Fractal

Διήγημα: “Δεύτερη ευκαιρία”

Της Εύης Γιαννακοπούλου // *

 

 

 

 

 

“Δεύτερη ευκαιρία”

 

Αυτός ο δαίμονας πάλι του είχε κατακλύσει τις σκέψεις. Έβαλε τα χέρια στ’ αυτιά του με όλη του τη δύναμη. Όμως οι φωνές επέμεναν. Σηκώθηκε και περπάτησε το σπίτι πάνω κάτω, πέντε έξι φορές. Γονάτισε και ούρλιαξε: «Φτάνει, φτάνει..». Όταν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο πάτωμα, σηκώθηκε όρθιος και πήγε διστακτικά στο ματάκι της εξώπορτας να ελέγξει αν κάποιος τον είχε ακούσει και βγήκε ανήσυχος στον διάδρομο του ορόφου να δει. Φοβήθηκε μήπως τον περάσουν για τρελό. Οι γείτονές του γνώριζαν ότι έμενε μόνος. Όχι, όχι. Με τίποτα δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Του έφτανε που το πίστευε ο ίδιος. Και πώς να μην το πιστεύει άλλωστε; Περνούσε τις μέρες του μοναχικά, κλεισμένος σ’ ένα σπίτι, πνιγμένος στις φοβίες. Είχε συνεχώς διακυμάνσεις στη διάθεσή του και έκλαιγε. Στα καλά καθούμενα έβαζε τα κλάματα. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Σκεφτόταν πως η ζωή του δεν έχει πια νόημα. Ο κόσμος του φαινόταν σκληρός και δεν ταίριαζε με τις ευαισθησίες του. Είχε αρχίσει να χάνει την πίστη του στους ανθρώπους. Ένιωθε πως δεν υπάρχει ελπίδα για τίποτα.

Στην αρχή, όλα ξεκίνησαν με κρίσεις πανικού. Δυσκολευόταν να ελέγξει τις σκέψεις του. Είχε την αίσθηση ότι κάτι τρομερό θα του συμβεί, ότι θα πεθάνει. Και τότε ήταν που το σώμα του έπαιρνε μπρος και βρισκόταν σε συναγερμό, παίρνοντας ανεξέλεγκτη τροχιά. Όλα χτυπούσαν κόκκινο και ένιωθε το οξυγόνο του να τελειώνει. Βίωνε μια κατάσταση πνιγηρή. Κάθε κρίση κι ένας μικρός θάνατος. Αισθανόταν ματαίωση. Ήττα προσωπική. Αυτός που ήθελε όλα να τα ελέγχει, αδυνατούσε να χαλιναγωγήσει  τις ίδιες του τις σκέψεις, που ήταν γεμάτες από επικείμενους κινδύνους.  Έβλεπε τους άλλους και τους ζήλευε γιατί σκεφτόταν ότι ήταν υγιείς, ενώ τον εαυτό του, τον αντιμετώπιζε ως άρρωστο. Και στιγμιαία, κάπου εκεί στην αποκορύφωση της ματαιότητάς του, τον έπιαναν τα κλάματα και ήθελε να πεθάνει. Σκεφτόταν ότι ένας βιολογικός θάνατος δεν θα διέφερε πολύ από τον «θάνατο» που βίωνε ο ίδιος, σχεδόν καθημερινά. Είχε κάνει αρκετές απόπειρες, μα το σώμα του την τελευταία στιγμή είχε άλλη γνώμη. Αντιδρούσε, ήθελε να ζήσει. Το αίσθημα της επιβίωσης υπερίσχυε.

