Fractal

Φόβοι στη θάλασσα

Γράφει ο Κωνσταντίνος Λίχνος //

 

Νίκος Μυλόπουλος «Θερίσματα ζωής και ερώτων», εκδ. Στίξις

 

Διαμέσω τού τίτλου τής συλλογής, ο ποιητής, ειδοποιεί πως θα αποτυπώσει τα όσα έδρεψε στη ζωή του και θα τα αποτιμήσει· όχι εν είδη χρονολογικής καταγραφής γεγονότων-σταθμών, τα οποία σημάδεψαν την ύπαρξή του, συνοδευόμενη από εξομολογητικό απολογισμό, αλλά, με έναν τρόπο αρκετά διαφορετικό, τον οποίο ο αναγνώστης καλείται να αποκωδικοποιήσει. Τα σωσμένα θερίσματα ζωής, θα παρατεθούν ενδεδυμένα με τις επικαλύψεις τής μνήμης, διαποτισμένα με συναισθήματα ενοχών, απουσίας, ματαιώσεων, απογοήτευσης, παραλείψεων, αγωνίας, πόνου, πίκρας, προδομένων επιθυμιών και αδικαίωτων πόθων· μεταποιημένα σε στοχασμούς, που μετουσιώνονται σε στίχους με πλούσια ευαισθησία -δίχως επιτήδευση και μεγαλόσχημες εκφράσεις-, απαλότητα τόνων και ήπια, σε ένταση, λυρικά κορυφώματα, που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια συνειδησιακή διαδρομή, όπου αφετηρία και προορισμός συγχέονται, παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, και το εξωτερικό βίωμα με τη μνημονική καταθήκη αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, εντός ενός πλαισίου όπου καταργείται η χρονική ιεράρχηση, οδηγώντας τελικά, σε έναν νέο τρόπο σήμανσης του χρόνου αυτού καθαυτού.

Ο καρπός που θα συναχθεί την εποχή τού θερισμού, αποτελεί πάντοτε, ένα πολυσύνθετο αποτέλεσμα ετερόκλητων παραγόντων· εξαρτώμενο από το είδος τής σποράς, την ποιότητα και τη συνέπεια της καλλιεργητικής φροντίδας, τη γονιμότητα του εδάφους, τις καιρικές συνθήκες και άλλα. Ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα, εξαρτώμενο από τη συνειδητά σκόπιμη προσπάθεια -αλλά και τους απαρέμφατους τροπισμούς τής προσωπικότητας-, την υλική αναγκαιότητα της ιστορικής συγκυρίας, καθώς και την καταλυτική επίδραση της τυχαιότητας. Ένα δυναμικό προϊόν, που καθορίζεται από στοιχεία, τα οποία το υποκείμενο μπορεί να υποτάξει στη θέλησή του, μα και δυνάμεις πέραν από τον έλεγχό του. Και ασχέτως τού αποτελέσματος, κάποια στιγμή έρχεται η ώρα τού απολογισμού, η αποτίμηση του καρπού, και έρχεται ξανά και ξανά· επειδή, μέσω τής μνήμης το εμπειρικό δεδομένο αναβιώνει και τίθεται διαρκώς υπό αξιολόγηση· εκεί, όπου το πραγματικό συγκρούεται με το δυνητικό, το απόκτημα με την επιθυμία, η ψευδαισθητική αντίληψη του αναγκαίου, με την πραγματική ανάγκη, και η αυταπάτη με τη νέα συνειδητοποίηση, που θα αναγνωριστεί, κάποτε, ως νέα αυταπάτη.  Κάνοντας τον απολογισμό του, ένας άνθρωπος, δεν θα έρθει μονάχα αντιμέτωπος με το τί έσπειρε ή το τί θέρισε, ως αντικειμενικό δεδομένο, αλλά, και με το πώς αποτιμήθηκαν οι καρποί τής συγκομιδής στη συνείδησή του και πώς καταγράφηκαν στη μνήμη του (εκεί, όπου βρήκαν νέο έδαφος για να βλαστήσουν και να φύονται διαρκώς). Ο εσωτερικός απολογισμός, η ερμηνεία και η συνεχής ανανοηματοδότηση των βιωμάτων, διαμέσω τής επανεξέτασης της μνημονικής καταγραφής, από μια συνείδηση που διαρκώς εξελίσσεται και διατηρεί τα βιώματά της ζωντανά, για να τα επαναξιολογεί ανασχηματίζοντάς τα ανάλογα με το πρόσημο της γνωστικής αποτίμησης -μια διαδικασία όπου το αίτιο και το αιτιατό αντιστρέφονται σε μια άχρονη πορεία ανακύκλησης-, είναι ένα από τα κεντρικά θέματα διερεύνησης στην ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου.

