Fractal

☆ Η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

 

«Το Σμαραγδένιο Βουνό», εκδ. Πατάκη

 

                          Μύηση στο παιχνίδι της συνάντησης ή της

αναμέτρησης με το Ακατανόητο,

θα μπορούσα να ονομάσω

το μυθιστόρημα αυτό!  

 

Πολλά χρόνια είχα να κρατήσω στα χέρια μου ένα καινούριο μυθιστόρημα. Όταν ζήσεις μια μεγάλη απώλεια, οι λέξεις σου πενθούν. Δεν μπορούσα να γράψω ή δεν ήθελα. Το θεωρούσα μάταιο. Εκείνος έφυγε. Ο καλός μου Μίνωας. Ο στοργικός  σύντροφος μιας ζωής. Ο συνοδοιπόρος. Και έπρεπε να βρω καινούριες ισορροπίες. Όταν έβγαλα την ποίησή μου “Ως ωραίος νέκυς” — που πολύ με είχε βασανίσει και γι’ αυτό η αμφιβολία αν έπρεπε να βγάλω το βιβλίο, κάπως ελευθερώθηκα, με την έννοια ότι, οι λέξεις μου έγιναν πιο συνεργάσιμες.

Όμως για μυθιστόρημα, ούτε σκέψη. Και είπα τέλειωσα. Ως εδώ ήταν. Όσα έγραψα, όσο μπόρεσα,  όλα τελειώνουν μια μέρα, τελεία, γιατί και ο χρόνος εγγύς. Κάτι παιδικά έβγαλα μόνο τα τελευταία χρόνια, μικρά βιβλιαράκια,  σαν απόηχος των μεγάλων (σε όγκο) μυθιστορημάτων που είχα γράψει. Όμως μεσολάβησαν δυο γεγονότα αρκετά δυνατά που με έπεισαν πως το ταξίδι δεν τελειώνει όταν εμείς το νομίζουμε τελειωμένο, αλλά όταν αυτό το αποφασίσει. Το ένα ήταν η Αίθουσα που μου χάρισε ο Δήμος Λήμνου για να στεγάσω τα συγγραφικά μου. Και έπρεπε να δουλέψω, να κατεβάσω στη μέση του σπιτιού μου όλον τον όγκο των γραπτών μου, που αν λογαριάσει κανείς τις γραφομηχανές και τα χειρόγραφα, πριν από τον υπολογιστή, οι όγκοι ήταν τεράστιοι. Και η δουλειά λένε πως είναι ιαματική. Λοιπόν, είχα να διαλέξω τι θα στείλω στην Αίθουσα, τι άξιζε να πάει εκεί, και τι να πετάξω. Και διάβασα άπειρες σελίδες ξεχασμένες και χαμένες στα αζήτητα. Όμως πόσο καλό μου έκανε, τόσες μνήμες και συγκινήσεις μου ξύπνησε, που αισθανόμουν ευγνώμων.

Το άλλο συμβάν που με έβγαλε από την “παραίτηση” μετά την απώλεια, ήταν η επιλογή του μυθιστορήματος μου “Το Ξύλινο Τείχος”, από την Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση “για τις καθαρές δημοκρατικές του αξίες” είχαν γράψει στην έκθεση που ανάρτησαν εκεί για τους “αναγνώστες της Ευρώπης” όπως είπαν. Ήταν μια αιφνίδια δυνατή χαρά, μια έκπληξη. Και ενώ ήμουν στο “τόσο μπόρεσα να γράψω, τόσο να αγωνιστώ για τις αλήθειες που αγάπησα και για τα δίκαια που πίστεψα, τόσο για τις ιδέες που υπηρέτησα, τόσο, γενικά, σηκώθηκα όρθια, βγήκα από τις μελαγχολίες και τις ματαιότητες.  Όμως, και πάλι, όσο και αν με βοήθησε το καθένα ξεχωριστά, δεν θα έγραφα πια άλλο μυθιστόρημα αν δεν συνέβαινε κάτι το πολύ εξαιρετικό. Ανατρεπτικό θα το έλεγα. Μεταφυσικό, ίσως. Και εξηγούμαι:

 

 

Ποτέ δεν φαντάστηκα πως τελειώνοντας το κάθε μου μυθιστόρημα, τα πρόσωπα θα συνέχιζαν να υπάρχουν, χωρίς εμένα, σε έναν δικό τους κόσμο αόρατο και μαγικό, χωνεμένο μέσα στον υλικό κόσμο, θα συνέχιζαν να δουλεύουν, να σπρώχνουν τα μόρια της ύλης για να βρουν μια δική τους δικαιοσύνη, μια δική τους υπέρβαση.

