Fractal

Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας //

 

Σκέψεις για το διήγημα του Φραντς Κάφκα “Στη Σωφρονιστική Αποικία” (1919), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009

 

Στη σωφρονιστική αποικία, μοναδικός νόμος είναι η ΙΕΡΑΡΧΙΑ. Η παραμικρή παρέκκλιση πρέπει να τιμωρηθεί άμεσα και με τον πιο άγριο τρόπο. Κανένα χρονικό περιθώριο δεν πρέπει να υπάρξει. Η τιμωρία είναι το αυτόματο αντανακλαστικό κάθε σωφρονιστικής αποικίας. Σε τι θα ωφελούσε μία ‘νόμιμη’ δίκη, πιστή στα ‘ατομικά δικαιώματα του πολίτη’; Για ποιον λόγο να μπει κανείς στη χρονοβόρα και άκαρπη λογική των αέναων ακροαματικών διαδικασιών, των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων; Το θέμα πρέπει να λυθεί αυτόματα, ει δυνατόν, χωρίς την παρεμβολή τού ανθρώπινου παράγοντα. Οι μόνοι άνθρωποι που επιτρέπεται να συμμετάσχουν είναι ένας Κατάδικος κι ένας Αξιωματικός, ένας Ένοχος κι ένας Τιμωρός, ένας Κακός κι ένας Καλός. Αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε περί της Δικαιοσύνης κι αυτός που την υπηρετεί πιστά κι απαρέγκλιτα – ο Δίκαιος. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ οφείλει να είναι ικανή να ενεργοποιείται άμεσα, αυτόματα, άτεγκτα. Χωρίς πολλούς πολλούς διαλόγους κι αμφισβητήσεις, χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια για περιττές υπαναχωρήσεις κι ανεπιθύμητες αθωώσεις: “Αν είχα καλέσει τον Κατάδικο για ανάκριση, θα καταλήγαμε σε σύγχυση. Θά ‘λεγε ψέματα, αν κατάφερνα να τ’ αντικρούσω θα τά ‘παιρνε πίσω, θα ‘λεγε έπειτα άλλα ψέματα και ούτω καθεξής. Ενώ τώρα τον έχω στο χέρι και δεν θα μου ξεφύγει. Είναι ξεκάθαρα τα πράγματα τώρα;”[i] εξηγεί ο Αξιωματικός στον Παρατηρητή.

Μία σωφρονιστική αποικία δεν μπορεί παρά να είναι πρωτίστως μία στρατιωτική αποικία. Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ κι η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ είναι οι μοναδικές της θεότητες. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, το ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ έχουν υποκαταστήσει πλήρως τον άνθρωπο̇ λόγω οκνηρίας του τελευταίου, αλλά και για λόγους τελικής αποτελεσματικότητας. Είναι πάντοτε προτιμότερο να επεμβαίνει κανείς όσο το δυνατόν λιγότερο στα πράγματα. Πρώτα δημιουργείς την απαραίτητη τεχνολογία, κατασκευάζεις τα κατάλληλα λογικά διαγράμματα, θεσπίζεις τις αναγκαίες διαδικασίες μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια, προβλέπεις κάθε πιθανό απρόοπτο συμβάν και προνοείς από την αρχή για την επιτυχή αντιμετώπισή του, φτάνεις να κατασκευάσεις ένα χαοτικό, δαιδαλώδες σύστημα, με εκατομμύρια σχέσεις μεταξύ ισάριθμων πιθανών σεναρίων – το τέλειο σχεδιάγραμμα της ανθρώπινης αγκύλωσης και μηχανικότητας – και τότε, μπορείς πια να καθίσεις αναπαυτικά στην άκρη, απλά να θέσεις σε λειτουργία το Μηχάνημα, να αφήσεις το σχεδιάγραμμα να το καθοδηγήσει με απόλυτη ακρίβεια προς το επιθυμητό αποτέλεσμα και… να απολαύσεις το θέαμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου.

