Fractal

Διήγημα: «Ο φόβος»

Του Πέτρου Γκόρτσου // *

 

 

 

 

«Ο φόβος»

 

Πλησίαζε τα 60, ίσως και λίγο παραπάνω, ήταν ψηλός, αγέρωχος με μια γερή κορμοστασιά ενώ το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι ήρεμο αλλά και κουρασμένο.

Τα αραιωμένα του μαλλιά είχαν για τα καλά γκριζάρει μα τελευταία είχε ξεκινήσει κι ένας αγώνας επικράτησης ανάμεσα στα γκρίζα και τα άσπρα.

Τα μάτια του, θα έλεγες πως διατηρούσαν κάτι από την παλιά τους αίγλη καθώς μεγάλα ήτανε και φεγγερά, ζωγραφισμένα με εκείνο το βαθύ το σκούρο χρώμα από τη φλούδα του καστάνου.

Και το χαμόγελό του ακόμα ήταν ικανό να αιχμαλωτίζει γιατί φανέρωνε ψυχή μικρού παιδιού σε όποιον απαντικρύ βρισκόταν.

Είχε ήδη αρκετές ρυτίδες, οι πιο πολλές απλώνονταν γύρω απ’ τα μάτια του και μαρτυρούσαν τη δεκαετία όπου το γήρας έχει αρχίσει να σιμώνει.

Ζούσε σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα στο Παγκράτι που είχε και μιαν αυλίτσα με λίγα λουλουδάκια και ένα μεγάλο δέντρο.

Αυτή η αυλίτσα ήταν η αγαπημένη του εκεί έπινε τον καφέ του και στο τετράδιο του έγραφε κάθε τόσο λέξεις για να δραπετεύει.

Να δραπετεύει…

Κάθε πρωί πήγαινε στη δουλειά, ολημερίς εκεί καλά ήτανε ξεχνιόταν.

Ύστερα γύριζε στο σπίτι και καταπιάνονταν με τις δουλειές, σιγά σιγά περνούσε η μέρα.

Και το βραδάκι έφτανε η ώρα, εκείνη η ώρα ή δύσκολη των σκέψεων και των αναμνήσεων, του λογισμού και ενίοτε του παραλογισμού.

Είχε περάσει πια πολύς καιρός, χρόνια πολλά από εκείνη την στερνή φορά που την αντίκρισαν τα μάτια του και στο κορμί του είχε αισθανθεί το χάδι της αγαπημένης του γυναίκας.

Και κάθε βράδυ πολεμούσε με την λησμονιά.

Να την νικήσει προσπαθούσε να μην τον κυριεύσει ολοκληρωτικά, να μην χαθεί ο νους του πεθαίνοντας μέσα στην λήθη.

Πώς να τα βάλεις με τη λησμονιά;

Πώς να την ενικήσεις;

Αγώνα έπρεπε να δίνει μέρα με την ημέρα και να παλεύει σαν θεριό.

Να κρατηθούν έπρεπε οι αναμνήσεις του για εκείνη, όχι καταβαθής μες στο μυαλό του μα στις παρυφές, εκεί τις ήθελε.

Δεν ήταν εύκολο καθόλου…

Το άρωμα των μαλλιών της η ευωδιά του σώματος και όλες οι μυρωδιές της ήταν από καιρό χαμένες.

Η γεύση από το στόμα και τα χείλη της, του δέρματος η νοστιμιά της και αυτά το ίδιο.

Όλα τα είχε η λησμονιά μαζέψει στο πουγκί της.

Και μέσα στην αχλή της μνήμης του καμιά φορά ένιωθε σαν να ακούει το ηχόχρωμα από τη φωνή της.

Μα πιότερο με παραίσθηση έμοιαζε παρά με μνήμη, την είχε κλέψει φαίνεται και αυτήν η λησμονιά.

Φτάσαμε στην Ελπίδα των ματιών, εδώ τα πράγματα λίγο καλύτερα.

Βλέπεις είχε κρατήσει μερικές φωτογραφίες και εκεί μπορούσε να την δει, τα κάλλη και την ομορφιά της να θαυμάσει όμως τι κρίμα, έλειπε το χαμόγελο της.

Πόσο του έλειπε το φεγγερό χαμόγελο της…

Τουλάχιστον εδώ η λησμονιά είχε γερό αντίπαλο καθώς εκείνες οι φωτογραφίες εναργές κρατούσαν το μυαλό του.

