Fractal

Βαδίζοντας έναν δρόμο στα σύννεφα

Γράφει η Βασιλική Σιαφάκα //

 

Γιώργος Παπαγιαννάκης «Ο Δρόμος στα Σύννεφα», εκδ. ΑΩ

 

Στο βιβλίο «Ο Δρόμος στα Σύννεφα» που συνθέτουν δέκα σύντομες αφηγήσεις του συγγραφέα Γιώργου Παπαγιαννάκη, θα κληθούμε να ταξιδέψουμε μέσα από έναν δρόμο φαντασίας, έναν δρόμο υπερβατικό, που αν και εξοικειωμένοι μαζί του μέσα από τον κόσμο των παραμυθιών, έχουμε ξεχάσει να τον περπατούμε μετά το τέλος της παιδικής μας ηλικίας.

Σε μια εποχή που η ενήλικη ζωή μας σφύζει από ποσότητες, μετρήσεις και υπολογισμό, βιβλία σαν αυτό ζωντανεύουν την ελπίδα να ξαναπιάσουμε το νήμα της ψυχής.

«Ο Δρόμος στα Σύννεφα» είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο τίτλος του: ένας δρόμος που ανοίγεται πάνω και πέρα από τη γήϊνη πραγματικότητα, ένας δρόμος ουράνιος, νεφελώδης, άλογος ενίοτε και μυστηριώδης, ένας δρόμος μοναχικός που  ο συγγραφέας χαράζει διασχίζοντας το φαντασιακό του σύμπαν, μια αναγκαία πορεία για τη συνειδησιακή του ολοκλήρωση.

Αυτός ο κόσμος του ονείρου και της φαντασίας, μιλά μια ψυχική γλώσσα άφαντη στη σφαίρα του ρεαλισμού, με οικοδομήματα λόγου πρωτότυπα, αισθητικά άρτια, στοχαστικά.

Πρόκειται για ένα ταξίδι αυτογνωσίας, με αφετηρία, ενδιάμεσους σταθμούς, προορισμό, τερματισμό, επιστροφή και αναστοχασμό.

«Στα χρόνια που περνούν…» αφιερώνει το βιβλίο του ο συγγραφέας και αποδίδει στο χρόνο την ακινησία της απεραντοσύνης του. Όπως ακριβώς και ο Χρονικογράφος στο αφήγημα με τίτλο: «Οι τοίχοι, αν υπάρχουν …», έτσι κι ο συγγραφέας, δίχως φόβο, αναλαμβάνει τον ίδιο ρόλο: να καταγράψει τον ή στον  χρόνο που του έχει δοθεί.

«Όλες οι στιγμές των ανθρώπων… Κάθε σκέψη …Πράξη … Δημιουργία… Τα πρέπει … Τα θέλω … Τα όνειρα … Από καταβολής κόσμου … Παίρνουν σχήμα μπρος στα έκπληκτα μάτια του. Όπως κοιτά όμως, γράφει …»

Ο Χρόνος είναι ένα σημαντικό, σταθερό, «δομικό» συστατικό όλων των  αφηγήσεων του βιβλίου, ως χρόνος αισθήσεων και συναισθημάτων, ως χρόνος άχρονος, ασύλληπτος, αδιάφορος για την πλοκή, την εξέλιξη ή την έκβαση της αφήγησης, η οποία μοιάζει να «κολυμπά» μέσα του σαν πλεούμενο σε ονειρικό σύμπαν.

«Οι άνθρωποι τον Χρόνο τον κουβαλούν μέσα τους. Στο αίμα, που κυλά στις φλέβες τους. Στο πετάρισμα των βλεφάρων τους. Στην αναπνοή τους. Στους χτύπους της καρδιάς τους».

____________________

Οι αφηγούμενες ιστορίες, αν και κινούνται όλες στη σφαίρα του φανταστικού, ωστόσο διαφέρουν σημειολογικά.  Η αφήγηση, άλλοτε μέσα από την αλληγορία, τον υπαινιγμό και τον συμβολισμό στέρεα δομημένων ιστοριών κι άλλοτε μέσα από την περιγραφή ονείρων και υπερφυσικών οραμάτων, στοχεύει στην ανίχνευση βαθύτερων νοημάτων για τον άνθρωπο και τη ζωή του.