Ο Αξιωματικός, με μεγάλη περηφάνια, περιγράφει στον Παρατηρητή τον ακριβή τρόπο λειτουργίας τού Μηχανήματος, εμπνευστής τού οποίου υπήρξε ο παλιός του προϊστάμενος, ο ‘Διοικητής’, νεκρός πια, αλλά προ πολλού θεοποιημένος στη μνήμη των μαθητών και πιστών του ακολούθων για τα θαυμαστά, εν ζωή, επιτεύγματά του. Το Μηχάνημα είναι σατανικό μέσα στην τεχνική του τελειότητα. Φυσικά, πρόκειται για ένα Μηχάνημα παραγωγής επώδυνου θανάτου. Το πιο τέλειο βασανιστήριο που έχει σκεφτεί ποτέ ανθρώπινος νους. Γιατί μόνο η αποικία μπορεί να υπερηφανεύεται ότι εφηύρε και χρησιμοποιεί συστηματικά μία τόσο τέλεια μηχανική σύλληψη; Η απάντηση βρίσκεται στη στρατιωτική της ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, στην απόλυτη αφοσίωσή της στην καταστατική της αρχή τής ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, στην άμεση και άτεγκτη ΤΙΜΩΡΙΑ όλων εκείνων που αρνούνται να συμμορφωθούν στους κανόνες, αλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στο ανεπτυγμένο στάδιο της ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ της ανάπτυξης και στην προσήλωσή της στη ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Το ένα από τα τρία μηχανικά μέρη τού Μηχανήματος, ο ΕΓΓΡΑΦΕΑΣ, είναι αυτό που χαράσσει επί δώδεκα ολόκληρες ώρες, με σταδιακά αυξανόμενη ένταση και πραγματικά θαυμαστή ακρίβεια, μία μία τις λέξεις τής ποινής τού κάθε Κατάδικου πάνω στο σώμα του, μέχρι αυτός να πέσει νεκρός, κουρέλι πια από το πολύωρο, αβάσταχτης σκληρότητας βασανιστήριο. Εάν ο ΕΓΓΡΑΦΕΑΣ λειτουργεί με τόσο μεγάλη ακρίβεια, το οφείλει σε ένα είδος σχεδιαγράμματος, πάνω στον οποίο εγγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι επιμέρους κινήσεις που πρέπει να εκτελέσει η μηχανή, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η πραγματικά περίπλοκη διαδικασία του βασανιστηρίου και της εκτέλεσης: “Ο Παρατηρητής ευχαρίστως θα ‘λεγε μια καλή κουβέντα, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν ένας λαβύρινθος από αλληλοτεμνόμενες γραμμές. Κάλυπτε το χαρτί τόσο πυκνά, ώστε με δυσκολία έβλεπε κανείς λευκές επιφάνειες.”[ii]

Στην πραγματικότητα, η σωφρονιστική αποικία είναι η ίδια μία μηχανή. Δημιουργήθηκε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, μόνο ως η κορύφωση μίας διαδικασίας τεχνολογικής και μηχανικής τελειοποίησης. Εάν έστω και ένας από τους παράγοντες στους οποίους οφείλει την ύπαρξή της – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΙΕΡΑΡΧΙΑ – εξέλιπε, αυτομάτως θα έπαυε να υπάρχει κι αυτή. Είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την έκδοση του διηγήματος, το Ολοκαύτωμα επρόκειτο να επιβεβαιώσει και εργαστηριακά – και μάλιστα, με ακρίβεια που εντυπωσιάζει – αυτό που ο Κάφκα διαισθάνθηκε πρώτος: “[Το Άουσβιτς] υπήρξε επίσης η κοινότοπη προέκταση του σύγχρονου εργοστασιακού συστήματος. Αντί να παράγει προϊόντα, η Α’ ύλη [που χρησιμοποίησε] ήταν ανθρώπινα όντα και το τελικό [του] προϊόν ήταν ο θάνατος, τόσα τεμάχια ημερησίως, όλα προσεκτικά σημειωμένα πάνω στα σχεδιαγράμματα παραγωγής τού υπεύθυνου μάνατζερ. Οι καμινάδες, το κατ’ εξοχήν σύμβολο τού σύγχρονου εργοστασιακού συστήματος, ξερνούσαν πνιγηρό καπνό που προερχόταν από την καιγόμενη ανθρώπινη σάρκα.”[iii] Το Μηχάνημα στη σωφρονιστική αποικία δεν είναι μόνο τα τρία επιμέρους μηχανικά μέρη από τα οποία αποτελείται, – το ΚΡΕΒΑΤΙ, ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ κι ο ΕΓΓΡΑΦΕΑΣ, – αλλά ένα ολόκληρο εργοστάσιο, το οποίο επιστρατεύει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και το απαύγασμα της ανθρώπινης Λογικής σκέψης, – τη ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, – προκειμένου να παραγάγει μαζικά θάνατο, χρησιμοποιώντας ως πρώτη του ύλη την ανθρώπινη σάρκα: “Υπάρχουν δύο λογιών βελόνες, τοποθετημένες σε ζευγάρια. Η κάθε μακριά βελόνα έχει δίπλα της και μια κοντή. Η μακριά γράφει και η μικρή ψεκάζει νερό, για να ξεπλένει το αίμα και να κρατά την επιγραφή καθαρή. Νερό και αίμα μαζί κυλάνε σ’ αυτά  τα μικρά αυλάκια, ενώνονται στο κεντρικό κι από ‘κεί, μ’ έναν αποχετευτικό σωλήνα, καταλήγουν στον λάκκο.”[iv]

