Fractal

Προσωπική μυθολογία που μας αφορά όλους

Γράφει ο Λουκάς Δ. Παπαδάκης //

 

Γιώργου Χ. Θεοχάρη, «Δίφορη μνήμη», Πόλις, 2021

 

Κάνω αρχή εκθέτοντας μια από τις παραξενιές μου: Κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου κείμενα πεζά ενός ποιητή φλερτάρω με τον ζήλο τού τιμητή, υποπτευόμενος μια απιστία ή και προδοσία. Αυτή είναι η πρώτη μου αντίδραση, ευτυχώς πολύ γρήγορα ακολουθούν η αμηχανία και η ενοχή, γιατί βεβαίως σκέφτομαι τα δικά μου, για να δώσουν και αυτά τα συναισθήματα τη θέση τους στην περιέργεια.

Γνωρίζουμε ότι η σχέση ενός τεχνίτη με την τέχνη του νομιμοποιείται μόνο από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, κάποτε μάλιστα καθαγιάζεται αυτή η σχέση με όρκους, οι οποίοι και ενυπάρχουν στο έργο. Βλέπετε επειδή, κατά την αντίληψή μου, η Ποίηση κακώς εκλαμβάνεται ως λογοτεχνικό είδος, θεωρώ ότι ο συγγραφέας Ποίησης είναι επιφορτισμένος και με ένα επιπλέον έργο, που δεν είναι  άλλο από το να κάνει διακριτή αυτή τη διαφορά, πως δηλαδή είναι άλλο πράγμα η Ποίηση και άλλο η Λογοτεχνία.

Όποτε έχω μπροστά μου κείμενα πεζά ποιητών, προσπαθώ να ανακαλύψω γιατί επιλέγουν να εκφραστούν με πρόζα και απαρνιούνται τον τρόπο γραφής που απαιτεί η ποίηση, και τον οποίο άλλωστε καλά γνωρίζουν, γιατί πατούν τους όρκους τους.

Διαβάζοντας και γράφοντας, έστησα ορισμένες υποθέσεις: Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να αποτυπωθούν με στίχους ή εμείς δεν έχουμε ακόμη βρει τον τρόπο να τα κάνουμε στίχους.

Κρατούμε σημειώσεις, μπορεί και ημερολόγιο, είτε γράφουμε κείμενα κριτικά ή δοκιμιακά χάριν άσκησης και προπόνησης, κάποτε και για να υποστηρίξουμε με θεωρία τα προϊόντα της τέχνης μας. Δεν αργεί να μαζευτεί ένας σωρός από κείμενα που μπορεί μεν να μην καταφέρνουν, δεν τα φέρνουμε να εξελιχθούν σε ποιήματα, ωστόσο εμπεριέχουν κάτι το αξιανάγνωστο, που θα ήταν κρίμα να χαθεί. Έχουμε και την ελπίδα ότι αυτό το λίγο, το ελάχιστο, μπορεί να αποδειχθεί παραπληρωματικό τού κύριου, του ποιητικού έργου.

 

Φλυάρησα αρκετά, αλλά ήθελα να μεταφέρω τις σκέψεις που έκανα, πριν μου έρθει στα χέρια το καινούργιο βιβλίο τού Γιώργου Χ. Θεοχάρη, η «Δίφορη μνήμη». Όλα τα παραπάνω χάθηκαν ως διά μαγείας στο ύφος τού μπόμπιρα Γιώργου, που μας υποδέχεται στο εξώφυλλο, στα σκαλιά τού πατρικού του με το κατσαρόλι κρεμασμένο από το τσιγκέλι στον μαντρότοιχο· δεν είναι μόνο το σκάνδαλο στα μάτια, η μαγκιά, είναι η ρουμελιώτικη λεβεντιά του. Εξάλλου αυτή η λεβεντιά τού επαναστάτη τής Ρούμελης και του Μοριά, της Παλιάς Ελλάδας, όπως λέμε εμείς, οι Κρητικοί, με αγάπη, διατρέχει τις σελίδες. Το οπισθόφυλλο βεβαίωνε πως  το βιβλίο αυτό πρώτα απ’ όλα είναι ένα χρονικό, όπου αναδύεται η γενέθλια πατρίδα του ποιητή, η Δεσφίνα Φωκίδας, «μέσα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, μέσα από την καταγραφή γεγονότων του 19ου και του 20ου αιώνα στις εφημερίδες, μέσα από τις μαρτυρίες καθημερινών ανθρώπων, μέσα από φωτογραφίες όπου ακινητεί η συγκίνηση». Όμως, γνωρίζοντας την ποιότητα γραφής τού Θεοχάρη, αλλά και την πνευματική του σκευή, και έχοντας στις μελέτες μου για την Επανάσταση του Εικοσιένα στην Κρήτη καταλήξει ότι ο διαχωρισμός τής Ιστορίας σε γενική και τοπική είναι άστοχος, ανεπαρκής και απατηλός, ήμουν εξ αρχής βέβαιος ότι το παρόν πόνημα ήταν τουλάχιστον ένα βιβλίο Ιστορίας.

