Fractal

Κάποιοι νεκροί ξεθάβονται και θάβονται… εξαρχής!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Λεονάρδο Παδούρα, «Αντιός, Χέμινγουεϊ». Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2018

 

O Λεονάρδο Παδούρα (1955- ), δεν είναι άγνωστος στη λογοτεχνική σκηνή, αφού έχει βιώσει διεθνή λογοτεχνική αναγνώριση. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες με τεράστια επιτυχία τόσο στην Κούβα όσο και στο εξωτερικό, και έλαβε  σημαντικά βραβεία.  Σε τούτο το βιβλίο του, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ αφήνεται απόμακρος και ανίκανος στο έλεος και στις όποιες ορέξεις της μυθοπλασίας του. Η Φίνκα Βιχία, το σπίτι-ιδιοκτησία, τότε,  του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, λίγο έξω απ’ την Αβάνα, που αγόρασε και εγκαταστάθηκε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και όπου διέμενε ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας όσο καιρό πέρασε στην Κούβα, στο βιβλίο αυτό δέχεται απρόσκλητη αναθεώρηση κάποιων λεπτομερειών της ιστορίας του, οι οποίες εδράζονται χρονολογικά κάπου στις 3 Οκτωβρίου του 1958. O Λεονάρδο Παδούρα στην πραγματικότητα ανακατασκευάζει την κουβανική ιστορία του Χέμινγουεϊ, στο σπίτι του. Αντίθετα, ο ηλικιωμένος Χέμινγουεϊ (1899-1961) υφίσταται κριτική και επίθεση από δυνάμεις που δεν μπορεί να αντέξει πολύ, όπως τη μεγάλη του ηλικία, τις ασθένειες και την προϊούσα κατάθλιψή του, τη στιγμή που έλεγε μάλλον πολλά και σημαντικά  πράγματα στη ζωή του.

Στο βιβλίο «Αντιός, Χέμινγουεϊ», ο Λεονάρδο Παδούρα επαναφέρει τον συνταξιοδοτημένο,  ήδη, αστυνομικό Κόντε, για να διερευνήσει μια υπόθεση που ενδιαφέρεται ο τελευταίος, εν όψει μάλιστα της σφοδρής του επιθυμίας να  δρομολογηθεί σε επίδοξο συγγραφέα. Ο κύριος λόγος είναι, ότι η κουβανική αστυνομία ανακάλυψε θραύσματα ανθρώπινων οστών που είχαν βληθεί από την τροχιά δύο σφαιρών στη βίλα  Φίνκα Βιχία, εμπλέκοντας στην καλύτερη περίπτωση, με τον τρόπο αυτό τον πεθαμένο συγγραφέα σε μια εγκληματική κάλυψη αρκετών χρόνων, ή στη χειρότερη, σε μια παλιά δολοφονία ενός αγνώστου. Το «Αντιός, Χέμινγουεϊ», εν προκειμένω, εναλλάσσεται μεταξύ της άποψης του Έρνεστ Χέμινγουεϊ για την εν λόγω νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου 1958 και της σημερινής άποψης του Μάριο Κόντε καθώς ο τελευταίος βρίσκεται αποφασισμένος να επιλύσει την υπόθεση αυτή με το τόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Άλλωστε και ο ίδιος ο αστυνομικός είναι φίλος και εραστής των βιβλίων, αφού αφ’ ενός είναι διακινητής και πωλητής των παλιών εκδόσεων από τα οποία  κερδίζει τα απαραίτητα προς το ζην, και αφ’ ετέρου πάσχει, όπως εκμυστηρεύεται  από την αθεράπευτη νόσο της βιβλιοφιλίας.  Ο Χέμινγουεϊ έχει πεθάνει για πάνω από σαράντα χρόνια, όταν μια σοβαρή καταιγίδα καταστρέφει κάποιες υποδομές στη Φίνκα Βίγκια και ξεριζώνει ένα δέντρο που μέχρι τώρα είχε κρύψει τα απομεινάρια ενός Καυκάσιου άρρενος ατόμου, που είχε πεθάνει βίαια κάπου μεταξύ του 1957 και του 1960. «Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν οι ρίζες του ξεριζωμένου μάνγκο. Ήταν σαν τα μαλλιά της Μέδουσας, άκαμπτες και επιθετικές, διαμαρτυρόμενες προς τον απροσπέλαστο ουρανό απ’ όπου τους είχε έρθει ο θάνατος που είχε αποκαλύψει έναν άλλο θάνατο».  Σε αντίθεση με την κουβανική αστυνομία που στην εν λόγω υπόθεση έχει ως σκοπό  να πιάσει μεγαλύτερα ψάρια, ο Μάριο Κόντε ενδιαφέρεται για την υπόθεση περισσότερο για να υπηρετήσει και να προστατεύσει την πολιτιστική κληρονομιά του Χέμινγουεϊ. Μερικές φορές τόσο ο Χέμινγουεϊ,  όσο και ο Κόντε,  και ακόμη και ο ίδιος ο Παδούρα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι στο μυθιστόρημα απομακρύνονται εσκεμμένα από τα αντίστοιχα καθήκοντά τους, ανακατασκευάζοντας τη σκηνή της όμορφης και άκρως ελκυστικής Άβα Γκάρντνερ, γύρω και μέσα στην πισίνα του σπιτιού του Χέμινγουεϊ.

