Fractal

Εκχυλίζει, αποστάζει και συμπυκνώνει όλες τις αφηγηματικές του τεχνικές

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

xemaliasmeni tsexof cover PRINT

Anton Chekhov, «Η ξεμυαλισμένη», εκδόσεις Νίκας / Παγκόσμια Κλασική Λογοτεχνία, Αθήνα, Μάρτιος 2022, σελ. 88

 

Ο Τσέχωφ αρχετυπικός αφηγητής παραμυθάς, εικονογράφος των ασύλληπτων εσωτερικών τοπίων, ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, αναλυτής πριν τους αποδομητές και συνθέτης στην χορεία των μεγάλων ρυθμοποιών.

Στην διηγηματικώς «Ξεμυαλισμένη» του εκχυλίζει, αποστάζει και συμπυκνώνει όλες τις αφηγηματικές του τεχνικές που τον χαρακτηρίζουν καθ’ υπερβολήν τόσο που το ύφος του να καθίσταται αναγνωρίσιμο και το λογοτεχνικό του είδος διακριτό.

Εκπληκτικές προσωποποιήσεις, όπως: «ήταν ένας βιολοντσελίστας που το όργανό του έκλαιγε»…

Περιγραφικές δραματικότητες με απαράμιλλη οικονομία στη χρήση των εκφραστικών του μέσων. «Ήταν κι ένας άνθρωπος των γραμμάτων, νέος και σχεδόν γνωστός, που έγραφε ιστορίτσες, θεατρικά έργα και διηγήματα». Αυτοπροσωπογραφία; Μπαίνει και ο ίδιος στον πίνακα;

Ρομαντικός πέρα από τον Ρομαντισμό και νοσταλγός ενός μέλλοντος φωτεινότερου από το οποίο ατενίζει το ημισκότεινο παρόν. Τοποθετεί την χρονική του προοπτική από το «σημείο φυγής» τού παραδοσιακού σχεδίου.

«Καθένας τους είχε δημιουργήσει κιόλας κάποια φήμη γύρω απ’ τ’ όνομά του και περνούσε για εξοχότης, ή αν δεν ήταν ακόμα γνωστός, μπορούσε να ελπίζει κανείς πως θα είχε λαμπρό μέλλον».

«… Τα περασμένα είναι κοινά και αδιάφορα· το μέλλον μέτριο και η νύχτα αυτή, η μεγαλόπρεπη και η μοναδική, θα τελειώσει σε λίγο, θα σβήσει στην αιωνιότητα. Γιατί, λοιπόν, να ζει κανείς;». Συνεχίζει την σαιξπηρική συλλογιστική στον μεταιχμιακό – παρακμιακό Άμλετ δίνοντας φωνή στους υπαρξιακούς τριγμούς της εποχής του, εκείνους που υλοποιεί στο τέλος τού συμβολικού «Βυσσινόκηπου» σαν μια ουράνια χορδή που σπάει.

Στις εποχές των μεγάλων κοσμογονικών αλλαγών η κεντρομόλος εσωστρέφεια εξισορροπείται από την φυγόκεντρο διαδραστικότητα.

Η αναμέτρηση με το περιβάλλον και τα στοιχεία της Φύσης φαίνεται ξεκάθαρα κι εδώ:

«Κάθε τι που ώς τώρα έπλασε αυτός, είναι ωραίο, νέο, έκτακτο. Κι εκείνο που ακόμη θα πλάσει, όταν θα γίνει με τον καιρό άντρας και δυναμώσει η σπάνια ιδιοφυία του, θα είναι καταπληκτικό και υψηλό, πολύ υψηλό· αυτό φαινόταν κιόλας από το πρόσωπό του, από τον τρόπο που εκφραζόταν κι από το πώς έβλεπε τη φύση. Μιλάει για τις σκιές, για τους τόνους του βραδιού, για τη λάμψη του φεγγαριού με μια δική του γλώσσα, που αθέλητα νιώθει κανείς τη μαγική του δύναμη πάνω στη φύση. Είναι κι ο ίδιος πολύ ωραίος, πρωτότυπος, και η ζωή του η ανεξάρτητη, η ελεύθερη, η αμέριμνη ύπαρξή του μοιάζουνε με τη ζωή των παιδιών».

