Fractal

“Η ερωτική ζωή των ζώων” της Λουκίας Ανάγνου στο θέατρο ΠΛΥΦΑ

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

Τι βουβάλα που ’χει γίνει τώρα τελευταία η γη

Πορπατάει στα τέσσερα και ρουθουνίζει από χαρά

ντέεε οξ!

Δόξα να ’χουν οι καθεστωτικοί πατέρες

ειρήνη βασιλεύει

ζώα μικρά μετά μεγάλων εκεί πλοία διαπορεύονται…

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, «Pax San Tropezana»)

 

 

 

Η Λουκία Ανάγνου και η Τζέσικα Κουρτέση, αφού μας εξέπληξαν πέρυσι, με την παράστασή τους στο έργο του Σαίξπηρ, Αγάπης Αγώνας Άγονος (παίχτηκε με επιτυχία δυο σεζόν), επιστρέφουν δραματουργικά και σκηνοθετικά, στη σκηνή του λιτού θεάτρου ΠΛΥΦΑ, με την Ερωτική ζωή των ζώων.

Η ραχοκοκαλιά του έργου, όπως διαβάζουμε, έχει ως εξής:

Σε έναν κήπο με μαρούλια, στην κορυφή ενός δέντρου, στο πιο ψηλότερο βουνό, κάτω από ένα νούφαρο και δίπλα σε μια πέτρα – αυτός είναι ο τόπος ή οι τόποι- λαμβάνουν χώρα πέντε ξεκαρδιστικές ιστορίες, με πρωταγωνιστές από όλο το ζωικό βασίλειο και εμπνευσμένες από το βιβλίο του Alessandro Boffa Είσαι ένα κτήνος, Βίσκοβιτς, το οποίο όμως περιλαμβάνει είκοσι ιστορίες.

Ο Αλεσσάντρο Μπόφα θεωρεί τη συγγραφή κάτι σαν το καμασούτρα. Δηλαδή θέλει να προσφέρει ευχαρίστηση. Βεβαίως αν ο θεατής καταφύγει στην εγκυκλοπαίδεια για να δει τι είναι το «κάμα σούτρα» τότε θα καταλάβει γιατί ο Μπόφα χαρακτήρισε έτσι τη συγγραφή του. Όμως, όπως οι μη θέλοντες να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα των συνανθρώπων τους επιλέγουν να φορτώσουν τα ελαττώματά τους στα «άδολα ζώα», έτσι και ο Μπόφα μπήκε στον λαχανόκηπο και έστησε καρτέρι στο ζευγάρωμα των ζώων, στους διαλογισμούς και προβληματισμούς τους.

Παρακολουθώντας την περιπετειώδη ζωή του Μπόφα, νομίζουμε πως τηρουμένων των αναλογιών και των διαφορετικών συνθηκών, μοιάζει με του Ρεμπώ, έτσι και η συγγραφή του συνίσταται από μία συλλογή ποικίλων εμπειριών που έχουν σχέση με την επιστήμη και τη μελέτη του ανθρώπινου εγκεφάλου μέχρι την απραξία ή τη διαχείριση τουριστικής επιχείρησης ή απλώς το ψάρεμα. Το καμασούτρα του λοιπόν οδήγησε σε αυτό το βιβλίο, όπου τα ζώα ερωτεύονται, έχουν απορίες, τις λύνουν ή όχι, τις αφήνουν «στο πάει τους», όπως έλεγε και ο δικός μας ο Γιάννης Σκαρίμπας, αφού όλα ερήμην της ανθρώπινης κοινωνίας δημιουργήθηκαν και ερήμην της εξελίσσονται. Όσο και αν οι άνθρωποι νομίζουν πως διαμορφώνουν τις εξελίξεις, ένα μικρό βοτσαλάκι αποτελούν μόνο στον χείμαρρο της ιστορίας.

