Fractal

Πολύτιμη επιστολογραφία

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Γιώργος Σεφέρης: «Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1946-1952)», δεύτερος τόμος, Εισαγωγή/Επιμέλεια / Σημειώσεις, Γιώργος Δ. Παναγιώτου, Εκδόσεις Μελάνι 2021

 

Οι πνευματικές μου κρίσεις είναι και σωματικές∙ και το αντίστροφο     

(Μέρες β’ σελ. 56)

 

Ο Γιώργος Σεφέρης, ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην Νεοελληνική Ποίηση, ηγέτης της γενιάς του τριάντα και σημαντικός διπλωμάτης, ήταν ένας άνθρωπος. Άνθρωπος, με σάρκα, με οστά και αίμα: «Το κορμί είναι ο άνθρωπος, και ο άνθρωπος είναι το πνεύμα, και το πνεύμα είναι ο άνθρωπος, και κορμί είναι ο άνθρωπος και το πνεύμα» (Μέρες Β΄, 25 Μάη 1932, σελ. 65), μας λέει, και αυτή η σχέση του κορμιού με το πνεύμα του ανθρώπου αποδεικνύεται καταλυτική στην περίπτωση Σεφέρη.  Ο Σεφέρης ήταν άνθρωπος που πόνεσε βαθιά, πράγμα που μας δείχνουν αναλυτικά οι Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1946-1952), δεύτερος τόμος, των επιμελημένων εκδόσεων Μελάνι.

Ο αναγνώστης του Σεφέρη, εκτός από τα ποιήματά του, όπου θα δει τον ποιητή, εκτός από τα πεζά του – Δοκιμές (τρεις τόμοι), όπου θα δει τον κριτικό και στοχαστή, εκτός από το Πολιτικό Ημερολόγιο (δύο τόμοι), όπου θα δει την πολιτική του σκέψη, εκτός από τις Μέρες (εννέα τόμοι), όπου θα δει τον άνθρωπο σε όλα του τα πόστα, εκτός από την Αλληλογραφία του με διάφορους επιφανείς του χώρου αλλά και πάρα πολλά άλλα, στις Επιστολές θα δει τις πιο καθημερινές του σκέψεις και τις λεπτομέρειες εκείνες της ζωής του Ανθρώπου, πέρα από τους λαμπερούς τίτλους και τα φώτα της διασημότητας, που μας κάνουν γνωστή την προσωπικότητά  και ερμηνεύουν τη βαρυθυμία του.

Όπως μας ενημερώνει ο Γιώργος Δ. Παναγιώτου, το βιβλίο, περιλαμβάνει 97 επιστολές, τηλεγραφήματα, ταχυδρομικά δελτάρια, και καρτ ποστάλ που έστειλε ο Σεφέρης στην Ιωάννα και στους Θεμιστοκλή και Κωνσταντίνο Τσάτσο, στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, 1946-1952. Οι Επιστολές βρίσκονται στο αρχείο του Κωνσταντίνου και Ιωάννας Τσάτσου, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη,  με χρονολογική σειρά και χωρίς αποσιωπήσεις ή περικοπές. Η αλληλογραφία, που άρχισε το 1919, όταν ο Σεφέρης πήγε στο Παρίσι, για να σπουδάσει Νομικά και κράτησε μέχρι το 1970, περιλαμβάνει 810 επιστολές. Ο Σεφέρης έστειλε 443 και η Ιωάννα 367. Σ’ αυτές, ο Σεφέρης αποδεικνύεται συστηματικότατος και συνεπέστατος, σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, τα οικογενειακά, τα θέματα διεκπεραίωσης και διαχείρισης, τα οποία  αναθέτει στην Ιωάννα,  με λεπτομερέστατες οδηγίες. Όπως βλέπουμε στο δεύτερο Παράρτημα του βιβλίου, ο ποιητής την είχε εξουσιοδοτήσει επισήμως να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια έκρινε εκείνη σωστή, πράγμα που δείχνει ότι της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πόσα της στέλνει, πόσα θα δώσει, τι θα απομείνει, με ποιο ταχυδρομείο –απλό ή διπλωματικό σάκο- όλα έχουν σημασία. Δεν ξεχνάει κανέναν, δεν παραλείπει κανέναν, στέλνει χαιρετισμούς και δωράκια σε όλους. Παράλληλα την επιφορτίζει να μάθει, μέσα από τους ανθρώπους του κύκλου που συναναστρέφεται  τις σκέψεις και κινήσεις που αφορούν την προαγωγή του και τη μετάθεσή του, φοβούμενος τις δόλιες παρασκηνιακές ενέργειες, «ραδιουργίες» και «μηχανορραφίες» συναδέλφων που καθυστερούσαν την εξέλιξή του και τον αποκαρδίωναν. «Όλο δόλο και απάτη» ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ ήταν οι πρωταγωνιστές σε μια «ενέργεια καθαρού πολιτικού φατριασμού», όπως ο ίδιος γράφει.

