Fractal

Dean Bakopoulos: “Όλοι πίνουμε από ένα τρύπιο φλιτζάνι”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

“Ένα βιβλίο για τα απίθανα πράγματα που πιστεύουμε, γιατί η αλήθεια μπορεί να είναι απλά πολύ σκληρή”.

Μ’ αυτό τον τρόπο υποδέχθηκε η κριτική το βιβλίο όταν κυκλοφόρησε στην Αμερική. Κι ο συγγραφέας του Dean Bakopoulos, ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς, ανεψιός του Μιχάλη Κατσαρού, βιβλιοπώλης, θεωρήθηκε ως ένας από τους καλύτερους νέους συγγραφείς της Αμερικής.

 

Το βιβλίο του “Σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι” κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από την “Εμπειρία Εκδοτική”. Και η συνέντευξη με τον συγγραφέα ήταν μεταξύ άλλων μια προσπάθεια να μάθουμε τι γίνονται, εν τέλει, οι πατεράδες όταν πηγαίνουν στο φεγγάρι. Τι συμβολίζει το φεγγάρι και τι σημαίνει η Ελλάδα για έναν ελληνοαμερικανό δεύτερης γενιάς. Ο οποίος βαφτίστηκε στην Ελλάδα και την Ελλάδα διάλεξε το 1997 για μήνα του μέλιτος. Τι σημαίνει η γραφή για έναν που υπήρξε βιβλιοπώλης και τι είναι ο πατέρας για το αγόρι. Επειδή στο βιβλίο αυτό ακριβώς γίνεται. Όλα τ’ αγόρια, όταν μεγαλώνουν, αναζητούν τον πατέρα τους, που ειδικά σ’ αυτήν την σκληρή και φτωχή γειτονιά, “φεύγει”, “για να πάει στο φεγγάρι”.

 

– “Όλοι πίνουμε από ένα τρύπιο φλιτζάνι”, φαντάζομαι μότο όχι και τόσο τυχαίο. Πόσο συνδέεται, αλήθεια, με την παιδική εκείνη παράκληση που γίνεται και τίτλος “Σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι”;

– H φράση “όλοι πίνουμε από ένα τρύπιο φλιτζάνι” προέρχεται από ένα ποίημα του William Matthews με τίτλο “Memory”, το οποίο αποτελεί μια θλιβερή διαπίστωση ότι όσο κι αν προσπαθούμε να μείνουμε προσκολλημένοι στην αθωότητα και την ομορφιά των παιδικών μας χρόνων, η ζωή είναι μια σειρά απώλειες, αλυσιδωτές αναμνήσεις που ξεθωριάζουν με το χρόνο.

 

– “Κανονικά θα έπρεπε να ξέρω αν είχε φεγγάρι στον ουρανό εκείνη τη νύχτα, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ. Εξάλλου, το φεγγάρι δεν είχε ακόμη σημασία.” Τα γεγονότα, κύριε Μπακόπουλε, αποκτούν τη σημασία τους εκ των υστέρων;

– Βέβαια. Όταν κάτι σου συμβαίνει, όλα μοιάζουν άσχετα και συμπτωματικά. Μόνο με την επεξεργασία της ιστορίας μας, είτε πρόκειται για την προσωπική είτε για την εθνική μας ιστορία, αποκτούν νόημα οι λεπτομέρειες και τα γεγονότα.

 

– “Πάω στο φεγγάρι. Πήρα τα λεφτά.” Τι σχέση έχουν τα “λεφτά” και το “φεγγάρι”;

– Τα χρήματα αντιπροσωπεύουν την ελευθερία για τους ήρωές μου. Ένα γεμάτο πορτοφόλι μπορεί να σε βγάλει πολύ γρήγορα από μια δύσκολη κατάσταση.

 

– Τι συμβολίζει η φυγή του πατέρα, κύριε Μπακόπουλε;

– Θα ήθελα να πιστεύω ότι σε αυτό το μυθιστόρημα η αποποίηση της πατρότητας αντιπροσωπεύει τα παρακμασμένα απομεινάρια του αμερικανικού ονείρου. Οι πατέρες, εργάτες με απλή καταγωγή, δεν έχουν στην πραγματικότητα θέση στην Αμερική των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

 

– Και τι ακριβώς είναι “ο πατέρας” στη ζωή ενός αγοριού;

– Μόλις απέκτησα μια κόρη. Τη λένε Λίντια. Θα περνούσα μέσα από φωτιά για χάρη της. Είναι εκπληκτική. Η παρουσία του πατέρα είναι πολύ σημαντική· παρέχει δύναμη, στήριξη, στοργή – συναισθηματική, οικονομική είτε και τα δύο. Οι πατεράδες, όμως, έχουν την τάση να ξεφεύγουν συχνότερα από τις μητέρες. Γενικότερα, πιστεύω, ότι μεταξύ των δύο φύλων οι άντρες είναι πιο αδύναμοι συναισθηματικά. Νομίζω ότι χειρίζονται τις αντιξοότητες και τις διαμάχες με λάθος τρόπο. Αυτός είναι ο λόγος που είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα έπρεπε να επιτρέπεται αποκλειστικά στις γυναίκες να χειρίζονται την εξωτερική και διεθνή πολιτική.