Και όμως, έτσι έγινε. Και ήρθαν όλα μαζί να με βρουν. Να μου ζητήσουν αυτό που τους στέρησα, είπαν, για να υπάρξει η δικαιοσύνη.  Μου το έφεραν έτοιμο αυτό που τους στέρησα. Όσο και αν φανεί παράλογο ή ακατανόητο, έτσι έγινε.

Μου έφεραν τις δικές τους ιστορίες, έτοιμες, αυτές που ολοκλήρωναν, είπαν, το μυθιστόρημα, κι εγώ έπρεπε να τους δώσω άλλη μια φορά το αίμα μου – σαν να ζουσαν σε ομηρική ραψωδία.

Και άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως αυτό που λέμε Ζωή και Χρόνο και Κτίση δεν είναι αφηρημένες έννοιες αλλά οντότητες πέρα για πέρα υπαρκτές μέσα στις διαστάσεις του δικού τους χωροχρόνου, σε κόσμους παράλληλους ή επάλληλους. Σε κόσμους μαγικούς, ίσως, σμαραγδένιους. Αλλά και σε κόσμους, ίσως, ανελέητους, όπως το “ανελέητο παραμύθι της ζωής” που με βρήκε στο τέλος του καλοκαιριού και με έριξε σε σκέψεις άβατες.

Σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου είπα για το Σμαραγδένιο Βουνό: Είναι όσα δεν μπόρεσα, όσα δεν τόλμησα, όσα φοβήθηκα. Σήμερα θα προσθέσω και τούτο: Είναι όσα με έβγαλαν από αυτά που πίστευα για να αναρωτηθώ αν υπάρχουν αυτοί οι άλλοι κόσμοι οι κρυμμένοι και αόρατοι που εξουσιάζουν τον στέρεο κόσμο της πραγματικότητάς μας.

Θα πω ακόμα πως είναι η πιο ανατρεπτική μου γραφή. Μου δημιούργησε αμφισβήτηση βαθιά σε όλα όσα πίστευα. Με έφερε μπρος σε άλλες αλήθειες, αστραφτερές, ίσως, όμως με την αμφισβήτηση μέσα τους. Ο μύθος του είναι η ίδια η ανατροπή. Η μεταφυσική του διάσταση μου ξέφευγε κάποιες φορές. Με έβαζε σε σκέψεις άβατες, με το ακατανόητο στα πόδια μου, κάθε φορά. Μου έδωσε την εξουσία να ανεβαίνω και να κατεβαίνω τους αιώνες, να ζω κομμάτια από τις περασμένες μου ζωές. Να ακροπατώ πάνω στο χείλος της αβύσσου άνω και κάτω Μία και Ωυτή. Όμως δεν με βοήθησε με την έννοια της γαλήνης. Αντίθετα με έσπρωξε να πάω πιο πέρα. Να ψάξω πιο βαθιά. Σαν να ζητούσε και όλο να ζητούσε. Και τι συγκίνηση βγάζει αυτή η δυνατότητα να εξουσιάζεις τον Χρόνο, να τον σπρώχνεις ελάχιστα με το χέρι σου και να αλλάζεις αιώνα. Μύηση στο παιχνίδι της συνάντησης ή της αναμέτρησης με το Ακατανόητο, θα μπορούσα να ονομάσω το μυθιστόρημα αυτό.  

 

Αυτά μπόρεσα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Τα άλλα θα τα δείτε εσείς, αν τύχει και διαβάσετε το βιβλίο. Και ζητώ την επιείκειά. Είμαστε όλοι συνταξιδιώτες αβοήθητοι στο πεπρωμένο ταξίδι του Χρόνου. Ο Κίρκεγκωρ είπε: “Όποιος έζησε στην αγωνία δεν μπορεί να τρομοκρατηθεί από το πεπρωμένο του”. Ισχύει άραγε;

Εμένα πάντως με τρομοκρατεί κάποιες φορές αυτό το “πεπρωμένο ταξίδι”. Και αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να τον ευμενίσουμε τον Χρόνο! Να του προσφέρουμε νοητές χοές! Αν κάποτε βρούμε τον τρόπο!

 

Όμως και κάτι ακόμα θέλω να προσθέσω. Όταν έγραψα κάποιες από τις ιστορίες που μου έφεραν έτοιμες τα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα, και το βιβλίο παραδόθηκε στις εκδόσεις Πατάκη για να πάρει τον δρόμο της κυκλοφορίας του, — και παρά τις μελαγχολίες και τους πόνους που έβγαλε στο ταλαιπωρημένο σώμα μου ο πανδαμάτωρ ύστερα από τόσων χρόνων αδράνεια και παραίτηση, αφού την απώλεια την διαδέχτηκε ο κορωνοϊός, αυτός ο μοχθηρός αρχέγονος δράκων που τον σμίκρυναν οι χιλιετίες του, όπως τον είπα. Λοιπόν, ύστερα από τόσων χρόνων μελαγχολίες και εγκλεισμό, και βλέποντας πως η ζωή μου τέλειωνε χωρίς να αξιοποιήσω όλα αυτά τα μυθιστορήματα και τις καινούριες ιδέες  που γράφονταν στο μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια και τις άφηνα στα αζήτητα, με πήρε το πείσμα. Και μόλις άρχισε να ετοιμάζεται το σμαραγδένιο μου στις εκδόσεις Πατάκη, ξεκίνησα να γράφω ένα καινούριο μυθιστόρημα που εδώ και δεκαετίες βασάνιζε τη σκέψη μου και, να πω την αλήθεια, λαχταρούσα να το γράψω.

