Fractal

Μικρός διάπλους στη νέα ποιητική συλλογή της Δ. Ζήκα

Γράφει η Ειρήνη Χατζοπούλου // *

 

zika cover

Διονυσία Ζήκα, «Κυματόφλοισβοι», εκδ. Αποστακτήριο, 2022

 

Η ποιητική συλλογή της Διονυσίας Ζήκα, Κυματόφλοισβοι, (Αποστακτήριο, 2022) ξεκινά με το ομώνυμο ποίημα, που στο σύνολό του και σε συνδυασμό με την περικείμενη εικόνα του εξωφύλλου αναπαριστούν μια συμπαντική εικόνα: εν αρχή ην η θάλασσα, τα πάντα είναι θάλασσα. Μια εικόνα όχι αφελώς ειδυλλιακή, αλλά με φιλοσοφικό υπόβαθρο, που παραπέμπουν στις κοσμογονικές θεωρίες των Ιώνων φιλοσόφων και συγκεκριμένα του Θαλή του Μιλήσιου, για τον οποίο το νερό είναι η αρχή των πάντων και η Γη επιπλέει στο νερό. Άποψη που θυμίζει, επίσης, τις ομηρικές και ησιόδειες  αντιλήψεις, ιδιαίτερα την εικόνα του Ωκεανού ποταμού που περιβάλλει τη Γη και είναι πηγή όλων των υδάτων.

Το νερό, η θάλασσα αξιοποιείται ως αρχετυπικό σύμβολο της πορείας του ανθρώπινου είδους από την προϊστορία του προς το παρόν και το μέλλον. Μια οδύσσεια η ανθρώπινη μοίρα, ατομική και συλλογική, που φέρει ως αποτύπωμα στο γενετικό της κώδικα όλα τα πάθη, τις ελπίδες, τις αγωνίες, την έκσταση του ανθρώπινου είδους, όπως πολύ παραστατικά αποδίδει ο Σολωμικός στίχος: τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.

Τοποθετημένος σε αυτή την υγρή αγκαλιά ο άνθρωπος ζει την ενδιάμεση παρένθεση ζωής, τη ζωή του, και σοφά αποδέχεται την πορεία της σαν μια συνεχή αλληλουχία καταβυθίσεων και αναδύσεων στις αβύσσους της ψυχής και του κόσμου, σαν μια πορεία τέλους και «ξαναρχής», (κατά την έκφραση του Γ. Χειμωνά) ή κοινώς σαν μια ασταμάτητη εναλλαγή δυστυχίας κι ευτυχίας. Καθώς έτσι πορεύεται ο άνθρωπος…

 

Μια στον βυθό …

«εκεί στα μαύρα βάθη

που κανείς δεν τολμά να βουτήξει

ούτε καν εγώ

πεινασμένα πιράνχας κολυμπούν ανενόχλητα

σκυλόψαρα σαρκοβόρα

αλωνίζουν το βυθό της

επιδεικνύοντας σαρδόνια χαμόγελα

επιδίδονται σε αγώνες δρόμου

κροταλίζοντας τα κοφτερά τους δόντια

στην επίμονη πορεία της ανάβασης»

 

Μια στον αφρό…

«Ευτυχώς που σε κάθε θάλασσα

η γοργόνα πάντα εναγώνια ρωτά

ΖΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ;

κι αυτός πάντα έρχεται

με την επιβεβαίωση

κόβοντας βλοσυρά

το Γόρδιο δεσμό της καταβύθισης»

 

Και πάλι απ’ την αρχή.

Κέντρο της συλλογής στέκεται το ΕΓΩ, ο άνθρωπος, τοποθετημένος στην πραγματική, την αληθινά ανθρώπινη, θα λέγαμε, διάστασή του, με απόλυτη επίγνωση της μικρότητας και της πεπερασμένης φύσης του, αλλά και της δυνατότητάς του να επιφέρει καταλυτικές αλλαγές στη ζωή του και στον κόσμο. Γύρω του μια κεντρομόλος συγκρατεί περιμετρικά όλα τα ζητήματα και τους προβληματισμούς για τα ανθρώπινα: Υπαρξιακοί στοχασμοί, κοινωνικοί, έρωτας, χρόνος, θάνατος.

Με όχημα τη μνήμη και αφετηρία την τρυφερή παιδική ηλικία επιχειρείται ένα πέρασμα από όλα τα στάδια της ζωής, τα οποία χτίζουν προοδευτικά και συγκροτούν την ωριμότητα του ενήλικου ποιητικού Εγώ και τροφοδοτούν φυσικά με πλούσια αποθέματα βιωμάτων και εμπειριών το ποιητικό εγχείρημα.