Σε αρκετές αφηγήσεις η ιστορία θεμελιώνεται πάνω σε έναν ισχυρό συμβολισμό, όπως για παράδειγμα στο αφήγημα με τίτλο «Στεκόταν εκεί. Στο κέντρο» με το στοιχείο του δέντρου να γίνεται πόλος έλξης και αναζήτησης ταυτότητας μιας φανταστικής ανθρώπινης κοινότητας-πόλης,

ή στο αφήγημα με τίτλο «Φτάσαμε. Εντυπωσιακός δεν βρίσκεις;» με τον συμβολισμό των αντίρροπων δυνάμεων, Επιλησμόνων και Έκπτωτων, που χτίζουν έναν κόσμο καθ’ εικόνα και ομοίωσή τους.

ή με το εργαστήρι των παιχνιδιών, στο αφήγημα «Χιλιάδες είναι τα παιχνίδια», ενός χώρου μαγικού, γεμάτου προσμονή, ομορφιά κι αθωότητα, όπου ο καθένας ανασύρει μέσα από τις παιδικές του επιθυμίες. Στο χώρο αυτόν, το παιχνίδι περιμένει να «ζήσει» ως δώρο σε ένα παιδί και γίνεται το σύμβολο μιας υπόσχεσης, εκπληρωμένης ή ανεκπλήρωτης, το σύμβολο μιας δυνητικής χαράς ή μιας ματαίωσης στην απουσία του,

ή με τους ανθρώπους – πουλιά, που το βάρος της γήινης ζωής τους «παγώνει» τα φτερά τους, λίγο πριν μάθουν να πετούν σαν ελεύθερες ψυχές, πάνω απ’ τον «Γκρεμό στην άκρη του κόσμου». Μορφές που αναζητούν τη λύτρωση από μια «παράξενη μοίρα» και παραπέμπουν συνειρμικά στους έκπτωτους αγγέλους του Βέντερς από την ταινία «Τα φτερά του Έρωτα».

ή τέλος, μέσα από τις συμβολικές μεσαιωνικές φιγούρες της βασίλισσας και του στρατιώτη, στο αφήγημα «Ο τρίτος από δεξιά», που ενσαρκώνουν αντίστοιχα την Εξουσία και όσους (με ποιο τίμημα άραγε;) καλούνται να την υπερασπιστούν.

 

____________________

 

Μεγάλη ποικιλία μορφής παρουσιάζεται μεταξύ των αφηγημάτων του βιβλίου, τόσο ως προς την έκταση, αλλά και ως προς το είδος της λογοτεχνικής γραφής.

Ο συγγραφέας περνά από την απλή αφήγηση σε παρελθοντικό χρόνο και σε τρίτο πρόσωπο, σε κείμενα κυρίως διαλογικά, θεατρικά, εξομολογητικά, τα τελευταία είτε σε πρώτο πρόσωπο, είτε σε τρίτο που έχει την έννοια του πρώτου. Εκφράζεται ακόμη και ποιητικά με τη χρήση του ελεύθερου στίχου, στο ένα και μοναδικό ποίημα του βιβλίου, στο αφήγημα «Απρόσκλητος». Το ποίημα είναι συμβολικό, με υπαινιγμό για την ανθρώπινη μοίρα και όλα τα απρόσμενα δεινά που ελλοχεύουν την ύβρη μιας παρακμάζουσας ζωής. Πρόκειται για ένα ποίημα που αναφέρεται στον θεό των Ρωμαίων Ιανό, ως «Κύριο της Μετάβασης» και της αιφνίδιας αλλαγής, τον Διπρόσωπο (Janus Bifrons),  τον Θεό των Θεών (Divorum Deus).

 

Κανένας δεν ξεφεύγει από το βλέμμα του Ιανού.

Έσπασες τη Συνέχεια.

Τάραξες την Αρμονία.

Μέσα από τις Πύλες.

 

Ορίζει ο Ιανός.

Φύλακας της Αρχής.

Και της Μετάβασης.

Κύριος της Ζωής.

Και του Θανάτου.

Πέρα από τις Πύλες.

 

Άχρηστα ιερατεία!

Τιμητές του Ιανού.

Όμοιοι με σένα.

Στάχτες φλογισμένου κόσμου.

Αρρωστημένο Μίασμα της Υπαρξης.

 

Σωτήρες!

Με τις σαπισμένες ψυχές.

Με τα κολασμένα χείλη.

 

Προορισμένοι να χαθούν.

Μέσα στον Χρόνο.

Προστάζει ο Ιανός.

Πέρα από τον Χρόνο.

Πάνω από τον Χρόνο.

 

Μεγαλείο του Σκότους.

