Fractal

Διήγημα: “Η επιστροφή”

Της Γιούλης Χρονοπούλου //

 

 

 

 

Η επιστροφή

 

Εντάξει, αγόρι μου! Θα σου την ξαναπώ την ιστορία. Ναι, με όλες τις λεπτομέρειες. Μόνο που δεν αισθάνομαι καλά να μιλώ σε μηχανήματα. Νιώθω καλύτερα να μιλώ σε σένα παρά στο μαγνητόφωνο. Χαίρομαι, βέβαια, που θέλεις να καταγράψεις την ιστορία, παρότι πάνε σχεδόν 30 χρόνια από τότε. Δε φανταζόμουν ότι θα σε άγγιζε τόσο πολύ, έτσι νέος που είσαι.

Ήταν πριν το δεύτερο πόλεμο, Οκτώβρης του 1935. Ήμουν εργοδηγός της καμινείας στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλευμάτων στο Λαύριο. Και ήμουν καλός στη δουλειά μου. Όχι για να το παινευτώ, αλλά όλοι είχαν να το λένε. Παρότι δεν είχα σπουδάσει χημικός ούτε και κάτι άλλο εδώ που τα λέμε, πες από φιλότιμο, πες από φιλομάθεια, έμαθα τα πάντα γύρω από τα μέταλλα και τα μεταλλεία και μπορούσα να αντικαθιστώ ακόμα και τους μηχανικούς, που μ’ εμπιστεύονταν. Ωστόσο, όταν μια μέρα με κάλεσε ο Διευθυντής μου, για να μου αναθέσει μια σοβαρή αποστολή στην Τουρκία, πιάστηκε η καρδιά μου. Ήταν φυσικά μια τιμητική αποστολή. Η Τράπεζα Εργασίας της Άγκυρας αναζητούσε μεταλλουργούς για να εγκαταστήσουν μια μικρή μεταλλουργία μολυβιού κοντά στα μεταλλεία της στο Αναμούρ, ξέρεις, το αρχαίο Ανεμούριον, στις μεσογειακές ακτές της νότιας Τουρκίας. Η δουλειά ήταν απαιτητική, γιατί το μετάλλευμα είχε πολύ τσίγκο και δεν θα περνούσε εύκολα σε φούρνο μολυβιού. Τώρα δεν μπορώ να σου εξηγήσω περισσότερα, αλλά είχαν ψάξει σ’ όλη την Ευρώπη πριν καταλήξουν στο Λαύριο – κανείς δεν είχε δεχτεί ν’ αναλάβει. Όμως, δεν ήταν γι’ αυτό που σφίχτηκε η ψυχή μου. Όπως σου είπα, ήμουν καλός στη δουλειά μου κι ένιωθα μια σιγουριά για την αποστολή. Κι όπως και να είχε, θα προσπαθούσα και θα δούλευα σκληρά. Δεν υπήρχε περίπτωση να απογοητεύσω αυτούς που μ’ επιλέξανε και μου ’δειξαν τόση εμπιστοσύνη. Ο λόγος της ταραχής μου ήταν άλλος. Ήταν πως μετά από κάμποσα χρόνια θα επισκεπτόμουν τα πατρογονικά μου εδάφη. Ήμουν, βλέπεις, Μικρασιάτης και, μολονότι είχα καταφύγει στην Ελλάδα πριν την Καταστροφή, από φόβο μη με πάρουν στον τουρκικό στρατό, αφού είχαν ήδη αρχίσει οι διώξεις, η οικογένειά μου είχε παραμείνει και είχε υποστεί τον διωγμό, τον θάνατο και την προσφυγιά. Κι έπειτα, κι εγώ ο ίδιος είχα πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία και είχα βιώσει στο πετσί μου όλη την εθνική περιπέτεια από την αρχική προσδοκία μέχρι το τελικό και ανεπούλωτο τραύμα.

Δεν μου ήταν εύκολο να γυρίσω πίσω. Από τη μια φυσικά, ποθούσα να κάνω ένα προσκύνημα στα πατρογονικά χώματα, από την άλλη δεν ήξερα πόσο μπορούσα να το αντέξω. Βέβαια, για τη συγκεκριμένη αποστολή δεν προβλεπόταν να περάσω από τη Σμύρνη, τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής μου. Θα πηγαίναμε στην Πόλη και από εκεί με βαπόρι θα περιπλέαμε τα παράλια για να φτάσουμε στον προορισμό μας.