Είχε μιλήσει γι’ αυτό που του συνέβαινε σε λίγους δικούς του ανθρώπους, αλλά οι περισσότεροι, αδυνατώντας να καταλάβουν τι ένιωθε, του έλεγαν ότι όλα είναι στο μυαλό του, ότι είναι ιδέα του και ότι με τον καιρό θα του περάσει. Ιδέα του; Ένιωθε να πνίγεται, να σταματάει η αναπνοή του, να ιδρώνει, να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Είχε ταχυπαλμίες και μουδιάσματα. Κινδύνευε από έναν αόρατο εχθρό. Από δικές του υποθετικές σκέψεις ότι κάτι κακό θα του συμβεί. «Αυτά που σκέφτεσαι είναι τρελά. Σύνελθε επιτέλους, πίστευα ότι είσαι ξύπνιος», του είπε κυνικά μια μέρα ο πατέρας του, ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του. Θεώρησε λάθος που του μίλησε.

Αποφάσισε να επισκεφθεί ψυχολόγο. Όσο ο χρόνος κυλούσε και έκανε βαθιά ανασκόπηση στο παρελθόν του, άρχισε να παρουσιάζει πρόοδο. Μιλούσε, τα έβγαζε από μέσα του και με πολλή δουλειά άρχισε να αποδέχεται κάποια γεγονότα που τον τραυμάτισαν. Ωστόσο, οι φοβίες του επέμεναν. Ύστερα από αρκετό καιρό, όταν πια το ποτήρι είχε ξεχειλίσει για τα καλά, συμβουλεύτηκε ψυχίατρο και ακολούθησε φαρμακευτική αγωγή. Με τον καιρό, τα χάπια είχαν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους. Αντιμετώπιζε με περισσότερη ψυχραιμία τις καταστάσεις που βίωνε και οι κρίσεις αραίωναν. Δεν ήταν βέβαια ο ίδιος ενεργητικός άνθρωπος με πριν, μα έπαιρνε σιγά σιγά τα πάνω του. Έκανε πράγματα μες στη μέρα. Είχε μια ρουτίνα. Πού και πού έβλεπε και κανέναν φίλο. Δεν την έβγαζε πια μόνο κάτω από τα παπλώματα με κατεβασμένα στόρια. Ένα μόνο πράγμα είχε χαθεί οριστικά γι’ αυτόν. Η χαρά. Τον κυρίευε μια ανηδονία. Για όλα. Μόνο στο θέατρο τα ξεχνούσε όλα και ελευθερωνόταν από τα δεσμά της φυλακής που βίωνε.

Ο Χριστόφορος ήταν ένας γοητευτικός, τριανταπεντάρης. Ηθοποιός στο επάγγελμα και μάλιστα από τους πιο πετυχημένους κωμικούς της χώρας. Κάθε του παράσταση γέμιζε ασφυκτικά. Ο κόσμος τον λάτρευε και ξεκαρδιζόταν μαζί του με κάθε του ρόλο. Ήταν ο λόγος του, οι κινήσεις, οι γκριμάτσες… Οι ερμηνείες του προκαλούσαν πηγαίο γέλιο στο κοινό. Βέβαια, ο ίδιος δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίος ηθοποιός ήταν και παρέμενε ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Το μεγαλύτερο του κίνητρο, αυτό που τον έκανε να συνεχίζει αυτή τη δουλειά ήταν ότι έκανε τους ανθρώπους να γελάνε. Αυτό ήταν το καύσιμό του. Να ξέρει ότι μπορεί να κάνει τους άλλους να ξεχνούν για λίγο τα προβλήματά τους και να είναι χαρούμενοι. Έστω και στιγμιαία. Άσχετα που ο ίδιος ήταν δυστυχισμένος. Σαν τους γελωτοποιούς κι αυτός. Κάθε φορά που η παράσταση τελείωνε, γυρνούσε στο καμαρίνι του, ξεβαφόταν και κλείδωνε στο συρτάρι την μάσκα του χαρούμενου και ευτυχισμένου για την επόμενη μέρα. Πολλοί θαυμαστές πήγαιναν να τον συναντήσουν μετά το τέλος της παράστασης, να του μιλήσουν, να τον συγχαρούν και να φωτογραφηθούν μαζί του. Μα αυτός ήταν ταπεινός. Είχε πάντα ένα πλατύ χαμόγελο και έσκυβε το βλέμμα του από συστολή κάθε φορά που κάποιος του έλεγε έναν καλό λόγο.

