Fractal

Ένα ποίημα και δυο διηγήματα

Της Νικολίας Αλεξανδράτου // *

 

 

 

 

Ο γερο- Μινώταυρος

 

Ο πατέρας μου στη γέννα, όταν με είδε μελαμψό και κατάλαβε ότι καθόλου δεν του μοιάζω , με έκλεισε στο υπόγειο.

Δεν ήθελε να ντροπιαστεί.

Η μάνα μου, για να με ηρεμήσει τα βράδια με κοίμιζε με τον ήχο της βροχής

στο κινητό. Μεγαλώνοντας με γαλήνευε με διαλογισμό, με μασάζ, με reiki,

και- ενίοτε- με προσευχή.

Η αδερφή μου με νάρκωνε με xanax και ουίσκι.

 

Όταν μία μέρα έφυγα από τον έλεγχο τους, χτύπησα με δύναμη το κεφάλι μου στο κρανίο τους. Πήρα φόρα και ελευθερώθηκα. Στην έξοδο του σπιτιού με περίμενε κοστουμαρισμένος ο Θησέας να με σκοτώσει. Ξέροντας το σχέδιό του, αποφάσισα να φύγω από το παράθυρο.

 

Εδώ και χρόνια δουλεύω ανθρακωρύχος στην Οστράβα. Ξέρω καλά τη δουλειά και εκπαιδεύω τους νέους.

Η μάνα μου έφυγε με έναν και δεν ακούσαμε ξανά νέα της.

Ο πατέρας μου πέθανε μετά από λίγους μήνες από έλκος στομάχου.

Η αδερφή μου, αφού έχασε όλη την περιουσία του πατέρα με τους γκόμενους, δουλεύει ράφτρα σε μία βιοτεχνία κάπου στον Πειραιά.

 

 

 

 

Στην παράδεισο

 

Όλα κυλούσαν ρολόι. Ο ουρανός δεν είχε ούτε ένα σύννεφο εκείνο το πρωί. Η χορωδία των αγγέλων σκορπούσε τις μελωδίες της σε όλο το παλάτι. Ο Μιχαήλ ήδη ξεσκόνιζε την αίθουσα του θρόνου. Είχαν προγραμματιστεί πολλές ακροάσεις σήμερα. Έξω από την κάμαρά Του περίμενε ο Γαβριήλ να Του σερβίρει το πρωινό. Πιο πίσω ο Πέτρος για την πρωινή αναφορά. Από το διπλανό δωμάτιο πετάχτηκε η Μαρία. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και ήταν πολύ ταλαιπωρημένη. Ένα αδέξιο κουνούπι δεν την είχε αφήσει να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα.

«Ακόμα να σηκωθεί η χάρη Του;» τους ρώτησε και μπήκε στο δωμάτιό Του, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.

Τον βρήκαν νεκρό. Και γυμνό. Δίπλα του, στα ανακατωμένα σεντόνια, ένα γυναικείο εσώρουχο.

 

 

«Θέλω τα πάντα στην εντέλεια. Αναλαμβάνω τώρα εγώ!»

Την κοίταξαν περίεργα, αλλά το ύφος της δεν σήκωνε και πολλές αντιρρήσεις. Είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.

Δεν ήταν πια η μυξιάρα παρθένα που είχαν πρωτογνωρίσει.

 

 

 

 

 

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ

 