Μακάβρια χρησιμοποίηση του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και των επιτευγμάτων του; Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η αποικία είναι ακριβώς αυτό – μία αποικία – θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς: πρόκειται για μία ακραία τιμή, την εξαίρεση στον κανόνα, μία ανώμαλη, όσο και σπάνια εκτροπή μέσα στην όλη κανονικότητα του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και της ΠΡΟΟΔΟΥ. Σε κάθε περίπτωση, το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί παρά να υπήρξε “… μία [μεμονωμένη] αποτυχία κι όχι το προϊόν τής νεωτερικότητας.”[v] Στην αποικία – όπως και στο Ολοκαύτωμα – πολύ απλά η ΠΡΟΟΔΟΣ κι ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ δεν κατάφεραν ίσως “… να καταπιέσουν τους κατά βάσιν ξένους [προς τη νεωτερικότητα] παράγοντες τής Μη-Λογικής,[vi] με αποτέλεσμα, οι εκπολιτιστικές ώσεις να αποτυγχάνουν να καθυποτάξουν τα συναισθηματικά και βίαια ένστικτα του ανθρώπου και η διαδικασία τής κοινωνικοποίησης να λοξοδρομεί και να καθίσταται ανίκανη να παραγάγει τα απαραίτητα ηθικά κίνητρα στον απαιτούμενο βαθμό.”[vii] Στο κάτω κάτω, υπάρχει και ο Παρατηρητής, ο εκπρόσωπος του ‘πολιτισμένου’ κόσμου, που έχει προ πολλού ξεπεράσει τα ίδια ‘συναισθηματικά και βίαια ένστικτα’ του ανθρώπου, έχει αποκηρύξει ολοκληρωτικά τη βία και τον σαδισμό και, ήδη προ πολλού, βρίσκεται στην επικράτεια του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, θα μπορούσε κανείς να πει. Λάθος: “Υπάρχει κάτι περισσότερο από μία απλώς συμπτωματική σύνδεση μεταξύ, από τη μία μεριά τής τεχνολογίας τής μαζικής γραμμής παραγωγής και το όραμά της τής καθολικής υλικής αφθονίας και από την άλλη, της εφαρμοσμένης τεχνολογίας τού στρατοπέδου συγκέντρωσης και το όραμά του τής αφθονίας και του πολλαπλασιασμού τού θανάτου. Μπορεί να θέλουμε να αρνηθούμε την ύπαρξη αυτής της σύνδεσης, όμως το Μπούχενβαλντ ανήκε στη Δύση μας, όσο και το River Rouge τού Ντιτρόιτ – δεν μπορούμε να αρνηθούμε το Μπούχενβαλντ ως μία τυχαία παρέκκλιση από έναν, κατά βάσιν υγιή, Δυτικό κόσμο,” γράφουν οι Stillman και Pfaff.[viii] Και ο Raul Hilberg, στο ίδιο πνεύμα: “Ο μηχανικός εξοπλισμός τής καταστροφής επομένως, δομικά δεν διέφερε καθόλου από την οργανωμένη Γερμανική κοινωνία στο σύνολό της. Ο μηχανικός εξοπλισμός τής καταστροφής ήταν η ίδια η οργανωμένη κοινωνία σε έναν από τους ειδικότερους ρόλους της.”[ix]

 

Franz Kafka

 

