Fractal

«Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή»

Γράφει η Μαγδαληνή Θωμά //

 

Παντελής Μπουκάλας: “Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση. Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι -2″ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2017, σ. 821.

 

Πόσο βαθιά βουτάει την πέννα του ο δημιουργός; Εκεί ρηχά, στα έγκατα του ανθρώπου; Κάθε δημιουργία τροφοδοτείται από την πιο βαθιά ψυχή, αν πρόκειται για ανώνυμη και δημώδη δημιουργία, η πιο βαθιά ψυχή μοιάζει συλλογική και αδιαίρετη. Αλλά έχει και κορμί -για κάθε στάση του πνεύματος, υπάρχει και μια στάση του σώματος, λέει ο Σεφέρης. Να κοπιάσεις για να αναδείξεις και τα δυο στο σμίξιμο και το χαροπάλεμά τους πάνω, είναι μια πράξη ευγενική, το ελάχιστο. Τέτοια αφετηρία έχει και η μελέτη των δημοτικών του δεύτερου αυτού τόμου: ανιχνεύει τη σχέση του δημοτικού τραγουδιού με το στοιχειώδες, το σωματικό και το βαθύτερο -την ορμή της ζωής και την ορμή του θανάτου. Και το κάνει αναδεικνύοντας την πιο ουσιαστική, την πιο βαθιά τους συνοχή, την εμπλοκή και συμπλοκή τους, την αέναη πάλη τους.

Αντλώντας από πηγές της αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης γραμματείας, σκαρφαλώνοντας ίσαμε την εποχή μας, στο αφόρητο σήμερα, η μελέτη αυτή δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο, να πέσει στην άκρη. Προσωπική επώνυμη ποίηση, στιχουργήματα και στίχοι, ψαλμοί και χρονικά βυζαντινά, έπη και ιπποτικά μυθιστορήματα, ρεμπέτικα, ακόμα και τραγούδια σημερινά ευρείας κατανάλωσης, όλα κάτι έχουνε να μαρτυρήσουν, κάποια λόγια να πουν και να κρύψουν, μια φωνή να εκφράσουν και μια σιωπή να αναδείξουν. Είναι σημεία συνάντησης της λαϊκής δημιουργίας με το περιβάλλον της, το πολιτιστικό της αντηχείο. «Συναντήσεις», όπως λέει ο συγγραφέας (σ. 16), «σποραδικές επισκέψεις» (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα, τόμ. Α’ 2016, σ. 26), «παρακαμπτήρια δρομάκια πάνω στην κύρια οδό» (σ. 15), «κλαδιά και κλαδάκια που ξεφυτρώνουν σχεδόν ατιθάσευτα πάνω στον κορμό» (τομ. Α’, σ. 25), όταν εξηγεί συνολικά τον τρόπο ανάπτυξης αυτής της μελέτης που διακλαδώνεται, θα ‘λεγε κανείς, στο διηνεκές.

Μα πώς μπόρεσε να υποτάξει ο μελετητής όλο αυτό το υλικό; Το διαβάζεις και αναρωτιέσαι. Κι όταν δεν παρασύρεσαι από τους άπειρους στίχους που παρατίθενται (να τους διαβάσεις δυνατά για την ύλη της φωνής και την απόλαυση), το μάτι σου πέφτει στον μόχθο της έρευνας και στα διακριτικά του: ο δεύτερος αυτός τόμος των δοκιμίων αριθμεί σε 821 σελίδες πάνω από 200 σελίδες υποσημειώσεων, ευρετήριο ονομάτων, ευρετήριο τίτλων λογοτεχνικών έργων, βιβλίων, ποιημάτων, τραγουδιών, εφημερίδων και περιοδικών και έναν ιδιαίτερα εκτενή βιβλιογραφικό οδηγό από γενέσεως συλλογών, θα μπορούσαμε να πούμε, πλήρη, αν και ο συγγραφέας τον αναγνωρίζει ως «προκαταβολή της συνολικής βιβλιογραφίας που θα δοθεί στο τέλος της σειράς» (σ. 20), μια αξιοθαύμαστη επιστημονική σκευή που καθιστά το έργο κολοσσιαίο.

