Fractal

Η ποίηση ‘ως κατάσταση γλώσσας που νοιώθεται’

Γράφει η Άλεξ Λακάκη // *

 

 

 

 

Η αληθινή ποίηση μπορεί να επικοινωνήσει

με τον αναγνώστη πριν την κατανοήσει

Έλιοτ, Τ. Σ.

Η ποίηση είναι μάλλον το μοναδικό όπλο

που μπορεί να νικήσει τη γλώσσα

χρησιμοποιώντας … της γλώσσας τα μέσα

Μπρόντσκι, Γ.

 

 

 

Μέχρι σήμερα η σχέση σωματικής εμπειρίας και γλώσσας δεν έχει αποκωδικοποιηθεί. Συνεχίζει να διερευνάται σε διάφορα επιστημονικά πεδία (π.χ., φιλοσοφία, γνωστική σημειωτική, γνωστική γλωσσολογία, κ.α.), όπου ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης προτείνονται διαφορετικές ερμηνείες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες.

Ο φιλόσοφος Μερλώ-Ποντύ ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την σχέση ορατού (βιωμένο σώμα) και αόρατου (γλώσσα) προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα: πώς γίνεται η γλώσσα να εισάγει κάτι ποιοτικά καινούριο στη βιωμένη ανθρώπινη εμπειρία ―ενώ παράλληλα εξαρτάται από αυτήν― και αντί να τη διαβρώνει, να ανοίγει περισσότερο την πόρτα στην έκφρασή της; Στη διευρυμένη έννοια της έκφρασης που υιοθετεί εξισώνει τη γλωσσική με την καλλιτεχνική (στην ποίηση, μουσική, ζωγραφική, κ.α.), αφού και στις δυο περιπτώσεις η έκφραση αντί να μεταφράζει ή να εξωτερικεύει πιστά ενδότερες ιδέες, τις κατορθώνει, τις επιτρέπει να συμβούν: η σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από το άνοιγμα στον κόσμο και τις λέξεις. Το βασικό επιχείρημα λοιπόν είναι ότι η έκφραση δεν είναι απλά το ένδυμα της βιωμένης ανθρώπινης εμπειρίας στην προ-γλωσσική συνθήκη (π.χ. στη διαδικασία της αντίληψης, της συσχέτισης με τον κόσμο και τα πράγματα, κτλ.), αλλά το ίδιο της το σώμα.

Αυτή η (ομολογουμένως απλουστευμένη) περιγραφή της προσέγγισης του Μερλώ-Ποντύ στη σχέση εμπειρίας και γλώσσας συμπληρώνει τον ορισμό της ποίησης ως μια ‘κατάσταση γλώσσας που νοιώθεται’, γιατί πρωτίστως είναι η απόπειρα της γλώσσας να νοιώσει. Το ποίημα προκύπτει στην απόπειρα της ποιήτριας να ψηλαφήσει τον εαυτό της, ως μια εν δυνάμει μορφική κατανόηση του συγκεχυμένα υπαρκτού. Για την κατόρθωσή του, η γλώσσα γίνεται γλώσσα που για να εννοήσει, υπονοεί. Το ποιητικό αποτέλεσμα δεν προκύπτει από την καταμέτρηση, τον προσδιορισμό ή την περιγραφή των δέντρων σε μια συστάδα, αλλά από τη διερεύνηση του κενού μεταξύ τους ―που είναι αυτό που την  καθορίζει εξαρχής ως τέτοια. Επιπλέον, το ποίημα μπορεί να χρησιμοποιεί τα δέντρα για να μιλήσει για το κενό, λειτουργώντας σε περισσότερα από ένα νοηματικά επίπεδα, αλλά η γλώσσα που εκφράζει την αμφισημία ακριβολογεί: είναι σαφής, μεστή και γιατί όχι, απλή. Η θεωρητικοποίηση έπεται του αισθητηριακού βιώματος· τα πράγματα μας δίνονται στην εμπειρία πρώτα ως όμορφα ή άσχημα, καλά ή κακά, και έπειτα ως στρόγγυλα, κόκκινα ή πλουραλιστικά. Τέλος, στην προσπάθεια να ακουμπήσει τον εαυτό του, ο ποιητής κάνει ακροβατικά με τη γλώσσα και άρα πρωτοτυπεί.

