Fractal

Διήγημα: “Αποχαιρετώντας την”

Της Μαριάννας Αβούρη // *

 

 

 

Τη φιλώ στοργικά στο μέτωπο ξανά και ξανά. Όσο το χέρι μου ψηλαφεί τη μαλακή υφή, σκέφτομαι ότι τα μέτωπα των μεγάλων είναι το ίδιο απαλά με των παιδιών. Αναλογίζομαι πόσες φορές έχει βρεθεί στη θέση που είμαι εγώ τώρα· πόσα μερόνυχτα έχει περάσει ξάγρυπνη στο προσκεφάλι μου μέσα στα χρόνια. Γιατί πάντα στεκόταν δίπλα μου στις λεγόμενες “δύσκολες” ώρες. Παρόλο που δεν είχα απ’ αυτές, παρόλο που εγώ ουδέποτε κατέρρεα, όπως εκείνη τώρα. Μα –ακόμη και τούτη την ώρα– εκείνη δε ζητά κάτι, δεν παραπονιέται καν. Πόσα αποθέματα γεννά η αγάπη πανάθεμά με. Συγκρατιέμαι να μην της φωνάξω: “Πάρε τα δικά μου. Έχω!” Όμως, δε γυρεύει να ακούσει τη σκέψη μου.

Λυγίζω. Την κοιτάζω έτσι που η ανάσα της αγκομαχά και εγώ στέκομαι ανήμπορη στο πλάι. Μπορώ να φωνάξω τη νοσοκόμα, να ελέγξω τα επιθέματα, να μιλήσω με τους γιατρούς, μα είμαι τελείως ανίκανη να κάνω αυτό θα έπρεπε να μπορούσα ‒ να την κάνω να νιώσει καλύτερα. Γυρεύω κάτω από τα σκεπάσματα μια καθαρή επιφάνεια δέρματος, καταφέρνω να πιάσω τα ακροδάχτυλα του αριστερού της χεριού· τίποτα άλλο δεν περισσεύει από αυτόν τον ανίερο κόσμο από επίδεσμους, σωληνάκια και ορούς που ξεδιπλώνεται κάτω απ’ τα μάτια μου.

Τον απεχθάνομαι αυτόν τον κάτω κόσμο. Αυτόν που εξαντλεί το μυαλό της, που της στερεί τη λάμψη. Συνεννοούμαστε με τα φρύδια: κατεβαίνουν για το «ναι», σηκώνονται για το «όχι». Τα χείλια σφίγγουν για τα ανείπωτα «δεν»: δεν ξέρω, δε νομίζω, δε θα γίνει. Τα λόγια βγαίνουν δύσκολα, μόνο σε κατάσταση ανάγκης. Όπως όταν με ρώτησε τι έγινε. Δυο λέξεις. Τα φάρμακα δεν της στέρησαν μόνο τον λόγο, της έκλεψαν και τις προηγούμενες ημέρες. Πιθανότατα θα της τις έφερναν πάλι πίσω ‒ ένας μήνας υπόθεση ήταν. Της λέω συνοπτικά. Με κοιτάζει, προσπαθεί να τα επεξεργαστεί. «Τι είναι το τελευταίο που θυμάσαι;» τη ρωτάω. «Να λέω “αυτή τη φορά την έβαψα”» μου απαντά. Επτά λέξεις, όλη της η αλήθεια.

Δε μου μίλησε ξανά. Ούτε της το ζήτησα. Μου έφτανε που τη ρωτούσα και εκείνη μου απαντούσε γνέφοντας. Πάντοτε θεωρούσα σημάδι ευφυΐας το να επικοινωνεί κάποιος δίχως να μιλά.

Δυνατή μέχρι το τέλος. Γλυκιά μέχρι το τέλος. Μαμά μέχρι το τέλος.

 

                                                                          

 

* H Μαριάννα Αβούρη γεννήθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1972. Εργάζεται ως κειμενογράφος /μεταφράστρια και είναι δημοσιευμένη στιχουργός. Έχει κάνει την κειμενογραφική επιμέλεια του βιβλίου «Γιατί δεν μου το είπε κανείς;» της Νικόλ Μαντζικοπούλου (εκδόσεις Διόπτρα, 2016) και την αγγλική μετάφρασή του, “Why Hasn’t Anyone Told Me?” (Balboa Press, 2017). Τον Φεβρουάριο του 2018 κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή για παιδιά από τις εκδόσεις Βακχικόν.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top