Σηκώθηκε από τον ύπνο της νωρίς τα χαράματα με πολύ καλή διάθεση. Σταύρωσε τα χέρια ευλαβικά, γονάτισε κοιτώντας τη μικρή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που είχε στηρίξει στο προσκέφαλο του κρεβατιού, οικογενειακό κειμήλιο από τη μαμά της, και προσευχήθηκε, όπως κάθε πρωί. Έστρωσε από πολύ νωρίς το τραπέζι με δύο σερβίτσια. Φόρεσε το μαύρο το καλό της φόρεμα, χτένισε τα μαλλιά της έναν ψηλό κότσο. Στο τέλος έβαψε τα χείλη της κόκκινα, ψέκασε δύο σταγόνες άρωμα πίσω από τα αυτιά της. Πήρε στα χέρια της τη φωτογραφία τους και την επεξεργάστηκε πριν την τυλίξει. Αυτή στεκόταν όμορφη στο πλευρό του Γιώργου και εκείνος την κοιτούσε μέσα στα μάτια, δίχως τίποτα να φανερώνει την πίκρα του, πως κανένας εκτός από τον αδερφό του δεν είχε έρθει σε αυτό το γάμο. Βλέπεις ήταν μεγαλύτερή του… Χάιδεψε τη φωτογραφία, την έντυσε με ένα κατακόκκινο περιτύλιγμα και περίμενε.

 

«Κάτσε! Είναι έτοιμο. Θα κρυώσει. Άργησες σήμερα πάλι! Έλα και σου έχω και μία έκπληξη. Φαντάζομαι θυμάσαι τι μέρα είναι…»

Σιωπή.

« Έλα, σταμάτα, είμαι σίγουρη ότι θυμάσαι. Αυτό είναι το δώρο μου για τη μέρα μας», λέει και εμφανίζει κάτω από το τραπέζι το πακέτο με το κόκκινο περιτύλιγμα. Βγάζει τις κορδέλες, σκίζει ανυπόμονα το χαρτί.

« Κοίτα μας τι ωραίοι! Τέλη καλοκαιριού του 2002. Κοίτα πόσο τρυφερά με κρατάς από τον ώμο και το άλλο χέρι σου ακουμπισμένο απαλά στην κοιλιά μου. Πωπω! Πόσα χρόνια πίσω καλέ μου; Αυτό το λευκό σου κοστούμι σου πήγαινε τόσο πολύ! Περίμενες ποτέ ότι θα φορέσω κοντό νυφικό με φτερά στην κατάστασή μου» τον ρωτάει γελώντας και στη στιγμή σοβαρεύει.

«Aααα, θα έρθει σε λίγο και το κοριτσάκι μας να μας κάνει έκπληξη. Κατά μία έννοια ήταν και αυτή στο γάμο μας», είπε συνωμοτικά, γέλασε και έκατσε στην καρέκλα.

« Κοίτα μας όλο νιάτα… Μα τι κούκλος ήσουν! Αλλά και τώρα καλά κρατιόμαστε έτσι; Δε λες κουβέντα σήμερα… Τι έχεις; Μη μου λες τίποτα. Αφού σε βλέπω… Τέλος πάντων, μη τσακωθούμε πάλι μέρα που είναι. Θα έρθει και το παιδί…»

 

«Δεν πεινάω» είπε και έσπρωξε με δύναμη το άδειο πιάτο μπροστά της.

Σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι. Περπάτησε πέντε βήματα και βούλιαξε στο κρεβάτι. Κουνιόταν πάνω-κάτω νευρικά. Είχε ακόμα στο χέρι της τη φωτογραφία. Την έφερε κοντά στο πρόσωπό της. Την καλοκοίταξε. Φθαρμένη και μουντή από το χρόνο. H ασημένια κορνίζα έλαμπε σαν καινούρια.

Στο μυαλό της ξαφνικά της καρφώθηκε μία σκηνή, σαν από ταινία. Έμπαινε, λέει, νωρίτερα στο σπίτι από τη δουλειά και τους έπιανε στο σαλόνι. Αυτόν με μία γυναίκα που την έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή της. Μα τι παιχνίδια παίζει το μυαλό καμιά φορά; Και ότι αυτή, λέει, άρχισε να ουρλιάζει και να τους πετάει ότι έβρισκε μπροστά της, ένα βάζο, ένα τασάκι, τη φωτογραφία… «Μα τι παιχνίδια παίζει το μυαλό καμιά φορά», σκέφτηκε και τα μάτια της θόλωσαν.

