίζεται αυτή στα μάτια του. Όλα λοιπόν στον έρωτα είναι η αναζήτηση της δικής μας πραγμάτωσης στον άλλο. Τόσο εγωιστικό και επίπεδο είναι αυτό το συναίσθημα που η Άλεξ τόσα χρόνια είχε προσεκτικά κλειδώσει έξω από τη ζωή της. Ξαγρύπνησε να σκέφτεται, να προσπαθεί να δώσει ρόλους σε αυτή και τον Κώστα. Θα μπορούσε να ήταν η Άλεξ η λίμνη λοιπόν, μια πεπερασμένη ποσότητα νερού που δεν ανανεώνεται, που έχει τόσο πράγματα κρυμμένα στο σκούρο γλιστερό της βυθό, που είναι τόσο σκοτεινή και το μόνο που μπορεί να σου δώσει είναι η αντανάκλαση σου; Θα μπορούσε να το αποδεχτεί αυτό; Ο Κώστας θα ήταν ευτυχισμένος;

Όταν ο Γιάννης κάθισε ήρεμος εκείνο το απόγευμα στην άκρη του μικρού κήπου, τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για την στεναχώρια που θα της έδινε. «Άλεξ θέλω να είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις αισθήματα για ‘μένα, εγώ δεν έχω και ούτε πρόκειται να προσπαθήσω για κάτι από τη μεριά μου, δε θέλω να είμαι στη ζωή σου με ένα τρόπο που σε κρατάει πίσω». Πόσο ήθελε να τον χαστουκίσει για αυτό που της είπε. Πως κάποιος, οποιοσδήποτε, θεωρεί ότι μπορεί να την κρατήσει πίσω; Μετά από τόση απόσταση που έχει διανύσει όλους αυτούς μήνες σε δρόμους καινούργιους άγνωστους, δρόμους που την οδηγούσαν στο να αλλάξει όχι μόνο το μυαλό της αλλά και την ψυχή της ολόκληρη. Αλλά μήπως ο Γιάννης είχε δίκιο. Σκέφτηκε τον τρόπο που κάνανε παρέα. Κάτι είχε αλλάξει, είχαν χάσει πλέον την αμιγώς φιλική διάσταση, είχαν μπει σε ένα στάδιο προερωτικό. Πως εξελίχθηκε έτσι, τι βλακείες έκανε η Άλεξ που τόσο στρωτά είχε τοποθετήσει αυτή τη σχέση στο μυαλό της; Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε η αναπνοή της, ο Γιάννης την πλησίασε μόνο και μόνο για να πάρει δύναμη. Την ήθελε στη ζωή του αλλά με τους δικούς του όρους, χωρίς συναισθήματα, χωρίς απαιτήσεις. Η Άλεξ προσπαθούσε με απελπισία να συγκροτηθεί, να αναλύσει την κατάσταση, να αξιολογήσει τους κινδύνους και να φτιάξει σενάρια να οργανωθεί όπως ήξερε πάντα, με τον πιο άγριο τρόπο. Της ήταν αδύνατο. Τι ήταν αυτό που ξεχείλισε από μέσα της, που το έκανε τόσο ορατό στο Γιάννη και τόσο δύσκολο σε αυτή να το ελέγξει;

Πόσο ήθελε να του φωνάξει να τον ταρακουνήσει, να τον κάνει να δει αυτός τουλάχιστον ότι δεν είναι λίμνη, θάλασσα είναι και μάλιστα θάλασσα χειμωνιάτικη, γκρίζα και ανταριασμένη. Δε μπορεί κανείς να καθρεφτιστεί σε αυτή. Αν είσαι ατρόμητος κολυμβητής πρέπει να την πλησιάσεις, να χαίρεσαι το νερό, να θες να τα βάλεις με τη δύναμη του, να κάνεις απλωτές στα κύματα και να αντιστέκεσαι στις ρουφήχτρες , να προσπαθήσεις να κρατήσεις το κεφάλι σου στην επιφάνεια, να νιώθεις τους παλμούς σου να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο και όταν πλέον έχεις κουραστεί να αφήνεσαι έτοιμος να χαθείς και η θάλασσα να σε ακουμπά σώο στην αμμουδιά. Αν είσαι αφελής και ανόητος και θεωρείς ότι με την ψεύτικη ασφάλεια που σου δίνει το βαρκάκι της αλαζονείας σου μπορείς να δαμάσεις το νερό, θα ανεβάζεις τα πανιά και θα στα σκίζει ο αέρας, θα κωπηλατείς και θα χάνονται τα κουπιά σου στην αντίσταση των κυμάτων, θα κρατιέσαι από την καρίνα να σωθείς και η θάλασσα θα σε στέλνει με δύναμη πάνω στα βράχια. Τίποτα μα τίποτα δε μπορεί να την ορίσει, μόνο το φεγγάρι, μόνο αυτό που την τραβάει από την αμμουδιά ή την ξεχειλίζει στην παλίρροια. Αν δεν είσαι άφοβος κολυμβητής για να την απολαύσεις ή φεγγάρι για να την αλλάξεις, κάνε πέρα φύγε μακριά. Δεν είχε νόημα όμως, ο Γιάννης δε θα την καταλάβαινε ποτέ, δεν ήθελε να την καταλάβει.

Ο Γιάννης άνοιξε την πόρτα και η Άλεξ τον παρακολουθούσε να φεύγει από τη ζωή της, ένα κουβάρι ανέκφραστων σκέψεων. Όλη αυτή η κουβέντα, ο τρόπος που τόσο σκληρά την έκανε πέρα, την κατέβασε σε ένα επίπεδο αμφιβολίας, στράγγισε μεμιάς την αυτοπεποίθηση της, αμφισβήτησε την εικόνα της. Έτσι είναι λοιπόν να είσαι αδύναμος, μαριονέτα στις διαθέσεις κάποιου άλλου …

 

 

 

Μαρία Λαμπρέ, γεννημένη στον Πειραιά, οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρουν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top