Ο Έρωτας, δυνατός, απρόβλεπτος, καταστροφικός αλλά και ζωοποιός βιώνεται σε όλη του την ένταση, σε όλες του τις μορφές, ως απόλυτη δοτικότητα του υποκειμένου που αγαπά, ως οδυνηρή πείνα στο ανεκπλήρωτο και ανανταπόδοτο ερωτικό αίσθημα, ως πλήρωση που φέρνει η ευτυχής συνθήκη της αμοιβαιότητας:

 

Μ όπως Μέδουσα

Τα μαλλιά της

σαν σκαρφαλώνουν στον ήλιο

κλέβουν χυμούς της Αφροδίτης

σε φεγγαριού σπηλιές αγκομαχούν

καλπάζοντας στους δρόμους των άστρων

σαν καταρράκτες οργώνουν το σώμα μου

θεριεύουν ηφαιστείων εκρήξεις

στα χέρια της πλάθει νύχτες ονείρων

με νεραϊδένια πέπλα

σκεπάζει τα πετρωμένα δάση

των παραμυθιών

πύρινες γλώσσες εκτοξεύει

των φιδιών τα πατήματα σβήνει

τέρατα της νύχτας εξαϋλώνει

ακινητώντας ψηφίδες του χρόνου

μας βρίσκει η μαγεμένη αυγή

απολιθωμένους χορευτές της έκστασης

 

Διονυσία Ζήκα

 

Μείζον θέμα της συλλογής: η απώλεια. Η απώλεια των αγαπημένων. Η ορφάνια του ποιητικού υποκειμένου από τους γονείς και ιδιαίτερα από τη μητέρα:

 

Σύστοιχο αντικείμενο- το ρούχο σου φορώ

Μάνα

το φόρεμα σου στη ντουλάπα μου

κρατάει τη μυρωδιά σου

μ’ αγκαλιάζει

με σφίγγει

με πονά

όσο τις πρώτες ώρες του ύπνου σου

έχει ποτίσει τα συρτάρια

με τα ρούχα διπλωμένα

όπως με δίδαξες

τα χρόνια περνούν

οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν

η μυρωδιά σου έμεινε εδώ

να νοστιμίζει το φαγητό, τον ήλιο, τη θάλασσα

να λιγοστεύει τη χαρά, το χαμόγελο, τη στιγμή

υπογραμμίζοντας

παρά την επιβράδυνση

την ανελέητη συστολή του χρόνου

 

Η παντοδυναμία του χρόνου αναγνωρίζεται, βέβαια, από το θνητό ποιητικό υποκείμενο. Ανηλεής γλύπτης των ανθρώπων και παράφορος, μα, όπως και στον Ελύτη, ένας ήλιος από πάνω του, θηρίο ελπίδας στέκεται. Και η ελπίδα αφορά ασφαλώς και πηγάζει από την ανθρώπινη βούληση και προαίρεση. Έτσι, συμφιλιωμένο εμφανίζεται το ποιητικό υποκείμενο με τον χρόνο. Μικρές αστραπές φόβου και πανικού για τη φθορά και τη βεβαιότητα του θανάτου, με τα οποία είναι συνυφασμένος ο χρόνος περνούν από τα κείμενα,

 

«περνά ο χρόνος, βουβός αδιάλλακτος,

νομοτέλεια αδιάσειστη το διάβα του

… έχει πληρώσει ήδη το βαρκάρη,

τον οβολό στην τσέπη έχει ράψει μη και χαθεί».

 

Όμως, ο χρόνος είναι και μνήμη, είναι ζωή, ομορφιά, έκσταση. Κι ελπίδα είναι. Κι όλα μαζί σαν αντίδοτο, σαν ισχυρό αναλγητικό ανακουφίζουν τον υπαρξιακό πόνο του ποιητικού υποκειμένου: «Τι είναι ο χρόνος; Μια σύμβαση είναι. Να τον χαίρεσαι και να τον χορεύεις με όλες τις αφορμές…Κι αν μαύρα σεντόνια ρίχτηκαν στα παραθύρια του ήλιου πυκνός καπνός κι αν έσβησε ουράνιους δρόμους δεν θα χαθούν τα χελιδόνια στις καπνισμένες σκεπές αδημονούν χορταριασμένες φωλιές …».