 

Σηκώθηκε αργά, περπάτησε δύο βήματα και στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα. Κοίταξε στον πλαστικό καθρέφτη το πρόσωπό της. Οι ρυτίδες της είχαν ξαφνικά βαθύνει. Έριξε λίγο νερό πάνω της και αναστέναξε.

 

Ξαναγύρισε στο τραπέζι και έκατσε ήσυχα στην καρέκλα. Αμίλητη αυτή τη φορά.

«Πού να ‘ναι τέτοια ώρα το παιδί; Άργησε νομίζω… Να πάρω στο σχολείο ένα τηλέφωνο; Αλλά τι πράγμα και αυτό να μη με αφήνουν να πάρω ένα τηλέφωνο εδώ μέσα ρε παιδί μου;»

 

 

 

H πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο η γυναίκα με τα άσπρα.

– Kυρία Καίτη, είναι η ώρα να πάρετε τα φάρμακά σας. Kλαίτε; Μα τι έγινε; Δεν είστε καλά;

– Άσε με, βρε κορίτσι μου. Άργησε να έρθει σήμερα ο Γιώργος, δεν θυμήθηκε την επέτειό μας και το παιδί δεν ήρθε ακόμα το σχολείο…

– Εντάξει ηρεμήστε… Θα φωνάξω το γιατρό.

-Να μη φωνάξεις κανένα γιατρό! Ακούς; Να έρθεις εσύ και να μου πεις τι συμβαίνει με το παιδί και τον άντρα μου. Τι μου κρύβετε; Λέγε, φώναξε και όπως σηκωνόταν από την καρέκλα την άρπαξε από τη λευκή ρόμπα. Την ίδια στιγμή τα πόδια της λύγισαν, έπεσε πάνω στο πλακάκι και διπλώθηκε στα δύο. Αυτή τη σκηνή που ερχόταν στο μυαλό της σαν από ταινία και καρφωνόταν δεν την άντεχε.

 

Ήταν, λέει, αυγουστιάτικο απογευματάκι. Ο Γιώργος είχε πάει να πάρει τη μικρή από ένα πάρτι και μετά θα έβγαιναν για να γιορτάσουν την επέτειό τους. Είχαν αργήσει πολύ, όταν ξαφνικά την ηρεμία του σπιτιού έσπασε ένα αλλιώτικο τηλεφώνημα.

-Παρακαλώ ,ψέλλισε.

– Η κυρία Ανδρέου;

-Μάλιστα… Ποιος είναι;

-Πάρτε, παρακαλώ, κάποιον μαζί σας και ελάτε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Πρόκειται για το σύζυγο και την κόρη σας.

Κάτι έλεγε ο αστυνομικός για λάδια στο δρόμο, ούτε που καταλάβαινε τι της έλεγε…

Άφησε το ακουστικό ανοιχτό κι έτρεξε στο δρόμο…

 

 

Εκείνη την ώρα ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο. Τη σήκωσε από το πάτωμα και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωσε ένα ελαφρύ τσιμπιματάκι. Δεν του έφερε καμία αντίσταση. Το σώμα της υπάκουε στις εντολές του γιατρού. Το μυαλό της σταμάτησε να παίζει την ταινία του.

-Πάνε τρία χρόνια, της ψιθύρισε στο αυτί.

-Θέλω να πάω να τους βρω. Με περιμένουν…δεν τον σηκώνω άλλο αυτό το σταυρό!

 

Έπεσε σε λήθαργο μέχρι το επόμενο πρωί. Σηκώθηκε πάλι πολύ νωρίς. Έκανε την προσευχή της και άρχισε να τυλίγει τη φωτογραφία… Και τους περίμενε…

 

 

 

* Η Νικολία Αλεξανδράτου γεννήθηκε και μένει στην Πάτρα. Έχει πτυχίο στην Ελληνική Φιλολογία του Πανεπιστημίου Πατρών και παρακολουθεί μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή του ΕΑΠ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top