Εκεί που η ερευνητική ματιά βαθαίνει σε θεματικούς κύκλους, οι υποσημειώσεις εξακτινώνονται περιμετρικά, ομόκεντρα, δίνοντας εύρος στο βάθος του πεδίου, στο βάθος της ματιάς. Τι είναι οι υποσημειώσεις; Το γαζί της μελέτης, η ανάποδη του υφάσματος με τόσες ψιλοβελονιές εδώ, όσες και οι δοξαριές και οι ποιητικές εκφάνσεις. Διασταυρωμένες πηγές, σχόλια στο διηνεκές μιας δημιουργίας. Μελέτη – ποταμός. Και το ποτάμι να σκάβει τις όχθες του, να πλαταίνει και μαζί να βαθαίνει.

Από την περιμετρική – γεωγραφική έκταση διασποράς του δημοτικού τραγουδιού, στις ευγενείς του προσμίξεις με άλλα λαϊκά δημιουργήματα – μεταλλεύματα μιας γνήσιας και πολυφωνικής κουλτούρας (παροιμίες, επωδές, αινίγματα, έθιμα, μικροϊστορίες), αλλά και στη διάσταση μιας διαπολιτισμικής ανταλλαγής, συσχετισμοί με δημιουργήματα άλλων λαών σύνοικων και γειτονικών, όπως και συναντήσεις με την προσωπική ελληνική ποίηση από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας στα κοινά και ανταλλάξιμα σημεία πάθους και παθημάτων.

Συλλογή τραγουδιών, συλλογισμοί των τραγουδιών. «Να γίνει νόημα το αίμα», λέει ο μελετητής σε μια στιγμή που ορίζει και το πνεύμα της μελέτης (σ. 55). Συμφιλιώνοντας το πράγμα με το νόημά του, ο συλλογέας γίνεται, έτσι, συλλέκτης. Και το πνευματικό δημιούργημα δείχνει αντικείμενο χειροπιαστό. Με το πάθος του συλλέκτη αναδιφεί και αναδεικνύει όλες αυτές τις συγγένειες. Με το ίδιο πάθος κοιτάζει την άβυσσο και μετρά το ακαταμέτρητο. Όχι ματαίως. Η δουλειά που κάνει έχει τόπο, ρίζες και κλαδιά.

Προβαίνει σε σύγκριση. Μέσα από τη διαδικασία της σύγκρισης, το πολυμερισμένο υλικό προβάλλει άτμητο και ενιαίο. Ο «Πόθος και ο Φόνος» πυροδοτούν τη δημιουργία, καθορίζουνε αναλογίες και κοινά αντανακλαστικά, ορίζουνε την ποιητική πράξη και φράση. Ο βαθύτερος αυτός νόμος μιας ενιαίας έκφρασης και φωνής δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός, παρά μόνο μέσα από τα άπειρα δείγματα αυτών των συσχετισμών. Κι έτσι, ο ερευνητής απλώνει μπροστά μας τα δείγματα της συλλογής του για «να δει κανείς το παν άτμητο», όπως επισημαίνει, κιόλας, στον πρόλογο του πρώτου τόμου (σ. 15). Υπάρχουν θέματα κοινά, καθολικά, παντού και πάντα. Μοτίβα όμοια ή παραλλαγές, θέματα αλληλένδετα.

Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου που τιτλοφορείται «Εμπόλεμος έρωτας», η πολεμική σκευή του έρωτα σε όλο το φάσμα της λαϊκής και λόγιας δημιουργίας σπέρνει μικρές και μεγάλες καταστροφές. Aπό την αρχαία στη μεσαιωνική και νεότερη γραμματεία, ο οπλισμένος αυτός θεός, τοξότης ή «στρατιώτης καλά αρματωμένος» (σ. 137), «άφευκτος» ή «φυγάς» (σ. 153), λαβώνει, φονεύει και συντρίβει, κάποιες φορές, στην κυριολεξία. Αξιοθαύμαστο είναι, πόσο ομόκεντρα λειτουργεί η εικόνα του έρωτα στο συλλογικό φαντασιακό μέσα από μυθοποιήσεις και απομυθοποιήσεις, θρήνους και σάτιρες, ελεγείες και κατάρες. Τα όπλα εξελίσσονται, μα τα αισθήματα μένουν και επιμένουν. «Σαϊτοερωτοτόξευτα βέλη» (σ. 161), «χίλια μαχαίρια και σπαθιά» (σ. 163), τα πάντα δείχνουν ένοπλα, μαζί κι ανυπεράσπιστα, το όπλο ως επίθεση ή άμυνα, ως χρήση και κατάχρηση, ως σύμβολο και εμπόδιο. H πλησμονή του όπλου. Δικαιολογημένα τα τραύματα, λοιπόν. Με τέτοιους διαξιφισμούς και μάχες, διόλου απίθανο οι ήρωες να βγάλουν κάνα μάτι. Σε κάποια κείμενα μοναχών, για παράδειγμα, τέτοιες κουβέντες παίρνονται τοις μετρητοίς (σ. 94). Η χριστιανική παράδοση βαραίνει την ενοχή και ζητάει την τιμωρία. Και το σώμα γίνεται μάρτυρας μιας ανήκεστης βλάβης, σώμα-μάρτυρας και με τις δύο σημασίες του όρου. Να πώς στην έκρηξη του ερωτικού πάθους παραμονεύει ο θάνατος: το πάθος γίνεται πένθος. Ίσως οι άνθρωποι να ‘χουνε ανάγκη από ένα πένθος για να ζήσουνε. Στην έκρηξη και στην έξαψη πάνω της ζωής, μικρές σταλαγματιές θανάτου σαν τύψεις. Θρήνοι ή ερωτικά τραγούδια: μαζί.