Στο σημείωμα του συγγραφέα, πριν την αρχή του μυθιστορήματος, εκείνος μετά από παράκληση των Βραζιλιάνων εκδοτών του,  ζητά την άδεια για να επικεντρωθεί σε μια ιστορία γύρω από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, έναν συγγραφέα με τον οποίο ο Παδούρα ομολογεί ότι έχει μια «φλογερή ​​σχέση αγάπης-μίσους». Το να προσπαθήσει βέβαια κάποιος να βρει τις σωστές λέξεις και φράσεις για να παρουσιάσει το ομοίωμα του άντρα και λογοτέχνη Χέμινγουεϊ, είναι αναπόφευκτα και σίγουρα μια σοβαρή προσπάθεια που απαιτεί φινέτσα και υπομονή. Ο Λεονάρδο Παδούρα,  επιτυγχάνει επιδέξια ισορροπία, προκαλώντας ίσα τμήματα συμπάθειας και αντίδρασης, τοποθετώντας  τον αναγνώστη σε μια ακαταμάχητη σύγκρουση μεταξύ της γνωστής προσωπικότητας του Χέμινγουεϊ,    ενώ να υποπτεύεται την ίδια στιγμή ότι θα μπορούσε επίσης να υπήρξε στη ζωή του ένας απατεώνας που αξίζει μια εκ νέου αξιολόγηση όλων όσων τον αφορούν, με επίκεντρο την θολερή σε μεγάλο βαθμό ιστορία που φαίνεται να διαδραματίστηκε τη νύχτα μεταξύ της 2ας προς την 3η Οκτωβρίου, του 1958, αν και «… ο Κόντε κατέληξε πως θα του άρεσε να βρει κάποιο στοιχείο που να του δίνει την πιο ελάχιστη πιθανότητα να οδηγηθεί στην ενοχή του Χέμινγουεϊ…».    Ο Παδούρα φέρνει στο προσκήνιο ταυτόχρονα κάποιες λεπτομέρειες της ζωής του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με τις οποίες πιθανόν να μην είναι εξοικειωμένος ο αναγνώστης, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι οι ομοσπονδιακοί πράκτορες της Αμερικής τον είχαν στις λίστες τους από την εποχή που βρέθηκε στον πόλεμο της Ισπανίας, αλλά και για κάποιες άλλες δραστηριότητές του αργότερα οι οποίες τον έφεραν απέναντι στις ιδέες των επικεφαλής στη χώρα του, ειδικά την εποχή των εκκαθαρίσεων του Μακάρθι, που αποπειράθηκαν να τον κατηγορήσουν  ως   κομμουνιστή.

