Fractal

Δύο μικρές ιστορίες

Της Μάρως Κακαβέλα // *

 

 

 

 

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (αφιερωμένο στον Γιάννη Κ.)

 

“Κυρία Κάτια, έχετε πέντε λεπτά».

Ήταν ο μαιτρ που της χτυπούσε , το είχε ήδη καταλάβει από το βαρύ του περπάτημα πριν φτάσει στο καμαρίνι της. Κάθε χρόνος τον έβρισκε ακόμα πιο βαρύ, λες και είχε βαλθεί να σπάσει κάποιο ρεκόρ.

Τον άκουγε που βαριανάσαινε έξω από την κλειστή πόρτα περιμένοντας την απάντησή της.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μέσα στο καμαρίνι επικρατούσε μισοσκόταδο, είχε τα φώτα σβηστά, ο καθρέφτης όμως ήταν καλογυαλισμένος και απαστράπτων. Παρά το βαρύ μακιγιάζ έβλεπε καθαρά τις ρυτίδες της. Γύρω από τα μάτια, γύρω από τα χείλη, στο μέτωπο. Και ο ψηλός γιακάς από το φόρεμα δεν κατόρθωνε να κρύψει το χαλαρό δέρμα του λαιμού της.

«Εντάξει Διονύση. Είμαι έτοιμη. Θα περιμένω το σήμα του μαέστρου». Από το βάθος άκουγε την ορχήστρα που έπαιζε. Ήταν ήδη περασμένες μία. Το πρόγραμμα είχε προχωρήσει αρκετά. Πρώτα είχαν βγει τα καινούργια φυντάνια και τώρα τραγουδούσε η δεύτερη φίρμα του μαγαζιού.

Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της είχαν χάσει όλη τους την λάμψη, τόσα χρόνια η νύχτα τους είχε στερήσει το φως.

Τόνισε λίγο το ρουζ στα μάγουλα, πασχίζοντας να κρύψει την χλομάδα του προσώπου της.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να βεβαιωθεί ότι οι ψεύτικες βλεφαρίδες ήταν λειτουργικές και δεν κολλούσαν μεταξύ τους.

Κούνησε το κεφάλι της για να τσεκάρει ότι η περούκα ήταν καλά στερεωμένη κι ότι φαινόταν φυσική. Χαλάλι τα λεφτά που είχε δώσει. Ήταν άψογη.

Ακούγονταν πια οι τελευταίες νότες από το τραγούδι. Σε λίγο τα φώτα θα χαμήλωναν και η ορχήστρα θα έπαιζε την εισαγωγή από το τελευταίο της σουξέ, που όμως ήδη μετρούσε μια δεκαετία.

Όλοι θα περίμεναν να χειροκροτήσουν το πρώτο όνομα της μαρκίζας. Οι σερβιτόροι θα στέκονταν διακριτικά πίσω από τα πρώτα τραπέζια περιμένοντας τις παραγγελιές για σαμπάνιες και οι λουλουδούδες θα ήταν πανέτοιμες ν’ αδειάσουν τους δίσκους τους στα πόδια της.

Κατάπιε τα δύο κίτρινα χάπια που ήταν πάνω στην εταζέρα και σηκώθηκε. Βεβαιώθηκε ότι μπορούσε ακόμα να ισορροπεί στα τακούνια της χωρίς να τρεκλίζει, ίσιωσε το φουστάνι της στο στήθος -χαμένο από διπλή μαστεκτομή εδώ και δύο χρόνια- πήρε το μικρόφωνο της κι έκλεισε την πόρτα από το καμαρίνι.

Προχώρησε στο διάδρομο που θα την έβγαζε στην πίστα, η μουσική δυνάμωνε, το βουητό από το γεμάτο μαγαζί έφτανε καθαρά στ’ αυτιά της.

Βγήκε στα φώτα. Ένας προβολέας την έλουσε με κίτρινο φως. Οι θαμώνες ξέσπασαν σ’ ένα άγριο κι ανελέητο χειροκρότημα. Στάθηκε για λίγο ακίνητη μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια της. Η μουσική είχε σταματήσει, ο μαέστρος περίμενε το νεύμα της. Άνοιξε το στόμα της για να τραγουδήσει. Οι φωνητικές της χορδές δεν δονήθηκαν. Μια παγερή ηρεμία απλώθηκε παντού. Άφησε το μικρόφωνο να της πέσει από το χέρι, διέσχισε την πίστα, τα πρώτα τραπέζια, τα τελευταία, όλο το μαγαζί και βγήκε έξω στον παγωμένο αέρα.

Η κίνηση στην εθνική είχε από ώρα αραιώσει.

 

 

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ

 

Κοίταξε τα χέρια του απορημένος. Κρατούσε τα κλειδιά του και το κινητό του. Πότε τα πήρε; Σάρωσε με το βλέμμα του τον δρόμο. Δεν έβλεπε πουθενά το αυτοκίνητό του. Προσπάθησε να θυμηθεί που το είχε παρκάρει την προηγούμενη μέρα. Το απόλυτο κενό. Αποφάσισε να κάνει τον γύρο του τετραγώνου για να το εντοπίσει. Μια ακόμη φορά που ξέχναγε κάτι. Την θέση του αυτοκίνητου, τα κλειδιά του, το τηλέφωνο του, τι ήθελε να πει, το όνομα του συνομιλητή του. Τρομαγμένος είχε τρέξει στον νευρολόγο, πανικόβλητος ότι έμπαινε στην ζώνη της ακούσιας άγνοιας και της απευκταίας λήθης. Ο γιατρός τον είχε καθησυχάσει ότι οι εξετάσεις δεν είχαν δείξει τίποτα, κι ότι όλα ήταν απόρροια του υπερβολικού του άγχους. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο ακριβώς στον πίσω δρόμο του σπιτιού, κάτω από το φως του δήμου. Ανάπνευσε με ανακούφιση. Έπεσε βαρύς στο κάθισμα και έβαλε μπρος, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στην μέρα που ανοιγόταν μπροστά του.