Μ’ αυτόν τον τρόπο περνάμε στη δεύτερη ενότητα. Έχει τίτλο «Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή» και εγκαινιάζεται με το δημοτικό «του Δήμου», ένα ερωτικό τραγούδι που είναι μαζί και ύμνος θανάτου. Η διερεύνησή του συνεχίζεται και σε επόμενη ενότητα, το μοτίβο του εκούσιου αποκεφαλισμού γίνεται στοιχείο μελέτης. Με πάτημα το τραγούδι αυτό, ο συγγραφέας αναζητά τις πολλαπλές εκδοχές του στον κορμό των κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών. Αναδιφώντας στις πρώτες συλλογές, βρίσκει και παραλλαγές άλλες, μέχρι και παρεμβάσεις σκόπιμες από λόγιους συλλογείς.

Στην ποίηση αυτή, το αίμα ρέει άφθονο σαν νερό ή σαν το δάκρυ. «Σα βρύση τον Γενάρη σε κλαιν τα μάτια μου», λέει ο στίχος (σ. 197) ή «ποιος την πληγή την ομορφαίνει σε πηγή», για να θυμηθούμε κι έναν αντίστοιχο στίχο του ποιητή Μπουκάλα (Ρήματα, 2009, σ. 14).

Ροή νερού, ροή του αίματος, ροή των αισθημάτων. Καμιά φορά και ανεξάρτητα από τα αισθήματα αυτά. Στα κλέφτικα τραγούδια, το μοτίβο του αποκεφαλισμού λειτουργεί σαν πράξη ατίμωσης και διαπόμπευσης. Η φονική πράξη ανεξαρτοποιείται από το κίνητρο του έρωτα, γίνεται μια πρακτική με κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα, ενώ η περιγραφή του αποκεφαλισμού, απερίφραστη, έχει την ορμή της φυσικής βίας.

Στην τρίτη ενότητα, «Το σφαγείο του έρωτα», παρακολουθούμε, πρώτα-πρώτα, τη διαχρονική ποινικοποίηση του παράνομου έρωτα. Από το γραπτό, στο άγραφο δίκαιο κι από το συλλογικό αντανακλαστικό στο προσωπικό και ιδιαίτερο, δημοτική και λόγια ποίηση εξομολογούνται προδοσίες και εξιστορούν ποινές και τιμωρίες για τους απείθαρχους της αγάπης, ποινές που χαρακτηρίζονται, κάποιες φορές, από αξιοθαύμαστη εφευρετικότητα. Οι ρόλοι των δύο φύλων παρουσιάζονται ανάγλυφοι με τα κοινωνικά τους στεγανά. Σε μια αρρενοκρατούμενη κοινωνία, η καταδίκη της γυναίκας που προδίδει τον άντρα της μοιάζει αυτονόητη. Ανιχνεύεται, ωστόσο και η αντισταθμιστική πλευρά της άπιστης που έχει κι αυτή το δίκιο της, όπως και τον λόγο της μέσα στο δημοτικό τραγούδι (σ. 261-2). Η αποχρωσιακή ματιά του ερευνητή εντοπίζει διαφορές και αντιφάσεις. Οι αντιφάσεις έρχονται και επιβεβαιώνουν ότι ο γενικός κανόνας στηρίζεται, συνήθως, σε σαθρά θεμέλια και ακριβώς αυτά υπερασπίζει.