Σαν να περιγράφει τον εαυτό του, απέξω όμως, όπως μέσα από το προσωπείο τού Κονσταντίν στον «Γλάρο».

«Κι έλεγες πως τα πλούσια πράσινα χαλιά των όχθεων, η διαμαντένια φωτοβολή των αχτίδων, τα γαλανά, τ’ απόμακρα και τα ευγενικά και γιορτερά στολίδια, η φύση τα είχε τώρα βγάλει και πως τα έκλεισε στα σεντούκια ώς την ερχόμενη άνοιξη. Τα κοράκια πετούσαν ολόγυρα στον Βόλγα και θαρρούσες πως τον πειράζαν και του λέγανε: “Είσαι γυμνός! Γυμνός!”».

Ο σπαραγμός των ανθρώπινων όντων όταν βλέπουν την κακοποιημένη Φύση στην αγριωπή αμυντική και δυσοίωνη προβολή της.

Ο άνθρωπος όμως είναι καθαρά στο επίκεντρο αυτής της ουμανιστικής ζω-γραφής:

«Αυτός ο άνθρωπος μ’ εκμηδενίζει με τη μεγαλοψυχία του».

 

Αντόν Τσέχωφ

 

Και πάλι θα μπορούσε να μιλάει για τον εαυτό του εξετάζοντάς τον στο μικροσκόπιο ως μυρμήγκι. Ο Τσέχωφ είναι επιστήμονας συγγραφέας, όχι γιατί είναι γιατρός στο επάγγελμα αλλά γιατί αντιμετωπίζει την ανθρώπινη κατάσταση ως θεραπευτής σωμάτων τε ψυχών.

«Πεθαίνει θυσιασμένος. Τι ζημιά για την επιστήμη! είπε πικρά. Μπροστά σ’ όλους εμάς ήταν ένας μεγάλος, έξοχος άνθρωπος. Τι μυαλό! Και τι ελπίδες δεν μας έδινε, εξακολούθησε, στριφογυρίζοντας τα χέρια. Θεέ μου Παντοδύναμε! Ήταν ένας σοφός που σήμερα δεν βρίσκονται πια τέτοιοι. Όσκα Ντυμώφ! Όσκα Ντυμώφ, τι έκανες; Αχ! Αχ, Θεέ μου! Και τι ηθική δύναμη! εξακολούθησε, θυμώνοντας με κάποιον όσο πήγαινε και πιότερο. Μια ψυχή καλή, αγνή, γεμάτη αγάπη! Όχι άνθρωπος, μα κρύσταλλο. Υπηρέτησε την επιστήμη και γι’ αυτήν πεθαίνει. Δούλευε σαν το βόδι νυχτοήμερα…».

Ακριβώς όπως ο δραματουργός Τσέχωφ, ποιητής ανεξιτήλων συγκρούσεων, παγιωμένων στον καθρέφτη τού ασυμβάτου χωροχρόνου.

Η «Ξεμυαλισμένη» λειτουργεί συνεκδοχικά για το σύνολο τού τσεχωφικού έργου και συγκοινωνεί στον υδροφόρο / ζωοφόρο πνευματικό ορίζοντα με πολλές πτυχές από το δραματικό / αφηγηματικό έργο τού Ντοστογιέφκσι, τού Γκόρκι και πολλών άλλων μεγάλων που επισκιάστηκαν από την σκόνη τής Ιστορίας. Όπως θα είχε ίσως συμβεί με τον μέγιστο διηγηματογράφο, γνώστη της ανθρώπινης συνθήκης Άντον Τσέχωφ, αν δεν είχε καταξιωθεί εν ζωή, χάρη στον Στανισλάβσκι.

 

 

* Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ  (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top