Η υπαρξιακή αγωνία δεν αποκόπτει το ποιητικό εγώ από τα εγκόσμια. Αντίθετα, με τα πόδια γειωμένα γερά στο έδαφος, στο χώμα, στον πραγματικό κόσμο η ποιήτρια νιώθει, παρατηρεί, αφουγκράζεται, υφίσταται, εξεγείρεται. Η οδυνηρή πραγματικότητα, ο κόσμος γίνονται πρώτα βίωμα, μετά συναίσθημα και τέλος ευθύνη. Και η ευθύνη γίνεται φωνή, φωνές, που διασώζουν μέσα στα κοινωνικά ποιήματα της συλλογής τις φωνές και τα λόγια όλων όσων δεν μπόρεσαν και δεν μπορούν να αρθρώσουν, να εκφράσουν τον πόνο, τη στέρηση, το παράπονο, την αδικία που τους επεφύλαξε η ζωή.

Η θέση της γυναίκας, η προσφυγιά στη σύγχρονη μορφή της, η κοινωνική αδικία, ο τυφλός φανατισμός και η μισαλλοδοξία, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, που βλέπει με βαθιά απογοήτευση να γιγαντώνονται στη νέα γενιά, ερεθίζουν την ευαισθησία του ποιητικού υποκειμένου, προκαλούν πόνο και οδύνη, αγανάκτηση, που γίνονται ποίηση, λέξεις. Λέξεις αιχμηρές, σαρκαστικές, καταγγελτικές, οργισμένα ελεγεία, αλλά και τρυφερές, παρήγορες για να σκεπάσουν με στοργή τις πληγές και τα τραύματα των ανθρώπων:

 

Femicide/femicidio/γυναικοκτονία

Ήρθε γενναίος ιππότης

με βαθιά υπόκλιση

πρόσφερε κόκκινο τριαντάφυλλο

καρφωμένο στην αιχμή του ξίφους του

στο χαμόγελο του

αστραφτερές υποσχέσεις

είμαι ο φύλακας άγγελος σου είπε

κι άπλωσε σιδερένιες φτερούγες προστατευτικά

και πνίγοντας την κάθε μέρα

με τα φιλιά του φιδιού

χάραζε τομές στο κορμί και την ψυχή της

σαν τον ψαλιδοχέρη

επιτήδειος

λυμαίνεται τη ζωή και τη σιωπή

σβήνοντας το φως

καταδικάζοντας σε αιώνιο σκοτάδι

 

Με τις λέξεις η ποιήτρια προσπαθεί να φτιάξει  ένα …χάρτινο σπίτι, μια χάρτινη αγκαλιά, έναν χάρτινο έρωτα, να ακουμπήσει απαλά πάνω στα πληγιασμένα σώματα και στις ψυχές όσων υποφέρουν μια ταπεινή Συγγνώμη.

Μια χάρτινη συνέχεια ζωής για όλους εκείνους που στερήθηκαν τη στοργή της μάνας, τον έρωτα του αγαπημένου, το δικαίωμα της ζωής, τη μέριμνα μιας κοινωνίας ολόκληρης:

 

Στη μνήμη του Άλκη

Σας παρακαλώ

η κοπέλα μου περιμένει στη γωνία

έχω ένα φιλί να δώσω

εκκρεμότητα

[…]

σας παρακαλώ

η μαμά περιμένει στο σπίτι

έχω ένα φιλί να δώσω

της υποσχέθηκα θα γυρίσω νωρίς

όλοι μαζί να φάμε

οικογένεια το αγαπημένο φαγητό

σας παρακαλώ

με περιμένει η γιαγιά

έχω ένα φιλί να δώσω

κάθε μας φιλί λέει

ξορκίζει το θάνατο

να μην της το στερώ

σας παρακαλώ

πολύ

έχω ένα φιλί να δώσω

αποχαιρετισμού στο μπαμπά

αυτός μου έμαθε

να μη διστάζω να παρακαλώ

με εμπιστοσύνη

στην ανθρωπιά των ανθρώπων

 

Διαρκώς παρούσα στη συλλογή και η αγωνία, η φροντίδα για τη λέξη, τη γλώσσα. Η περιπέτεια για την αναζήτηση της κατάλληλης λέξης, που θα καταφέρει να δώσει ενσώματη και ένσαρκη μορφή στην σκέψη και στο συναίσθημα της ποιήτριας αποτυπώνεται σε μια καθαρά αυτοαναφορική ενότητα μέσα στη συλλογή με τίτλο βέβαια «Λέξεις»

 

Πότε-τότε-ποτέ

Σε προτιμώ παροξύτονη

να με στήνεις στον τοίχο

μια λέξη δισύλλαβη

επίμονα να με κατηγορείς

για αβλεψίες ακούσιες

καρφώνοντας ερωτηματικά

να με ελέγχεις

για μιαν ασήμαντη παράλειψη

να διατυπώνεις με σχήμα λιτότητας

το ψέμα μου το καταχρηστικό

εναλλάσσοντας συχνά το πι με το ταυ

ξύνοντας τις πληγές μου αλύπητα

σε καμιά περίπτωση

δε θα αντέξω την πτώση

που με τόνο οξύ

θα σημάνει αδιάσειστα

μια τελεσίδικη

οδυνηρή επιλογή

αυτό δεν το θέλω

ποτέ

 