Το ποίημα είναι ένα ψηλαφητό μόρφωμα της εαυτικής διείσδυσης. Ως εκ τούτου, τα επιμέρους γνωρίσματά του δεν μπορεί παρά να αντιστοιχούν στο σύνολο των αισθήσεων που αναμειγνύονται: ακοή, όραση, αλλά και αφή, όσφρηση και γεύση. Η ηχητική υπόσταση της ποίησης είναι σημαίνουσας σημασίας και εμπερικλείει πολλά περισσότερα από τη ρίμα και το μέτρο: την προσωδία, τον εσωτερικό ρυθμό, την αρμονία διαδοχής λέξεων, συλλαβών και φθόγγων, τον τονισμό και επιτονισμό. Το οπτικό κομμάτι επιτυγχάνεται μέσω της στιχοθεσίας, τους διασκελισμούς, τα διάστιχα, τις στροφές και την στίξη. Άρα το ποίημα συμβαίνει ―κατά τον Ρόμπερτ Φρόστ― όταν «το συναίσθημα βρίσκει τη σκέψη και η σκέψη τις σωστές λέξεις», σωστές τόσο νοηματικά όσο και οπτικοακουστικά. Ιδανικά, νόημα-ήχος-όψη οικοδομούν το ποίημα σε τέτοιο βαθμό που αν κάποιο αποσπαστεί, το ποίημα ‘κονταίνει’ ή καταρρέει σαν Τζένγκα. Το απτικό κομμάτι μπορεί να αφορά την αφή του ποιήματος στη σελίδα (φυσική και ηλεκτρονική), αλλά, κυρίως, μαζί με το οσφρητικό και γευστικό, όλα όσα η/ο ποιήτρια/ης εγείρει μέσα από την   λεκτική σύντηξη των αισθήσεων, επικοινωνώντας το ποίημα ως ένα συναισθητικό επεισόδιο. Με άλλα λόγια, η ποίηση είναι πολυτροπική (χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις) και πολυσημειωτική (χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, την απεικόνιση και αν προσθέσουμε και το επιτελεστικό της κομμάτι, και τις χειρονομίες).

 

 

Brodsky, J. (1986). Less than one, selected essays. Penguin Modern Classics.

Eliot, T. S. (1950). Selected Essays 1917-1932. Harcourt, Brace and Company.

Frost, R. (1963). The Letters of Robert Frost to Louis Untermeyer. Holt Rinehart.

Merleau-Ponty, M. (1962). Phenomenology of perception (Taylor and Francis e-Library, 2005. ed.). New York: Taylor & Francis Group.

Mouratidou, A., Zlatev, J. and van de Weijer, J. (2022). How Much Do We Really Care What We Pick? Pre‑verbal and Verbal Investment in Choices Concerning Faces and Figures. Topoi, 41:695–713.

Zlatev, J. (2019). Mimesis theory, learning, and polysemiotic communication.   In   M.   A.   Peters   (eds.),   Encyclopedia of  educational  philosophy  and  theory,  1–6.  Singapore: Springer  Science  and  Business  Media.

Zlatev, J. (2023). The intertwining of bodily experience and language: Insights from Merleau-Ponty. Forthcoming.

 

 

 

* Η Αλεξάνδρα Μουρατίδου (καλλιτχν. ψευδώνυμο Άλεξ Λακάκη) ζει στη Σουηδία. Εργάζεται ως υποψήφια διδάκτωρ στη Γνωστική Σημειωτική στο κέντρο Λογοτεχνίας και Γλωσσολογίας του Λουντ πανεπιστημίου και ως βοηθός εκδότη στο επιστημονικό περιοδικό, Public Journal of Semiotics. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά στα ελληνικά και στα αγγλικά, και έχει καταθέσει προς έκδοση το πρώτο ποιητικό της βιβλίο Αν-ν.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top