 

– Συνήθως “οι άντρες φεύγουν”; Και τι είναι για έναν άντρα η φυγή και κατά συνέπεια η αναζήτηση;

– Πιστεύω πως στην Aμερική η φυγή έχει μια πολύ ρομαντική επίδραση σε όλους. Εδώ δουλεύουμε πολύ σκληρά, είμαστε πολύ αφοσιωμένοι στην εργασία, στην πατρίδα και τις οικογένειές μας, και μερικές φορές μπορεί όλη αυτή η υπευθυνότητα να γίνει αβάσταχτη. Είναι μια τεράστια, όμορφη και αχανής χώρα. Έχεις τη δυνατότητα να κρυφτείς πολύ εύκολα εδώ και να περάσεις αρκετό διάστημα σε εκπληκτικά, άδεια μέρη. Μπορείς πραγματικά να είσαι μόνος, αν δυσκολέψουν πολύ τα πράγματα στη ζωή. Είναι μια σκέψη παρηγορητική, αλλά συνάμα τρομακτική.

 

– Για έναν έφηβο “το φεγγάρι”;

– Όπου κι αν ζει, είτε σε μια ρημαγμένη πόλη είτε σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή, το φεγγάρι είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να δει ένα παιδί στον ουρανό. Το φεγγάρι αντιπροσωπεύει μακρινούς κόσμους και μας υπενθυμίζει, ιδιαίτερα όταν είμαστε παιδιά, ότι υπάρχουν κι άλλα μέρη που μπορούμε να πάμε.

 

– “Σχεδόν αυτοκτονούσαμε από την οργή. Θα μεγαλώνουμε κλοτσώντας και σκίζοντας πράγματα, με τους ανθρώπους να μας κοιτούν και να αναρωτιούνται γιατί κρύβουμε τόση βία στις καρδιές μας.” Αυτοκτονούμε, ενίοτε, κι από οργή; Γιατί κρύβουμε τόση βία στις καρδιές μας;

– O κόσμος είναι γεμάτος οργή στις μέρες μας, αλλά δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν περισσότερο θυμό σήμερα απ’ ό,τι παλιότερα. Η οργή είναι απλώς ακόμα ένα από τα μεγάλα ανθρώπινα πάθη. Δυστυχώς, ίσως από τα χειρότερα. Όταν ωστόσο μιλάμε για πολιτικά δικαιώματα, εργατικές απεργίες ή αντίσταση κατά της αρχής, τότε λίγη βουβή οργή ενίοτε μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη.

 

– Κύριε Μπακόπουλε, εσείς θεωρείτε “ελεγειακό” ή “σκληρό” το βιβλίο σας;

– Πιστεύω πως είναι λίγο κι απ’ τα δύο. Πρόκειται για ένα λυπηρό, ονειρικό βιβλίο. Ελπίζω, όμως, να είναι αρκετά αληθινό ώστε να ανταποκρίνεται στον καθένα. Εύχομαι οι αναγνώστες να πιστέψουν αληθινά στους χαρακτήρες, ότι δηλαδή υπάρχουν στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι.

 

– Τι διαστάσεις παίρνει η συγκεκριμένη γειτονιά, κύριε Μπακόπουλε, στο βιβλίο σας;

– Η γειτονιά του Μαπλ Ροκ είναι το είδος που εξαφανίζεται από τους δρόμους της αστικής Αμερικής. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους και νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Είναι ένα μέρος όπου υπάρχουν δουλειές, βγαίνει το μεροκάματο. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ευλογημένοι από την τύχη, νιώθουν ευγνώμονες για τις ελευθερίες τους, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πιστεύουν πως το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρελθόν. Θα ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα στην Aμερική γειτονιές σαν το Μαπλ Pοκ.