Ο απολογισμός γίνεται πάντοτε στο «τέλος», την εποχή τού θερισμού· ωστόσο,  η περιοδολόγηση και η εποχική διαίρεση, καταλήγει μια πράξη αυθαίρετη, καθώς, στην περίπτωση των «Θερισμάτων ζωής και ερώτων», αρχή και τέλος, παρελθόν και μέλλον, αέναα συνδιαλέγονται σε ένα ποιητικό παρόν, το οποίο διαρκώς αναδιαμορφώνεται. Ο απολογισμός, λοιπόν, υποκείμενος σε διακυμάνσεις, μετατρέπεται σε μια μόνιμη κατάσταση συνειδητότητας, και απλώς εντείνεται σε κρίσιμες προσωπικές στιγμές ή περιόδους γενικότερου κοινωνικού αναβρασμού. Τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των πολιτικοοικονομικών και ιδεολογικών αδιεξόδων, απόρροια της οικονομικής ύφεσης της τελευταίας δεκαετίας, παρουσιάστηκε εντόνως η διάθεση απολογισμού και εμφανίστηκε μια τάση ιστορικού τύπου καταγραφής των γεγονότων τής κοινωνικής ζωής, οδηγώντας τη λογοτεχνία -υφολογικά, γλωσσικά και θεματικά- σε μια απόπειρα νατουραλιστικής αποτύπωσης της πολυκύμαντης περιπέτειας που συνιστά η σύγχρονη ζωή, ώστε να αποδοθεί με ωμότητα η ζοφερότητα των ημερών μας. Αυτή η απόπειρα αντικαθρεφτισμού των πραγμάτων, συνήθως, εμπεριέχει την αντίληψη, πως οι καταστάσεις, οι οποίες βιώνονται ως φυσιολογικές, είναι τόσο αφύσικες που η καταγραφή τους -από μόνη της- έχει αξία βαρυσήμαντη· εφόσον, μπορεί να προάγει τον στοχασμό και τη διερεύνηση των συνθηκών, οι οποίες δεν επιτρέπουν στο κοινωνικό υποκείμενο να καταχωρήσει στη συνείδησή του, τις καταστάσεις που βιώνει, ως «αφύσικες». Δυνητικά, λοιπόν, μια τέτοια τάση μπορεί να αποδεσμευτεί από την ηγεμονίας τής κυριαρχούσας ιδεολογίας, και να αντισταθεί στη φυσιολογικοποίηση της σύγχρονης ζωής, αναδυόμενη ως ιδεολογική αντιπρόταση πρόσληψης των πραγμάτων. Σε τελική ανάλυση, η λογοτεχνία θα αποτελεί πάντοτε, μια ιδεολογική αποτύπωση του κόσμου, και ως τέτοια, θα ενσωματώνει ή θα αντιστρατεύεται την ηγεμονική ιδεολογία. Ακόμη και η πιστότερη αποτύπωση των πραγμάτων, αποτελεί μια ιδεολογική απεικονιστική κατασκευή, γιατί η καθαυτή πραγματικότητα, που διαμορφώνεται με υλικούς όρους, εμπεριέχει την ιδεολογία, δίχως την οποία δεν θα ήταν ικανή να αναπαραχθεί, αλλά, και θα φάνταζε ολοκληρωτικά ακατανόητη. Στην ποιητική συλλογή τού Ν. Μυλόπουλου, βέβαια, δεν επιχειρείται κάποια νατουραλιστική περιγραφή των καταστάσεων, οι οποίες συνθέτουν την ύπαρξη του μεταμοντέρνου κοινωνικού υποκειμένου· εκείνο που τίθεται στο μικροσκόπιο είναι η διασταλτική και ευμετάβλητη ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων, η αποτίμηση του βιώματος, η επαναξιολόγηση των εξίτηλων καταγραφών τής εμπειρίας στους δέλτους τής μνήμης· ο απολογισμός τής ζωής -που διαρκώς εξελίσσεται-, από τη συνείδηση ενός αποσυναρμολογημένου υποκειμένου -που διαρκώς αναθεωρεί την αυτοεικόνα του-, σε μια σισύφεια προσπάθεια να αναρριχηθεί τον λόφο τής πνευματικής ωρίμανσης και να απαλλαγεί από τον βράχο τής ψευδοσυνείδησης, κατακτώντας αυτεπίγνωση και ανόθευτή όραση της ζωής (να καταστεί ικανό, να αντικρίσει: «Την κοφτερή ασχήμια τής αλήθειας», βρίσκοντας το κουράγιο να «ξεπεζέψει απ’ το όνειρο»), ώστε να προχωρήσει πέρα από τη «μόνη αλήθεια που αντέχουμε», πέρα από ψευδαισθητικές ιδεοληψίες που θολώνουν το βλέμμα μας, και τους φόβους που διαστρεβλώνουν τα πράγματα. Να αποδυθεί, δηλαδή, στην αέναη πάλη να απαλλάξει τη συνείδησή του, από την κίβδηλη εικόνα που έχει σχηματίσει για τον εαυτό της και τον κόσμο, για να μπορέσει να επουλώσει τις πληγές της, να γεμίσει τα κενά της και να καταποντίσει τους φόβους της, μόνο και μόνο, για να ανακαλύψει καινούργιους («Είναι ντροπή στα μέρη μας// Σα θα ’ρθεί τ’ άλλο καλοκαίρι// Να μην έχεις να ρίξεις// φόβους στη θάλασσα», ΟΙ ΦΟΒΟΙ).