     Έτσι στο πείσμα του Πανδαμάτορα και στους πόνους που φέρνει για να μας αχρηστεύσει στην πιο γεμάτη από ενοράσεις και αλήθειες στιγμή μας, θα ήθελα να το μπορέσω. Και προσπαθώ. Θέλει γενναιότητα για να μπορέσεις να τα πεις αυτά και, περισσότερο, να τα υλοποιήσεις. Με αυτή την εξομολόγηση θέλω να τελειώσω. Συνήθως, έχοντας τόσα μυθιστορήματα γράψει, ποτέ δεν μιλώ για το καινούριο που γράφω, γιατί πάντα έλεγα: Δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορέσω να το τελειώσω. Το λέω και τώρα, για να είμαι εντάξει με τις αρχές μου. Όμως το διατυπώνω με θετική σκέψη: Ελπίζω πως, με τη βοήθεια του Θεού, θα μπορέσω να το τελειώσω.

 

Πορτρέτο Ράλλη Κοψίδη

 

Ευχαριστώ τις Εκδόσεις Πατάκη, την αγαπημένη μου εκδότρια κα Άννα Πατάκη, που μου έβγαλε και αυτό το μυθιστόρημα σε καιρούς δύσκολους ακόμα για το βιβλίο, ύστερα από την περιπέτεια τη απομόνωσης και της ψυχολογίας του φόβου. Ελπίζω να αγαπηθεί  από τους αναγνώστες και το Σμαραγδένιο μου.

 

 

Παραθέτω μια μικρή παράγραφο:  

 

Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς πέθανα

“Τη μέρα που ο χρόνος σωριάστηκε στα πόδια μου μια μάζα ερείπια,

αισθάνθηκα πως μπορούσα να τον εξουσιάζω.

Οι προηγούμενες ζωές μου είχαν γίνει σαν υδάτινες,

με μια διαφάνεια κρυστάλλινη, και μπορούσα να τις ζω ταυτόχρονα,

να συμμετέχω στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τότε, πραγματικά,

και την ίδια στιγμή να ζω το σήμερα, πάει να πει, να ζω τη ροή του χρόνου

στις πιο φυσικές του αναλογίες.

 

Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πώς πέθανα.

Και εάν ήταν ένας θάνατος αυτό.

Μπορεί να ήταν ένας μαγικός ύπνος.

 Ή ένα μαγικό όνειρο.

“Ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων”, είπε ο Εφέσιος.
Αυτός που κοιμάται αγγίζει τον χώρο του θανάτου.
Και ούτε ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τον χρόνο να ερειπωθεί
τόσο αξιοθρήνητα μπρος στα μάτια μου, να γίνει ένας σωρός από συντρίμμια γύρω μου, έτσι που να με ελευθερώσει σιγά σιγά από την εξουσία του.

Ξαφνικά βρέθηκα με αυτή την περίεργη ικανότητα να μετακινώ

τον χρόνο, σαν κάτι μαγικό να έγινε στο ταλαιπωρημένο σώμα μου.

Ήταν τότε που σύρθηκα πάνω στο ξύλινο πάτωμα να φτάσω

τον ασημένιο καθρέφτη. Μα δεν μπορούσα.

Ένιωθα πως έκλεινε στα βάθη του όλες τις περασμένες μου ζωές,

μια πάνω στην άλλη, και τις κρατούσε σφιχτά δεμένες

μέσα σ’ έναν χρόνο νεκρό ή καταργημένο.

Σύρθηκα λίγο ακόμα πάνω στα σανίδια που έτριζαν τη σιωπή τους,

λίγο ακόμα, έλεγα, να φτάσω τουλάχιστο το παλιό μεντέρι

το λακκουβιασμένο από το σώμα της Ελένης, τότε.

Και εκεί έγειρα στο βαθούλωμα του κορμιού της και

κοιμήθηκα.

Ο ύπνος μάς προστατεύει, έλεγα, καθώς βυθιζόμουν

στο βαθύ γλαυκό που επεκτείνεται σαν θάνατος.

Και το πρωί που ξύπνησα…”

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top