 

– Και κατά πόσο λειτουργεί το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα στη συνείδησή σας ή υποσυνειδήτως στην εξαφάνιση των τόσων πατεράδων;

– Να σας πω, πιστεύω ότι οι μετανάστες πίστεψαν και επωφελήθηκαν πραγματικά από το αμερικανικό όνειρο. Πολλοί μετανάστες από την Ευρώπη βρήκαν απίστευτη ευτυχία, ευκαιρίες και επιτυχία στην Aμερική. Απ’ την άλλη όμως, όταν τα παιδιά τους δε βρίσκουν την ανάλογη ευτυχία ή επιτυχία, ή τις ανάλογες ευκαιρίες, τότε απογοητεύονται. Δεν είναι τόσο εύκολο για το μέσο άνθρωπο να πετύχει πλέον στην Aμερική. Είναι πολύ δύσκολο. Οι επιχειρήσεις στην Aμερική –πολλές από τις οποίες ξεκίνησαν από μετανάστες– έχουν δυσκολέψει πολύ το παιχνίδι, ενώ παλιότερα τα πράγματα ήταν πολύ πιο ομαλά.

 

– Τι σημαίνει η Ελλάδα για έναν Ελληνοαμερικανό δεύτερης γενιάς όπως εσείς; Τι σημαίνει η Ελλάδα για σας, κύριε Μπακόπουλε;

– Η Ελλάδα για μένα είναι μια όμορφη και μυστηριώδης χώρα. Συμβολίζει μέσα μου τις μεγάλες αρετές του πολιτισμού. Έχω συγγενείς εκεί, τα φαντάσματα των προγόνων μου στοιχειώνουν αυτό το έθνος, και την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί, ένιωσα μεγάλη θλίψη. Ένιωσα λες και αγνοούσα ολόκληρη την οικογενειακή μου ιστορία, πως κάτι μου ξέφευγε. O θείος μου, ο Μιχάλης Κατσαρός, ήταν ποιητής και ποτέ δεν κατάφερα να συζητήσω μαζί του για τη συγγραφή και την ποίηση. Θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Ελπίζω κάποτε να μεταφράσω κάτι από τη δουλειά του, με τη βοήθεια της αδελφής μου, η οποία είναι επίσης συγγραφέας και μιλάει ελληνικά.

 

– Εσείς, γνωρίζετε ελληνικά;

– Δυστυχώς όχι. Οι παππούδες μου από την Ουκρανία ζούσαν στις H.Π.A. κι έτσι έμαθα από εκείνους ουκρανικά. Οι Έλληνες παππούδες μου ζούσαν στην Αθήνα και δεν τους έβλεπα συχνά. Μιλώ ουκρανικά, ισπανικά και αγγλικά φυσικά. Άρχισα ωστόσο να κάνω μαθήματα ελληνικών. Θα ήθελα κάποτε να κάνω μια λογοτεχνική παρουσίαση στην Ελλάδα και να γίνει στα ελληνικά. Θα μου πάρει αρκετό καιρό ακόμα.

 

– Έχετε έρθει στην Ελλάδα, κύριε Μπακόπουλε; Και τι εικόνες έχετε ακριβώς από την Ελλάδα;

– Βαφτίστηκα στην Ελλάδα το 1976 και επέστρεψα αργότερα το 1997 με τη σύζυγό μου για το μήνα του μέλιτος. Όπως ανέφερα πρωτύτερα, ήταν πανέμορφα – όλα ήταν όμορφα: η θάλασσα, το φαγητό, οι γυναίκες. Θα ’θελα μόνο να συμπαθούσαν τους Αμερικανούς λίγο περισσότερο. Οι πολιτικοί μας, ξέρετε, αντιπροσωπεύουν μόλις το πενήντα τοις εκατό του λαού. Ως άτομα, οι Αμερικανοί είναι αρκετά φιλικοί και ανεκτικοί. Μας αρέσει να δημιουργούμε φιλίες. Μόνο που πραγματικά υστερούμε ως προς τη γνώση ξένων γλωσσών, κι αυτό δυσκολεύει τα ταξίδια μας στο εξωτερικό. Όμως είμαστε καλοί και τίμιοι άνθρωποι.

 

– Από τον πατέρα σας; Ο δικός σας πατέρας “θα πήγαινε στο φεγγάρι”;

– Υπήρχε μια απόσταση στη σχέση μου με τον πατέρα μου. Αλλά τώρα είμαστε καλοί φίλοι, τον αγαπώ πάρα πολύ και εκείνος αγάπησε το μυθιστόρημά μου. Δε μου αρέσει να μπαίνω σε λεπτομέρειες για την οικογενειακή μου ζωή, όταν ήμουν παιδί. Υπήρχε λίγη θλίψη και πόνος, όπως υπάρχει σε κάθε οικογένεια άλλωστε. Το έχω ξεπεράσει.

