Fractal

Το τελευταίο καταφύγιο

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Annie Ernaux: «O τόπος», Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

«Γράφω αργά. Καθώς πασχίζω να βρω το υφάδι μιας ζωής μέσα από γεγονότα και επιλογές, νιώθω ότι απομακρύνομαι σταδιακά από τη φιγούρα του πατέρα μου. Το λεπτομερές περίγραμμα κυριαρχεί και οι ιδέες τρέχουν από μόνες τους. […] Κάθε φορά, προσπαθώ να ξεφύγω από την παγίδα της υποκειμενικής ματιάς. Φυσικά, δεν νιώθω καμιά ευτυχία σε τούτο το συγγραφικό εγχείρημα όπου κρατιέμαι όσο πιο κοντά γίνεται σε λέξεις και φράσεις που άκουγα, κάποιες φορές μάλιστα τις τονίζω με πλάγια. […] Απλώς γιατί τούτες οι λέξεις και φράσεις ορίζουν το χρώμα και το σύνορο του κόσμου όπου έζησε ο πατέρας μου, όπου έζησα κι εγώ. Ένας κόσμος όπου οι λέξεις είχαν ξεκάθαρο νόημα.»

Ο Τόπος και οι λέξεις, η γλώσσα, δύο από τους καθοριστικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση του πολιτισμικού χαρακτήρα των ανθρώπων. Αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα που πραγματεύεται η βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2022 Γαλλίδα συγγραφέας  Annie Ernaux, αφηγούμενη εκ βαθέων, με ειλικρίνεια, όσο της επιτρέπει η ανάκληση της μνήμης, χωρίς συγκινησιακή φόρτιση, την οικογενειακή της ιστορία με επίκεντρο τον πατέρα της.

Με μότο τη φράση του Jean Genet: Je hasarde une explication: écrire c’est le dernier recours quand on a trahi, που σημαίνει: Θ’ αποτολμήσω μια εκτίμηση: το γράψιμο είναι το τελευταίο καταφύγιο για κείνους που έχουν προδώσει, ξεκινάει την αφήγησή της με την αναγγελία της απόκτησης πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας για τους καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που κατέκτησε. Ήταν Απρίλιος, ο πατέρας της πεθαίνει ακριβώς δύο μήνες μετά.

«Συχνά, για κάποια δευτερόλεπτα, δεν μπορώ πια να θυμηθώ ποιο ήρθε πρώτο: ο ανεμόδαρτος Απρίλης στη Λιόν όπου στεκόμουν σε μια στάση λεωφορείου στο Κρουά-Ρους, ή ο αποπνικτικός Ιούνιος, ο μήνας που πέθανε».

Ήταν τελικά η “προδοσία”, η αποκοπή από τις ρίζες, από ένα περιβάλλον όπου το διάβασμα, η μόρφωση, υποδήλωνε μια μορφή τεμπελιάς, η αιτία που την οδήγησε στη γραφή; «Αναγκάστηκα να αποχωριστώ, όταν μπήκα στον κόσμο των μορφωμένων αστών», γράφει, καθώς προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το θάνατο του πατέρα.

Μιλώντας για τον πατέρα της: «Ο παππούς μου τον πήρε απ’ το σχολείο και τον έβαλε να δουλέψει στο ίδιο αγρόκτημα με κείνον. Δεν μπορούσε πια να τρέφει έναν ακαμάτη».

Η Ernaux, με αφορμή τα προσωπικά της βιώματα γράφει για όλα όσα συνδέουν αλλά και απομακρύνουν τα παιδιά από τους γονείς, αναλύει τι σημαίνει να χάνεις τον πατέρα σου, πως επέρχεται σταδιακά η αποξένωση ανάμεσα σε άτομα διαφορετικών γενιών και κοινωνικών τάξεων.

Καθώς ανακαλεί μνήμες από τη ζωή του πατέρα της, περιγράφει λεπτομερειακά στοιχεία του χαρακτήρα του, των αναγκαστικών ή όχι επιλογών του, τον τόπο, κυρίως τον τόπο και τις κοινωνικές συνθήκες που τον κρατούσαν δέσμιο σε συγκεκριμένο πλαίσιο, την αδυναμία παρέκκλισης από τα προδιαγραφόμενα, την τάση του για ανέλιξη με την πάροδο του χρόνου, το πέταγμα από την εργατική τάξη στη μικροαστική, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποκοπεί  από τη ριζωμένη βαθιά μέσα του αισθητική του “κατώτερου”, από την τραχύτητα της γλώσσας που χρησιμοποιούσε, από τις προτιμήσεις και τις συνήθειες  που τον γυρνούσαν πάντα πίσω.

«…άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα μου. Στα μισά της αφήγησης, ένα αίσθημα απέχθειας.

Τώρα συνειδητοποιώ ότι ένα μυθιστόρημα είναι αδύνατο. Αν θέλω να εξιστορήσω μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη, δεν δικαιούμαι να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση ή να αποπειραθώ να φτιάξω κάτι το “καθηλωτικό”, το “συγκινητικό”. Θα συγκεντρώσω τα λόγια, τις χειρονομίες, τα γούστα του πατέρα μου, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του, κοντολογίς όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξης που τη μοιράστηκα κι εγώ».