Αλλά κι αυτό δεν ήταν λίγο. Είχα για τα καλά αναστατωθεί. Φυσικά, ούτε λόγος για ν’ αρνηθώ. Στο κάτω – κάτω, ήμουν ο πιο κατάλληλος για τη δουλειά. Δεν ήταν μόνο η αφοσίωσή μου στην εταιρεία και η γνώση που κάτεχα, ήταν και που μιλούσα τα τούρκικα. Ποιος άλλος θα μπορούσε να πάει;

Ξεκίνησα, λοιπόν, τις προετοιμασίες του ταξιδιού, βρήκα 8 εργάτες ειδικούς στο φούρνο και την απαργύρωση, ταχτοποίησα τα διαβατήριά τους κι έφυγα μαζί τους για την Πόλη με το ιταλικό πλοίο της γραμμής. Δεν είχε τύχει να την επισκεφθώ πρωτύτερα κι όταν μπήκαμε στο λιμάνι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τι να σου πω παιδί μου; Τέτοιο θέαμα δεν είχα ματαδεί. Έτυχε να ’ναι νύχτα κι εποχή ραμαζανιού κι οι εξώστες των μιναρέδων ήταν όλοι φωταγωγημένοι. Ήταν κάτι μοναδικό! Βέβαια, όταν την άλλη μέρα περπάτησα στους δρόμους -γιατί μείναμε μια μέρα, ώστε να κάνουμε τις παραγγελίες των εργαλείων και των υλικών-, απογοητεύτηκα κάπως, από τα βρόμικα σοκάκια και την έλλειψη όμορφων δημόσιων κτιρίων, αλλά αποζημιώθηκα όταν μπήκα στην Αγιά Σοφιά. Ήταν τόσο επιβλητική, που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα επιφώνημα θαυμασμού. Δεν μπορώ να σου την περιγράψω. Για να την περιγράψεις πρέπει να είσαι αρχιτέκτονας με ψυχή ποιητή. Εγώ θα περιοριστώ σ’ αυτό το επιφώνημα.

Την επομένη ξεκινήσαμε για το Αναμούρ μ’ ένα τουρκικό πλοίο. Στο ταξίδι αυτό έμελλε να με περιμένει μια έκπληξη. Ενώ αρχικά δεν προβλεπόταν, το βαπόρι σταμάτησε στη Σμύρνη για είκοσι τέσσερις ώρες, γιατί είχε να φορτώσει, αλλά εδώ που τα λέμε κι επειδή οι Τούρκοι ποτέ δε βιάζονται. Αναστατώθηκα. Κατέβηκα με ανάμεικτα συναισθήματα και μ’ ένα δάγκωμα στην καρδιά. Άραγε θα αναγνώριζα τίποτα από την αγαπημένη και την τραυματισμένη πόλη μου, από το μέρος όπου είχα ζήσει τόσα χρόνια; Απ’ όσο ήξερα, ελάχιστα δημόσια χτίρια είχαν σωθεί.

Περπάτησα στους μαχαλάδες της πόλης, που ήταν πράγματι αγνώριστη πια. Πού ήταν η κοσμοπολίτισσα και αρχόντισσα Σμύρνη μου; Τα παλιά οικήματα, τα θαυμαστά χτίρια είχαν γίνει ταρλάδες, χωράφια. Μόλις είχαν αρχίσει να χαράζουν δρόμους και να χτίζουν μερικά σπίτια εδώ κι εκεί. Λίγα τα καταστήματα, περιορισμένες οι αγορές. Κάποια στιγμή θέλησα να μπω σ’ ένα μαγαζί για ν’ αγοράσω κάτι και, φυσικά, απευθύνθηκα στον καταστηματάρχη στα τούρκικα. Πάνω στην ώρα, όμως, μπήκε ένα κοριτσάκι που μίλησε στο νοικοκύρη του μαγαζιού σε καθαρά ελληνικά, που αποδείχθηκε πως κι εκείνος τα μιλούσε σαν εμένα.