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ και ΒΙΑ δεν είναι έννοιες αντιτιθέμενες μεταξύ τους. Ίσα ίσια, αποτελούν μία μάλλον ενιαία, αδιάσπαστη ενότητα. Εμάς, μας αρέσει να βλέπουμε στον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ μόνο τις θετικές του ποιότητες: την Τέχνη, την Επιστήμη, τις υλικές απολαύσεις. Εθελοτυφλούμε πεισματικά μπροστά στην προφανή αλήθεια, πως: “Είναι λάθος να φανταζόμαστε ότι ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ και η ΘΗΡΙΩΔΙΑ αποτελούν αντιθετικές έννοιες… Στην εποχή μας διαχειριζόμαστε πλέον την αγριότητα, όπως και κάθε άλλη όψη τού κόσμου στον οποίον ζούμε, απείρως καλύτερα από ποτέ. Δεν έχουν πάψει και δεν πρόκειται να πάψουν να υπάρχουν. Τόσο η δημιουργία, όσο κι η καταστροφή, είναι αδιαχώριστα στοιχεία αυτού που αποκαλούμε πολιτισμό.”[x] Στις παλιές καλές εποχές, τότε που ο πεφωτισμένος ηγέτης – ο Διοικητής – ακόμη μεσουρανούσε, η εκτέλεση των Κατάδικων με το Μηχάνημα αποτελούσε ιεροτελεστία, θέαμα, ευκαιρία κοινωνικής συνεύρεσης (και επίδειξης), εθνική συνέλευση, την ύψιστη μορφή επιβεβαίωσης μίας ολόκληρης κοινωνίας: της αποικίας: “Από την παραμονή ολόκληρη η κοιλάδα γέμιζε επισκέπτες – όλοι έρχονταν για να δουν το θέαμα. Από νωρίς το πρωί εμφανιζόταν ο Διοικητής με τις γυναίκες του κι ολάκερο το στρατόπεδο ξυπνούσε με εμβατήρια… η καλή κοινωνία στεκόταν γύρω από το μηχάνημα – ούτε ένας ανώτερος υπάλληλος δεν έλειψε ποτέ.”[xi] Τελικά, η όλη τεχνολογική, μηχανική, πολιτισμική πρόοδος – αυτή που οδήγησε σε τόσα και τόσα θαυμαστά επιτεύγματα – θα πρέπει με κάποιον τρόπο να επιβεβαιωθεί, να πανηγυρίσει για τα κατορθώματά της, να δρέψει τους καρπούς των μόχθων της, να αναδείξει και να ευχαριστήσει τους πιστούς της υπηρέτες. Θα πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες θυσίες και σπονδές στους θεούς της. Με τι άλλο; Με ανθρώπινη σάρκα και αίμα φυσικά. Όπως πάντα. Αυτό συνέβη απαράλλαχτα σε κάθε κοινωνία ανεξαιρέτως, σε κάθε εποχή τής τρισχιλιετούς μας πορείας μέχρι το απαύγασμα της κοινωνικής μας εξέλιξης και προόδου: την αποικία – το Άουσβιτς.

Η δικαιολόγηση των εγκλημάτων που θα διαπραχθούν είναι το εύκολο κομμάτι τής ιστορίας. Μεγάλες λέξεις υπάρχουν ευτυχώς πολλές κι έχουν εφευρεθεί ακριβώς για τέτοιες περιστάσεις: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ κλπ. Στην περίπτωση της αποικίας, και μόνο η λέξη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ αρκεί: “Έπειτα ο ΕΓΓΡΑΦΕΑΣ τον διαπερνά τελείως και τον πετάει στον λάκκο με το ματωμένο νερό και τα βαμβάκια. Τότε ο Στρατιώτης κι εγώ τον θάβουμε στη γη. Η Δικαιοσύνη έχει πλέον αποδοθεί.”[xii] Όπως επίσης υπάρχουν σε αφθονία και οι αφορμές για την διαιώνιση των εγκλημάτων. Οι οποίες, στην περίπτωση της αποικίας, για λόγους αποτελεσματικότητας και ταχύτητας, έχουν αναχθεί στην εξής μία: “ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΟΥΣ.”[xiii] Μόνη ΘΡΗΣΚΕΙΑ του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ είναι η ΙΕΡΑΡΧΙΑ. Αυτή είναι η σπονδυλική του στήλη. Από αυτήν ξεκινούν και σ’ αυτήν καταλήγουν τα πάντα. Ο Κατάδικος δεν είχε δα και κάτι το τόσο πολύπλοκο να κάνει: “Μοναδικό του καθήκον ήταν κάθε ώρα που σήμαινε το ρολόι να σηκώνεται και να χαιρετά στρατιωτικά προς την πόρτα τού λοχαγού. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο – αν και πολύ σημαντικό. Ένα τέτοιο καθήκον κρατάει τον στρατιώτη σε εγρήγορση – σαν φρουρό και σαν υποτελή στον ανώτερό του… Κι αυτός, αντί να σηκωθεί εκλιπαρώντας για συγχώρηση, άρπαξε τον λοχαγό απ’ τα πόδια, τον τράνταξε και του είπε: “Πέτα το μαστίγιο, γιατί σ’ έφαγα.”[xiv] Γι’ αυτό και ο Κατάδικος πρέπει να πεθάνει με τον πιο άγριο τρόπο. Γιατί αγνόησε ταυτόχρονα όλους ανεξαιρέτως τους νόμους τής ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ κοινωνίας στην οποία ζει – της αποικίας: “Ακρίβεια, ταχύτητα, σαφήνεια, γνώση των αρχείων, συνέχεια, διακριτικότητα, ενότητα, αυστηρή υποταγή στους ανωτέρους, μείωση των τριβών και κάθε υλικού και προσωπικού κόστους – αυτά τα χαρακτηριστικά φτάνουν στην κορύφωσή τους στην κατεξοχήν γραφειοκρατική διοίκηση.”[xv] Αυτές υπήρξαν οι αρχές διαχείρισης του φορντικού εργοστασίου, του Άουσβιτς, κάθε ολοκληρωτικής, αυστηρά ιεραρχικής και μιλιταριστικής κοινωνικής δομής, από το λυκαυγές τής ανθρώπινης ιστορίας μέχρι τις μέρες μας. Αυτές αποτελούν και τον πυρήνα τού εφιαλτικού καφκικού σύμπαντος. Αυτές συναντούμε ακόμη σήμερα, εκατό χρόνια μετά τον Κάφκα, απαράλλαχτες και πιο ισχυρές από ποτέ, στο τυπικό σύγχρονο εργοστάσιο, στο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στις πολιτικές μας δομές, στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη μέση ‘υπηρεσία’ του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, στις εκατομμύρια θρησκευτικές και άλλες σέχτες μας. Ο εφιάλτης τής αποικίας δεν έχει απαλειφθεί. Τουναντίον: έχει επεκταθεί σε κάθε επίπεδο της ατομικής και συλλογικής μας ύπαρξης, παντού στον σύγχρονο κόσμο.