Κάθε άνθρωπος, πορεύεται στη ζωή του έχοντας μια συγκεκριμένη ιδέα για τον εαυτό του (τις ικανότητες, τις αδυναμίες του, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του) και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Η εικόνα που έχει σχηματίσει, τόσο για τον κόσμο, όσο και για το Εγώ του, δεν ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά στην πραγματικότητα· παρ’ όλ’ αυτά, όμως, επιδρά καταλυτικά στη συμπεριφορά του. Μονάχα ερχόμενος αντιμέτωπος με καθοριστικά γεγονότα, που προκαλούν τις βεβαιότητές του και αρνούνται να προσαρμοστούν στις ερμηνείες του, μπορεί να «διορθώσει» κάποιος την οπτική του. Όταν, δηλαδή, παρουσιάζεται κάποιο ερμηνευτικό αδιέξοδο, όπου η λογική του και η θεωρητικοποίηση της πείρας του, αδυνατούν να σημασιοδοτήσουν επαρκώς τα γεγονότα, απαιτώντας ιδεολογική αναπροσαρμογή και επανεκτίμηση της εμπειρίας. Καμιά φορά, η επίδραση καθοριστικών γεγονότων δεν είναι καν αναγκαία, η ανάκληση συντελεσμένων συμβάντων στη μνήμη, σε μια εποχή αναστοχασμού/θερισμού, μπορεί να είναι αρκετή. Καθώς το μεταμοντέρνο υποκείμενο -προϊόν και αυτό της ιστορικής στιγμής- καθίσταται απροστάτευτο, ύστερα από την αποδιάρθρωση των θεσμών που παλαιότερα επικάλυπταν το άτομο (οικογένεια, συντεχνία, συνοικία, εκκλησία, σχολείο κ.λπ.), και στη διάπλαση της προσωπικότητας του επιδρούν ανεμπόδιστα οι αντιφατικές επιρροές της οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής, πολιτιστικής πραγματικότητας (τις οποίες η ηγεμονική ιδεολογία προσπαθεί να νοηματοδοτήσει με συγκεκριμένο τρόπο, για να κανονικοποιήσει την πρόσληψη της πραγματικότητας από τις συνειδήσεις), εγκαταλείπεται ανοχύρωτο απέναντι σε ποικίλες αλλοτριωτικές καταστάσεις, οι οποίες, από τη μία το απελευθέρωσαν από την εσωτερική υποδούλωση (σπάζοντας τα θεσμικά στεγανά που το καταπίεζαν), και από την άλλη, το ανάγκασαν να επωμιστεί ολομόναχο, το χρέος τής χειραφέτησής του· μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό, που το αποδομεί αφήνοντάς το έρμαιο των επίβουλων εξωτερικών επιδράσεων και στο έλεος μιας επιλεκτικής και αναξιόπιστης μνήμης, η οποία, κατά τη διάρκεια του απολογισμού, το φέρνει διαρκώς αντιμέτωπο με τις ανεπάρκειές του και με το παντοτινά παρόν, μελανό παρελθόν του.