«Ρωμιός είστε;», τον ρώτησα μόλις έφυγε η μικρή. «Όχι, είμαι Τουρκοκρητικός», μου απάντησε. «Εσείς από πού είστε;» «Από την Αθήνα», του είπα για συντομία. Ο μαγαζάτορας αναστέναξε κι εξομολογήθηκε: «Πώς ήθελα να έκανα ένα ταξιδάκι στην Ελλάδα, να πήγαινα στην Κρήτη, να ξανάβλεπα το μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα, κι ύστερα ας πέθαινα. Θα με φάει αυτός ο καημός. Ας όψονται αυτοί που στάθηκαν αιτία να ξεσπιτωθούμε και ζούμε τώρα στην ξενιτιά». «Είναι κι άλλοι συμπατριώτες σας εδώ στη Σμύρνη;» τον ρώτησα. «Όλοι οι Τουρκοκρητικοί που ανταλλαχθήκαμε ύστερα απ’ τον πόλεμο. Γι’ αυτό εδώ στη Σμύρνη δεν ακούς άλλο από ελληνικά. Ο Κεμάλ στην αρχή έβαλε πρόστιμα, ύστερα και φυλακή ακόμα, για να μας αναγκάσει να μιλάμε τούρκικα. Μα δεν είναι εύκολο πράμα ν’ αφήσει κανείς τη γλώσσα που έμαθε μικρός. Γι’ αυτό σας συμβουλεύω όπου πάτε να μιλάτε ελληνικά για να κάνετε τη δουλειά σας, γιατί είναι πολλοί ακόμα από μας που δεν έμαθαν τα τούρκικα. Σεις θα μείνετε εδώ ή είστε περαστικός;»

«Εγώ, αγαπητέ μου», του απάντησα τότε, «είμαι περαστικός και, μια που στάθηκε το βαπόρι να φορτώσει, βγήκα έξω, για να κάνω προσκύνημα εδώ σ’ αυτό το μέρος που γεννήθηκα και που έχω τόσες αναμνήσεις. Δεν είμαι απ’ την Αθήνα, αλλά Σμυρνιός, που βρέθηκα κι εγώ πρόσφυγας στην Ελλάδα. Ως τώρα πίστευα πως εδώ στη Σμύρνη ήταν η ευτυχία, αλλά τώρα βλέπω πως την ευτυχία αυτή τη ζητάτε εσείς στην Κρήτη. Εύχομαι να κάνετε κι εσείς το προσκύνημα στον τόπο που γεννηθήκατε, όπως έκανα κι εγώ σήμερα στο δικό μου».

Τι να σου πω, παλικάρι μου, τι έγινε τότε! Μας πήραν και τους δυο τα δάκρυα. Νιώσαμε την καρδιά μας να πλημμυρίζει από αγάπη, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά κι αποχαιρετιστήκαμε σα μιας μάνας παιδιά, σαν τα πιο αγαπημένα αδέρφια. Κι όμως, πριν κάμποσα χρόνια, τότε που βρισκόμασταν αναμεταξύ μας σε πόλεμο, μπορούσε να σφάξει ο ένας τον άλλον με τη συνείδησή του ήσυχη πως έκανε το καθήκον του και σαν πατριώτης και σαν άνθρωπος.

Αχ, τι συγκίνηση ήταν αυτή! Σαν ξαναβγήκα στους δρόμους, συνέχισα να περπατώ δακρυσμένος, μα ανακουφισμένος. Παντού άκουγα ελληνικά, όπως μου είχε πει ο φίλος μου. Ελληνικά μίλαγα πια κι εγώ. Σκεφτόμουν ότι η Σμύρνη εξακολουθούσε να είναι η Γκιαούρ Ιζμίρ, ακόμα και μετά τον ξεριζωμό του ελληνισμού.

Αυτό ήταν το σπουδαίο μ’ εκείνο το ταξίδι. Και ειλικρινά, αγόρι μου, όταν το αναπολώ, δε σκέφτομαι τις μεγάλες και δυσβάσταχτες δυσκολίες της δουλειάς. Δε σκέφτομαι που κράτησε μήνες και που η εργασία ήταν πολύ κοπιαστική μέχρι λιποθυμίας, ούτε τη διαμονή σε ξύλινες παράγκες στο βουνό χειμώνα καιρό, σε άγριο μέρος με τσακάλια, δύσβατους δρόμους, προβληματικές συναλλαγές με τις αρχές. Πάντα θυμάμαι αυτή τη συνάντηση και νιώθω ότι ήταν τελικά μια κάθαρση.

 

 

 

 

Σημείωση:

Το διήγημα, αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών, στηρίζεται στα απομνημονεύματα του παππού μου, Τζον Χατζηπανάγου. Το περιστατικό με τον μαγαζάτορα μεταφέρεται αυτούσιο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top