Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Κόκκινο και ζεστό μάς περικλείει

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Βάσω Σπηλιοπούλου: “Κόκκινο κουκούλι” διηγήματα, εκδόσεις Ιωλκός

 

Ήδη από την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία (το μυθιστόρημα Ασύμβατες διαδρομές, Ιωλκός, 2019, στο οποίο απέδωσε το δύσκολο θέμα της συλλογικής μνήμης σε λογοτεχνική γραφή) η Βάσω Σπηλιοπούλου έδειξε να κατέχει καλά τόσο τις τεχνικές αφήγησης όσο και την αίσθηση του περιττού, με σοφή επεξεργασία του χρόνου της ιστορίας της. Τώρα, με μια συλλογή διηγημάτων φανερώνει μια άνεση στη διαχείριση της μικρής φόρμας, με ισορροπία στα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιεί, ώστε να διαγράφονται οι κεντρικοί χαρακτήρες και να δομείται άριστα η σύντομη πλοκή.

Δεκατέσσερις ιστορίες, που ενώνονται κάτω από μια κοινή θεματική, υπογραμμισμένη από τον τίτλο που τις στεγάζει όλες, το «κουκούλι», στεγανό, προστατευτικό περίβλημα –με το κόκκινο χρώμα να παραπέμπει στην παραπλανητική ζεστασιά της θαλπωρής–, ωστόσο εύκολα διακρίνεται μια επιμέρους ομαδοποίηση. Από τη μια, ο χώρος που «κατασκευάζουν» οι άλλοι για τους ήρωες των ιστοριών, ασφαλής αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνος, καθώς αποτρέπει την όποια προσπάθεια αποδέσμευσής τους και τους καταδικάζει σε μια ετεροπροσδιοριζόμενη και κατευθυνόμενη ζωή – στην ουσία μια μη-ζωή. Από την άλλη, ένα κουκούλι που οι ίδιοι οι ήρωες δημιουργούν για να εναποθέσουν μέσα τους τον νόστο, την ευκταία επιστροφή σε πρόσωπα και καταστάσεις, από τις αναμνήσεις των οποίων τροφοδοτούν την τωρινή ζωή τους – μια ζωή που δύσκολα πάλι θα χαρακτηριζόταν πλήρης, έτσι προσκολλημένη στο παρελθόν. Ένας εγκλωβισμός με δύο όψεις, σε παθογενείς καταστάσεις που χαρακτηρίζουν και τις δύο περιπτώσεις.

Η γραφή της Σπηλιοπούλου διακρίνεται για την πολυμορφία της, καθώς μοιάζει να  μην επαναλαμβάνεται στους τρόπους που χρησιμοποιεί σε κάθε μία από τις ιστορίες της. Ακούμε διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, που εναλλάσσονται: η πρωτοπρόσωπη, ως μια ευθεία αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου των συγκεκριμένων ηρώων, και η τριτοπρόσωπη του «απόντος» από την ιστορία αφηγητή-παρατηρητή-συγγραφέα, ως ένα σχόλιο για τον κοινό τόπο στον οποίο συναντώνται περισσότερες από μία παρόμοιες ιστορίες – άλλωστε διαβάζοντας νιώθεις μια περίεργη οικειότητα με τους χαρακτήρες, με άλλους να σου θυμίζουν ανάλογες περιπτώσεις ή (πιο δύσκολο αυτό) να σε  αγγίζουν σε πιο προσωπικό επίπεδο. Παράλληλα, μετέρχεται ποικίλες τεχνικές της γραφής, προκειμένου να καταστεί ορατή κάθε φορά η ιδιαίτερη συνθήκη που καθορίζει τη ζωή του ήρωα. Όπως εδώ, που η περιγραφή ενός πίνακα  αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τον ασφυκτικό κλοιό (ως σκιά, με γεωμετρική ακρίβεια και σκοτεινά χρώματα του φόβου) μέσα στον οποίο η μητέρα εγκλώβισε τη ζωή της κόρης-ηρωίδας:

 

Ο πίνακας, με τρόπο αφαιρετικό, παρίστανε μια αράχνη ή μάλλον τη σκιά της στο κέντρο ενός λεπτού, γεωμετρικά άρτιου και ιριδίζοντα κατά τόπους ιστού, που απλωνόταν σ’ ολόκληρο το τελάρο και τα σκούρα χρώματα σ’ αποχρώσεις του γκρι τού έδιναν ένα σκοτεινό βάθος. («Κόκκινο κουκούλι», σ. 14).