Σήψη του Θανάτου.

Ήγγικεν η Ώρα της Λαγνείας του Αίματος!

 

Τρόμος του Σύμπαντος.

Φρίκη της ματιάς Του.

Και να! Στρέφει το βλέμμα ο Ιανός!

 

Γιώργος Παπαγιαννάκης

 

____________________

Δύο από τα αφηγήματα του βιβλίου είναι ιδιαίτερα ως προς την έμπνευση και το ψυχικό υλικό που ανασύρουν στην επιφάνεια του λόγου, έχουν στοιχεία αυτοαναφορικότητας και χαρακτηριστικά μεγαλύτερη έκταση κειμένου.

Στο αφήγημα με τον τίτλο «Πλησιάζοντας στο τέλος», ο αφηγητής χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο: «Ονομάζομαι Γ. Έζησα μια ζωή σε γενικές γραμμές συμβατική, εντούτοις όμορφη και με αρκετές συγκινήσεις». Ο ομιλών, ένας άνθρωπος επιτυχημένος κοινωνικά και επαγγελματικά, πλην όμως άσημος συγγραφέας, ατενίζει τη θάλασσα μέσα από τον επιβλητικό του πύργο στη Σκωτία, τον τόπο που διάλεξε για να ζήσει τη ζωή του. Η περιγραφή του πύργου αποδίδει τέλεια και το δικό του ψυχογράφημα.

«Στέκει σιωπηλός στο χείλος ενός απόκρημνου, κατακόρυφου γκρεμού, ως ογδόντα μέτρα, πάνω από την γκρίζα, παγωμένη θάλασσα των Εβρίδων. Σταχτής από τα χρόνια και φαγωμένος από το αλάτι, αγναντεύει στεφανωμένος με φασματική ομίχλη την αέναη πάλη των βουερών κυμάτων με τα φονικά βράχια, όμοια δόντια άγριου ζώου. …»

Γρήγορα η εξομολογητική διάθεση του αφηγητή οδηγεί στην αποκάλυψη ενός μοναδικού ονείρου-οράματος, «σαν διήγηση μιας συγκλονιστικής εμπειρίας». Σε αντίθεση με τον περιβάλλοντα σκοτεινό, μελαγχολικό χώρο, το όνειρο έρχεται μέσα στο φως, τη μουσική, τα χρώματα, μέσα από έναν διαφορετικό κόσμο, αυτόν του  θαλάσσιου βυθού, έναν κόσμο παράξενων πλασμάτων βαθιάς σοφίας και καλοσύνης,  που συνιστούν «μια τρομακτική, υβριδική οντότητα».

Η αφήγηση αυτή έχει αναλογίες με την αναλυτική κατάσταση της θεραπείας της ψυχανάλυσης, με κεντρικό τον ρόλου του ονείρου ως πρωτοτύπου ολόκληρης της ψυχικής δημιουργίας. Ο αφηγητής μοιάζει να αυτοαναλύεται μπροστά τον αναγνώστη του, μελετά τον εσωτερικό του κόσμο με τη βοήθεια του ονείρου, ανακαλύπτει νέες ψυχικές πραγματικότητες και αφυπνίζεται. Στο τέλος της διήγησής του είναι πια ένας άλλος άνθρωπος.

«Βλέπω, το ξέρω, τη θάλασσα με μάτια διαφορετικά από των άλλων ανθρώπων … 

Έχω ήδη καταστρέψει όλα τα διηγήματά μου. Τούτη η ασήμαντη μαρτυρία προορίζεται ως το μόνο χειροπιαστό δείγμα μου και συνάμα απόδειξη του περάσματός μου από αυτόν τον κόσμο. Καταγραφή της στιγμής, που ένιωσα πιο ζωντανός από ποτέ. Αυτής, μέσα στα χιμαιρικά όνειρά μου …

…. Μέσα μου ξυπνά μια ακαθόριστη νοσταλγία, ένα τρομακτικό δέος κι αυτός ο φόβος, που δεν είναι φόβος …

Δεν χρειάζομαι κανένα λευκό άρμα. Γνωρίζω πολύ καλά τον δρόμο. Εγώ, ο συμβιβασμένος των μεγάλων αποφάσεων. Ο απόκληρος, που επιστρέφει στη μητρική αγκαλιά. …»

 

____________________

 

Στο τελευταίο σπονδυλωτό αφήγημα του βιβλίου με τον ομώνυμο τίτλο «Ο Δρόμος στα Σύννεφα», το ταξίδι της ψυχής ξεκινά αντίστροφα. Αυτή τη φορά όχι από τη ζωή προς το θάνατο, αλλά από το θάνατο στην ζωή.