Έχουμε λοιπόν «Ένα ερμαφρόδιτο σαλιγκάρι, ένα μικρόβιο με σύμπλεγμα κατωτερότητας, έναν παπαγάλο που μιλάει για αγάπη, έναν χαμαιλέοντα που περνάει κρίση ταυτότητας, ένα λιοντάρι ερωτευμένο με μια γαζέλα, έναν καρχαρία, ένα σκουλήκι, ένα σκαθάρι… Ο Βίσκοβιτς είναι καθένα απ’ αυτά τα ζώα και πολλά ακόμα, σε μία σειρά από ξεκαρδιστικές μεταμορφώσεις. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)».

«Ξενάγηση στην πανίδα του έρωτα από έναν Γούντι Άλεν των ζώων. Οι απίστευτα πνευματώδεις ιστορίες του Βίσκοβιτς δείχνουν με ολοζώντανο τρόπο πόσες μορφές μπορούν να πάρουν οι χαρές και ο πόνος της αγάπης, το νόημα της φιλίας και πώς η φιλοσοφία μπορεί να συνδυαστεί με το χιούμορ», έγραψε η εφημερίδα Die Welt.

Και επειδή στη ζωή αυτή, από αρχαιοτάτων χρόνων, τα πάντα έχουν ειπωθεί, των αρχαίων ημών προγόνων ορχουμένων πρώτων, με ακολουθούντες τους μεταγενέστερους σοβαροφανείς και ορθοφρονούντες και φιλοσόφους σκοτεινούς, ο Μπόφα, σωστά επέλεξε την αλληγορία. Μπήκε στον ζωικό κόσμο και κατέγραψε τις κατηγορίες των ζώων χωρίς διάκριση, μεγάλα μικρά ή δυνατά ή αδύνατα, έξυπνα ή κουτά…

Ζώα μικρά μετά μεγάλων, λέει ο ποιητής, συναγελάζονται ας συμπληρώσουμε εμείς.

Ο Μπόφα πιστεύει ακράδαντα στο χιούμορ, γι’ αυτό ψάχνει πάντα να βρει και να αναδείξει τη χιουμοριστική πλευρά των πραγμάτων, αφού αισθάνεται βαθιά πως η υψηλότερη μορφή τέχνης είναι η καλή κωμωδία.

Ας θυμηθούμε τον αρχαίο Αίσωπο ή τον νεότερο Λα Φονταίν πρώτους διδάξαντες που φόρτωναν ελαττώματα ανθρώπων στη ράχη των καημένων των ζώων. Με άλλοθι τα ζώα, λοιπόν, χτυπάει ο Μπόφα στο κέντρο της ανθρώπινης κοινωνίας.

Για παράδειγμα η μαμά-σαλιγκάρι προσπαθεί να πείσει τον γιο της τον Βίσκο να βρει ένα καλό κορίτσι για να ζευγαρώσει, να είναι: Από καλή οικογένεια, με καλή γενετική κληρονομιά και προοπτικές εξελικτικής επιτυχίας. Να μην είσαι ρηχός Βίσκο. Η ομορφιά δεν είναι το παν.

Ο μπαμπάς θα παρέμβει και αυτός με ατάκα σύμφωνη με την γνωστή ρήση «τα καλά και συμφέροντα». Ήτοι: Εμείς τα σαλιγκάρια έχουμε μία παροιμία. ‘‘αγάπα τον πλησίον σου, γιατί οι υπόλοιποι είναι πολύ μακριά’’». Και ο Βίσκο που έχουν αρχίσει τα φουντώματά του βρίσκει το δρόμο του ανάμεσα στα μαρούλια:

Τις επόμενες μέρες, το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ ήταν τα γεννητικά μου όργανα. Στην αρχή ήταν σαν μία απροσδιόριστη φαγούρα, μικρές ορμονικές διαταραχές που έκαναν το βλέμμα μου να πλανιέται πάνω από τις πτυχώσεις του μανδύα μερικών σαλιγκαριών, να προσπαθεί να μαντέψει τις καμπύλες που κρύβονταν κάτω από το καβούκι, να θαυμάζει τους κυματισμούς των συσπάσεων που έκανε το πόδι τους. Εντάξει, εδώ που τα λέμε δεν ήταν και όλοι οι κοχλιοί του λαχανόκηπου τόσο άσχημοι.

Αλλά κανένας δεν είχε τη φινέτσα και τα ζωομετρικά προσόντα για να ταιριάξει σε μένα. Σε ένα Βίσκοβιτς. Εκτός από εκείνο.

Εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσα στα μαρούλια. Τι γενναιόδωρες καμπύλες, τι φιλήδονο καβούκι… Μαγεμένο έχασα και ύπνο και όρεξη. Ξαφνικά, για τις οπτικές μου κεραίες δεν υπήρχε παρά μονάχα εκείνο. Χωρίς κανένα λόγο άρχισα να εκκρίνω βλέννα. Τι μπορούσα να κάνω; Το πλάσμα των ονείρων μου απείχε από ’μένα τουλάχιστον δύο έτη σαλιγκαριού. Ακόμα κι αν τιναζόμουν εκείνη τη στιγμή και άρχιζα να τρέχω σαν τρελό παραιτούμενο ακόμα και από τη χειμερία νάρκη μου, δεν θα κατάφερνα να φτάσω παρά μόνον στα βαθιά μου γεράματα. Εκτός αν… ναι αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Ήταν μια τρέλα, αλλά αν και αυτό άρχιζε να τρέχει να με συναντήσει; Θα μοιράζαμε την απόσταση. Θα βρισκόμασταν στο μισό χρόνο, δύο μεσήλικα σαλιγκάρια που έχουν θυσιάσει τα νιάτα τους στο βωμό της αγάπης. Με κοιτάει; Με κοιτάει. Είμαι σίγουρο πως με κοιτάει. Είναι σαφές ότι με έχει προσέξει. Σαφές. Σαφές. Όχι σαφέστατο.

Ιστορία με πουλάκια: «Αυτή είναι η ιστορία, για το πώς γνώρισα την μητέρα σας. 1930. Μετά από πολλές περιπλανήσεις είχα βρει ένα οικοπεδάκι ό,τι πρέπει στην περιοχή της Βουλιαγμένης. Αραιοκατοικημένη περιοχή, γρήγορα αναπτυσσόμενη, υψηλών προδιαγραφών, με θέα και λίμνη και θάλασσα αλλά κυρίως, σε απόσταση βολής από τις φυτείες με το στάρι. Είχα γυρίσει αρκετούς βιότοπους και όχι να το παινευτώ αλλά ο γέρος σας είχε μείνει ανεξίτηλος παντού. Ήμουν ένας καλοστεκούμενος σπίνος που είχε έρθει η ώρα να φτιάξει τη φωλιά του. Τη φωλίτσα του. Να φτιάξω κι εγώ μια οικογένεια βρε αδερφέ και να αποκτήσω απόγονους ξύπνιους σαν τον πατέρα τους, που δε θα βλέπουν την ώρα να εφαρμόσουν όσα διδάχτηκαν από τον γέρο Βισκοβιτς. Αλλά κάτι έλειπε.

Κι αφού βρήκε το κάτι που του έλειπε έκανε κι αυτός τα πουλάκια του και ήταν «τόσο ευτυχισμένος. Τα είχα όλα. Η γυναίκα των ονείρων μου κι εγώ, στο τρίπατο κλαρί μας αγναντεύαμε τα κτήματά μου. Πραγματικά, ήταν να με ζηλεύει κανείς και εμένα και τους μελλοντικούς μου κληρονόμους (Ο Κυρ Σταύρος κι ο αφέντης τσουτσουλομύτης του Σαββόπουλου, σκάει μύτη εδώ).

Όμως (μιλάει ο φίλος του Βίσκο, ο Πέτροβιτς): Έχεις ακούσει ποτέ την έκφραση αναπαραγωγικός παρασιτισμός; Αυτοί οι μπάσταρδοι δεν έχουν ηθικές αρχές, Βίσκο. Δεν φτιάχνουν δικές τους φωλιές, κάνουν τη δουλίτσα τους πάνω στα κλαριά, χωρίς να χρειαστεί ούτε να κορτάρουν, ούτε να στήσουν νυφικές παράτες, και μετά αφήνουν τ’ αυγά τους στις φωλιές των άλλων, βγάζουν δηλαδή ένα από τα δικά σου αυγά, και βάζουν το δικό τους. Τα αυγά τους είναι πάνω κάτω σαν τα δικά μας. Είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσεις. Μερικές φορές πάλι, το μπάσταρδό τους πετάει τα δικά σου αυγά έξω από τη φωλιά. Σφαγή ολόκληρη.