 

Leonardo Padura

 

Ο μόνος πραγματικός σύντροφός του σε εκείνο το σπίτι, είναι το κατοικίδιο ζώο του, ο Μαύρος Σκύλος, αλλά το μοιραίο βράδυ παραβρέθηκαν και άλλοι, μετρημένοι στα δάκτυλα,  γνωστοί και φίλοι. Μέσω της εσωτερικής σύγκρουσης του Κόντε, μεταξύ δέους και μη σεβασμού προς το έργο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τα προσωπικά του αντικείμενα, όπως αυτά εμφανίζονται στο σπίτι-μουσείο, ο Παδούρα διαπράττοντας την απόλυτη ιεροσυλία ανοίγει ένα παράθυρο για τον αναγνώστη ώστε να δει με ένα διαφορετικό μάτι τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα. Κάποιες φράσεις στο κείμενο αποδίδονται στον Χέμινγουεϊ, κι’ άλλες στον αστυνομικό Κόντε, που πιθανότατα παραπέμπουν στον συγγραφέα, Λεονάρντο Παδούρα, του μικρού μυθιστορήματος. Επιπλέον, μέσα στις σελίδες του βιβλίου, ξεδιπλώνονται κάποιες λεπτομέρειες της υγείας του Χέμινγουεϊ, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν διάφορες πράξεις του, όπως και μερικές εμμονές του. Αλλά, «…τι θα ήταν ένας συγγραφέας χωρίς τις εμμονές του», ανατρίχιασε προς στιγμήν ο Μάριο Κόντε, αναφέροντας επίσης κάπου αλλού ότι τον «…πολιορκούσε η ενοχή ότι είχε προτιμήσει πάντα τη ζωή από τη λογοτεχνία, την περιπέτεια από τον δημιουργικό εγκλεισμό…». Όμως, ο Κόντε και φυσικά ο Παδούρα, ξέρουν: «…Οι προκαταλήψεις ήταν σαν τα αγκάθια στα χέρια και οι βεβαιότητες κατέφθαναν με μια ανατριχίλα… διαπεραστική και δυσάρεστη…». Γι’ αυτό, «… και να σκοτώνει κάποιος τη στιγμή που διατρέχει τον κίνδυνο να σκοτωθεί, είναι ένα από τα μαθήματα που δεν μπορούν να λείψουν σε κανέναν άντρα….». Στο κείμενο, αναπόφευκτα, εμφιλοχωρούν σε τακτά χρονικά διαστήματα ονόματα και τίτλοι που αφορούν γνωστά έργα του Χέμινγουεϊ.

Ο πρωταγωνιστής του, ο πρώην αστυνομικός Μάριο Κόντε, τώρα είναι «ιδιωτικός» αστυνομικός σε μια χώρα χωρίς ντετέκτιβ ούτε ιδιώτες, ο οποίος καλείται να ερευνήσει μια υπόθεση δολοφονίας που σχετίζεται με τις τελευταίες μέρες του Χέμινγουεϊ στην Κούβα, την εποχή δηλαδή που έφευγε ο Μπατίστα και ερχόταν θριαμβευτικά ο Φιντέλ Κάστρο. Ο σκελετός που βρέθηκε στη δομή ενός αρχαίου δέντρου μάνγκο που έχει πέσει στο έδαφος του πρώην σπιτιού του συγγραφέα, λίγο έξω από την Αβάνα, μπορεί να δρομολογήσει μια δυνητικά εκρηκτική πολιτική διάσταση στην όλη υπόθεση με απύθμενες συνέπειες για πολλούς. Μια αναμφίβολα φιλότιμη λογοτεχνική προσπάθεια του Λεονάρντο Παδούρα, να ξαναφέρει στην επιφάνεια ορισμένες γλυκόπικρες λεπτομέρειες της ζωής και των έργων του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι όπως ξεστόμισε κάποια στιγμή ο Μάριο Κόντε, «…η λογοτεχνία είναι ένα μεγάλο ψέμα…»! Κι’ ίσως σε τελική ανάλυση είχε δίκιο ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, όταν στη «Φυσική ιστορία του θανάτου» έγραφε, πως «…εκεί που κείτονταν οι νεκροί… πολλές φορές η βροχή…. τους ξέθαβε και έπρεπε να τους θάψουν εξαρχής»!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top