Ως γνωστόν, ο Σεφέρης ήταν πρέσβης αλλά πολιτικά, όπως και η οικογένειά του, ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου. Ο πατέρας του, Στυλιανός Σεφεριάδης, ήταν σύμβουλος του Βενιζέλου. Αυτό πρέπει να βάρυνε εναντίον του. Εναντίον του βάραινε και η ενασχόλησή του με την ποίηση και ειδικά με το είδος της συγκεκριμένης ποίησης, εφόσον και άλλοι διπλωμάτες ασχολούνταν αλλά δεν ήταν «ακατανόητοι»!

Κατά τα έτη 1946-1952 ο ποιητής υπηρέτησε στην Αθήνα, στην Άγκυρα, στο Λονδίνο και στη Βηρυτό.

Στην Άγκυρα, ανάμεσα στις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ήταν  ο άγριος καιρός, ενώ ήταν πρόσφατα εγχειρισμένος και δεν είχε τελείως αναρρώσει. Πολύ σοβαρό ήταν το πρόβλημα της κατοικίας, τα πανάκριβα ενοίκια, τα ακατάλληλα σπίτια, οι εξαντλητικές και πολυδάπανες υποχρεώσεις∙ όσο για τη «διπλωματία δουλειά 24 ωρών το μερόνυχτο. Σακατεύεις το στομάχι σου και το μυαλό σου και στο τέλος όταν γίνεις σβουριχτό χταπόδι σε κάνουν Πρέσβη»  (Άγκυρα, 26.4.1948).  Τον απασχολεί το σπίτι στην Κυδαθηναίων (σήμερα ανήκει στους απογόνους της Ιωάννας). Στις 11.7. 48, ενημερώνει την Ιωάννα μεταξύ άλλων ότι βρήκε σπίτι, και ότι τώρα θα μπορούσε να φιλοξενήσει τον Κωστάκη (Τσάτσο) να έρθει «για να κάνει μερικές διαλέξεις στην Πόλη και απαραίτητα στην Άγκυρα».

Επανέρχεται συχνά στον μικρό αδελφό του τον Άγγελο, στην Αμερική,  στον οποίο γράφει και ξαναγράφει χωρίς να παίρνει απάντηση. Ρωτά την Ιωάννα με αγωνία, την προτρέπει να μάθει, χωρίς να φαίνεται ότι αυτός είναι που ρωτά. Τελικά ο Άγγελος θα πεθάνει στις 19 Ιανουαρίου 1950: «Το δράμα του Άγγελου είναι για μένα μια υπόθεση ολόκληρης της ζωής μου. Τώρα δεν εκφράζεται». Ο Σεφέρης θα επανέλθει πολλές φορές στο θέμα του Άγγελου και στα γραπτά του που θέλει να περισώσει. Θα εκδώσει το Σήμα, στη μνήμη του, θα ασχοληθεί με ανατροφή του παιδιού του, του μικρού Στέλιου, και τα κληρονομικά.