 

Παντελής Μπουκάλας

 

Είναι στοιχείο αξιοπρόσεκτο, επομένως, τα δημοτικά τραγούδια που εκφράζουν κοινωνικά στερεότυπα, πώς, την ίδια στιγμή, μπορεί να λειτουργήσουν και ανατρεπτικά, συμπεριλαμβανομένου και του προκλητικά ανατρεπτικού αποκριάτικου τραγουδιού. Άλλωστε, οι αντιδιαμετρικές παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού μαρτυρούν ποικιλία στον τρόπο πρόσληψης τον γεγονότων. Η λαϊκή  στάση δεν είναι πάντοτε ενιαία, σημειώνει ο ερευνητής. Και προσφέρει πλούσιο υλικό για προβληματισμό και σε θέματα που αφορούν το άγραφο εθιμικό δίκαιο.

Στο μεταξύ, οι αποκεφαλισμοί συνεχίζονται. Ρεμπέτικα τραγούδια, δημοτικά, αλλοδαπά,  συμπληρώνουν τη θεματική της τιμωρητικής αντίποινας. Φόνοι τιμής ή ατιμίας, αδερφοί, αδερφές και λοιποί συγγενείς που αναλαμβάνουν χρέη.  Οι οικογενειακές σχέσεις στο όργιο του εγκλήματος. Φαίνεται πως το έγκλημα στην οικογένεια είναι βαθιά παραδοσιακό.

Στους ερωτικούς φόνους συμπεριλαμβάνεται και η αυτοχειρία. Τόσο η δημοτική, όσο και η προσωπική ποίηση βρίθουν από αυτοκτονίες κατά μόνας ή κατά ζεύγη με τους δύο εραστές συνεννοημένους στον κοινό σκοπό.

Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα που τιτλοφορείται «Το όνομα, το αίτημα, το αίμα», το τραγούδι του Δήμου συνδετικός κρίκος με τα προηγούμενα διερευνάται ξανά με επίκεντρο το όνομα και το αίτημά του. Επιστρατεύονται κι άλλες παραλλαγές του σε εκδοχές αρβανίτικου, σλαβομακεδονικού, βουλγαρικού τραγουδιού, διαδρομές του ονόματος στη λαϊκή και λόγια ποίηση.

Μικρή παρένθεση, μα όχι αμελητέα, η δράση του μαγικού αριθμού «εννιά»: τα δείγματα πληθαίνουν και ο συγγραφέας υπόσχεται μια επισταμένη έρευνα σε επόμενο τόμο.

Δίστιχα και τραγούδια ερωτικά υπερθεματίζουν μοτίβα κατακρεούργησης, όπου η κυριολεξία συναντά τον συμβολισμό της σε πιο εύθυμους και περιπαιχτικούς στίχους. Ευνοϊκό αντηχείο και η επώνυμη ποίηση αναπαράγει το μοτίβο της ερωτικής θυσίας, δίνοντας πίστη και βάση στο αίμα. Και το αίμα γίνεται η πρώτη ύλη του αισθήματος: σκορπιέται απλόχερα σαν αυταξία ή χαρίζεται σαν δώρο έσχατο για λογαριασμό του αγαπημένου προσώπου. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, αποχτά και χρήσεις ιδιαίτερες, απρόβλεπτες, με αποκορύφωμα την αιματοποσία, τακτική οικεία και στην τελετουργία της αδερφοποιίας (σ. 496-9). Ο καταβροχθιστικός οίστρος, η σωματοφαγεία και τα λοιπά αρχέγονα δεν είναι μοναχά μοτίβα των παραμυθιών. Η καταγραφή εισακούει ως και το πλάνταγμα του ρεμπέτικου, εκεί όπου η ερωτική μανία και τα συμπαρομαρτούντα της δεν ευθυγραμμίζονταν πάντα με τον καθωσπρεπισμό, θύματα κι αυτά της επίσημης λογοκρισίας (σ. 743).