Με όχημα τη φαντασία ξανά, ο αφηγητής διατρέχει τόπους συνείδησης πρότερων σταδίων του εαυτού του, γίνεται «ταξιδευτής». Με κινητήριο δύναμη «το πικρό δηλητήριο της αμφιβολίας», ως ένας διαρκώς ανήσυχος νους, επιλέγει τη φυγή προς τα πίσω, την άρνηση της συνήθειας, την άρνηση της τέλειας, άχρονης ησυχίας του αρμονικού κήπου της Εδέμ όπου «ζει» ως νεκρός. Τελικά η Εδέμ δεν του ταιριάζει. Ο άνθρωπος θα ζει πάντα για να ρωτάει: Πώς μπορώ να ξέρω σε ποια μεριά βρίσκεται η ουσία κι η αλήθεια της ζωής;  Πώς θα σταματήσω να είμαι δέσμιος του εαυτού μου, που ποτέ δεν γνώρισα;

Ο ταξιδευτής, ένας άνθρωπος- πουλί σαν αυτούς που περιγράφονται στο  αφήγημα «Στο γκρεμό στην άκρη του  κόσμου»,  έμαθε να πετά  με τα αόρατα φτερά της καρδιάς του στα απαγορευμένα, χιμαιρικά τοπία των ονείρων του, διένυσε όλα τα στάδια της ψυχικής υπόστασής του μέσα στο χρόνο, έγινε «πληθυντικός, όπως το Σύμπαν» σύμφωνα με τον Πεσσόα και συμφιλιώθηκε με όλες τις εκφάνσεις του εαυτού του. Αυτή η κατάκτηση υπαρξιακής πληρότητας οδηγεί την ύπαρξη ακόμα ψηλότερα, ως στα έσχατα σημεία της αρμονίας του Σύμπαντος.

« Δεν μπορούσε να πει αν ήταν αυτός που τους πλησίασε ή ο άνεμος τους έφερε κοντά του. Ωστόσο ήταν μαζί κι έτσι τινάχτηκαν ψηλά, πάνω από τις ομίχλες του κόσμου. Και το φως από άγνωστα, ονειρικά σύμπαντα, έναστρους γαλαξίες και χιλιάδες νεφελώματα αστραποβόλησε γύρω κι ο Χρόνος στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος …

«Εκεί που η θάλασσα σμίγει με τον ουρανό … Είναι το Τέλος …»

Κρατώντας σφιχτά από το χέρι τους συντρόφους του, χύθηκε στο χάος …

Προς το φως …»

 

____________________

 

Με το έργο του «Ο Δρόμος στα Σύννεφα», ο Γιώργος Παπαγιαννάκης μας συστήνει και πάλι τη φαντασιακή γραφή στη λογοτεχνία. Δεν πρόκειται όμως για τη γνωστή λογοτεχνία του φανταστικού σαν αυτή της μυθολογίας, των θρύλων και των δοξασιών, με τη φαντασία να λειτουργεί στον αντίποδα της πραγματικότητας και τελικά να οδηγεί σε φυγή από αυτήν. Αντίθετα, πρόκειται για τη στοχαστική φαντασία ενός κειμένου που στις πιο αφαιρετικές του γραμμές θυμίζει τον Antoine de Saint Exupery, μια φαντασία μελαγχολική, με νου, που εξιχνιάζει την πραγματικότητα μέσα από ψυχικά μονοπάτια μακριά από την δικτατορία της σκέψης, την τιμωρία της ενοχής, τους αποκλεισμούς του εγωισμού, με τρόπο έμμεσο, συμβολικό, υπαινικτικό, ονειρικό, ψυχαναλυτικό και τελικά σουρεαλιστικό.

Πρόκειται για μια διαδρομή ανακάλυψης και αποκάλυψης του εαυτού, διαδρομή ιαματική, μια διαδρομή διαρκούς αναζήτησης απαντήσεων στα υπαρξιακά ερωτήματα με διάθεση επαναπροσδιορισμού της αξίας της ανθρώπινης ζωής.