 

– “Η αλήθεια ήταν ότι θυμόμουν λίγα πράγματα από τον πατέρα μου … Έκανα μια λίστα με όλες τις αναμνήσεις που μου είχαν μείνει σε ένα σημειωματάριο, με το φόβο ότι θα με εγκαταλείψουν.” Όταν θυμάσαι, πονάει περισσότερο, ή όταν ξεχνάς;

– Εξαρτάται από το πόσο κρασί έχεις πιει. Όσο είσαι στο πρώτο μπουκάλι, το να θυμάσαι είναι όμορφο και γλυκόπικρο. Μέχριτο δεύτερο ή το τρίτο μπουκάλι κρασί, το να θυμάσαι γίνεται όλο πιο επώδυνο. Είναι ευκολότερο, φαντάζομαι, να ξεχνάς τα πάντα όταν είσαι νηφάλιος.

 

– Για να μη ξεχάσουμε, γράφουμε;

– Ναι, έτσι πιστεύω. Αυτό ήταν πάντοτε το ερέθισμα πίσω από τις ανθρώπινες ιστορίες.

 

– Εσείς γιατί γράψατε, κύριε Μπακόπουλε;

– Το έκανα πάντα. Μελαγχολώ όταν δε γράφω. Λες κι υπάρχει ένα βάρος στο στήθος μου. Κλαίω εύκολα. Παίρνω βάρος. Πίνω. Γράφοντας επεξεργάζομαι τα συναισθήματά μου, όπως τη συγκλονιστική χαρά όταν κρατώ αγκαλιά την κόρη μου, ή τη θλίψη όταν βλέπω γύρω μου φτώχεια, πόλεμο, αγώνα.

 

– Το ότι υπήρξατε βιβλιοπώλης, και εννοώ η δίψα ανάγνωσης, είναι αυτή που οδηγεί και στη δίψα γραφής;

– Mόνο σε μερικούς ανθρώπους: πιστεύω ότι αν έχεις ταλέντο στη γλώσσα και την αφήγηση ιστοριών, τότε είναι η μεγάλη λογοτεχνία εκείνη που ξυπνά και κεντρίζει το ταλέντο. Αγαπώ τη μουσική, όμως δε διαθέτω καθόλου μουσικό ταλέντο. Μου αρέσει να παρακολουθώ μπάσκετ, όμως δεν μπορώ να παίξω. Γνωρίζω ανθρώπους που αγαπούν το διάβασμα, όμως δεν τους αρέσει να γράφουν. Δεν τους αρέσει να γράφουν ούτε καν επιστολές.

 

– “Τότε διέθετα –και ακόμη έχω– μια τάση να είμαι υπερβολικά ευγενικός σε μέρη όπως οι βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία ή οι χώροι τέχνης. Πάντοτε ένιωθα για κάποιο λόγο ότι στο τέλος κάποιος θα με πλησίαζε σε έναν τέτοιο χώρο για να μου ανακοινώσει ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος.” Γι’ αυτό γίνατε κι εσείς ένας απ’ αυτούς; Για να εξασφαλίσετε την “παραμονή” σας;

– Εξαιρετική ερώτηση. Είμαι βέβαιος, μέχρι ενός σημείου, ότι αυτό αποτελεί τεράστιο κίνητρο για μένα. Γνώρισα επιτυχία πολύ νέος στη συγγραφή επειδή είμαι πολύ δραστήριος. Δουλεύω πολύ σκληρά. Δουλεύω περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Αισθανόμουν πάντοτε ότι κάτι έπρεπε να αποδείξω.

 

– Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς, κύριε Μπακόπουλε;

– Σύγχρονοι Αμερικανοί συγγραφείς όπως οι Τζιμ Χάρισον, Ρικ Mπας, Τσαρλς Μπάξτερ, Λόρι Μουρ και Τζορτζ Σόντερς είναι εκείνοι που διαβάζω ξανά και ξανά. Επίσης αγαπώ τους Χέμινγουεϊ, Φόλκνερ, Τσέχοφ, Μάρκες, Φλάνερι Ο’Κόνερ και Λέοναρντ Μάικλς. Και ο Καζαντζάκης φυσικά.

 

– Αναφέρεστε στην “Οδύσσεια”. Είναι μια μικρή οδύσσεια αυτό το μαγικά περίεργο “ταξίδι στο φεγγάρι”;

– Το βιβλίο μου είναι σαφώς εμπνευσμένο από την “Οδύσσεια”. Όσο το έγραφα, διάβασα μια υπέροχη μετάφραση του Ρόμπερτ Φέιγκλς, και η υπόθεση επηρεάστηκε αναπόφευκτα από την αναζήτηση του πατέρα από το γιο μέσα από προβληματικές συνθήκες.

