Fractal

Διήγημα: “Ουρανός ο Υποκριτής”

Της Μαρίας Λούλου // *

 

 

 

Δεν έχω καθόλου γνώση της αστρονομίας. Αγνοώ τα ονόματα των αστερισμών. Δεν μπορώ να εντοπίσω στο απέραντο ουράνιο πέπλο κανένα τους. Δεν ξέρω ποιο άστρο γειτνιάζει με ποιο, πού πλαγιάζει η Ανδρομέδα με τον Περσέα, με ποιον φλερτάρουν οι Πλειάδες, πού τοποθετήθηκε η κλεμμένη Κόμη της Βερενίκης, ποιον στοχεύει με το τόξο του ο Τοξότης, πού κρύβεται ο απαγωγέας Ταύρος, γιατί ο Ωρίωνας φοβάται ακόμα το Σκορπιό και στέκεται μακριά απέναντί του στο βάθος του ουρανού. Και επιπλέον δε μου άρεσαν ποτέ οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για τους πλανήτες, τους γαλαξίες, τα ηλιακά συστήματα, το σύμπαν. Ίσως το πεπερασμένο μου μυαλό να μην μπορεί να συλλάβει την απεραντότητα της εξαίσιας δημιουργίας και πώς χωρά, ποια είναι η θέση της δικής μου μηδαμινότητας μέσα σ’ αυτή. Ορολογία αναφομοίωτη, λέξεις άγνωστες, έννοιες απροσπέλαστες. Λυπάμαι που δεν έχω δώσει ποτέ στον ουρανό τη σημασία που του αξίζει. Υποψιάζομαι πως αυτό έχει συμβεί γιατί ίσως τρέφω μια μεγαλύτερη αδυναμία στη γη, γιατί αυτή με έλκει ενώ εκείνον σπάνια τον κοιτώ.

Ίσως γιατί κάποια φορά που αφαιρέθηκα, πίσω από δύο αστέρια του είδα εγώ δυο μάτια και πιο κάτω ίσως φαντάστηκα μια γραμμή σαν αυτές τις λευκάζουσες που τη μέρα διαγράφουν τα αεροπλάνα αλλά τη νύχτα το σκοτάδι τις καλύπτει. Μάτια και καμπυλωτή γραμμή μου φάνηκε τάχα πως χαμόγελο γινήκαν. Χαμόγελο γνώριμο, αγαπημένο μα από χρόνια φευγάτο που πλέον αντανακλάται μόνο στις κορνίζες. Με τρόμαξαν αυτές οι φορές. Πώς τα χαμόγελα μάς περιπαίζουν έτσι στον ουρανό; Έπαψα να τον κοιτώ, σπάνια συνομιλούμε, δεν του ζητάω πλέον, δείχνει κι αυτός να μη ζητά… Ό,τι θέλει το αρπάζει μόνος του. Παντοδύναμος, αλαζονικός, ακόρεστος…