Μόνος αποδεκτός δρόμος είναι η ενσωμάτωση, ο συμβιβασμός. Η απόλυτη υποταγή στους παντοδύναμους νόμους τής ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ και της ΒΙΑΣ. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις, ούτε και σκέψη. Οι αναλύσεις είναι περιττές. Στο κάτω κάτω, το μοναδικό πράγμα που απαιτεί από ‘σένα η αποικία, είναι κάτι το εξαιρετικά απλό: πρέπει να περιοριστείς στο να παίξεις τον δικό σου μικρό, απειροελάχιστο ρόλο. Έτσι ακριβώς όπως σου τον έχουν υπαγορεύσει οι ανώτεροί σου. Δική σου αρμοδιότητα δεν είναι να μάθεις τους λόγους για τους οποίους σου ανατέθηκε αυτός κι όχι κάποιος άλλος ρόλος, ούτε ποια είναι η σκοπιμότητά του. Δική σου δουλειά είναι απλά να τον εκτελείς, όπως και όποτε αυτό σου ζητείται, σιωπηλά, μηχανικά, άκριτα, αυτόματα. Για τον αδαή, ο ρόλος αυτός μπορεί να στερείται κάθε νοήματος, μπορεί να φαντάζει ως εντελώς παράλογος και άχρηστος. Δεν έχει καμία σημασία. Πρέπει κανείς να μπορεί να δει τη ‘μεγάλη εικόνα’. Και δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε από τον οποιονδήποτε να διαθέτει αυτήν την ικανότητα. Το σημαντικό είναι η μηχανή, στο σύνολό της, να είναι καλοκουρδισμένη κι αλάνθαστη. Η τυφλή υπακοή στον ανώτερο είναι η μοναδική ικανή συνθήκη που διασφαλίζει την ομαλή και σύμφωνα με τα ‘προβλεπόμενα’ λειτουργία τού συστήματος και την τελική επίτευξη τού κοινού απώτερου στόχου. Μήπως αυτό δεν έκανε κι ο Άιχμαν; “Έκανε το καθήκον του, όπως είπε στην αστυνομία και στο δικαστήριο ξανά και ξανά̇ δεν ήταν απλά ότι υπάκουσε στις εντολές, αλλά υπάκουσε και στον νόμο τον ίδιο.”[xvi] Ακριβώς αυτό κάνει κι ο Αξιωματικός σε όλη του τη ζωή στην αποικία – υπηρετεί τυφλά τους ανωτέρους του, εκτελεί με ακρίβεια μηχανής τις εντολές που του δίνουν, ακολουθεί επακριβώς τις νόρμες, χωρίς να αναρωτιέται για τη σκοπιμότητα, την ηθική διάσταση ή τις επιπτώσεις των πράξεών του. Η ηθική δεν είναι δική του δουλειά. Δική του δουλειά είναι να λειτουργεί απλώς σαν ένα από τα εξαρτήματα μίας καλοκουρδισμένης μηχανής, της οποίας ο λόγος ύπαρξης κι η αποστολή δεν θα πρέπει να τον απασχολούν στο παραμικρό. Αυτό ακριβώς κάνει ο Αξιωματικός. Και το κάνει με τον μεγαλύτερο δυνατό ζήλο: “Παρ’ όλο που αυτές τις δουλειές θα ‘πρεπε να τις κάνει ένας μηχανικός, ο Αξιωματικός τις εκτελούσε με μεγάλο ζήλο, κι αυτό είτε επειδή ήταν εξαιρετικά αφοσιωμένος στην ιδέα αυτού του μηχανήματος, είτε επειδή, για άλλους λόγους, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί το μηχάνημα σε κανέναν άλλον.”[xvii] Δεν είναι απαραίτητο το κάθε γρανάζι τής μηχανής να αναρωτιέται για τέτοια ζητήματα. Αρκεί μέσα του να έχει τη θρησκευτική πίστη, ότι ο Αρχηγός ‘γνωρίζει’. Αρκεί το γρανάζι να είναι απολύτως σίγουρο, ότι ο εμπνευστής τής μηχανής οδηγεί τα πράγματα στην κατεύθυνση προς την οποία αυτά πρέπει να πάνε. Ο παλιός Διοικητής ‘γνώριζε’. Ο Αξιωματικός και οι Στρατιώτες απλώς εκτελούσαν.

Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Άιχμαν: “Έτσι λοιπόν, οι ευκαιρίες που είχε ο Άιχμαν να νιώθει σαν ένας άλλος Πόντιος Πιλάτος ήταν πολλές και, καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, έχασε την ανάγκη να αισθάνεται μέσα του το οτιδήποτε. Έτσι είχαν τα πράγματα, αυτός ήταν ο νέος νόμος που ίσχυε στη χώρα, ο οποίος βασιζόταν στις διαταγές τού Φύρερ̇ ό,τι κι αν έκανε ο ίδιος, το έκανε ως ένας νομοταγής πολίτης.”[xviii] Ο Άιχμαν δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό. Όταν ο κόσμος αυτός διασώθηκε σαν από θαύμα, μόλις λίγο πριν αφανιστεί για πάντα, ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος, ολόκληρος ο πλανήτης, θα ήθελε εναγωνίως να πιστέψει ότι ο Άιχμαν υπήρξε ένα τέρας, η ακραία τιμή, η εξαίρεση στον κανόνα που δύσκολα θα εμφανιζόταν ξανά. Δυστυχώς, η πράξη μάς απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο Άιχμαν δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τη μυριοστή επανάληψη τής ‘κοινοτοπίας τού Κακού’[xix] που ενυπάρχει στον ίδιο τον πυρήνα τής ανθρώπινης χαρακτηροδομής. Ο Άιχμαν ήμασταν εμείς. Ο Αξιωματικός τού Κάφκα συνεχίζουμε και είμαστε εμείς μέχρι σήμερα. Το μόνο ελαφρυντικό που ίσως θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς στον Άιχμαν, είναι ότι πολύ απλά σ’ αυτόν έτυχε να δράσει σε μία εποχή τεχνολογικής και μηχανικής τελειότητας, σε μία κοινωνία που ήδη είχε αποκτήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την πιο αλάνθαστη, οργανωτικά άψογη, πλήρως λογιστικοποιημένη, επιστημονικά υποβοηθούμενη, ελεύθερη από κάθε ηθικό βάρος και ενοχή, μαζική δολοφονία στην Ιστορία. Κατά τα άλλα, ο Άιχμαν ήταν ‘μπανάλ’, ασύλληπτα ‘μπανάλ’. Η επιχείρηση της εκκαθάρισης των Εβραίων τής Ευρώπης από τους ναζί κατάφερε να φτάσει στο σημείο που έφτασε, διότι η Γερμανία στη δεδομένη χρονική στιγμή υπήρξε μία χώρα, η οποία ήταν ικανή να διαπράξει μία μαζική δολοφονία “… σε επίπεδα που δεν είχαν προηγούμενο, στη βάση τής διαθεσιμότητας πολλών υπερ-ανεπτυγμένων και καλά αφομοιωμένων τεχνικών δεξιοτήτων και συνηθειών, που σχετίζονταν με τον σχολαστικό και ακριβή καταμερισμό τής εργασίας, τη συντήρηση μίας συνεχούς ροής εντολών και πληροφορίας, τον απρόσωπο, καλά συγχρονισμένο συντονισμό πολλών αυτόνομων, αλλά συμπληρωματικών μεταξύ τους ενεργειών: εν ολίγοις, όλων εκείνων των τεχνικών δεξιοτήτων και συνηθειών, που αναπτύσσονται κι ευδοκιμούν μέσα στην ατμόσφαιρα του γραφείου.”[xx] Θα κατανοήσουμε ωστόσο το Ολοκαύτωμα σε όλο το τρομακτικό του βάθος, μόνο όταν το ατενίσουμε ως το κατεξοχήν αποτέλεσμα της κουλτούρας της γραφειοκρατίας.[xxi]

Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν Αξιωματικό ή έναν Άιχμαν εν υπνώσει. Πολύ περισσότερο όμως, κρύβουμε μέσα μας έναν Στρατιώτη κι έναν Κατάδικο. Μηρυκάζουμε την κακής ποιότητας τροφή που μας πετάνε στα μούτρα και παίζουμε με τα φτηνά μπιχλιμπίδια που μάς δίνουν, σε αντάλλαγμα της άκριτης, χωρίς πολλές ερωτήσεις υποταγής μας στην ΙΕΡΑΡΧΙΑ και στους ΚΑΝΟΝΕΣ. Περιεργαζόμαστε με αφέλεια, αλλά και κρυφό θαυμασμό, τις Μηχανές που, και με τη δική μας μικρή συμμετοχή, παράγει η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ μας κι η ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ανυποψίαστοι για το ότι οι ίδιες αυτές Μηχανές είναι οι θάλαμοι αερίων όπου πρόκειται να πεθάνουμε: “Πρόσεξε τότε έντρομος ότι ο Κατάδικος, υπακούοντας στο κάλεσμα του Αξιωματικού, είχε επίσης πλησιάσει για να περιεργαστεί από κοντά τον ΕΓΓΡΑΦΕΑ. Είχε τραβήξει με την αλυσίδα του τον ήδη κοιμισμένο Στρατιώτη, για να φτάσει να σκύψει πάνω απ’ το γυαλί. Φαινόταν να ερευνά με το αβέβαιο βλέμμα του αυτό που οι δύο άντρες παρατηρούσαν, εφ’ όσον όμως του έλειπαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, δεν έβγαζε άκρη. Έσκυβε μια από ‘δώ και μια από ‘κεί. Τα μάτια του περιεργάζονταν τον ΕΓΓΡΑΦΕΑ.”[xxii] Τα αποβλακωμένα, αδιάφορα, απλανή μάτια τού Κατάδικου – και του Στρατιώτη – ήταν η πραγματική αιτία τού Κακού, όχι ο Άιχμαν. Οι δεκάδες εκατομμύρια Γερμανοί που, με τα ίδια απλανή κι αποβλακωμένα μάτια περιεργάζονταν για χρόνια τη δική τους Μηχανή, κάνοντας ότι δεν καταλάβαιναν ή ότι δεν γνώριζαν, με το επιχείρημα ότι απλώς υπάκουαν εντολές ανωτέρων κι ότι δεν είχαν άλλη επιλογή, υπήρξε το Κακό. Αυτό που ο Κάφκα προέβλεψε κι αυτό που κυριαρχεί ακόμη παντού σήμερα.

Τελικά, εάν όλοι οι άνθρωποι έκαναν απλά το ΚΑΘΗΚΟΝ τους, σιωπηλά, χωρίς πολλές ερωτήσεις, εάν όλοι ακολουθούσαν τυφλά την ΙΕΡΑΡΧΙΑ και τις εντολές των ανωτέρων τους και εάν ο καθένας εκτελούσε απλά τις ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, χωρίς κανέναν προβληματισμό για τα ούτως ή άλλως ανόητα υπαρξιακά κι ηθικής τάξης ζητήματα, εάν όλοι αγκάλιαζαν ειλικρινά το συλλογικό ΟΡΑΜΑ και εμπιστεύονταν τον ΔΙΟΙΚΗΤΗ, οπουδήποτε κι αν αυτός ήθελε να τους οδηγήσει, τότε δίχως αμφιβολία, η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ θα έλαμπε οριστικά και όλοι μαζί θα μπορούσαν να τραγουδήσουν με βροντερή φωνή τα ΕΘΝΙΚΑ εμβατήρια των προγόνων τους, αυτά που τους οδήγησαν στον κολοφώνα τής ΠΡΟΟΔΟΥ και της ΔΟΞΑΣ που ήδη ζουν κι αυτά που θα τους οδηγήσουν στο κοινό, λαμπρό κι εγγυημένο ΕΘΝΙΚΟ τους ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ. Κανένα τίμημα δεν είναι αρκετό για να σκιάσει ένα τέτοιο συλλογικό ΟΝΕΙΡΟ, μία τόσο ελκυστική ομαδική ΟΥΤΟΠΙΑ. Κανένας ηθικός φραγμός δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο σε ένα τόσο ευγενές σχέδιο. Όποιος τολμήσει να του αντιταχθεί, θα πρέπει να παταχθεί πάραυτα και με τον πιο βάναυσο τρόπο. Καμία κραυγή πόνου, κανένας φόρος αίματος δεν είναι λόγοι αρκετοί, ώστε να ανασχεθεί η πορεία τής ΜΗΧΑΝΗΣ και των υποτακτικών της προς το ΜΕΛΛΟΝ: “Κάποιοι δεν ήθελαν να βλέπουν και κάθονταν στην άμμο με τα μάτια κλειστά. Όμως όλοι ήξεραν: τώρα απονέμεται Δικαιοσύνη. Μες στη σιωπή, το μόνο που ακουγόταν ήταν οι κραυγές του κατάδικου… Βλέπαμε να μεταμορφώνονται τα βασανισμένα πρόσωπα. Βυθιζόμασταν μέσα στο φως της Δικαιοσύνης! Ωραίοι καιροί, αγαπητέ μου!”[xxiii] λέει ο Αξιωματικός στον Παρατηρητή. Ο κόσμος υποκριτικά κλείνει τα μάτια του. Όμως έχει ήδη συρρεύσει στην παραλία κι έχει πιάσει καλή θέση για το απολαυστικό θέαμα. Μία νέα ανθρωποθυσία των Αζτέκων πρόκειται να εκτυλιχθεί ξανά ζωντανά μπροστά τους. Η μάζα είναι διψασμένη για Τιμωρία, για Εκδίκηση, για Βία, για Αίμα – εν ολίγοις, για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.

