Fractal

Η ακαταμάχητη εμμονή σε διπλή ονειρική ζωή

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

Patricia Highsmith, «Αυτή η γλυκιά αρρώστια». Μετάφραση: Μαρία Λαϊνά. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αθήνα, 2022

 

Το μυθιστόρημα ετούτο της Πατρίτσια Χάισμιθ, είναι ένα βιβλίο που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, αφού είναι καλογραμμένο, έχει χαρακτήρες που  ενθουσιάζουν είτε αυτοί είναι κακοί είτε γενναίοι, αποφασιστικοί και πιθανόν κάποιοι λίγο δυσνόητοι, σκοτεινοί και μυστηριώδεις στην καθημερινή τους συμπεριφορά. Από την πρώτη ήδη σελίδα του βιβλίου ‘Αυτή η γλυκιά αρρώστια’  (This Sweet Sickness), ερχόμαστε σε επαφή με όσα πρόκειται να συμβούν στο άμεσο μέλλον. «Η ζήλια και πάλι η ζήλια ήταν αυτή που δεν άφησε τον Ντέιβιντ να κοιμηθεί, τον σήκωσε απ’ το ανάστατο κρεβάτι του και τελικά τον έβγαλε στους δρόμους να περπατήσει. Είχε συμβιώσει πάντως τόσο καιρό μ’ αυτό το συναίσθημα, ώστε οι συνηθισμένες εικόνες και τα λόγια, με τον άμεσο και προφανή αντίκτυπο στην καρδιά, δεν του έρχονταν πια στο μυαλό. Τώρα ήταν απλούστατα η Κατάσταση. Η Κατάσταση ήταν αυτό που ήταν, εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Ανώφελο να ασχοληθεί κανείς  με τις λεπτομέρειες. Η Κατάσταση ήταν σαν να λέμε μια πέτρα ασήκωτη, που του πλάκωνε το στήθος μέρα νύχτα. Το βράδυ και τη νύχτα, που δεν δούλευε, ήταν λίγο χειρότερα, τίποτ’ άλλο…». Ένας άντρας, λοιπόν, εν προκειμένω ο Ντέιβιντ, κυριεύεται από ζήλια, ένα ενοχλητικό συναίσθημα, αλλά και συναρπαστικό θέμα για τη λογοτεχνία. Αυτό που συμβαίνει εδώ και αποκαλύπτεται γρήγορα, είναι ότι ο Ντέιβιντ είναι ερωτευμένος με την Άναμπελ, μια γυναίκα που πριν από μερικά χρόνια, πίσω στην πόλη τους, είχε σκεφτεί να της ζητήσει να τον παντρευτεί, και πολλοί πίστευαν ότι θα έλεγε ναι, μέχρις ότου  ένας άλλος άντρας της ζήτησε το ίδιο και εκείνη του απάντησε καταφατικά. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι έχουν ένα παιδί μαζί, ο Ντέιβιντ ελπίζει ότι η Άναμπελ θα αφήσει τον άντρα της και η αληθινή αγάπη ανάμεσά τους θα ανθίσει σύντομα. Ακριβώς εδώ αρχίζει ο αναγνώστης να υποψιάζεται πως ο Ντέιβιντ ίσως είναι ελαφρώς διαταραγμένος, πράγμα που επιβεβαιώνεται περαιτέρω όταν συνειδητοποιεί ότι παρά την αρκετά αξιοπρεπή δουλειά του, ζει οικονομικά σε εκείνο το ελαφρώς γοτθικό οικοτροφείο, επειδή έχει αγοράσει κάπου αλλού ένα σπίτι για τον εαυτό του και την Άναμπελ. Καθώς παρακολουθούμε την καθημερινότητα του Ντέιβιντ, ο οποίος με ελαφρώς ειρωνικό τρόπο ακολουθεί την Άναμπελ, τον συμπονούμε και συμπάσχουμε, παρ’ όλο που γνωρίζουμε ότι αυτό που κάνει είναι ακραίο, ανατριχιαστικό και πέρα από κάθε κοινή λογική. Σε μικρό βαθμό αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι και εκείνη παρουσιάζεται κάπως ως ψυχοπαθητική προσωπικότητα. Η Πατρίτσια Χάισμιθ, είναι γνωστό πως μπορεί να συνθέσει  μια συναρπαστική και εθιστική πλοκή, με την αίσθηση του επικείμενου τρόμου που μεγαλώνει όσο προχωρά η ανάγνωση, με τις ανατροπές στην υπόθεση να έρχονται όταν δεν τις αναμένεις. Εκεί μέσα, ακόμα, μαθαίνουμε για τη μορφή μιας ενδιαφέρουσας φιλίας μεταξύ του Ντέιβιντ, του συναδέλφου του Γουές και της Έφι, μιας νεαρής γυναίκας με την οποία είναι συγκάτοικοι σε εκείνο το συγκρότημα κατοικιών. Όπως και πολλά άλλα έργα της Πατρίτσια Χάισμιθ, έτσι και  ‘Αυτή η γλυκιά αρρώστια’, διαθέτει όλα τα στοιχεία ενός συναρπαστικού θρίλερ, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί συναρπαστική εικόνα των σκοτεινών πλευρών του ανθρώπινου ψυχισμού.