Στο φανάρι της Αλεξάνδρας με την Χαριλάου Τρικούπη, αναζήτησε όπως πάντα τον γηραιό άνδρα που κάθε πρωί πουλούσε χαρτομάντιλα που τα έβγαζε από μια σακούλα παρακείμενου σουπερ-μάρκετ.

Κάθε πρωί του έδινε 50 λεπτά χωρίς ποτέ να παίρνει τίποτα. Και κάθε πρωί τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν με αμοιβαία κατανόηση και συνενοχή. Δεν τον είδε πουθενά. Κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου. 8:27. Δεν είχε παρεκκλίνει από την συνηθισμένη του ώρα. Το φανάρι έγινε πράσινο. Οι πίσω του άρχισαν να κορνάρουν εκνευρισμένοι, έπρεπε να φύγει. Έριξε μια τελευταία ματιά πέρα από το πεζοδρόμιο, στα παγκάκια της πλατείας, μήπως τον εντοπίσει. Ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε.

Έστριψε δεξιά στην Ιπποκράτους και ξαναγύρισε στην πίσω πλευρά της πλατείας, πήγαινε με δέκα προσπαθώντας να τον βρει ανάμεσα στα δέντρα και τους ανθρώπους που την διέσχιζαν. Δυο φορές παραλίγο να πέσει πάνω στα παρκαρισμένα. Ξαναβγήκε στην Αλεξάνδρας. Τώρα πια δεν ήθελε να πάει στην δουλειά του. Η ανησυχία είχε γίνει αγωνία. Η καθησυχαστική αλληλουχία του πρωινού του είχε καταστραφεί. Άφησε την κίνηση της πόλης να τον καταπιεί. Σταμάταγε, ξεκίναγε, έβγαζε φλας, έστριβε, πήγαινε κάπου χωρίς τελικό προορισμό.

Ο ήχος από το τηλέφωνο τον τρόμαξε. Κοίταξε την οθόνη. Ένας συνεργάτης του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Κατά πάσα πιθανότητα είχε κάποιο ραντεβού, στο οποίο μάλλον καθυστερούσε να εμφανιστεί. Το τηλέφωνο επέμεινε. Τώρα ήταν η γυναίκα του. Κοίταξε ξανά το ρολόι στο ταμπλό. 10:22. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Έκανε στην άκρη, έσβησε την μηχανή και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Η γειτονιά δεν του έλεγε τίποτα. Έψαξε με το βλέμμα τα ονόματα των δρόμων. Άγνωστα. Το μυαλό του tabula rasa. Έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε από το αυτοκίνητο.

Αν και Απρίλιος, έκανε ακόμα ψύχρα, έκανε να κουμπώσει το μπουφάν του για να προστατευτεί από το τσουχτερό αεράκι, αλλά συνειδητοποίησε ότι φορούσε ακόμα τις πυτζάμες του. Έκατσε στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας και ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια του και πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο παρόν, στο τώρα. Τι μέρα ήταν. Δευτέρα; Σίγουρα όχι. Τις Δευτέρες εκείνος πήγαινε το παιδί στο σχολείο. Τότε Τρίτη. Κι όμως καμία εργάσιμη μέρα δεν του ταίριαζε. Τα πόδια του, γυμνά μέσα στις παντόφλες είχαν αρχίσει να κρυώνουν. Μια ηλικιωμένη με τα κλειδιά της στο χέρι, έτοιμη να μπει μέσα στην πολυκατοικία τον κοίταξε περίεργα και λίγο φοβισμένα.

«Με συγχωρείτε κυρία μου,» άκουσε τον εαυτό του να λέει, «μήπως μπορείτε να μου πείτε τι μέρα έχουμε σήμερα;»

«Κυριακή» ήταν η διστακτική της απάντηση λίγο πριν χτυπήσει η πόρτα πίσω της και πριν προλάβει να την ρωτήσει πού βρισκόταν.

Σηκώθηκε. Ένα ταξί πέρασε από το μπροστά του. Το σταμάτησε και μπήκε μέσα. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να θυμηθεί την διεύθυνση του σπιτιού. Κοίταξε ξανά το όνομα του δρόμου, κι ακούμπησε στο τζάμι της πόρτας.

Λίγο πριν βυθιστεί σε μια ευεργετική λήθη, θυμήθηκε ότι εκείνη την μέρα ήταν το μνημόσυνο του γιού του.

 

 

 

* Η Μάρω Κακαβέλα γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και κατοικεί, με μικρά διαλλείματα, τα τελευταία 51 χρόνια. Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός και παρά το γεγονός ότι βιοπορίζεται αποκλειστικά από αυτό, καλλιεργεί την εμμονική της σχέση με την ανάγνωση και την γραφή με κάθε τρόπο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top