Κι ο Παρατηρητής; Αυτός ανήκει σε έναν άλλον, καλύτερο κόσμο. Στον κόσμο τού Πολιτισμού και του Ανθρωπισμού. Ανίκανος – ή απρόθυμος; – να επέμβει και να αποτρέψει τη βαρβαρότητα που βλέπει να εκτυλίσσεται μπροστά στα δικά του μάτια, προτιμά να εγκαταλείψει την πρωτόγονη αποικία̇ να την αφήσει να ζει γεμάτη ικανοποίηση τον εφιάλτη της κι αυτός, να επιστρέψει στον Πολιτισμό. Περισσότερο υποσυνείδητα, ίσως λόγω ενός ακόμη από τους πολλούς αυτοματισμούς τους, τον ακολουθούν – πιθανότατα με την ελπίδα να τους πάρει μαζί του και να τους διασώσει από τον ασαφή κίνδυνο που τους απειλεί – ο Στρατιώτης κι ο Κατάδικος: “Μόλις όμως έφτασαν στην άκρη της σκάλας, ο Παρατηρητής ήταν ήδη στη βάρκα και ο βαρκάρης έλυνε τους κάβους. Θα μπορούσαν να έχουν πηδήξει μέσα στη βάρκα, αλλά ο Παρατηρητής άρπαξε ένα χοντρό σκοινί, και απειλώντας τους με αυτό, τους απώθησε.”[xxiv] Όπως ακριβώς συνεχίζουμε κι εμείς μέχρι σήμερα να απωθούμε μέσα μας υποκριτικά τον εφιάλτη τού Άουσβιτς.

 

_________________

[i] Φραντς Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, Αθήνα: Νεφέλη 2009, 106.

[ii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 110.

[iii] Zygmunt Bauman, Modernity and the Holocaust, Cambridge (UK) & Maldon (USA): Polity Press 2011, 8. Η έμφαση δική μας.

[iv] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 108.

[v] Bauman, Modernity and the Holocaust, 5.

[vi] Μεταφράζουμε έτσι τον όρο ‘irrational’. Θα μπορούσαμε επίσης να τον αποδώσουμε και ως ‘το παράλογο’, ‘το ανορθολογικό’, σε αντιδιαστολή με τη ‘Λογική’, η οποία υποτίθεται ότι κυριάρχησε, ειδικά στον Δυτικό κόσμο, από την εποχή τού Διαφωτισμού και μετά, χαρακτηρίζοντας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη λεγόμενη ‘Νεωτερικότητα’.

[vii] Bauman, Modernity and the Holocaust, 5.

[viii] Edmund Stillman & William Pfaff, The Politics of Hysteria, New York: Harper & Row 1964, pp. 30-31, cited in Bauman, Modernity and the Holocaust, 9.

[ix] Raoul Hilberg, The Destruction of the European Jews, New York: Holmes & Meier 1983, vol III, p. 994, cited in Bauman, Modernity and the Holocaust, 9.

[x] Richard L. Rubenstein, The Cunning of History, New York: Harper 1978, pp. 91, 195, cited in Bauman, Modernity and the Holocaust, 9.

[xi] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 118.

[xii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 113.

[xiii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 103.

[xiv] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 105.

[xv] H. H. Gerth & C. Wright Mills (eds.), From Max Weber, London: Routledge & Kegan Paul 1970, pp. 214, 215, cited in Bauman, Modernity and the Holocaust, 14.

[xvi] Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem. A Report on Banality, Penguin Books 2006, p. 135.

[xvii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 96.

[xviii] Arendt, Eichmann in Jerusalem, p. 135.

[xix] Από τον γνωστό όρο που εισήγαγε η Χάνα Άρεντ.

[xx] Bauman, Modernity and the Holocaust, 15.

[xxi] Ό.π.

[xxii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 108, 109.

[xxiii] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 119.

[xxiv] Κάφκα, Στη Σωφρονιστική Αποικία, 140, 141.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top