Ο Χριστόφορος τα τελευταία δύο χρόνια υπέφερε από κατάθλιψη. Όλες οι παλιές, κακές συνήθειες που είχε όσο ήταν νεότερος, είχαν εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί. Τα φλερτ, η έντονη ζωή, οι γυναίκες,  οι παρέες, τα μεθύσια, τα μπαρ. Όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Σαν να τα είχε ζήσει κάποιος άλλος. Πλέον ήθελε να μένει συνέχεια μόνος. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και αρνούνταν να μοιραστεί τα συναισθήματά του με τους δικούς του ανθρώπους. Είχε ψιλοχαθεί με όλους. Βαριόταν να τους εξηγεί και να απολογείται κάθε φορά για το πώς νιώθει. Πίστευε ότι δεν θα τον καταλάβουν και δεν ήθελε να τους κουράζει με τις καταθλιπτικές του σκέψεις. Γι’ αυτό και αποσύρθηκε από τις παρέες, παίρνοντας την απόστασή του, διακριτικά. Πού και πού  ακολουθούσε στις εξόδους τους, αλλά ποτέ δεν γυρνούσε στο σπίτι με χαρά. Αντιθέτως, ένιωθε πιο άδειος από ποτέ, με αποτέλεσμα να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του και να του παίρνει περισσότερο καιρό να συναναστραφεί με κόσμο.

Η καθημερινότητά του από τότε που διαγνώστηκε με κατάθλιψη και ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές ήταν κάθε μέρα ίδια και απαράλλαχτη. Τα πρωινά ξυπνούσε νωρίς. Σηκωνόταν από το κρεβάτι με το άκουσμα του πρώτου ξυπνητηριού, έστυβε χυμό πορτοκάλι, έπαιρνε το πρωινό του και αμέσως κούμπωνε τα πρώτα χάπια της ημέρας. Ύστερα έπινε τον καφέ του μαζί με ένα τσιγάρο απαραιτήτως και έβγαινε να περπατήσει. Στο δρόμο άκουγε μουσική με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Φορούσε πάντα φόρμες,  μαύρο σκούφο και μαύρα γυαλιά. Χωρίς να καταλαβαίνει κανείς ποιος είναι, χανόταν στο πλήθος. Μπορεί οι άλλοι να μην τον αναγνώριζαν, μα αυτός πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Έδινε μεγάλη σημασία στους περαστικούς. Στους ώμους που ακουμπούσε κατά λάθος, στα τυχαία αγγίγματα, στις συγνώμες που έλεγε με αγνώστους, στα ίδια βλέμματα που αντάλλασσε μαζί τους. Παρατηρούσε τις κινήσεις των σωμάτων τους και καθώς τους κοίταζε, προσπαθούσε να μαντέψει τις ζωές τους. Αυτή ήταν μια αγαπημένη του συνήθεια. Αφού έφτανε μέχρι ένα σημείο περπατώντας, καθόταν να κάνει ένα τσιγάρο. Πολλές φορές έβγαζε το ημερολόγιό του και σκάρωνε στιχάκια από κάτι που είχε εμπνευστεί κατά τη διαδρομή του. Άλλες φορές που δεν είχε όρεξη να γράψει, προτιμούσε να παρατηρεί τους περαστικούς. Μετά το τσιγάρο, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού και επέστρεφε ξανά στην ρουτίνα του. Έκανε τα ψώνια που χρειαζόταν από το μπακάλικο της γειτονιάς και λίγο πριν φτάσει σπίτι, έδινε απαραιτήτως λίγα ψιλά στον άστεγο που είχε στημένο το χαρτόκουτό του κοντά στο σπίτι του. Αυτός του ανταπέδιδε πάντα ένα ζεστό χαμόγελο. Τα μεσημέρια μαγείρευε. Του άρεσε πολύ να μαγειρεύει. Ήταν κάτι σαν εκτόνωση. Παλιότερα το σπίτι του ήταν πάντα γεμάτο από παρέες, φωνές, δυνατά γέλια, μοσχομυριστά φαγητά και ποτήρια με κατακόκκινο κρασί που έρρεε άφθονο. Το τελευταίο διάστημα όμως, συνήθιζε να τρώει μόνος. Απολάμβανε τη σιωπή. Τον ενοχλούσε η φασαρία. Μετά το φαγητό, έπλενε αμέσως τα πιάτα και ήθελε όλα στον πάγκο της κουζίνας του να είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Αυτοί ήταν κάποιοι από τους πολλούς ψυχαναγκασμούς του. Έπαιρνε τα μεσημεριανά του χάπια και έβγαινε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Αυτό της απόλαυσης, μετά το φαγητό. Ύστερα χάζευε στο κρεβάτι, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο και μετά έπεφτε για ύπνο. Τα χάπια άλλωστε του έφερναν έντονη υπνηλία και κόπωση. Λίγο πριν τις εφτά το απόγευμα σηκωνόταν, έκανε ένα καυτό μπάνιο και ετοιμαζόταν για το θέατρο.