 

– “… Ο πατέρας μου λέει ότι θα πρέπει να προετοιμαστώ για την απογοήτευση. «Έτσι καταλήγει τελικά η ζωή μας, Μίκι» μου λέει. «Μια απογοήτευση.»” Έτσι καταλήγει, κύριε Μπακόπουλε, η ζωή; Μια απογοήτευση;

– Όχι. Δεν το πιστεύω. O ήρωας του βιβλίου μου όμως το πίστευε, όταν το είπε αυτό. Οι ήρωές μου λένε πολλά που εγώ δεν πιστεύω.

 

– Και η τέχνη; Έχει τη δύναμη να μας κάνει τελικά το πικρό γλυκό;

– Φυσικά!

 

– “Οι γυναίκες του Μαπλ Ροκ οργάνωναν παζάρια – τα ονόμαζαν “παζάρια αναμνήσεων”.” Ένα βιβλίο είναι ένα “παζάρι αναμνήσεων”;

– Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, αλλά ναι, πράγματι έτσι είναι. Eξαιρετική παρατήρηση.

 

– Τι είναι ένα βιβλίο, κύριε Μπακόπουλε; Και τι είναι για σας αυτό εδώ το βιβλίο;

– Ένα βιβλίο είναι προϊόν πολλών εμμονών, συναισθημάτων και ωρών μοναχικής εργασίας στο γραφείο σου. Για μένα το μυθιστόρημα αυτό όρισε την αρχή της επαγγελματικής μου ζωής ως συγγραφέας, το οποίο ήταν το μόνο που ήθελα από τη στιγμή που έμαθα να διαβάζω.

 

– Τα παιδικά μας χρόνια; Είναι ένα είδος πατρίδας; Ένας “ου τόπος” στον οποίο πάντοτε καταφεύγουμε, είτε με το να τον επιδιώκουμε, είτε με το να μας καταδιώκει;

– Τα παιδικά μας χρόνια είναι περίπλοκα και παράξενα. Το ίδιο ισχύει και για εκείνα που υπήρξαν ευτυχισμένα. Αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή είναι περίπλοκη και παράξενη, και σε καμία άλλη περίοδο δεν είναι τόσο έντονη, απογοητευτική και ισχυρή όσο εκείνη των πρώτων χρόνων, τότε που μαθαίνεις πώς πρέπει να τη ζήσεις.

 

– “… το φεγγάρι μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε.” Τι είναι εκείνο, κύριε Μπακόπουλε, που μας ακολουθεί “όπου κι αν πάμε”;

– Τα πάντα. Το κάθε αναθεματισμένο πράγμα. Αυτό είναι το πρόβλημα.

 

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:

Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς, ανεψιός του Μιχάλη Κατσαρού, και πρώην βιβλιοπώλης, ο Dean Bakopoulos, έχει γράψει μυθιστορήματα και έχει δημοσιεύσει κείμενα στο Zoetrope και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το Virginia Quartery τον ανακήρυξε ως έναν από τους καλύτερους νέους συγγραφείς της Αμερικής. Ζει στο Μάντισον της Ουισκόνσιν.

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

Τίτλος του “Σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι”, κυκλοφόρησε από την “Εμπειρία Εκδοτική”.

Διαδραματίζεται σε μια εργατική γειτονιά έξω από το Ντιτρόιτ. Όταν τα αγόρια γίνονταν δεκαεφτά χρονών, ο πατέρας τους “έφευγε”, πήγαινε στο φεγγάρι. Έτσι, απόμειναν μια γειτονιά με μαμάδες και παιδιά, αλλά χωρίς πατεράδες. Τους υποκαθιστούσαν σε όλα, όσοι απόμειναν. Και ιδιαίτερα τ’ αγόρια. Δούλευαν κι έπιναν πολύ, έκαναν οικογένεια με την πρόθεση να μείνουν στην γη των παππούδων τους. Αλλά μόλις έφταναν στην ηλικία της μεγάλης φυγής του πατέρα, ο μεγάλος τους πόθος είναι να τον αναζητήσουν, τελικά. Ακόμα και ως το φεγγάρι. Μυθιστόρημα που παντρεύει μαγικό ρεαλισμό, αλληγορία σε με μια πρωτότυπη και ευφυή ιστορία. Και αναφέρεται στην υπαρξιακή σχέση ενός γιου με τον πατέρα. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν εκδόθηκε στην Αμερική.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top