 

Νίκος Μυλόπουλος

 

Στα ποιήματα της συλλογής, ο αναγνώστης, δεν έρχεται αντιμέτωπος με κάτι που θα πρέπει να αντικρισθεί ως εξιστόρηση γεγονότων, περιγραφή καταστάσεων ή εξομολογητικό παραλήρημα συνειδησιακών μεταπτώσεων· έρχεται αντιμέτωπος με το στάθμισμα και την εννοιολόγηση του συναισθηματικού αντικτύπου, των συμβάντων τής ζωής, στη συνείδηση του μεταμοντέρνου ανθρώπου, ο οποίος τα βίωσε έχοντας ιστορικά συγκεκριμένες απαιτήσεις, προσδοκίες, επιθυμίες και αναστολές, και που πλέον, την εποχή τού θερισμού, τα ανακαλεί στη μνήμη και τα ανασκευάζει, για να αναδομήσει την αυτοεικόνα του· χρησιμοποιώντας ως οικοδομικά υλικά, ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που προσπαθεί να απεμπολήσει, την ασυνέπεια της μνήμης, το πλανερό των επιθυμιών και των λανθασμένων προσδοκιών και τις συνειδησιακές του ελλείψεις· σε μια καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά πέρα για πέρα ηρωική προσπάθεια, να αποκτήσει αυθεντική αίσθηση του εαυτού του και να συνδεθεί ειλικρινά με τη ζωή. Η ποιητική σύνθεση του Ν. Μυλόπουλου, απαρτιζόμενη από 25 ποιήματα ελεύθερης στιχουργικής μορφής, αποτελεί μια συνεχής ροή από υπερρεαλιστικές απεικονίσεις συνειδησιακών καταστάσεων, που παρουσιάζονται ως υπαρξιακά τεκμήρια βιωμάτων, θερίσματα ζωής, συνοδευμένα από τον συναισθηματικό τους απόηχο. Διανοητικές ανιχνεύσεις των εμπειριών, οι οποίες δίνουν μια νέα διάσταση -μέσω τής ευεπίφορης μνημονικής ανάκλησης- στο βίωμα, μετατρέποντάς το σε εξελισσόμενο εις το διηνεκές γεγονός τής συνείδησης, που, καθώς μεταβάλλεται η γνωστική αποτίμηση σχετικά με αυτό, παραλλάσσεται και το συναισθηματικό του αντίκρισμα. Εκείνο που έχει βιωθεί, αλλά βρίσκεται διαρκώς εν το γίγνεσθαι, διαπερνώντας υποβολιμαία τον ψυχισμό, αναβιώνει κάθε φορά που το επισκέπτεται η μνήμη, αποκτώντας τη σημασία που η διάνοια του προσδίδει, για να λειτουργήσει ως φίλτρο πρόσληψης του παρόντος και των γεγονότων που συμβαίνουν στο «τώρα» (τα οποία, μπορούν μονάχα να βιωθούν σε σύνδεση με τα παρελθόντα βιώματα, που καθόρισαν και συνεχίζουν να καθορίζουν το υποκείμενο). Γιατί, ό,τι ζήσαμε, ό,τι θερίσαμε, συμβαίνει διαρκώς εντός μας, εξελίσσεται μαζί μας, έξω από τον χώρο και τον χρόνο, υπό την εποπτεία τής παρούσας συνείδησης, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται, κάτω από την επίδραση των εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων. Τα δεδομένα τής μνήμης, μετατρέπονται σε διαρκή συμβάντα, τα οποία καθορίζουν την κατάσταση συνειδητότητας, από την οποία θα εξαρτηθεί η εκτίμηση και ερμηνεία κάθε νέου βιώματος, ανακηρύσσοντας τη μνήμη, όχι σε καταγραφέα των όσων συνέβησαν, αλλά σε κριτή, των όσων συμβαίνουν («Μεταφορείς μνήμης πορευόμαστε πάνω σε κύκλους παράλληλους», Η ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ). Με κύριες έννοιες διαπραγμάτευσης τη σήμανση του χρόνου, τη λειτουργία τής μνήμης, την απώλεια συνειδητότητας, την αποξένωση και την αδυναμία σύνδεσης με τη ζωή, που αποκτά αξία μονάχα όταν μοιράζεται με άλλους ανθρώπους, («Αλλάζει η ζωή και πια δεν μοιράζεται// Αλλάζει η ζωή και πια δεν υπάρχει», ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ), τη ματαιότητα, το ξέφτισμα της ελπίδας («Κι η ελπίδα απόμακρη// Με άγραφη μοιάζει σελίδα», Ο ΦΛΟΙΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ), το παρελθόν που καθορίζει το μέλλον, τη νοηματοδότηση των βιωμάτων μέσω τής αναβάπτισης των δεδομένων τής μνήμης, που αναγκάζει τα πάντα να ρέουν σε καθεστώς αχρονίας («Το όλον γεννιέται για να χαθεί// Κι ο χρόνος εξανεμίζεται// Γιατί δεν υπάρχει», Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ)· με λόγο που διαπνέεται από πεσιμισμό και μελαγχολία, αλλά και μια ήπια -μα σθεναρή- τάση αντίστασης στη λήθη, την απόσυρση, την πλήρη ματαίωση και τη φθοροποιό επιρροή τής «ηθελημένης» μοναξιάς· χτίζεται ένα ποιητικό Εγώ πολύπρισματικό, που αδυνατεί να ενοποιηθεί, ένα θραυσμένο νεωτερικό υποκείμενο, το οποίο, μοιάζει λιγότερο με αυτοτελή ενσυνείδητη ύπαρξη, και περισσότερο με ρευστό συνάθροισμα παρελθοντικών εμπειριών και παροντικών επιδράσεων, ανίκανο να σχηματίσει ιδίαν βούληση και να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στο κατακερματισμένο μετανεωτερικό συλλογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και από το οποίο διαμορφώθηκε.