Πάνω στην σκηνή μεταμορφωνόταν. Πραγματικά, γινόταν κάποιος άλλος. Ένας  άντρας με δυναμικότητα κι αυτοπεποίθηση. Χωρίς ανασφάλειες και φοβίες. Πρόσφερε άφθονο γέλιο στο κοινό και στο τέλος κάθε παράστασης εισέπραττε το πιο δυνατό χειροκρότημα. Ύστερα γύριζε σπίτι, πάντα μόνος, έτρωγε ελαφρά, έπαιρνε τα βραδινά του χάπια και κοιμόταν. Αυτή ήταν η καθημερινότητά του και δεν την άλλαζε εύκολα. Κάτι σαν τελετουργία. Είχε χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους, με την χαρά, τη ζωή και τον έρωτα. Και το πιο περίεργο ήταν ότι δεν αναζητούσε τίποτα απ’ όλα αυτά. Σαν να μην του έλειπε κάτι.

Εκείνο το πρωινό του Φλεβάρη, η μέρα είχε ξεκινήσει να είναι από νωρίς ηλιόλουστη. Πρωινός τύπος καθώς ήταν, είχε ήδη πάρει το πρωινό του και είχε πιει τον πρώτο καφέ της ημέρας. Ντύθηκε και βγήκε έξω. Αποφάσισε να πάρει μαζί του το καινούριο θεατρικό κείμενο που σε λίγο καιρό θα ανέβαζαν με τον θίασό του και έκατσε να πιει καφέ σ’ ένα συνοικιακό καφενεδάκι απέναντι από τη θάλασσα. Είχε πολύ καιρό να το κάνει αυτό. Να σπάσει την ρουτίνα του. Μα ο εκτυφλωτικός ήλιος τον προ(σ)καλούσε να αλλάξει τα σχέδιά του. Αφού παράγγειλε έναν διπλό ελληνικό σκέτο, άρχισε να διαβάζει τα λόγια για τον καινούριο του ρόλο. Μια αψιμαχία από διπλανά τραπέζια τον έκανε να χάσει τη συγκέντρωσή του και να γυρίσει το βλέμμα του προς τα εκεί. «Δρόμο, πάρε δρόμο σου είπα Λευτέρη! Τα έχουμε πει χιλιάδες φορές αυτά και δεν λες να καταλάβεις. Δεν σε θέλω στο μαγαζί μου. Μου κάνεις κακό. Φύγε, ενοχλείς τους πελάτες μου.», ο μαγαζάτορας έδιωχνε κακήν κακώς  έναν ταλαιπωρημένο κύριο που προσπαθούσε να πουλήσει στους θαμώνες του καφενείου τους αναπτήρες που κρατούσε στα χέρια του. Αυτός, έκανε να φύγει γεμάτος ντροπή, μα ο Χριστόφορος όσο παρατηρούσε την λογομαχία, τον αναγνώρισε. Ήταν ο άστεγος που του έδινε ψιλά κάθε μέρα. Σηκώθηκε να τον προλάβει. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον καλημέρισε. Τον προσκάλεσε να πιει μαζί του έναν καφέ. Ο κύριος Λευτέρης όταν βεβαιώθηκε ότι δεν του έκανε πλάκα, δέχτηκε. Πρώτα διστακτικά, μα λίγο αργότερα με μεγάλη χαρά. Ο Χριστόφορος προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις κάνει. Τέτοιες αυθόρμητες κινήσεις, να μιλάει σε αγνώστους, τις έκανε ο παλιός του εαυτός. Αυτός που πλέον δεν άντεχε ούτε τους ίδιους του τους φίλους, θα έπινε τώρα καφέ με έναν άγνωστο; Άφησε για λίγο στην άκρη τα λόγια του θεατρικού και άρχισε να μιλάει με τον άντρα, αφού πρώτα του παράγγειλε έναν ζεστό