Παρόλες τις αντιξοότητες, από την Άγκυρα έκανε το ταξίδι στη Μικρά Ασία, από το οποίο προέκυψαν τα σημαντικά κείμενα Τρεις μέρες στα  πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας και άλλα σπουδαία ποιήματα. Από την Άγκυρα θα επιστρέψει στην Αθήνα, όπου θα περιμένει τη μετάθεσή του στο Λονδίνο.

Στο Λονδίνο τα πράγματα από οικονομικής απόψεως θα τα βρει πολύ δύσκολα. Όμως εκεί θα γνωρίσει τον φοιτητή Γιώργο Σαββίδη, τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Ντύλαν Τόμας, τον Ε.Μ. Φόστερ, τον Ώντεν. Εκεί, στο Λονδίνο, θα πληροφορηθεί τον θάνατο του  πατέρα του  στο Παρίσι, αλλά δεν θα πάει «γιατί αυτός ο άνθρωπος» τον «έχει πικράνει», όμως το πράγμα δεν είναι έτσι απλό. Τα εμπόδια, πρακτικά  και συναισθηματικά, που δεν του επιτρέπουν να πάει στην κηδεία είναι πολλά. Την ημέρα της κηδείας στο Παρίσι,  εκείνος κάνει το χρέος του προς τον πατέρα στην ελληνική εκκλησία στο Λονδίνο, αποφεύγοντας την επαφή με μία οικογένεια που του είναι τελείως ξένη. Εκφράζει τη συμπάθειά του για την Τερέζα, τη χήρα του πατέρα του. Της ζητά διακριτικά τα χαρτιά του, για να μη χαθούν και κι έναν πίνακα από το σπίτι της Σμύρνης, τον οποίο η Τερέζα ευχαρίστως του έδωσε.

Πριν ακόμα ο Σεφέρης μετατεθεί στο Λονδίνο, είχε εκεί κυκλοφορήσει το βιβλίο The king of Asine and other poems (Ο βασιλιά στης Ασίνης και άλλα ποιήματα) από τον Οίκο Lehmann, με πολύ επαινετικά σχόλια, και όπως βεβαίωνε ο Νάνος Βαλαωρίτης που παρακολουθούσε το θέμα από κοντά: βιβλίο ελληνικό «δεν είχε ποτέ καλύτερη υποδοχή» (21.8.48). Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, γι’ αυτά τα ποιήματα διατυμπάνιζε ότι «θα προκαλέσουν καταιγισμό από σάπιες ντομάτες». Η ΕΣΤΙΑ συνέχιζε τον  βρώμικο πόλεμο εναντίον του ποιητή και διπλωμάτη, που είχε αρχίσει  από παλαιότερα και τον οποίο αποκαλούσε Εαμίτη και Εαμοσλαύο. Στους πολέμιους του Σεφέρη συγκαταλέγεται και ο Σπύρος Μελάς, που στήριξε τη μεταξική δικτατορία, συκοφάντησε τον  Καζαντζάκη για να μην πάρει το Νόμπελ και λοιδορούσε διαρκώς τον Σεφέρη μέσα από το έντυπο που εξέδιδε.

Για το βιβλίο του στο Λονδίνο,  ο Σεφέρης έλαβε γράμμα από τον Έλιοτ, πράγμα που τον συγκίνησε πολύ, καθώς και περί τις δεκαπέντε κριτικές και «κανείς δεν βρήκε δυσκολία να μπει στο νόημα, ενώ οι σύγχρονοι Αθηναίοι κριτικοί… επαναλαμβάνουν… ότι είμαι ένας ακατανόητος άνθρωπος… Και ξέρεις τι παράξενο που είναι να λαβαίνεις κάθε τόσο δείγματα συμπάθειας από τόπους μακρινούς (και βρισιές από τον τόπο σου)». Και βέβαια υπάρχει πάντα και ο Νάνος Βαλαωρίτης που του στέλνει μηνύματα ενθουσιαστικά από τον λογοτεχνικό περίγυρο και τον ευχάριστα ξαφνιασμένο εκδότη (5.8. 1948).

