Fractal

☆ Η αυτοκριτική θέλει κότσια και ο πόνος απαιτεί γερό στομάχι… «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» στο θέατρο Στοά.

Της Ελένης Αναγνωστοπούλου //

 

 

Η αυτοκριτική θέλει κότσια και ο πόνος απαιτεί γερό στομάχι…  «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» στο θέατρο Στοά.

 

Ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου που δάμασε τον πόνο. Ο αφορισμένος των Καθολικών. Ο αποδεκτός στη συνείδηση των απλών ανθρώπων του λαού. Ο άνθρωπος που μετέτρεψε την ένταση και την οργή, σε μουσικά αριστουργήματα που άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα στη λαϊκή μουσική παράδοση της Ελλάδας. Ένας “χασικλής” με πλούσια συναισθηματικά αποθέματα, που ακολούθησε με αξιοπρέπεια τη μοίρα, το προκαθορισμένο, και άνοιξε το δρόμο, υπήρξε το πρότυπο μουσικού δασκάλου για πολλούς σύγχρονούς του καθώς και για μεταγενέστερους ομότεχνούς του.

Αυτός ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης. Άτομο με πυγμή, που κατάφερε να χαλιναγωγήσει το αβέβαιο. Πού στάθηκε απέναντι στις αντιξοότητες με ορθωμένο, αγέρωχο παράστημα, λέγοντας με το δικό του μοναδικό τρόπο: “Σε νίκησα κακούργα ζωή”.

 

 

Από το φτωχόπαιδο του Δανακού στον μέγα Μάρκο. Δάκρυα, Έγνοιες, Καημοί.

 

Η Νάνση Τουμπακάρη, εμπνεόμενη τόσο από την «Αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη» της Αγγελικής Βέλλου- Κάϊλ όσο και από την αντίστοιχη μελέτη του Δημήτρη Βαρθαλίτη που φέρει τον τίτλο: «Μάρκος Βαμβακάρης: Από το μύθο στην ιστορία», συνθέτει έναν μονόλογο, καθαρά αυτοβιογραφικό και εκ βαθέων εξομολογητικό. Σκαλίζει μνήμες από το μακρινό παρελθόν, τις ανασύρει και τις φέρνει στο προσκήνιο με τη μορφή ερευνητικού ντοκουμέντου. Οι εν λόγω μνήμες ναι μεν αποτελούν περασμένα μεγαλεία, όμως με τη μεταφορική έννοια του λόγου. Τα περασμένα απαρτίζουν αυτό που ονομάζουμε σχηματικά, εμπειρίες: άλλες καλές, άλλες κακές, που έρχονται στο φως και ζητούν διερεύνηση. Ο κεντρικός ήρωας όχι μόνο δεν κλαίει καθώς διηγείται ξανά το παρελθόν του αλλά κάνει κάτι παράδοξο: αναπολεί την κακοτράχαλη διαδρομή, τη δύσβατη και γεμάτη εμπόδια πορεία του προς την κορυφή. Ο Μάρκος διά χειρός Νάνσης Τουμπακάρη, είναι- προσγειωμένα- αυτοαναφορικός διότι επιτελεί το δικό του σκοπό: να κατανοήσει σε βάθος τον ίδιο του τον εαυτό και να τον συγχωρέσει για τις όποιες αδυναμίες του. Ακόμα και για τα πάθη που κάποτε τον κυρίεψαν και παραλίγο να τον συνθλίψουν.
Το κείμενο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για την ιδιάζουσα αυτοψυχανάλυση του Μάρκου αλλά και για την εστίαση στο δίπτυχο του έρωτα και της επαγγελματικής αποκατάστασης. Οι υπερβολές εκλείπουν. Οι συναισθηματικές εξάρσεις κυριαρχούν. Το συναίσθημα μπαίνει στο μικροσκόπιο και μας προσφέρεται ως δίαυλος επικοινωνίας με την στροφή στον 20ο αιώνα, τα πρώτα χρόνια όπου οι άνθρωποι του μεροκάματου μαστίζονταν από την οικονομική δυσπραγία και την ανέχεια. Ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης, γεννήθηκε στο Δανακό, σ’ ένα χωριό που βρίσκεται ανάμεσα στην περιοχή του Κίνι και του Γαλησσά, στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στη Σύρο, στις 10 Μαϊου 1905. Ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίκτης. Γονείς του ήταν ο Δομένικος Βαμβακάρης και η Ελπίδα Προβελεγγίου και ήταν ο πρωτότοκος γιος από έξι αδέρφια. Συνήψε δύο γάμους. Ο πρώτος γάμος ήταν με την Ελένη Μαυρουδή, την αποκαλούμενη “Ζιγκοάλα” (1923-1937). Τελέστηκε στην καθολική Εκκλησία του Αγίου Παύλου στον Πειραιά. Ο δεύτερος γάμος έγινε με την Ευαγγελία Βεργίου στις 11 Ιουλίου 1943, στον ενοριακό ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στον Πειραιά. Από τον γάμο αυτό, απέκτησε τρεις γιους: τον Βασίλη (1944), τον Στέλιο (1947-2019) και τον Δομένικο (1949). Η πρώτη του γυναίκα υπήρξε η αιτία αλλά και η αφορμή στο να τον ωθήσει να γράψει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Τραγούδια όπως η Φραγκοσυριανή (1935), η Ζηλιάρα (1936), Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω (1936), Χαράματα, η ώρα τρεις (1937), Τα μπλε παράθυρά σου (1937), Με πλάνεψες μποέμισσα (1940).
Ο πόνος έπλασε, διαμόρφωσε τον Μάρκο. Υπέφερε για δύο πλάνα μαύρα μάτια μέχρι που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και η ζωή του έδωσε τελικά αυτό που του χρωστούσε και τόσο άδικα του είχε στερήσει: την αγάπη και την καταξίωση. Ο Μάρκος είχε πια ανταμειφθεί. Δεν πορευόταν μονάχος μες στο κρύο αλλά είχε πλέον αποκομίσει τη ζεστασιά, την αποδοχή καθώς και την αναγνώριση, έστω και αν η τελευταία επήλθε μετά θάνατον. Όσον αφορά το κομμάτι της δισκογραφίας, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι άφησε σπουδαία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Έγραψε συνολικά 178 τραγούδια, έχοντας επιμεληθεί τους στίχους και τη μουσική. Το μεσουράνημά του στο ρεμπέτικο ξεκίνησε προπολεμικά και συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1930. Τότε, το 1933, μαζί με τρεις φίλους του, τους: Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, δημιούργησε ένα πρωτοποριακό μουσικό σχήμα για τα δεδομένα της εποχής: ο λόγος για την “Τετράς: η ξακουστή του Πειραιώς”.