Σχετικό θέμα και η πράξη της Σαλώμης συνάδει με τον έρωτα στο σκέλος της ακολασίας και της εκδικητικής σφαγής: μια περιήγηση στη θεματογραφία της Σαλώμης μέσα από τις τέχνες μας φθάνει μέχρι τον Καβάφη για να λοξοδρομήσει κατόπιν με αφορμή την κομμένη κεφαλή του Ιωάννη του Προδρόμου (αγαπημένοι αποκεφαλισμοί από τα δημοτικά τραγούδια, ίσαμε τα ιερά κείμενα) και μας πάει σε σχόλια ιλαρά για τα ιερά λείψανα της εκκλησίας. Χορταστικές αναδιφήσεις στον Λασκαράτο, τον Ροΐδη και στον, όχι τόσο γνωστό, Ιωάννη Κολώνια ολοκληρώνουν του λόγου το αξιομνημόνευτο (σ. 528-533).

«Στη δημοτική ποίηση ο έρωτας εγκαθιδρύεται σαν αιματοπότης», καταλήγει ο συγγραφέας (σ. 542), αναγνωρίζοντας το αίμα σαν το βαθύτερο υλικό της ζωής, του έρωτα, δηλαδή, αλλά και του θανάτου.

 

Η αφθονία των στοιχείων της έρευνας δεν της στερεί τη μέθοδο και την τάξη: το ακαταμέτρητο υλικό ταξινομείται βάσει περιεχομένου, διαχωρίζεται σε ενότητες και σχολιάζεται. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, ο αναγνώστης ανακαλύπτει τον επιμερισμό και κάτω από την έκταση, την πειθαρχία. Η ματιά του ερευνητή κινείται στον κάθετο παραδειγματικό άξονα περισσότερο, παρά στον οριζόντιο συνταγματικό. Μια τέτοια διαθεματική μέθοδος μελέτης επικοινωνεί με πολλά πεδία διαχρονικά, όσο και συγχρονικά, επιλέγοντας κάθε φορά το ακριβές και αναγκαίο, το ζωτικό στοιχείο που θα δώσει έναυσμα στην ερμηνεία και λόγο στην ανάλυση. Άλλωστε, η δουλειά αυτή μπορεί να δώσει αφορμή και για άλλες προσεγγίσεις σε παράλληλα επιστημονικά πεδία, να τροφοδοτήσει, για παράδειγμα, μια προσέγγιση ανθρωπολογική, κοινωνιολογική, ιστορική, ακόμα και ψυχαναλυτική. Ο αναγνώστης έχει αμέτρητο πεδίο να μετρήσει, πρόσφορο έδαφος να κινηθεί. Αλλά κυρίως, έχει την ευκαιρία να χαρεί. Όχι μόνο το ιδιαίτερο αισθητήριο του ερευνητή, μα και τη χάρη του λόγου του. Διαλέγω τίτλους:

 

«Ένοπλο σώμα», «Έρως και Χάρος», «Τα βέλη, το μέλι και η χολή», «Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή», «Πινακοθήκη ερωτικών φονικών», «Μια απαρνημένη δύο χιλιετιών», «Το όνομα, το αίτημα, το αίμα», «Το αίμα και το ψέμα». 

 

Η ανάλυση της ποίησης, καμιά φορά, γίνεται ποίηση η ίδια. Και μεταφέρει στον αναγνώστη κάτι από τη θερμότητά της. Έτσι, η εκρηκτική ύλη της δημοτικής ποίησης δυναμιτίζεται πολλαπλά. Μ’ ένα τέτοιο αίσθημα του λόγου -αίσθημα βαθύ και όχι απλώς αίσθηση του λόγου- η γλώσσα του κειμένου ακολουθεί την αρχή της συμπάθειας (εκ του συν+πάσχω), υιοθετεί μια κοινή λειτουργία. «Τα δημοτικά τραγούδια τα πλησιάζω πάντοτε αισθηματικά», μας λέει ο συγγραφέας στον πρόλογο του πρώτου τόμου (σ. 15). Ένα αίσθημα που γίνεται κτήμα κοινό.

Δεν είναι, άρα, σκέτη η επιστημονικότητα που φτιάχνει ένα έργο. Είναι και η προσωπικότητα. Από την αέναη αρθρογραφία του ως την ακαριαία ποίησή του ο Παντελής Μπουκάλας μας κάνει να τον χαιρόμαστε. Να χαιρόμαστε μαζί με τ’ άλλα και το μεράκι του λόγου του, αυτή τη σμίλη της γλώσσας που λαξεύει, μεταφέροντας το αίσθημα της ματιάς του. Ο έρωτας στα δημοτικά τραγούδια θα ήταν στέρφος, δίχως τον έρωτα της ματιάς του.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top