Στις ποιητικές καταθέσεις τής συλλογής, οι στίχοι, ως καρποί πνευματικής εγρήγορσης και υπαρξιακής αγωνίας, ξεδιπλώνονται σαν ανασυρόμενες μνήμες, έχοντας μια αρκούσα αυτοτέλεια, για να απορροφηθούν, όμως, από τη ροή τού λόγου, από το ποίημα που συνθέτουν, το οποίο θα αποτελέσει τμήμα τής συνολικής συγκομιδής, τού θερισμού (όπως και κάθε ανάμνηση, αποκομμένη, παραμένει μια «αυτόνομη» στιγμή σε διαρκή βρασμό, συνθέτοντας μαζί με τις υπόλοιπες θύμησες, το σύνολο της βιωμένης ζωής· την οποία, το υποκείμενο -σε κατάσταση συνεχούς αλλαγής- επαναξιολογεί διαρκώς, αποτιμώντας εκ νέου το κάθε ξεχωριστό βίωμα, την κάθε διαφορετική βιωματική ανάμνηση). Κατόπιν, τα θερίσματα θα αξιολογηθούν και ο απολογισμός τους, θα πραγματοποιηθεί μέσω τής μνήμης, σε απόσχιση από το αφετηριακό βίωμα, το οποίο καταγράφηκε ως ανάμνηση και ανασχηματίστηκε επανειλημμένα. Ως γεγονότα τής συνείδησης, θα αναθεωρούνται, κάθε φορά που η τελευταία πασχίζει να τα εκτιμήσει, προσπαθώντας να προσεγγίσει την ουσία της έξω από αυτά, έξω από τον χρόνο, αναζητώντας κάποιο βαθύ μυστικό τής υπάρξεως, επωμιζόμενη την πνευματική αγωνία που χαρακτηρίζει την αναζήτησή της. Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, οι ακροτελεύτιοι στίχοι, εκτός τής κύριας συστοιχίας, παρατάσσονται ως αποκαλυπτική κατακλείδα, κομίζοντας με αποσταγματική διατύπωση -με στίχους περιεκτικής συμπύκνωσης που επιβάλλουν παύση και διαθέτουν ένα ξεχωριστό ειδικό βάρος, ώστε να μπορούν να σταθούν αυτόνομοι, αλλά και να προσδίδουν νοηματική υπόσταση στο σύνολο του ποιήματος- την απόφανση της διάνοιας, αναφορικά με τον απολογισμό τού θερισμού· αναγκάζοντας τον αναγνώστη να διαβάσει το ποίημα ξανά και ξανά, με τον ίδιο τρόπο που θα ανακαλούσε, ξανά και ξανά, μια καταλυτική ανάμνηση, για να αποκωδικοποιήσει την επίδρασή της. Με την προσέγγιση αυτή, δίχως εστίαση στην επικαιρότητα ή σαφή προσδιορισμό τού χώρου και τού χρόνου, τα ποιήματα μετατρέπονται σε χειμάρρους διαχρονικής στοχαστικότητας (περί της υπάρξεως, της ασημαντότητας του ατόμου, της ολοκλήρωσης του Εγώ, της πλημμελούς επαφής τής συνείδησης με τον κόσμο)· μέσα από την οποία, χωρίς δυσοιωνισμούς ή αναθεματισμούς, ο ποιητής, αναμετράται με τα βιώματά του, τη μνήμη και τον χρόνο, για να εκφράσει την αγωνία του για τη βαθύτατη σύγχυση του ανθρώπου της εποχής μας και να αναδείξει σε κυβερνώσα δύναμη υποκίνησης του Υποκειμένου, το -άπιαστο, στις παρούσες συνθήκες- ιδανικό τής ενσυνείδητης υπάρξεως, και την επιδίωξη της αυτογνωσίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top