καφέ. Ο κύριος Λευτέρης, αισθάνθηκε μια ασφάλεια, μια ζεστασιά. Γρήγορα ένιωσε εμπιστοσύνη και άρχισε να του αφηγείται την ιστορία της ζωής του. Τα τελευταία εφτά χρόνια ήταν άστεγος. Έμενε σ’ ένα χαρτόκουτο κοντά στην ψαραγορά της γειτονιάς, χειμώνα καλοκαίρι. Οικογένεια δεν είχε. Στα νιάτα του, είχε στην κατοχή του μια επιχείρηση που δούλευε καλά, μα με τα ανοίγματα που είχε αρχίσει να κάνει, έπεσε έξω εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που βίωνε η χώρα. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη τα έχασε όλα και βρέθηκε ξαφνικά στον δρόμο. Ο Χριστόφορος τον άκουγε με προσήλωση και ασυναίσθητα του χάιδευε τον ώμο, κοιτώντας τον στα μάτια με συμπόνια και ανθρωπιά. Όσο ο κύριος Λευτέρης έβρισκε ανταπόκριση στα γεμάτα με αγάπη μάτια του Χριστόφορου, τόσο περισσότερα του έλεγε. Ο Χριστόφορος ακούγοντάς τον να μιλάει για τις δυσκολίες που είχε βιώσει, ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό. Αισθανόταν ντροπή, αχαριστία. Φώναξε τον σερβιτόρο και παράγγειλε μια μπουγάτσα να γλυκάνει για λίγο τον κύριο Λευτέρη από τα βάσανά του. Η ώρα περνούσε αβίαστα.  Ο καφές έγινε τσίπουρο και το ένα έφερε κι άλλα. Και κάπως έτσι πέρασαν μαζί τρεις ώρες, κουβεντιάζοντας. Όσο το ποτό τον έπιανε, ο Χριστόφορος άρχισε να νιώθει εμπιστοσύνη και αφέθηκε στο τρυφερό βλέμμα του κύριου Λευτέρη. Πώς ήταν δυνατόν να νιώσει ασφάλεια με έναν άγνωστο; Του είχε εκμυστηρευτεί πράγματα που δεν ήξεραν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι. Μια περίεργη χημεία έδεσε τους δύο άντρες. Σε μια στιγμή σιωπής και από τους δύο, ο κύριος Λευτέρης έβαλε τα κλάματα. Πλησίασε τον Χριστόφορο  και τον αγκάλιασε σιωπηλός για ώρα. Χρόνια είχε να μιλήσει με άνθρωπο. Να τον ακούσει κάποιος. Να τον καταλάβει. Να του πιάσει το χέρι και να του φερθεί ανθρώπινα και όχι σαν σκουπίδι. Οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν αδιάφορα, άλλοι του έριχναν βλέμματα γεμάτα οίκτο και αποδοκιμασία και άλλοι τον τραμπούκιζαν. Παρά τις δυσκολίες που είχε περάσει ο κύριος Λευτέρης, δεν το έβαζε κάτω. Είχε ένα γλυκό χαμόγελο και τα μάτια του έλαμπαν κάθε φορά που μιλούσε. Στο τέλος κάθε κουβέντας με τον Χριστόφορο, του διαβεβαίωνε ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες και για τους δυο. «Η ζωή είναι γλυκιά και δίνει κι άλλες ευκαιρίες. Δεν χάνω το κουράγιο μου, μην το χάνεις κι εσύ.», έλεγε και ξανά έλεγε. «Μα πού την έβρισκε τόση δύναμη; Τόση αισιοδοξία; Πώς μπορούσε να τα λέει  όλα αυτά όταν δεν