Fractal

«Καθένας βρίσκει παπούτσι για το πόδι του, αλλά και το σωστό μέγεθος που γυρεύει, για να βαδίσει προς τα εκεί που θέλει να πάει».

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Mahir Guven «Μεγάλος Αδερφός», Μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 312

 

Στο λογοτεχνικό του ξεκίνημα, ο Guven εντυπωσιάζει. Ο «Μεγάλος Αδερφός» κερδίζει εξαιρετικές κριτικές και διακρίσεις, ανάμεσά τους και το βραβείο Goncourt για το 2019. Πρόκειται για την ιστορία μιας Γαλλοσυριακής οικογένειας που ζει στο Παρίσι και η οποία αποτελείται ουσιαστικά από τρεις άντρες, αφού η Γαλλίδα μητέρα πεθαίνει και την ανατροφή των δύο αγοριών αναλαμβάνει η γιαγιά που καταφθάνει από την Συρία με σκοπό να συνδράμει τον χήρο πλέον γιο της.

Ο πατέρας, γεννημένος μετά από πέντε αδερφές, «μεγάλωσε σαν να ήταν το έκτο κορίτσι. Με νοικοκυριό, μαγείρεμα, ακόμα και ραπτική, με σχολαστικότητα, με μόχθο, ιδρώτα στο μέτωπο, ξεραμένα χέρια και πόνους στην πλάτη. Όχι σαν τους άλλους άντρες». Τον μισό χρόνο είναι αυτό το ξεχωριστό δείγμα, λίγο σαν να αντικαθιστά την νεκρή γυναίκα του, και τον άλλο μισό είναι αυταρχικός και δύστροπος, «ένας μουστακάτος με βραχνή φωνή, που μασάει με ανοιχτό στόμα προσπαθώντας να διατυπώσει την χιλιοστή θεωρία περί του πολέμου στον τόπο των προγόνων του». Σύρος, αλλά πάνω απ’ όλα κομμουνιστής και ταξιτζής.

Ο μεγάλος αδερφός, ταξιτζής επίσης, επιβιώνει μέσα στον μοναχικό κόσμο των οδηγών ταξί, χωρίς κέρδος, με μόνη συντροφιά το ραδιόφωνο. Εθισμένος στο χασίς, τρελαίνεται από την 11ωρη παραμονή μέσα στη λαμαρίνα καιροφυλακτώντας για πελάτη και μετατρέπεται σε παλικαράς πικρόχολος και βαθιά καταπονημένος, αλλά και ένας ψυχολόγος χωρίς να το θέλει, που μαθαίνει να ερμηνεύει συμπεριφορές, να βρίσκει αιτίες και αφορμές. Μπλέκει με κακές συναναστροφές, μεταφέρει με το αμάξι του ναρκωτικά και αναγκάζεται να συνεργαστεί με την αστυνομία για να γλυτώσει τη φυλακή. Για να αντέξει τη δύσκολη ζωή του, σκαρώνει ιστορίες με το μυαλό του: ποιος είναι ο πελάτης, πού πηγαίνει, τι τον βαραίνει. Κατατάσσεται στον στρατό, ψάχνει λύση επιβίωσης. Σύντομα εγκαταλείπει την στρατιωτική ζωή και εξακολουθεί να ψάχνει την ταυτότητα που δεν έχει:

 

«Εκεί στο Τσαντ έγινα πραγματικά Γάλλος. Λευκοί, Πορτογάλοι, Εβραίοι, Μαύροι, αδιάφορο, η στολή έσβηνε τις διαφορές. Όλοι ίδιοι. Αδερφοί όπως εγώ. Τσακισμένοι από τη ζωή. Πριν από το στρατό υπήρχε μερικές φορές η ντρόγκα, κάποτε οι καβγάδες, κάποτε η φτώχεια και συχνά οικογενειακά προβλήματα, ένας πατέρας ή μια μάνα που είχε ανέβει στη χώρα των αγγέλων, ένα διαζύγιο. Μερικές φορές, μια μικρή έλλειψη τύχης ή απλώς κακές συναναστροφές. Οι πιο επικίνδυνοι βρίσκονταν εκεί από έφεση. Όλος αυτός ο μικρόκοσμος είχε από κοινού τη βούληση να πετύχει, με φλύαρες βεβαιότητες για τη ζωή και για τον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά καταξεσκισμένοι και γεμάτοι αμφιβολίες.  Ο στρατός μάς ισοπέδωνε για να μας δυναμώσει. Βούλωνε τις ρωγμές, ενίσχυε τους μυώνες για να κάνει αόρατο το κενό, αλλά δεν το διόρθωνε καθόλου».

 

Ο μικρός αδερφός, νοσηλευτής στο επάγγελμα, με έντονες πνευματικές και θρησκευτικές ανησυχίες, εγκαταλείπει χωρίς να ενημερώσει, δουλειά στρωμένη, πατέρα και αδερφό και πηγαίνει στη Συρία, στον δρόμο του θανάτου, για να περιθάλψει φτωχούς, εκεί «που η ζωή αξίζει λιγότερο από ένα ανάρμοστο βλέμμα, λιγότερο από ένα αναμμένο τσιγάρο, λιγότερο από μια στραβοδεμένη μαντίλα». Σύρος, αλλά μερικές φορές Γάλλος, αφού η γλώσσα ενσωματώνεται δυσκολότερα από τον ίδιο τον μετανάστη. Κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές αιτίες της φυγής του, οργίζονται, ανησυχούν, αλλά περιμένουν να γυρίσει σώος. Επιστρέφει ύστερα από τρία χρόνια αλλαγμένος, ένας «αλλοτινός αδερφός». Ίσως και όχι, ίσως ο μεγάλος αδερφός να είναι ο αλλοτινός.