 

 

Η σκηνοθεσία ως επί το πλείστον κυλά ομαλά, με αρχή, μέση και τέλος.

Συγκεκριμένα, εναρμονίζεται και “κουμπώνει” με το σκηνικό της Λέας Κούση που αποπνέει πιστότητα ως προς την αισθητική. Το υπόγειο σπίτι του Μάρκου, στα Άσπρα Χώματα, λιτό μέσα στην αρχοντιά του, φέρει νοερά τα χαρακτηριστικά του ιδιοκτήτη του: τη φιλοξενία και την καταδεκτικότητα. Ταυτόχρονα, η σκηνοθεσία συμπορεύεται με το πρωτότυπο κείμενο της κυρίας Τουμπακάρη, λειτουργώντας ως ισχυρός συνδετικός κρίκος. Ο λόγος ακούγεται επί σκηνής από τον Θανάση Παπαγεωργίου που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε πομπό που διαθέτει γλαφυρή αφηγηματικότητα. Γεμίζει τη σκηνή και υποδυόμενος τον Βαμβακάρη, μας φανερώνει την αγάπη του για το μπουζούκι, η οποία γι’ αυτόν αναγόταν σε ιερή λατρεία, σχεδόν σε μυστικιστική θρησκεία που τον έτρεφε και νοηματοδοτούσε. Πρωταρχικό του μέλημα αφ’ ενός, είναι να πληροφορήσει, να γνωστοποιήσει το βίο του Μάρκου, όχι ως στείρα και πολυχρησιμοποιημένη διδαχή αλλά ως μέσο, ως δίαυλο που επιζητά την ενάργεια και τη σαφήνεια των πιστεύω σε συνδυασμό με τη θέληση να διεκδικήσει τη θέση του στον κόσμο. Αφ’ ετέρου, με την αμεσότητα που τον διακατέχει, “προκαλεί” την επικοινωνία, γεννώντας στους θεατές, ένα παράδοξο παιχνίδισμα συναισθημάτων, με την αλήθεια να τοποθετείται σε πρώτο πλάνο και χωρίς ωραιοποιήσεις. Άλλωστε, όπως ανέφερα και παραπάνω, ο Μάρκος Βαμβακάρης αποτελεί αξιοσημείωτο κομμάτι της μουσικής μας παράδοσης που δεν μπορεί να προσπελαστεί. Έτσι, με γνώμονα αυτό το δεδομένο, ο κύριος Παπαγεωργίου κατορθώνει μέσα σε 90 λεπτά, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να κρατήσει ισορροπίες και ν’ αποτινάξει τον κατ’ εικόνα καθωσπρεπισμό. Και ναι, δεν μοιάζει αληθινός- τολμάει να είναι αυθεντικός.

 

 

* Η Ελένη Αναγνωστοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top