έχει ούτε τα βασικά; Ένα σπίτι να μείνει; Ένα ζεστό πιάτο φαγητό; Έναν άνθρωπο να μοιραστεί τον πόνο του; Τι στο καλό έκανε λάθος ο ίδιος; Αυτός που είχε τα πάντα και κάθε μέρα βούλιαζε όλο και πιο πολύ στην θλίψη». Αυτές τις σκέψεις έκανε μέσα του ο Χριστόφορος όσο άκουγε τον κύριο Λευτέρη να μιλάει. Η ώρα είχε περάσει και ο Χριστόφορος έπρεπε να φύγει. «Πού μένεις;» τον ρώτησε ο κύριος Λευτέρης. «Εδώ πιο κάτω» απάντησε ο Χριστόφορος. «Ωραία», είπε ο Λευτέρης. «Ναι», αποκρίθηκε ο Χριστόφορος. Για λίγο επικράτησε αμηχανία. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα αγόρι μου, να είσαι καλά. Χάρηκα.», του είπε ο κύριος Λευτέρης και έκανε να φύγει βιαστικά από την άλλη πλευρά του δρόμου. Ο Χριστόφορος τον κοίταζε για κάμποση ώρα όσο ξεμάκραινε και δεν βρήκε κουβέντα να του πει. Αποφάσισε να γυρίσει σπίτι του. Ένιωθε κάπως μουδιασμένος. Μπήκε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Ύστερα έκατσε για λίγο στον καναπέ του να κάνει ένα τσιγάρο. Κοιτούσε προσεκτικά το πολυτελές σπίτι του, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. «Τι το ήθελε τόσο μεγάλο σπίτι, μόνος άνθρωπος;», αναρωτήθηκε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Καβάλησε την μηχανή του και έκανε να ξεκινήσει τη διαδρομή του για το θέατρο. Σε μια στιγμή αναλαμπής σταμάτησε, έκανε αναστροφή και γύρισε πίσω, στην γνωστή γωνία. Αυτό ήταν, το είχε αποφασίσει. Τον βρήκε εκεί να είναι τυλιγμένος με μια κουβέρτα. «Κύριε Λευτέρη;» φώναξε δειλά. Ένα κεφάλι βγήκε σιγά σιγά μέσα από το αυτοσχέδιο χαρτόκουτο. «Χριστόφορε; Εσύ είσαι;» είπε. «Ναι, εγώ. Τι λες να δεις την παράστασή μου σήμερα;», του πρότεινε. «Εγώ; Να έρθω στο θέατρο εγώ; Με τέτοια ρούχα σαν τον ζητιάνο; Θα σε ρεζιλέψω αγόρι μου. Άστο καλύτερα.». «Έλα κύριε Λευτέρη, θα σου δώσω εγώ ρούχα». Δεν δυσκολεύτηκε να τον πείσει. Ανέβηκαν στην μηχανή κι έφυγαν για το θέατρο. Τον πήρε στο καμαρίνι του και του έδωσε καθαρά, κομψά ρούχα. Τον έβαλε να κάτσει στην πρώτη σειρά, μαζί με τους επισήμους. Ο κύριος Λευτέρης κατά τη διάρκεια της παράστασης, γελούσε μ’ όλη την καρδιά του. Είχε μαγευτεί. Αυτός που τέτοια ώρα, υπό άλλες συνθήκες θα τουρτούριζε από το κρύο σε μια γωνιά του δρόμου, βρισκόταν τώρα σ’ ένα θέατρο, ανάμεσα σε ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας και απολάμβανε με την ψυχή του μια θεατρική παράσταση. Αυτός που είχε χρόνια να γελάσει με την καρδιά του. Να κάνει κάτι απλό, κάτι όμορφο που θα του δώσει χαρά. Και να του δοθεί τόσο απλόχερα.