Ο άνθρωπος δημιουργεί και συντηρεί χιμαιρικά σύμπαντα, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο ίδιος που προκαλεί την καταστροφή τους. Ο άνθρωπος στέκει γυμνός από ωραιοποιήσεις. Είναι γεννημένος για το καλό και για το κακό. Και ο συγγραφέας μένει στο πλευρό του ανθρώπου που παλεύει με τη μοίρα του, δίχως να διδάσκει, ούτε να ηθικολογεί. Όλα μένουν ανοικτά. Σημασία έχει μόνο η αρχή κι ίσως γι αυτό όλες οι αφηγήσεις δεν έχουν τίτλο, παρά μόνο την πρώτη φράση του κειμένου.

Στο αφήγημα «Ο τρίτος από δεξιά …»  ο στρατιώτης βαδίζοντας προς τη μάχη λέει στη βασίλισσά του: «Μου δίνεις την ευκαιρία να βρεθώ στο πλάι σου. Μα εγώ έχω άλλο σταυρό να κουβαλήσω … Δεν έχω τη δύναμη να αλλάξω την Ιστορία. Έχω, όμως,  τη δύναμη να αρχίσω αυτόν τον πόλεμο!»

Και στο αφήγημα  «Φτάσαμε. Εντυπωσιακός δεν βρίσκεις;» διαβάζουμε στις τελευταίες γραμμές τα λόγια: «Η ραχοκοκαλιά του κόσμου! Άλλοι ολοκληρώνονται κι άλλοι μένουν ημιτελείς  να αιωρούνται στο κενό ή να υψώνονται στα σύννεφα, ανάλογα με το ποια μεριά κοιτάει κανείς …» Είναι μια φράση που αναφέρεται στα οικοδομήματα των δημιουργών, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να απεικονίζει και τους ίδιους.

 

____________________

 

Το έργο πολλαπλασιάζει την αξία του καθώς συναντιέται εύκολα και με άλλες μορφές τέχνης, όπως είναι:

  • το θέατρο, που βρίσκεται παρόν τόσο στα διαλογικά μέρη των αφηγήσεων, όσο και στη σύλληψη και σκηνική απόδοσή τους, αν επιχειρείτο: «Φτάσαμε. Εντυπωσιακός δεν βρίσκεις;», «Χιλιάδες είναι τα παιχνίδια», «Οι τοίχοι αν υπάρχουν», «Ο τρίτος από δεξιά»,
  • ο κινηματογράφος θα μπορούσε να ζωντανέψει σουρεαλιστικά τις ονειρικές, συνειρμικές αφηγήσεις των «Πλησιάζοντας στο τέλος» και του «Ο Δρόμος στα Σύννεφα»,
  • τέλος, η εικαστική απεικόνιση μοναδικών λεκτικών εικόνων από το κείμενο των ονείρων, των ψυχικών καταστάσεων και της φύσης που εναρμονίζεται μαζί τους, θα μπορούσε να δώσει εικαστικά έργα συμβολικού και σουρεαλιστικού περιεχομένου.

Μία από τις εικόνες αυτές είναι και ολόκληρο το αφήγημα με τίτλο «Το κύμα υψώθηκε τεράστιο!»  όπου η φύση, σαν αγριεμένη θάλασσα, σαρώνει κι αφανίζει τα έργα των ανθρώπων, υποδηλώνοντας έτσι την αδάμαστη δύναμή της και την οργή της.

 «Το κύμα υψώθηκε τεράστιο!

Σαν έτοιμες από καιρό, όλες οι θάλασσες ενώθηκαν σε μία και μόνη υδάτινη γροθιά. Οι αφροστεφανωμένοι πίδακες κάλυψαν τον ουρανό με την φριχτή μεγαλοπρέπειά τους. Κι ο κόσμος σκοτείνιασε απ’ άκρη σ’ άκρη…

Με βιαιότητα από αυτές που αλλάζουν σύμπαντα, τα νερά βρυχήθηκαν, αναδιπλώθηκαν και ξεχύθηκαν! Κι εκεί που πριν δέσποζε το βαθύπτυχο γαλάζιο του ωκεανού, τώρα αντίκριζε κανείς κοιλάδες σκεπασμένες με μαύρα φύκια, αχανή κολοραλλιογενή βάραθρα κι απάτητα βουνά σπαρμένα με κοχύλια. Η νοτισμένη γη στραφτάλιζε στο φως του ήλιου, που γεννήθηκε για δεύτερη φορά.

Το κύμα υψώθηκε τεράστιο!

Και σάρωσε για πάντα τα μεγάλα έργα των χεριών και της διάνοιας των ανθρώπων.

Ποιος να το φανταζόταν;  Να που τελικά δεν ήταν και τόσο μεγάλα …»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top