Η γλώσσα των ποιημάτων της χυμώδης, φιλοξενεί λέξεις της νεανικής ιδιολέκτου, ξένες λέξεις (ιταλικές και αγγλικές), απόηχους ομηρικών όρων, όπως τανύπεπλος, ή θραύσματα μεσσαιωνικών λέξεων, η αλισάχνη, αλλά και λέξεις πρωτότυπες, πλασμένες από την ίδια την ποιήτρια για να δώσουν κίνηση, ρυθμό, ενέργεια και πνοή σε αισθήματα έντονα, όπως συμβαίνει με το ρήμα «κυματώ», που αποδίδει απαράμιλλα την ασυγκράτητη ψυχική φουσκονεριά, ή τη σύνθετη και τόσο αναπαραστατική οπτικά και ακουστικά λέξη «Κυματόφλοισβοι».

Οι λεξιλογικές επιλογές δεν έχουν σκοπούς εντυπωσιασμού, χωνεύονται γόνιμα μέσα στο συγκείμενο. Οι απροσδόκητοι και αιφνίδιοι λεκτικοί συνδυασμοί, τα αναπάντεχα συνταιριάσματά τους, που ξεφεύγουν απ’ την τρέχουσα λογική,  απελευθερώνουν καινούρια, φρέσκα σημασιακά φορτία.

Όλη αυτή τη συγκομιδή το ποιητικό υποκείμενο θέλει να την μοιράσει, να την μοιραστεί, να την κοινωνήσει και να επικοινωνήσει. Γιατί ο λόγος ο μη κοινοποιήσιμος, είναι λόγος εγωπαθής κι αυτιστικός. Και η ποιήτρια θέλει να επικοινωνήσει, να μοιραστεί όχι από  ματαιοδοξία επίδειξης ή από κενόδοξη βουλιμία επιβράβευσης αλλά σαν ζωτική και εσωτερική ανάγκη κοινότητας, συλλογικότητας, συμπόνοιας, παρηγορίας και ψυχικής συνεύρεσης. Με όχημα τη λέξη το ποιητικό Εγώ πολεμάει να πλησιάσει το εσύ, τον Άλλον, καθώς το εγώ μόνο του πάσχει από αφόρητη κοσμική και μεταφυσική μοναξιά.

Λέξεις χωρίς ψιμύθια, αμακιγιάριστες, λέξεις καθαρές κι ευθύβολες αναζητά η ποιήτρια στην προσπάθειά της να μεταδώσει τις αγωνίες της, τα αδιέξοδα, και τις μικρές νίκες της, τη βιωμένη γνώση της στον άλλον, στον αναγνώστη. Λέξεις που θα  σμίξουν τους ανθρώπους, θα ενώσουν τις αγωνίες τους, θα τους ενώσουν σε κοινούς αγώνες:

 

Ιερι(η)χώ

Αν κλειδώνεις τις λέξεις

θα βρουν μια χαραμάδα διαφυγής

θα ταξιδέψουν στα φτερά της πεταλούδας

δε φοβούνται τα ύψη

κι όταν για να κρυφτούν

θα εισχωρήσουν μες στις στάλες της βροχής

ξαναγυρίζοντας

θα γίνουν δώρο εκλεκτό

με την ορμή της καταιγίδας

θα παρασύρουν κάθε φτιασίδι ρυπαρό

που αυθεντικό καμώνεται πως είναι

γιορντάνια και στολίδια ψεύτικα

θα απογυμνώσει

απ’ τη φωνή του βέβηλου

που κλειδοκράτορας φαντάζεται

με λίγα σύμφωνα μονάχα

πως μπορεί να γίνει

Με τα φωνήεντα γκρεμίζονται τα τείχη

 

Αυτή είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Διονυσίας Ζήκα. Εσωστρεφής, ενδοσκοπική και βαθιά ανθρωποκεντρική στον πυρήνα της, γεμάτη κατανόηση και ευαισθησία για τα ανθρώπινα. Ή με τα δικά της λόγια: «H ποίηση είναι ένας τρόπος να βαθαίνω και να πλαταίνω, να χωρώ στο ξένο ένδυμα, ίσως με φόβο, κάποτε με θυμό, μα και με την ελπίδα ότι, όταν το ξεντυθώ, ίσως ξεριζώσω πια ανώδυνα, άλλη μια πληγή, που τρεφόταν κοιμώμενη».

 

 

* Η Ειρήνη Χατζοπούλου είναι φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top