Η παράσταση έφτανε προς το τέλος της. Άκουσε τον Χριστόφορο να λέει τα τελευταία λόγια επί σκηνής: «Η ζωή είναι γλυκιά και πάντα δίνει δεύτερες ευκαιρίες. Άνθρωπε, μη χάνεις την πίστη σου και χαμογέλα!». Ο Χριστόφορος καθώς έλεγε τις τελευταίες του ατάκες,  κοίταξε τον κύριο Λευτέρη και του έκλεισε το μάτι, σαν να κατάλαβε για πρώτη φορά πραγματικά το νόημα των λόγων αυτών που επαναλάμβανε κάθε βράδυ. Ύστερα η αυλαία έκλεισε και ακούστηκαν δυνατά χειροκροτήματα.

Μετά το τέλος της παράστασης, ο Χριστόφορος ετοιμάστηκε γρήγορα και πήρε τον κύριο Λευτέρη να φύγουν. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση. Σταμάτησε σε ένα συνοικιακό μαγαζί με σπιτικά φαγητά και πήρε δύο μερίδες χοιρινό και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Συνέχισε την πορεία του και χωρίς εξηγήσεις, προσπέρασε τη γνωστή γωνία δίπλα από την ψαραγορά. Γρήγορα, έφτασαν έξω από μια πολυκατοικία. Ο κύριος Λευτέρης παραξενεύτηκε. «Πού πάμε;», ρώτησε. «Σσσς», του έκανε νόημα συνωμοτικά ο Χριστόφορος και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Ανέβηκαν με το ασανσέρ στον τρίτο όροφο. Ο Χριστόφορος ξεκλείδωσε την πόρτα. Ο κύριος Λευτέρης έστεκε απ’ έξω. «Τι κάνουμε εδώ;», ρώτησε.

«Από σήμερα θα μένεις εδώ, αν δεν έχεις αντίρρηση φυσικά. Το σπίτι είναι τεράστιο και θα έχω κι εγώ παρέα. Ε; Τι λες;», είπε ο Χριστόφορος περιμένοντας να ακούσει το «ναι».

Ο κύριος Λευτέρης ήταν για κάμποσα λεπτά στα χαμένα. Δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Κάποιος του έκανε πλάκα. Σίγουρα. Το μόνο που είχε κάνει ήταν να βγει ακόμα ένα πρωινό, όπως τόσα άλλα, για να πουλήσει αναπτήρες. Δεν μπορεί ξαφνικά να άλλαζε η ζωή του. Δεν ήταν δυνατόν.

«Ε, άντε λοιπόν. Τι το σκέφτεσαι; Έλα μέσα, να κάνεις κι ένα ζεστό μπάνιο και να κοιμηθείς επιτέλους σε κανονικό κρεβάτι, να ισιώσει το κορμί σου», του είπε ο Χριστόφορος.

«Η ζωή είναι γλυκιά και δίνει δεύτερες ευκαιρίες», μονολόγησε χαμογελώντας ο κύριος Λευτέρης, καθώς του ήρθαν στο μυαλό οι τελευταίες ατάκες του Χριστόφορου από την παράσταση που είχε παρακολουθήσει. Με αργά βήματα πέρασε την πόρτα του σπιτιού και από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα ευγνωμοσύνης.

 

 

* Η Εύη Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Λάρισα, είναι 33 χρονών και εργάζεται ως δασκάλα σε δημοτικά σχολεία. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και είναι απόφοιτος του μεταπτυχιακού της Δημιουργικής Γραφής. Της αρέσει να φωτογραφίζει τη φύση, να παρατηρεί τους ανθρώπους και να γράφει ιστορίες.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top