Ο Σεφέρης σχολιάζει την επικοινωνία με τους νέους συναδέλφους: «ήρθαν με τις γυναίκες τους∙ έπειτα η ζωή τράβηξε το δρόμο της στην επιφάνεια, αφήνοντας τον αποκάτω άνθρωπο να τα βγάλει πέρα μόνος του» (Λονδίνο, 18.8.1951), σχόλιο που μας θυμίζει τον στίχο «καθένας μοναχός ονειρεύεται και δεν ακούει τον βραχνά του άλλου». Ενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Φροντίζει να βοηθήσει τα κορίτσια της οικογένειας που θέλουν σπουδάσουν στο Λονδίνο, βρίσκει λύσεις σε   πρακτικά ενοχλητικά προβλήματα. Θυσιάζει πολύτιμο χρόνο.

Την 1.3.52 θα φτάσει στο Λονδίνο ο Δημαράς. Θα συναντηθούν και θα επισκεφτούν  μαζί το Στράντφορντ. Θα συναντηθεί με τον Τσώρτσιλ. Όμως δεν παύει να τον απασχολεί η προαγωγή του, η οποία εμποδίζεται παρασκηνιακά, ενώ προάγονται άλλοι παρακάμπτοντας τον κανονισμό: «Στον τόπο μας δε γίνεται τίποτε χωρίς συμφέρον», λέει στην επιστολή της 2.6.1952 και εκφράζει πάρα πολύ μεγάλη πίκρα για τον τρόπο που έφυγε από το Λονδίνο τελικά και για «να βολέψουν τους ανθρώπους των». Παράλληλα,  μιλάει με αγάπη για τον Νάνο Βαλαωρίτη, οποίος βεβαίως έχει κινηθεί υπέρ του στο Λονδίνο και τον βοηθάει, όταν θα έρθει η ώρα να έχει εκείνος ανάγκη  βοηθείας. Να σημειώσουμε ότι ο Βαλαωρίτης ποτέ δεν έπαψε να γράφει με θαυμασμό για τον Σεφέρη και το έργο του.

 

 

Επόμενη τοποθέτηση στον Λίβανο, «όχι διότι προέχει η υπηρεσιακή ανάγκη να λειτουργήσει η Βηρυτός ως πραγματική Πρεσβεία ή διότι εξελέγην δια μίαν θέσιν η οποία κατά κανόνα πρέπει να θεωρείται τιμητική, αλλά διότι κάποιος άπληστος βιάζεται να καταλάβει την θέσιν του Λονδίνου. Είναι κρίμα. Η Μαρώ θεωρεί τη μετάθεση “προστυχιά του Σοφοκλή Βενιζέλου”». Σε χφ κείμενο μέσα στην επιστολή διευκρινίζει τι συμβαίνει με τις οργανικές και τι με τις πραγματικές θέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών. Από την Βηρυτό ταξιδεύει στη Συρία, στο Ιράκ, στην Ιορδανία, όπου έχει παράλληλη διαπίστευση.

Η πρεσβευτική κατοικία είναι άθλια ίσως καρακόλι, ήτοι αστυνομικός σταθμός της εποχής των Σουλτάνων.  Από εκεί όμως έκανε και τα τρία ταξίδια στην Κύπρο που την αγάπησε και έγραψε την συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄.  Παράλληλα, φωτογράφησε και πολλά μέρη, τοπία, πρόσωπα, μνημεία, έργα τέχνης, τα οποία συγκέντρωσε στο Λεύκωμα Κύπρος –Μνήμη και Αγάπη- με τον φακό του Γιώργου Σεφέρη, με κείμενα Δημήτρη Δασκαλόπουλου, Ε.Χ. Κάσδαγλη και Γιάννη Σταθάτου.

