Fractal

Διήγημα: “Η κοσμική ταραντέλα”

Γράφει ο Γιάννης Καψάλης // *

 

 

 

 

 

Η κοσμική ταραντέλα

 

Ο χορός άνοιγε την καρδιά της.

Από τότε που είχε χάσει τον σύντροφο της δεν είχε βγάλει τα μαύρα ρούχα της. Στην αρχή ήταν μια σχεδόν τυπική υπενθύμιση του πένθους της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει και η ίδια πως από τη μια στιγμή στην άλλη αυτός είχε σβήσει, σε κάποιο άγνωστο μέρος, μόνος ακόμη και σε αυτό που ονομάστηκε η κηδεία του. Είχε αποχαιρετιστεί από τον κόσμο σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, θαμμένος από άγνωστους με αδιαπέραστες στολές.

Την πρώτη μέρα ήταν σαν είχε πάψει να λειτουργεί ο νους της. Δεν το πίστεψε. Κοίταξε μια φωτογραφία του στο σαλόνι του σπιτιού της, και αμέσως σκέφτηκε πότε θα γυρίσει τελικά από το νοσοκομείο. Μα η λογική, αυτό το όργανο που πάει σύμφωνα με το μέτρημα του χρόνου, της υπενθύμισε ότι «πάει, έφυγε».

Ένα κύμα πανικού ήρθε στο πρόσωπο της. Όμως η καρδιά της λειτούργησε τότε. Σαν επίθεση; Σαν άμυνα; Ίσως και τα δύο, αλλά ποιος ξέρει;

Σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε μέχρι την ντουλάπα με τα ρούχα της. Έψαξε εκεί και βρήκε τα μαύρα ρούχα που είχε μέσα. Μαύρα όχι σαν τη νύχτα, ούτε σαν το σκοτάδι από την απουσία φωτός. Μαύρα σαν το σύμπαν, που κρύβει άπειρες διαστάσεις μέσα του.

Το σώμα της ηρέμησε λίγο. Το πρώτο μούδιασμα άρχισε να φεύγει και ένα τρέμουλο εμφανίστηκε στα χέρια της. Ανεπαίσθητο και ελαφρύ σαν το χέρι του άντρα της όταν τη χάιδευε.

Δεν μπόρεσε τότε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.

Τέλω να μπισκεφτώ να μη πενσέφσω να κλάφσω τσαι να γελάσω τέλω αρτεβράι. Μα μάλι’ αράτζια έβο ε’ να κανταλίσω στο φέγγο ε’ να φωνάσω ο άντρα μου πάει. Άντρα μου πάει. Άντρα μου πάει.

Σιγομουρμούρισε τα λόγια της γιαγιάς της, όπως τα λέγανε στην ηλιόλουστη Απουλία παλιότερα, και τα δάκρυα της πέφτανε σαν αστέρια στον νυχτερινό ουρανό των πένθιμων ρούχων της.

Τρεις μέρες κράτησε αυτό το βαρύ πρώτο πένθος. Έπεσε κάτω σαν να είχε πεθάνει και η ίδια. Δεν είχε φάει και πιεί σχεδόν τίποτα τότε. Μόνο όταν είχε στραγγίξει η υγρασία από τα μάτια της, ξεδίψασε με λίγο από τον αγιασμό του ναού του Σάντου Πάουλο. Είχε κρατημένο λίγο από καιρό.

Την τέταρτη μέρα, πριν σχεδόν ανατείλει ο ήλιος, σηκώθηκε από κάτω. Τα μαλλιά της ήταν στεγνά από τα δάκρυα της τώρα, και τα μάτια της ήταν σκοτεινά σαν δίνες σε μαύρο στερέωμα.

Έκανε δυο σταθερά βήματα και πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της. Ένα δροσερός αέρας χτύπησε το πρόσωπο της και της χάιδεψε τα μάγουλα σαν οικείο άγγιγμα.

Έκανε λίγα μετρημένα σταθερά βήματα ακόμα μέχρι την πλατεία της πόλης και ξεκίνησε το χορό της, στο κέντρο της πλατείας.

Η ταραντέλα άνοιγε την καρδιά της, που γινόταν σαν μια μήτρα για το σύμπαν. Τα δυο μάτια, σαν σκοτεινές δίνες, είχαν ανοίξει και βλέπανε σαν μία όλες τις διαστάσεις του σύμπαντος. Κάθε ψυχής, κάθε τόπου.

Ένας χορός της επιδημίας που σήκωνε το πένθος του κόσμου.

 

 

 

* Ο Γιάννης Καψάλης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τη συγγραφή διηγημάτων ασχολείται και με τη ζωγραφική.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top