 

Ή αλλού, που ένα ζευγάρι μαύρα βατραχοπέδιλα προκαλούν μια επώδυνη επιστροφή:

 

Πόνος, αληθινός πόνος, αληθινή σάρκα-σώμα ζωντανό, το άλλο σώμα φάντασμα, κρυμμένο χρόνια στην αποθήκη μου.

Υπονομεύεται ο χρόνος, το παρόν γίνεται παρελθόν και το παρελθόν παρόν χωρίς μέλλον κι οι μνήμες σμήνος κεντριά τρυπάνε το μυαλό μου. («Μαύρα πέδιλα», σ. 165).

 

Βάσω Σπηλιοπούλου

 

Ενδιαφέρον στοιχείο τα απολύτως γήινα αναγνωριστικά στοιχεία των ηρώων,  πιστές αποτυπώσεις κοινών χαρακτήρων, που ακουμπούν πάνω στην επινοημένη κάθε φορά ιστορία που τους περικλείει, έχοντας πλήρη συναίσθηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Η επίγνωση αυτή τους προσδίδει την απαραίτητη τραγικότητα, ικανή να οδηγήσει την ιστορία τους μπροστά στο καθοριστικό, καθαρά προσωπικό ερώτημα: εφόσον κατανοώ πού βρίσκομαι, γιατί δεν κάνω απόπειρα απόδρασης, γιατί δεν σκίζω το κουκούλι που με κρατά σε ακινησία, χωρίς καμία  ελπίδα μεταμόρφωσης σε πεταλούδα; Η ηρωίδα στο παρακάτω απόσπασμα τοποθετεί με ψυχραιμία τα πράγματα:

 

Να ζω τη ζωή μου κάπου μακριά, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και προσκολλήσεις. […] Αυτή η σκέψη με παρηγορεί, μου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας. Αρκεί να παραβλέψω κάτι που με τριβελίζει επίμονα. Πως ακόμα κι αν βρεθώ στο πιο ανοίκειο περιβάλλον, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που δεν έχω ξαναδεί ποτέ η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μπορεί να γίνει αφορμή για να με πλημμυρίσουν πάλι αναμνήσεις. Λες και καραδοκούν καλά κρυμμένες κάπου, έξω από χώρο κα χρόνο, για μια τυχαία χειρονομία, τη βραχνάδα μιας φωνής ή ένα δίχως αξία αντικείμενο. Θα σπάσουν τότε τη λεπτή, σχεδόν διάφανη κρούστα λησμονιάς που μας χωρίζει και θα ξεχυθούν κατά πάνω μου, θ’ αρχίσουν να με καταδιώκουν. («Υπάρχει θεραπεία;», σσ. 154-155).

 

Το κουκούλι, κόκκινο και ζεστό, επιμένει να κρατά τους ήρωες των ιστοριών μέσα του, γιατί τελικά είναι οι ίδιοι που, ακόμη κι αν δεν το δημιούργησαν, σε κάθε περίπτωση είναι αυτοί που το συντηρούν, τροφοδοτώντας το διαρκώς με τον φόβο και την ανασφάλειά τους. Φόβος πως θα γίνομαι όλο και περισσότερο οι φόβοι μου, θα παραδεχθεί προς εαυτόν ο ήρωας μιας από τις ιστορίες («Αναγκαστικός περίπατος», σ. 60). Η γραφή της Σπηλιοπούλου, ιδιαίτερης γλωσσικής αξίας, σε διακριτό, προσωπικό ύφος, κατορθώνει να δείξει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα, σε μια συλλογή διηγημάτων από τις πιο ενδιαφέρουσες στο σύγχρονο τοπίο της πεζογραφίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top