Ο έρωτας και η τύχη του, είναι το θέμα αυτού του μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ, της οποίας η αντισυμβατική μυθοπλασία αγωνίας χρησιμοποιούσε συνήθως όλα τα διαθέσιμα στοιχεία του είδους για να απεικονίσει την υπαρξιακή αγωνία κυρίως των βαθιά κατεστραμμένων ατόμων με ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα ακρίβεια που συχνά προκαλεί φόβο και συγκίνηση. Μια μελέτη της σεξουαλικής εμμονής και της βαθιά ριζωμένης ανασφάλειας, εξερευνά επίσης τις χαρακτηριστικές ανησυχίες για τις μυστικές ζωές των παρείσακτων. Χωρίς δισταγμό ο Ντέιβιντ είχε κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στην πανσιόν στο Φρούντσμπεργκ όπου εργαζόταν, και στο σπίτι στην εξοχή όπου αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του και όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε. Από Δευτέρα έως Παρασκευή, ο Ντέιβιντ Κέλσι, αρχιμηχανικός μιας εταιρείας παραγωγής πλαστικών, ζει σε μια φτηνή πανσιόν, παρ’ όλο που κερδίζει 25.000 δολάρια το χρόνο, και πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι βρισκόμαστε στα μακρυνά 1958. Το εξηγεί αυτό στους πέριξ ευρισκόμενους λέγοντας ότι στέλνει το υπόλοιπο εισόδημά του στη γηραιά μητέρα του, αλλά στην πραγματικότητα εκείνη πέθανε πριν από χρόνια. Αντ’ αυτού έχει μια μυστική ταυτότητα με το όνομα Γουίλιαμ Νοϊμάιστερ, πληρώνοντας για ένα καλαίσθητο σπίτι σε ένα απομονωμένο μέρος μια ώρα μακριά με το αυτοκίνητο, όπου τα Σαββατοκύριακα πηγαίνει για να ονειρευτεί ότι ζει με την Άναμπελ, τη γυναίκα που έχασε πριν από περίπου δύο χρόνια από έναν ηλεκτρολόγο ονόματι Τζέραλντ. Είναι αποφασισμένος να την ξανακερδίσει, ζώντας υπό το βάρος αυτού που αποκαλεί ‘Κατάσταση’, περιμένοντας τη στιγμή που θα πείσει την Άναμπελ για τα λάθη της. Έχει μόνο έναν φίλο, τον Γουές Καρμάικλ, έναν πρόσφατα παντρεμένο συνάδελφο που δεν είναι πολύ ευτυχισμένος στο σπίτι και τόσο απεγνωσμένα αναζητά την παρέα του. Ο Ντέιβιντ όμως σιχαίνεται να ακούει για τους συνεχείς καβγάδες που έχει ο Γουές με τη γυναίκα του, Λόρα,  και έτσι σιγά-σιγά τον βλέπει όλο και λιγότερο. Στην πανσιόν ο Ντέιβιντ γνωρίζει την Έφι, η οποία είναι φανερό ότι είναι κάπως ερωτευμένη μαζί του, αλλά εκείνος απορρίπτει σχεδόν όλες τις προτάσεις της, έχοντας κατά νου να πάρει πίσω την Άναμπελ απ’ το γάμο της. Της γράφει παθιασμένα γράμματα και στη συνέχεια αρχίζει να της τηλεφωνεί, χλευάζοντας τη ζωή της με τον Τζέραλντ, ακόμα και όταν μαθαίνει ότι μόλις απέκτησαν μωρό. Πηγαίνει ακόμη και να τη δει, φανταζόμενος ότι την κρατάει μακρυά του, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι εκείνη απλώς απαντάει στα γράμματα και τα τηλεφωνήματά του από καλωσύνη. Ο Τζέραλντ είναι φυσικά έξαλλος και οι δυο τους έρχονται στα χέρια σε μια ελαφρώς κωμική αλλά βασικά θλιβερή αντιπαράθεση. Ο κοντόχοντρος  Τζέραλντ δεν είναι κάποιος σπουδαίος επιχειρηματίας, ούτε  τόσο έξυπνος όσο ο υψηλών επιδόσεων Ντέιβιντ, αλλά είναι ο άντρας που διάλεξε η Άναμπελ και πατέρας του παιδιού τους. Ο Ντέιβιντ επιμένει να γράφει και ένα χιονισμένο Σαββατοκύριακο του Ιανουαρίου του 1959 ένα αυτοκίνητο σταματάει έξω από το σπίτι του. Ο Τζέραλντ έχει πιει μερικά ποτά και έχει φέρει ένα όπλο, αποφασισμένος να προειδοποιήσει τον Ντέιβιντ για τελευταία φορά. Γίνεται ένας καυγάς, το όπλο εκπυρσοκροτεί και ο Τζέραλντ πέφτει σε ένα σκαλοπάτι, χτυπάει το κεφάλι του και σκοτώνεται. Ως Νοϊμάιστερ, ο Ντέιβιντ πηγαίνει το