Είχε ξεχάσει το τηλέφωνο της τι περίεργο, μετά από αμέτρητες χιλιάδες κλήσεις την είχε χάσει αυτή τη μάχη.

Θυμόταν όμως το πώς πίνει τον καφέ της, διπλό βαρύ γλυκό πασπαλισμένο με κανέλα απάνω στο καϊμάκι.

Ίσως γιατί και αυτός συνήθιζε έτσι να τον πίνει, να μην ξεχάσει, να θυμάται.

Και πάλι όμως το πλεονέκτημα το είχε η λησμονιά.

Από μονάχη της δύσκολος είναι αντίπαλος και με έναν σύμμαχο σκληρό τον χρόνο, έχουν το πάνω χέρι.

Το πάνω χέρι…

Τα χέρια!

Εκεί ήτανε γραφτό κάθε τόσο να γίνεται η μάχη των μαχών ανάμεσα στη λησμονιά και στην ανάμνηση που νέμονταν της ζωής του το υπόλοιπο.

Στα χέρια , στα χέρια του, στα χέρια της, εκεί βρισκόταν τα ομορφότερα από όλα, εκεί τα ερωτοτροπήματα εκεί και οι αγκαλιές.

Την μνήμη της αφής να προστατεύσει από την λησμονιά μπορούσε, οπλίζοντας τα χέρια του με χάδια.

Θυμόταν με μεγάλη ακρίβεια τον τρόπο που το χέρι της βαστούσε.

Και εδώ και χρόνια, έμπλεκε το αριστερό του χέρι με το δεξιό κρατώντας το όπως εκείνης. Ύστερα έκλεινε τα μάτια του και η φαντασία του τον πήγαινε σε ένα παγκάκι.

Εκεί συχνά της κράταγε το χέρι και τώρα, με τα χεράκια του έτσι μπλεγμένα να χαϊδεύουν το ένα το άλλο, βαυκάλιζε το θυμικό του.

Πόσο αγαλλίαζε την ψυχή του ενώ ταυτόχρονα την λησμονιά μαχαίρωνε πισώπλατα.

Κάποιες φορές συχνά θα το ‘λεγες, η κάψα τον κυρίευε για εκείνη.

Τα δυο του χέρια μετά τα τόσα χρόνια απουσίας της, εκείνο το μοναδικό το μαγικό της χάδι είχαν ξεπατικώσει και στο κορμί του το αναπαραστούσαν.

Θυμόταν πως τα δάχτυλα της του έμοιαζαν με αερικά που ασελγούσαν πάνω στο αποπλανημένο του κορμί απ’ τα χάδια της, μα εκείνο που κυριολεκτικά συντάραζε το δέρμα και έφερνε τρέμουλο παντού ήταν ο τρόπος που τον άγγιζε η παλάμη της.

Και αυτόν είχε φροντίσει με τα χρόνια να τον μάθουνε καλά τα δυο του χέρια.

Όμως σε ετούτη την αναπαράσταση, την θυμησιά δεν άντεχε η ψυχή του και με την λησμονιά μαζί λαβώνονταν και αυτός.

Τα μάτια του έτσι κλειστά σαν του θεάτρου την πεσμένη αυλαία δεν βαστούσαν και δάκρυα ξεχύνονταν μέσα από τις κουρτίνες των βλεφάρων του.

Δάκρυα που σαν κυλούσαν πάνω του έκαιγαν το κορμί όπως τότε.

Αβάσταχτη τούτη η στιγμή που η μνήμη του την λησμονιά νικούσε.

Πύρρειος Νίκη!

Μα την χρειαζόταν πολύ όσο καμία άλλη.

Ο πόλεμος ήταν μπροστά, μάχες πολλές είχε να δώσει ωσότου φτάσει η ώρα που η ψυχή θα παραδώσει και σε εκείνη λεύτερη θα τρέξει για να την βρει.

Και εκείνος πιότερο και απ’ τον θάνατο μονάχα ένα φοβόταν.

Των γηρατειών της λήθης την αρρώστια μην έρθει και τον βρει και την ξεχάσει…

 

 

* Ο Πέτρος Γκόρτσος σπούδασε στη σχολή διοίκησης και οικονομίας τμήμα τουριστικών επιχειρήσεων Αθήνας. Υπήρξε επιχειρηματίας επί σειρά ετών ενώ σήμερα διευθύνει ξενοδοχείο στην Ζάκυνθο. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την μουσική και το τραγούδι. Το 2011 βραβεύτηκε με έπαινο στον πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top