Εν ολίγοις, στις ιστορίες παρακολουθούμε την ηλικία ενός όντος –σκουλήκι, σαλιγκάρι, πουλί, άλκη (ελάφι)- σε όλη την ερωτική του διαδρομή από την αφύπνιση έως την ολοκλήρωση, τον γάμο, τα παιδιά, την απιστία, την αναίδεια, το συμφέρον, όλα όσα συμβαίνον στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά με χιούμορ και ενέργεια επί σκηνής, έξυπνους διαλόγους, ροή στον λόγο (και δεν θα συμφωνήσω πως οι λίγες βωμολοχίες δεν πειράζουν, επειδή «έτσι μιλούν οι νέοι!». Ναι έτσι μιλούν, όχι όλοι όμως, και καλό είναι να μη δίνουμε αέρα σ’ αυτούς που «έτσι μιλούν» παρασύροντας και τους άλλους. Καλό είναι να πατάμε φρένο κάπου κάπου, για να δείχνουμε πως σεβόμαστε αυτό το όργανο μαγείας που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Άλλωστε, βωμολοχίες δεν υπάρχουν ούτε στο βιβλίο του Μπόφα).

Η Λουκία Ανάγνου που ανέλαβε και το βάρος της διασκευής, δεν αρκέστηκε στο έτοιμο κείμενο, αλλά άστραψε ο νους της και βγήκε σαν από το παλιό τζιτζίκι το νέο για να παίξει με τα ευτράπελα της ζωής. Μαζί με την Τζέσικα Κουρτέση κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ζωηρή ατμόσφαιρα, μια ευρηματική κινητικότητα, μια κωμική υπαινικτικότητα δοσμένη με χιούμορ, με ωραία «κοστούμια» και μουσική επένδυση.

Οι τέσσερις εποχές του Βιβάλντι είχαν κι αυτές το μερίδιό τους στην ωρίμαση της εποχής των ερώτων και των ερωτημάτων, της απορίας και της φιλοσοφίας, κατά το κάθε εποχή και τα φρούτα της:

Να, έχω κάποιες βασικές μικρές αναζητήσεις

Ψάχνω το νόημα της ζωής, χρειάζομαι απαντήσεις

Ποιοι είμαστε; τι είμαστε; που πάμε; τι συμβαίνει;

γιατί σ’ αυτή τη θάλασσα κάνουμε σα χαμένοι;

είμαστε όλοι ακίνητοι; Μόνο εγώ το νιώθω;

Τα φιλοσοφικά σοβαρά και δυσεπίλυτα ερωτήματα του Βίσκο θα απαντηθούν; Απαντηθούν ή όχι, οι θεατές βγαίνουν από την αίθουσα ικανοποιημένοι, άλλωστε έλυσε ποτές κανείς το μυστήριο της ζωής; Γιατί να το λύσει ο Βίσκο; Ωστόσο, οι ερωτήσεις τελικά δίνουν στο ταξίδι ένα νόημα και είναι αυτές που ανοίγουν τους δρόμους του στοχασμού.

Οφείλουμε να συγχαρούμε όλους τους συντελεστές αυτής της προσπάθειας και να ευχηθούμε συνέχεια και διάρκεια. Εύγε.

 

 

Συντελεστές παράστασης «Η ερωτική ζωή των ζώων»

  • Σύλληψη – δραματουργία: Λουκία Ανάγνου

  • Σκηνοθεσία: Τζέσικα Κουρτέση, Λουκία Ανάγνου

  • Μουσική επιμέλεια: Ιόλη Ταφ

  • Σχεδιασμός φωτισμών: Ηώ Σπηλιωτοπούλου

  • Αφίσα – artwork: Γιώτα Ζουμπούλη

  • Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

  • Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | art ensemble 

  • Παίζουν: Λουκία Ανάγνου, Αντώνης Καραστεργίου, Τζέσικα Κουρτέση, Χρύσα Νταή, Βασίλης Πέτρου

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top