πτώμα στο αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει το θάνατο, ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζει ποιος ήταν. Αλλά πώς ήξερε ο Τζέραλντ πού να τον βρει; Αποδεικνύεται ότι σε μια σκηνή στο δωμάτιο του ξενώνα η Έφι του είχε πει πού να πάει, αλλά πως μπορούσε να το ξέρει; Λοιπόν, αποδεικνύεται ότι ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τον Ντέιβιντ και έψαχνε το παρελθόν του, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τον ακολουθήσει στο άλλο του σπίτι με τον Γουές μόλις να ανακαλύπτει ότι η μητέρα του ήταν όντως νεκρή. Για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, η Άναμπελ θέλει τώρα να συναντήσει τον Νοϊμάιστερ για να ρωτήσει τι συνέβη στον άντρα της και ακόμα ο Ντέιβιντ δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είναι τόσο αναστατωμένη με τον Τζέραλντ ή ακόμα και να θυμηθεί το φύλο του μωρού τους. Αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι και να συνεχίσει τη ζωή του, αρνούμενος ότι γνώριζε είτε τον Τζέραλντ, είτε τον Νοϊμάιστερ στην Έφι, τον Γουές και την αστυνομία. Αλλά, αναπόφευκτα, τα ψέματά του γίνονται όλο και λιγότερο αληθοφανή και σύντομα οι ζωές και των δύο διαλύονται, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε φυγή μετά από έναν ακόμη θάνατο. Οι διπλές, μυστικές ζωές και οι αλλαγές ταυτότητας βρίσκονται διάσπαρτες σε όλη τη συχνά εφιαλτική μυθοπλασία της Χάισμιθ, όπου οι ισχυρές προσωπικότητες συνήθως πνίγουν τις πιο αδύναμες σε συναρπαστικά παιχνίδια εξουσίας που εξιστορούνται με ένα διαυγές και μη συναισθηματικό ύφος. Αρκετοί κριτικοί έχουν παραπονεθεί ότι οι υποστηρικτικοί γυναικείοι χαρακτήρες στα έργα της Χάισμιθ συχνά δεν είναι  τόσο ολοκληρωμένοι όσο οι, σχεδόν πάντα, άνδρες πρωταγωνιστές και αυτό ισχύει σε κάποιο βαθμό και γι’ αυτό το βιβλίο, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, τα πάντα φαίνονται αποκλειστικά μέσα από τα μάτια του Ντέιβιντ, αν και η ιστορία στην πραγματικότητα δεν ξεδιπλώνεται  σε πρώτο πρόσωπο. Η Έφι και η Άναμπελ φαίνονται κυρίως ως συνάρτηση της διανοητικής αποσύνθεσης του Ντέιβιντ, γεγονός που καθιστά την αφήγηση σκόπιμα περιορισμένη, καθώς αρχίζει να παθαίνει λιποθυμίες, αφού είναι υποχρεωμένος και πρέπει να θυμάται πράγματα που έκανε και είπε. Και οι δύο βασικοί γυναικείοι χαρακτήρες τείνουν να είναι εκνευριστικοί, καθώς πρόθεση της συγγραφέως δεν είναι να κρύψει τις κοινωνικά παθητικές τάσεις του Ντέιβιντ, αλλά να μας κάνει να νιώσουμε βαθιά μέσα μας τον θυμό του που δεν μπορούν να δουν οι άλλοι καθώς και τι είναι αυτό που πραγματικά θέλει. Το βιβλίο χρησιμοποιεί τον θάνατο του Τζέραλντ Ντελονέ ως καταλύτη για την αποκάλυψη της διπλής ζωής του Ντέιβιντ  και για την κλιμάκωση της εμμονής του σχετικά με την ονειρική του ζωή με την Άναμπελ. Ο Ντέιβιντ φαίνεται να τη γλιτώνει με την εξαπάτησή του όσον αφορά την έρευνα της αστυνομίας για τον θάνατο, οπότε πουλάει το σπίτι και στη συνέχεια αγοράζει ένα άλλο και αρχίζει εκ νέου να σχεδιάζει τη ζωή του με την Άναμπελ, η οποία βέβαια στο μυαλό του είναι πλέον ελεύθερη να παντρευτεί πάλι. Εκείνη όμως έχει αρχίσει να βλέπει κάποιον άλλο και έτσι για άλλη μια φορά έρχεται αντιμέτωπος με τον νέο άντρα, ενώ η Έφι τον επισκέπτεται για άλλη μια μεθυσμένη βραδιά που καταλήγει σε σκληρή κακοποίηση. Όλα αυτά λειτουργούν πολύ καλά, αλλά αναπόφευκτα μοιάζουν με μια παραλλαγμένη επανάληψη όσων έχουν ήδη προηγηθεί.

