Fractal

Η ελληνική εκστρατεία στην Κριμαία της Ουκρανίας το 1919 (Α’ μέρος)

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

Εισαγωγή

Η ελληνική εκστρατεία του 1919 στην Ουκρανία, και συγκεκριμένα στην Κριμαϊκή Χερσόνησο της Ρωσίας, 100 χρόνια μετά παραμένει μια σχεδόν άγνωστη και πλημμελώς ερευνημένη πτυχή της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Νοέμβριος 1918) βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, δηλαδή με τις δυνάμεις των Αγγλογάλλων της ΑΝΤΑΝΤ και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αγωνίστηκε πολιτικά να μεγιστοποιήσει τα γεωπολιτικά κέρδη. Ο πολυμέτωπος διπλωματικός αγώνας, απόρροια του Μεγαλοϊδεατισμού και του αλύτρωτου ελληνισμού, διεξάχθηκε με σύνθημα την ικανοποίηση των «ιστορικών εθνικών δίκαιων».

 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιθεωρεί μονάδα πεζικού, η οποία ετοιμάζεται να αναχωρήσει για την εκστρατεία στην Ουκρανία.

 

Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Το τέλος του πολέμου βρήκε σε καθεστώς διάλυσης τρεις αυτοκρατορίες: Αυστροουγγρική, Οθωμανική και Ρωσική. Οι νικητές Αγγλογάλλοι και οι συνεργάτες τους Αμερικανοί προσπάθησαν να διαχειριστούν τα πολιτικά, γεωγραφικά και οικονομικά οφέλη της νίκης στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσαν αντίστοιχους τρόπους για τη νομή των οθωμανικών γαιών. Η δυσκολία ήταν η πρόβλεψη της έκβασης της απρόβλεπτης Ρωσικής Επανάσταση του 1917, η οποία κλόνισε το αστικό κατεστημένο της Δύσης και ανέτρεψε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες αιώνων στην Ρωσική αυτοκρατορία.

 

Η κατάσταση στην Ελλάδα στο τέλος του 1918

Η κατάσταση στην Ελλάδα στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου ήταν αρκετά περίπλοκη, καθώς το νέο κράτος δεν είχε ακόμα αφομοιώσει τις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη), στις οποίες η ελληνικότητα δεν ήταν δεδομένη, καθώς παρέμενε το οθωμανικό πολυεθνοτικό παλίμψηστο, ενώ ταυτόχρονα πλήθος Ελλήνων προσφύγων (περίπου 470.000) από τις όμορες Βαλκανικές χώρες, τον Καύκασο και την Μικρασία (βλ. Γενοκτονία Ποντίων, 1915) είχαν καταφύγει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η Δυτική και Ανατολική Θράκη,  η Μικρασία, η Κωνσταντινούπολη και η Βόρεια Ήπειρος με ελληνικούς πληθυσμούς αποτελούσαν γεωγραφικές  «εκκρεμότητες» των Βαλκανικών Πολέμων και «μήλον της έριδος» από τους Βαλκάνιους και Τούρκους «γείτονες». Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ξένη πολιτική κηδεμονία και η συμμαχική στρατιωτική κυριαρχία του ελληνικού εδαφικού χώρου. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη στάθμευε η Γαλλική Στρατιά της Ανατολής (ο ελληνικός στρατός τελεί υπό τις διαταγές των Γάλλων), στην περιοχή του Στρυμόνα βρίσκονται Αγγλικές μεραρχίες, αγγλικά κι γαλλικά πολεμικά ελλιμενίζονταν στη Λήμνο και επιχειρούσαν στον Ελλήσποντο, ενώ ήταν γνωστή η συμμαχική (αγγλογάλλοι) απόβαση στον Πειραιά (τα Νοεμβριανά του 1917) και η εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου. Συνεπώς υπέφωσκε, έστω και συγκαλυμμένος, ο Εθνικός Διχασμός του 1915 (βασιλόφρονες-βενιζελικοί). Τέλος, δεν πρέπει να λησμονηθεί η ιταλική παρουσία στα Δωδεκάνησα και η διεκδίκηση εκ μέρους της Ιταλίας μεριδίου στην Μικρασία.

 

Η πολιτική και η εκκλησιαστική κατάσταση

Σε αυτά τα δεδομένα προβλήματα υπήρχαν όμως και θετικά στοιχεία, όπως ο ικανός πρωθυπουργός Βενιζέλος που ήταν αρεστός στους συμμάχους, η πολιτική σύμπλευση της Ελλαδικής Εκκλησίας με την βενιζελική κυβέρνηση μετά το δημόσιο «Ανάθεμα» του προδότη Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως (12/12/1916) από τον φιλοβασιλικό αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Α’, το οποίο «ξεχάστηκε», καθώς και το κοινό όραμα κυβέρνησης-λαού της πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Η πολιτική ικανότητα του Βενιζέλου ήταν δεδομένη μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ η σύμπλευσή του από την πρώτη στιγμή με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ τον έκαναν αξιόπιστο σύμμαχο των Αγγλογάλλων. Η Ελλαδική Εκκλησία ειδικά εκείνη την περίοδο είχε σημαντικό πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό ρόλο, καθώς κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό καλλιεργήσιμης γης (κυρίως βακούφια μοναστηρίων) στην Παλιά Ελλάδα. Το πρόβλημά της ήταν η πνευματική και πολιτική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Κρήτη) και η ιδιοκτησία του αντίστοιχου γεωργικού κλήρου, καθώς το Πατριαρχείο κατείχε το μεγαλύτερο μέρος. Με άλλα λόγια, η Ελλαδική Εκκλησία σύσσωμη συντάχθηκε με την πολιτική γραμμή Βενιζέλου προσδοκώντας μερίδιο εξουσίας στις Νέες Χώρες.

 

Το Συνέδριο για την Ειρήνη

Στο Συνέδριο για την Ειρήνη στο Παρίσι (Δεκέμβριος 1918), όπου γινόταν το «μοίρασμα των πολεμικών λαφύρων» και ξαναχαραζόταν ο νέος ευρωπαϊκός γεωγραφικός χάρτης, ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε τους συμμάχους πως ο ελληνικός στρατός ήταν στη διάθεση της γαλλικής κυβέρνησης «για κοινόν αγών απανταχού όπου αποστολή του ήθελε κριθεί αναγκαία».  Στόχος του ήταν η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό περιοχών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, θέρετρα μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας, η προσάρτηση νησιών του Βόρειου Αιγαίου και μέρους της Μικρασίας (ευρύτερη περιοχή Σμύρνης). Το αντάλλαγμα, βέβαια, ήταν η συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Ήταν φανερό ότι δεν αρκούσε η ολιγόμηνη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο μέτωπο Μακεδονίας-Θράκης εναντίον των Βουλγάρων, ούτε η παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας στους συμμάχους. «Ο δρόμος για την Σμύρνη περνούσε από τη Ρωσία».

 

 

Βιβλιογραφία

Νίδερ Κ., «Η εκστρατεία της Ουκρανίας (Ιανουάριος – Μάιος 1919)», επιμ. Φιλίππος Δρακονταείδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2015.

 

 

 

O Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης, είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top