Τώρα τελευταία έχω πέσει στην ανάγκη του. Τα βράδια που ο ύπνος ο βαθύς και τα όνειρα δε με καταδέχονται, τον θυμήθηκα. Στην αρχή τον κοίταξα διστακτικά, έβαλα τον εγωισμό στην άκρη, σήκωσα τα μάτια με το κεφάλι να μένει σχεδόν ακούνητο. Ήταν εκεί να περιμένει και το βλέμμα και τις σκέψεις. Με τα σχολιανά του με υποδέχτηκε. Αστροντυμένος, λαμπερός, διαμαντένιος, επίσημος. Προκλητικός σα να λέει «ζήτα ντε!». Για να με παγιδέψει, να με παρασύρει και να αποκτήσει η καρδιά ελπίδα, έδωσε μια δυνατή σπρωξιά με το πόδι σε δύο από τα ολοφώτεινα του αστέρια. Ένιωσαν εκείνα την προδοσία, αντιστάθηκαν αρχικά, προσπάθησαν να πιαστούν από το ερεβώδες σεντόνι μα αδύναμα τα καημένα κατρακύλησαν πάνω στο σκοτάδι. Δε λυπήθηκε αυτός για τα πεφταστέρια που θυσίασε. Παραμόνευε να ακούσει την ευχή. Ήταν σίγουρος πως δε θα αντέξει για πολύ φυλακισμένη στο νου. Ήταν τόσο σίγουρος που νόμιζε πως θα έβγαινε από μέσα μου ακόμα κι αν χρειαζόταν ένα ένα να ξεριζώσει τα δόντια, να σηκώσει με θάρρος τα πεισματικά σφραγισμένα, τα ασήκωτα χείλη. Θα έβρισκε τρόπο η ευχή. Αν δεν ξεπηδούσε αθόρυβη από τη σκέψη, θα κρυβόταν κάτω από τις λέξεις και θα φυγαδευόταν από το στόμα όπως ο πολυμήχανος ήρωας δραπέτευσε από την κυκλώπεια σπηλιά. Της είχε εμπιστοσύνη ο ουρανός της ευχής και εκείνη δεν τον απογοήτευσε. Ξεχύθηκε στριμωγμένη σε ένα αχ και ένα ουφ που την πίεζαν τη φουκαριάρα. Ευχαριστημένος ο ουρανός προσποιήθηκε πως την άκουσε, τη σημείωσε στα κατάστιχά του, έβαλε αριθμό πρωτοκόλλου, την αρχειοθέτησε – σίγουρα σ΄ αυτές που είναι ήσσονος σημασίας. Ο πονηρός ο ουρανός … διψά για ευχές που δε λογαριάζει να πραγματοποιήσει. Άπληστος … Δεν του φθάνουν τα χρώματά του που ξελογιάζουν, δε του φτάνει που έχει κατακτήσει τη μεγαλύτερη ελευθερία, που είναι αδέσμευτος… θέλει και ευχές. Ξεχειλίζουν τα συρτάρια του, έχει γεμίσει τόσες πολλές που κάποιες, αν δώσει και φυσήξει λίγο παραπάνω, ίσως επιστρέψουν πάλι στη γη.

Σήμερα ο ουρανός μάλλον βαριόταν να ξυπνήσει. Τον περίμενα, τον πρόλαβα. Μόνο αυτός θα ξέρει τις κινήσεις μου; Ήθελα να τον αιφνιδιάσω. Μου φάνηκαν αργές οι κινήσεις του, ράθυμες… «Κάτι θα ετοιμάζει πάλι» σκέφτηκα. Τον είδα τον ντροπαλό ντυμένο με την ασπριδερή του νυχτικιά που στο τελείωμα της, εκεί στον ορίζοντα, έσπαγαν τη μονοτονία του άσπρου οι πορτοκαλί ακτίνες του ήλιου. Απολάμβανε τη δροσούλα που τον γλυκοξυπνούσε και τον ανακούφιζε από την κάψα των προηγούμενων νυχτιών. Σκέφτηκα και εγώ επιπόλαια να δώσω ένα σάλτο και να ανέβω σ’ ένα παχύ, αφράτο σύννεφο και όρθια κρατώντας άριστα την ισορροπία μου να αρχίσω να χοροπηδάω πάνω του όπως δεκαετίες πριν έκανα στο παιδικό μου πάπλωμα. Και όπως οι τάβλες του κρεβατιού έτριζαν τότε, έτσι και το σύννεφο να μην αντέξει την πίεση και το βάρος του κορμιού και νικημένο να ανοίξει και να με καταπιεί και καθώς γλιστράω για να εκδικηθώ τον ουρανό να αρπάξω πίσω τις ευχές μου και κάποιες από τις δικές σας – μόνο αν τις θέλετε πίσω – και από το σύννεφο το ανοιγμένο στα δύο μια ευχοβροχή να ξεκινήσει να λουστούν τα σώματα και να εξαγνιστούν οι ψυχές που ακόμα πιστεύουν στον ουρανό.

 

 

 

 

* Η Μαρία Λούλου έχει εμμονές με τις συλλαβές, τις μελωδίες, τα μάτια και τα ταξίδια. Καμιά φορά γράφει γιατί οι λέξεις των ψυχών περιμένουν να ειπωθούν.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top