 

Patricia Highsmith

 

Η Χάισμιθ αφιέρωσε αυτό το βιβλίο στη μητέρα της, με την οποία είχε ιδιαίτερα δύσκολη σχέση προφανώς, αλλά αυτό είναι βασικό κλειδί για την κατανόηση της σύνθετης γοητείας που ασκεί και η οποία δίνει στο βιβλίο την ιδιότυπη ψυχολογική δύναμη παρά τις πολλές του σελίδες. Ο Ντέιβιντ δεν το συνειδητοποιεί, αλλά αποτελεί την ισχυρή και παραδοσιακή οικογενειακή μονάδα που πραγματικά αποζητά, αφού την στερήθηκε τόσο μετά την πρόωρη απώλεια της μητέρας και του πατέρα του. Αυτό συνάγεται ιδιαίτερα στις συναντήσεις με την κυρία Μπίτσαμ, τη γειτόνισσά του στον επάνω όροφο, μια ηλικιωμένη κυρία που είναι ασθενής και του πλέκει κάλτσες, κάτι που εκείνος εκτιμά. Προς το τέλος της ιστορίας, όταν ο ίδιος βρίσκεται σε φυγή και όλο το σενάριο φαίνεται να καταρρέει γύρω του, είναι αυτή που αναζητά για κάποιου είδους έγκριση και ακόμη και κάποιου είδους άφεση αμαρτιών, παρ’ όλο που παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανίδεος για το τι ακριβώς είναι αυτό που έκανε λάθος. Λόγω της επαναλαμβανόμενης δομής και ενός κάπως παρατεταμένου φινάλε, το βιβλίο παραδόξως μοιάζει να επιβραδύνει τον ρυθμό του καθώς φτάνουμε στο τέλος του, παρ’ όλο που η πλοκή γίνεται πολύ πιο εντατική καθώς ο Ντέιβιντ περιπλανάται σε όλη τη Νέα Υόρκη. Ως επί το πλείστον όμως το σασπένς αντιμετωπίζεται καλά, και ακόμη κι αν το σενάριο δεν μοιάζει τόσο αξιόπιστο, η περιγραφή των χαρακτήρων μοιάζει πάντα τρομακτικά αληθοφανής.

Οι αστυνομικοί της περιοχής δέχονται ότι ο Γουίλιαμ Νοϊμάιστερ απλώς υπερασπίστηκε τον εαυτό του απέναντι σε έναν μεθυσμένο άγνωστο, και ο Ντέιβιντ πιστεύει ότι τη γλίτωσε, αλλά υπολογίζει χωρίς τις αναπόφευκτες επιπλοκές. Δύο από αυτές τις επιπλοκές είναι ο ανόητος καλύτερός του φίλος, ο Γουές, και η Έφι, μια νεαρή γυναίκα που έχει ερωτευτεί τον Ντέιβιντ, όσο και ο Ντέιβιντ την Άναμπελ. Μια τρίτη επιπλοκή είναι ότι ο Ντέιβιντ απλώς δεν μπορεί να πιστέψει ότι τώρα που ο Τζέραλντ έχει φύγει από τη μέση, η Άναμπελ δεν θα πέσει με χαρά και προθυμία στην δική του αγκαλιά. Το πρώτο μέρος του βιβλίου, μέχρι και τα επακόλουθα του θανάτου του Τζέραλντ, είναι ένα τρομερό, σφιχτό ψυχολογικό θρίλερ. Το επίπεδο της εμμονής του Ντέιβιντ εδώ είναι υπερβολικό, αλλά η υπερβολή διατηρείται ευχάριστα μέσα στα όρια της αξιοπιστίας. Το δεύτερο μισό του μυθιστορήματος, όμως, μάλλον σε πολλά σημεία φτάνει σε τα όρια της υπερβολής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η σχέση του Ντέιβιντ με την ευγενική κυρία Μπίτσαμ είναι ένας μοναχικός φάρος γνήσιας ανθρώπινης στοργής σε αυτό το θλιβερό μυθιστόρημα, μια στην ουσία εντυπωσιακή ψυχολογική μελέτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top