Όποιος γνωρίζει από ποίηση ξέρει πόση σημασία έχει σε αυτή η Ιστορία. Και εμβαθύνοντας στην Ιστορία, οδηγούμαστε στη Μυθολογία, από τον λόγο φτάνουμε στον μύθο, που δεν είναι μύθευμα, αλλά ο λόγος στην ανυπόκριτή του μορφή και ουσία. Ο ποιητικός λόγος είναι διαχρονικός, όμως μού φαίνεται ότι εν τέλει αντλεί την οικουμενικότητά του από την οικουμενικότητα του μύθου. Για να θυμηθούμε τον Χρήστο Μαλεβίτση και ένα άρθρο του που αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα του μύθου, «όλοι οι μύθοι τής ανθρωπότητας έχουν κοινά στοιχεία, επειδή ξεκινούν από τους ίδιους ψυχολογικούς νόμους, εδράζονται στους αυτούς νοητικούς νόμους και, τέλος, επεκτείνονται γεωγραφικά».[1]

Στη «Δίφορη μνήμη» ο Θεοχάρης παρουσιάζει, για την ακρίβεια διδάσκει μια Μυθολογία τόσο προσωπική, ώστε να γίνεται φανερό ότι μας αφορά όλους. Εξάλλου η πορεία του στην ποίηση δείχνει ότι ο εγωκεντρισμός ή η αυτοαναφορικότητα δεν συνάδουν με το ήθος του και δεν είναι στις επιλογές του. Στο ερώτημα δε πού και πότε είναι ο ποιητής, πού και πότε είναι οι άνθρωποί του, ανατρέχω από μνήμης σε κάποιους μυστικούς τών πρώτων αιώνων τού Χριστιανισμού, που ισχυρίζονταν ότι ο Θεός, δημιουργώντας το σύμπαν, το καταλάμβανε ολόκληρο με την παρουσία του, για τούτο και έπρεπε να βγει έξω από αυτό, ακριβώς για να δώσει χώρο στα δημιουργήματά του. Χώρο και χρόνο. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον ποιητή, να ικανοποιεί την ανάγκη τής ζωής, και δική του ανάγκη, και να δίνει βήμα στον κόσμο, για να υπάρξει και ο ίδιος στην απουσία του. Μιλάει ο κόσμος μέσα στον οποίο γεννήθηκε ο ποιητής, για να γεννηθεί ένας καινούργιος κόσμος διά της τέχνης.

Διάλεξα στην τύχη και θέλω να σχολιάσω το κείμενο με τον τίτλο Spartus, που είναι μάρκα φωτογραφικής μηχανής. Πλην όμως ως Έλληνες «αναγνωρίζουμε» τη λέξη «σπαρτός» και η σκέψη μας τρέχει στον Ευριπίδη και στις Φοίνισσές του, ανεβασμένες μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, για να μιλήσει ο τραγωδός για τα φρικώδη ενός εμφυλίου, αδελφοκτόνου πολέμου και να προτείνει μόνη λύση τη συμφιλίωση. Και ακούμε τον πατριώτη Μενοιπέα: «μα τον μετ’ άστρων Ζην, Άρην τε φοίνιον, / ος τους υπερτείλαντας εκ γαίας ποτέ / Σπαρτούς άνακτας τήσδε γης ιδρύσατο»[2]. Δηλαδή, «μα το Δία / των αστεριών και το ματοβαμμένο / τον Άρη, που ’χει δώσει βασιλιάδες / Σπαρτούς στον τόπο αυτόν, ως ξεφυτρώσαν / από το χώμα, αυτό δε θα το κάνω»[3]. Ας πάμε τώρα στο κείμενο:

 

Ήταν ωραίο παιδί ο Γιώργης. Ανύπαντρο. Κομμουνιστής. Κρυβόταν από τους χίτες του χωριού στον Μακρανικόλα. Είχε φορέσει μεσοφόρια της μάνας του, σκέπασε με τη μαντίλα της την κεφαλή του και όργωνε. Πίσω απ’ τ’ αλέτρι τού έριξε, πισώπλατα, ο χίτης μπάρμπας του, που τον έκρυβε. Το μουλάρι πετάχτηκε από την πιστολιά κι έκαμε πέρα αγριεμένο. Το μονόγενο καρφώθηκε στο χώμα και φρέναρε το ζώο. Ο όμορφος Γιώργης, μέσα στα αίματα μπρούμυτα στην αυλακιά, ξεψύχησε.

 

Κράτησα το ποίημα αυτό, γιατί συνδέει ιδανικά το παρόν μας με την τραγωδία και τον μύθο. Ιδού ο Δευκαλίων και η Πύρρα να πετούν πίσω τους στο χωράφι, μετά τον κατακλυσμό, πέτρες και να φυτρώνουν άνθρωποι, πρώτος ανάμεσά τους ο Έλληνας. Διαβάζοντας το πιο πάνω κείμενο, έγινε μέσα μου ένας ακόμη πιο καίριος κατακλυσμός, αυτός που μπορεί να γίνει μόνο στην ψυχή τού ανθρώπου. Ηρέμησα και τότε είδα τον όμορφο Γιώργη, έφηβο, σμιλεμένο από πέτρα ταπεινή, όχι να ξεθάβεται, μα να φυτρώνει, άνθρωπος στη συνείδηση του ανθρώπου. Έτσι, πέτρα / λας, γεννιέται ο λαός.

 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

 

Εδώ όμως θα πω και τη στενοχώρια μου. Η νέα γενιά, και σε τούτο πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δική μας ευθύνη, είναι σε γενικές γραμμές πολύ μακριά από τούτα. Αν κάτι της περισσεύουν στη σχέση της με τα γράμματα είναι οι άγνωστες λέξεις, πάει να πει της είναι άγνωστες πάμπολλες σχέσεις. Τι είναι: ο χίτης, τι θα πει: το μονόγενο; Τι είναι αυτό που κάνει τον δεκατετράχρονο Μακρυγιάννη, που τον πέθανε στο ξύλο ένας πατριώτης του και έγινε η ντροπή τού κόσμου να γράψει: «Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του Αϊγιάννη και κλειω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, “τ’ είναι αυτό οπού ’γινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;” Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον». Ζώντας στο άγνωστο ο άνθρωπος του καιρού μας, δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις αυλακιές στην ψυχή του.

Και ορίστε πώς ο ποιητής γνωρίζει τον εαυτό του: Συνεχίζει την ιστορία με ένα αφήγημα από τον βίο του εκ πατρός προπάππου του, ο οποίος είχε φονεύσει «εν αμύνη» κατσικοκλέφτη, φυλακίστηκε και κατόπιν εκάρη μοναχός στη μονή εκεί όπου καταχεριάστηκε ο Μακρυγιάννης: «Τα μποστάνια του παλαιού μοναστηριού, όταν ο καλόγερος Ιωνάς ανεβαίνει για δουλειές στη νέα μονή, ρημάζονται από τα γίδια που βόσκουν τριγύρω. Κάθε φορά που χρειάζεται να φύγει εφιστά αυστηρά την προσοχή του Τιμίου Προδρόμου να φροντίσει ώστε να μην ξανασυμβεί επιδρομή των αιγών. Κάποτε απαυδίζει από τη μη συμμόρφωση του αγίου. Είναι κατακαλόκαιρο. Παίρνει την εικόνα του από το τέμπλο, την ακουμπά κόντρα στον πυρωμένο ήλιο, επιτιμά τον άγιο έξω φρενών λέγοντας: “Θα μείνεις εκεί, κερατά, μέχρι να τρέξουν οι μπογιές σου μπας και μάθεις να νοιάζεσαι την περιουσία σου”. Αφήνει την εικόνα στο πεζούλι όσες μέρες λείπει» (σελ. 33-34).

Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης διδάσκει και την επιστροφή στη λαϊκότητα, επισημαίνει την αναγκαιότητα τής λαϊκότητας στην τέχνη μας. Το τι είναι λαϊκό είναι επίσης θέμα, οπωσδήποτε εναπόκειται στον ποιητή να μας πει τι είναι λαϊκό στον καιρό μας. Και ο Καβάφης, αυτός ο υποτιθέμενος λόγιος, και μόνο με εκείνο το αδιόρθωτο «επέστεφε» έγινε ο πιο λαϊκός ποιητής τών αιώνων μας.

Ο Θεοχάρης συμπορεύεται με τους ανθρώπους του και, θυμηθείτε αυτό που είπα προηγουμένως για τον χρόνο και τον τόπο στην ποίηση, βάθος δεν έχει μόνο ο χρόνος, αλλά και ο τόπος. Ο τόπος είναι οι άνθρωποί του, αυτοί είναι το βάθος του. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου είναι όλοι εκεί, όλοι όσοι, περισσότερο ή λιγότερο, τον άγγιξαν στην ψυχή, τον διαμόρφωσαν, του πρόσφεραν τις ευκαιρίες, τις συνθήκες να διαφοροποιηθεί και να γίνει εκφραστής τού λαού. Μεγάλη ποίηση χωρίς τον λαό, δεν λογίζεται. Αυτή τη λαϊκότητα, που υποτιμά η λόγια διανόηση, η λαϊκότητα επί της οποίας στηρίζεται η ποίηση του Θεοχάρη, στα κείμενα αυτά φορά το μυθικό της πρόσωπο, ένα προσωπείο που έρχεται κατευθείαν από τις μιμητικές παραστάσεις τής αρχαίας τραγωδίας: «Θυμάμαι το θύμα και τον θύτη / Τον θύτη ως θύμα, / και το θύμα ως θύτη, / θυμάμαι. / Τη μαύρη μοίρα / των Λαβδακιδών του χωριού μου, / θυμάμαι» (σελ. 121).

Στο βιβλίο δίδονται ιστορίες αυτούσιες ή ίσως ελάχιστα μεταπλασμένες και πολλοί θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ή ανθρώπους από τον περίγυρό μας, άλλοι πάλι θα θυμηθούν δικές τους περιπτώσεις. Όμως η ποίηση απαιτεί να ρίχνουμε μια δεύτερη ματιά στην πραγματικότητά μας. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, έχοντας από πολλού αναχωρήσει και αφήσει τη ζωή πίσω τους, προέρχονται μ’ ένα μυστικό τρόπο απευθείας από την εσώτατη πατρίδα του ποιητή, μια πατρίδα με τα σημεία της και τα τέρατα της: «Θυμάμαι την εκτελεσμένη δασκάλα. Το μαρτύριο του βιασμού της. Την κατηγορία κατασκοπίας που της φόρτωσαν οι εαμίτες, θυμάμαι, πιστεύοντας ότι θα ξεφορτώνονταν τις ενοχές του βιασμού και της εκτέλεσης» (σελ. 117-118).

Εν κατακλείδι η «Δίφορη μνήμη», είναι ένα ακόμη ποιητικό βιβλίο στο corpus τού Γιώργου Χ. Θεοχάρη.

 

_________

[1] Χρήστος Μαλεβίτσης, Η οικουμενικότητα του μύθου, Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 1987.

[2] στίχ. 1006-1008.

[3] Ευριπίδη Φοίνισσαι, μετάφρ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, 1992.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top