Συγκεκριμένα, το βιβλίο τελειώνει με την επιστολή, από το ξενοδοχείο της Βηρυτού   στις 31.12.1952: «Μεσάνυχτα παρά 10΄ από την Βηρυτό». Το ξενοδοχείο «ένα μεγάλο Καραβανσεράι πολυτελείας που έχει το πλεονέκτημα να χτυπά πάνω στη θάλασσα. Τώρα που σου γράφω το κύμα χτυπά κάτω στα θεμέλια». Ανοίγει το παράθυρο, τα φώτα αναβοσβήνουν, μπήκε ο νέος χρόνος,  ο ουρανός είναι καθαρός κι έχει πανσέληνο. «Το οίκημα της πρεσβείας (;?) είναι χειρότερο από κάθε περιγραφή που είχα ακούσει… Δεν πρόλαβα να ιδώ ακόμα τίποτε γύρω μου. Πάω να κοιμηθώ. Καλό χρόνο από τους δυο μας. Σε φιλώ Γιώργος».

Εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι η προσφώνηση: «Ιωάννα μου», «αγαπητή μου Ιωάννα», προσφώνηση που δείχνει οικειότητα και του είναι απαραίτητη σε έναν κόσμο τελείως εχθρικό γύρω του. Η τρυφερότητα που της μιλάει, η αγωνία που έχει για τον Άγγελο, η θλίψη του για τον θάνατο του πατέρα και του Άγγελου μετά,  συν όλα τα πρακτικά θέματα που τον απασχολούν, όλα συμβάλλουν στη σκιαγράφηση ενός ανθρώπου που αισθάνεται τον πόνο και την αδικία κατάσαρκα.

Οι Επιστολές στην Ιωάννα είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό. Μοιάζει με τις Μέρες αλλά είναι πιο προσωπικό, πιο οικογενειακό, πιο καθημερινό. Όμως, σ’ αυτό ο ποιητής μας δείχνει το μέσα μέρος του κορμιού του, του μυαλού του και της ψυχής του, την αδικία που υφίσταται, τη διαβολή από τους πνευματικούς κύκλους στην Ελλάδα και από τις δολοπλοκίες σε βάρος του στην υπηρεσία. Τις οικονομικές δυσκολίες, τις συνεχείς μετατοπίσεις σε δύσκολα πόστα, τους θανάτους πατέρα και μικρού αδελφού, την υγεία του που τον ταλαιπωρούσε από 1947 και αποδεικνύει τη σύνδεση του κορμιού με το πνεύμα που είναι ο άνθρωπος που κατάπινε την αδικία, τον πόνο, τη θλίψη, την οργή και την μεταβόλισε σε ασθένεια που τον πήρε στον Σεπτέμβρη του 1971.

Ο πλούσιος υπομνηματισμός από τον Γιώργο Παναγιώτου διαφωτίζει σκοτεινά σημεία και τα δύο Παραρτήματα βοηθούν να κατανοήσουμε το πυκνό πλέγμα κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια που έχει ο πρέσβης ποιητής, ο μάρτυρας ποιητής,  ο ευγενής ο μορφωμένος, ο άνθρωπος από αρχοντική γενιά και σπουδαίο οικογενειακό περιβάλλον. Ο διπλωμάτης που έπρεπε να δείχνει αράγιστος, ενώ ήταν κομμάτια από μέσα.

Ο χρόνος που πέρασε από τον θάνατό του το 1971 μέχρι σήμερα  έχει δείξει τη σημασία της μεγάλης παρουσίας του, τον έχει τοποθετήσει σε μία από τις πιο ψηλές κορφές της νεοελληνικής μας ποίησης, ο «δόλος» και η «απάτη» έχουν αποκαλυφθεί, και ευχή του «Κύριε όχι μ’ αυτούς» έχει πραγματοποιηθεί.

Συγχαρητήρια στον Γιώργο Παναγιώτου και στις εκδόσεις Μελάνι γι’ αυτό το τόσο σημαντικό βιβλίο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top