Τρεις εντελώς διαφορετικοί άντρες που επιβιώνουν, δεν ζουν πραγματικά, αν και πάντα κάπου αιωρείται στις σελίδες μια μικρή νότα αισιοδοξίας. Ούτε πραγματικά Σύροι, ούτε Γάλλοι, μέτοικοι μόνο, χωρίς να ξέρουν πραγματικά το γιατί, πιστεύουν στην δύσκολη, με δοκιμασίες ζωή, αφού είναι και ωραία κάποιες στιγμές. Μια ιστορία οδυνηρή για μια οικογένεια η οποία αγωνίζεται να εναρμονιστεί σε μια κοινωνία που δεν της κάνει τη χάρη, που αρνείται να προσφέρει ίσες ευκαιρίες. Με ιδιόμορφο καυστικό χιούμορ, ο συγγραφέας κατακρεουργεί τα πάντα μέσα στις σελίδες του βιβλίου του, από τους μπαχαλάκηδες και τους μπάτσους, μέχρι δημοσιογράφους, πολιτικούς, πανεπιστημιακούς, ανθρώπινες σχέσεις, ρατσισμό, συγγενικές υποχρεώσεις, την τρομοκρατία, την κρίση, την κακώς εννοούμενη αξιοπρέπεια, τους Ταλιμπάν και τους Τζιχαντιστές, την ευγένεια, την ασέβεια στην διαφορετικότητα.

Μέσα απ’ τον μικρόκοσμο των οδηγών ταξί των ιδιωτικών εταιριών που αλληλοσπαράσσονται, αναδύεται η κοινωνία σε όλες της τις εκφάνσεις. Με αναγραμματισμένες λέξεις που δημιουργούν έναν δικό του κωδικοποιημένο λόγο, αλλά και με αρκετές ειρωνικές αντιδιαστολές (Άγρια Ανατολή, αντί του Άγρια Δύση), ο Guven σκιαγραφεί τους δεσμούς αίματος, που καμιά φορά έρχονται σε αντιδιαστολή με την λογική. Μέχρι η ζωή να σαρώσει τα πάντα και φεύγοντας, ν’ αφήσει πίσω νεκρή την αθωότητα. Και τότε, να αποδειχτεί πως οι αναμνήσεις δεν είναι τόσο ισχυρές όσο η πραγματικότητα.

 

Mahir Guven

 

«Τι σημαίνει να μεγαλώνεις; Να κάνεις επιλογές και να υφίστασαι τις συνέπειες; Τι σημαίνει να γερνάς; Να καταλαβαίνεις πως ήταν απλώς επιλογές. Παίρνεις έναν δρόμο, ή έναν άλλο, αδιάφορο, στο τέλος καταλήγεις με τον ίδιο τρόπο, σηκώνεις τα χέρια προς τους αγγέλους».

 

Ο ένας μετά τον άλλον, οι δύο αδερφοί, εναλλάσσονται ανά κεφάλαιο σ’ έναν άτυπο διάλογο, κάνοντας ερωτήσεις και δίνοντας απαντήσεις. Μοιράζονται μεταξύ τους και με τον αναγνώστη, αναμνήσεις, ελπίδες, πικρές αλήθειες και τρυφερά ψέματα, σε μια ιστορία με γραμμική αφήγηση που κρατάει αμείωτη την ένταση, διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, η πλοκή ρέει αβίαστη, με ανατροπές, πολλές φορές με σκληρό λόγο, με ιδιωματισμούς και εκφράσεις καθημερινές μεταφρασμένες πολύ σωστά, ακολουθώντας το πνεύμα του συγγραφέα. Ένα βιβλίο που σε αναγκάζει να σκεφτείς, να διεισδύσεις, να απορήσεις, να φανταστείς.

 

Κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο ερώτημα του βιβλίου είναι αν η οικογένεια και το ένστικτο επιβίωσης ζυγίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένα από τα δύο ή και τα δύο μαζί. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο του επίσης είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα του πατέρα. Όσο για τα ονόματα των δύο αγοριών, αναφέρονται μόνο ελάχιστες σελίδες πριν από το τέλος. Και τότε, είναι εμφανής η αιτία. Όχι κυριολεκτικά, μα σαν τροφή για σκέψη περί της ορθότητας της επιλογής: Χακίμ ο μικρός αδερφός, που σημαίνει σωστός, σοφός, δίκαιος. Και Αζάντ ο μεγάλος, που σημαίνει ελεύθερος. Σαν κατακλείδα, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο από μια φράση του ίδιου:

 

«Καθένας βρίσκει παπούτσι για το πόδι του, αλλά και το σωστό μέγεθος που γυρεύει, για να βαδίσει προς τα εκεί που θέλει να πάει».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top