Ο παππούς της δούλευε καραγωγέας σ’ ένα αγρόκτημα ή βοηθούσε στο μάζεμα του σανού, δεν έκανε τίποτ’ άλλο από τα οκτώ του χρόνια. Η δουλειά και η φτώχεια τον έκανε σκληρό και συγχρόνως γεμάτο κακία, όχι μόνο απέναντι στη γυναίκα του αλλά και σε όποιον έβλεπε να διαβάζει ή να γράφει, σε αντίθεση με τη γιαγιά της που δούλευε υφάντρα και γνώριζε γραφή και ανάγνωση από τις καλόγριες.

Ο γιος τους, ο πατέρας της, από μικρός έπρεπε να δεματιάζει σανό, άχυρο, να μαζεύει μήλα, δεν είχε χρόνο για διάβασμα, ωστόσο του άρεσε να μαθαίνει, του άρεσε να ζωγραφίζει, δεν είχε όμως την τύχη να προχωρήσει στο σχολείο, γιατί ο δικός του πατέρας τον έβαλε να δουλεύει στο ίδιο μ’ εκείνον αγρόκτημα, μέχρι που πήγε στο στρατό.

«Όταν επέστρεψε, δεν ήθελε πια να γυρίσει στην “καλλιέργεια”, έτσι αποκαλούσε ανέκαθεν τη δούλεψη της γης, η άλλη έννοια της λέξης, που είχε σχέση με το πνεύμα, του ήταν άχρηστη.»

Η Ερνό περιγράφει τη ζωή των εργατών της γης, τις συμπεριφορές των κτηματιών απέναντί τους, – «Μια μέρα, το κομμάτι κρέας που σέρβιραν στο πιάτο ενός ηλικιωμένου αγελαδάρη σάλευε ανεπαίσθητα, από κάτω ήταν γεμάτο σκουλήκια.»- , ζωή σκληρή με ανελέητα ωράρια, στο αέναο πέρασμα των εποχών, χωρίς να νιώθουν την ομορφιά της Μητέρας Γης και με όλους τους μύθους για τη γεύση του μηλίτη, τα ψημένα κάστανα, τη βασιλόπιτα με σφολιάτα και μαρτζιπάν να τους διαφεύγουν.

«Όταν διαβάζω Προυστ ή Μοριάκ δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί. Στην περίπτωσή του ήταν μάλλον Μεσαίωνας».

Οι δύο πόλεμοι έφεραν ανακατατάξεις και πισωγυρίσματα στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα της οικογένειας, που είχε ήδη δημιουργηθεί. Η μητέρα της εργαζόταν σε εργοστάσιο μαργαρίνης και περηφανευόταν ότι ό άντρας της δεν έμοιαζε ποτέ με εργάτη.

Το 1940, στην καρδιά της φρίκης, γεννιέται η ίδια. Η οικογένεια μετακομίζει κάπου κοντά στη Χάβρη, πόλη βουτηγμένη στη καταχνιά, όπου δημιουργούν το μοναδικό παντοπωλείο της κοιλάδας. Την  αισιοδοξία της αρχής διαδέχτηκε ο φόβος μη φαγωθεί το κεφάλαιο του δανείου μαζί με τον φόβο της ακροδεξιάς και των κόκκινων.

Μια νέα μετακόμιση αργότερα όταν άρχισαν να διαφαίνονται οι  αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων με γνώμονα το οικονομικό. Μετά από πάλη με τα δεινά της ζωής, αποκτούν ένα καφεπαντοπωλείο. Δεν μας έλειπε τίποτα. 

Εκείνη πάντα διάβαζε χωρίς να επικρίνεται, τουλάχιστον από τους γονείς της για τη συνήθειά της, έβρισκαν όμως μια αποδεκτή για το περιβάλλον δικαιολογία για το ότι δεν εργαζόταν ήδη. «Ξέρεις εμείς δεν τη σπρώξαμε, το έχει μέσα της».

 

Annie Ernaux

 

Η Ερνό περιγράφει με ενάργεια τον τρόπο ζωής της εργατικής τάξης, τον πόθο για κοινωνική άνοδο, τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Γράφει για την κοινωνική ανισότητα, για τη ρήξη ανάμεσα στον οικογενειακό και κοινωνικό της χώρο και τον κόσμο της διανόησης που ακολούθησε, αλλά και για το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο.

Περιγράφει τον πατέρα της, την ανάγκη του για τήρηση μιας αξιοπρεπούς στάσης ώστε να μη προκαλεί δυσάρεστα σχόλια, το πως εκλάμβανε την ευτυχία με γνώμονα πάντα την απλή επάρκεια, -δεν είχε τσαγανό για πιο ψηλά-, την ανάγκη συντήρησης των κεκτημένων, τον φόβο μήπως ντροπιαστεί για κάποια ανεπάρκεια, την αίσθηση της σκιάς αναξιότητας πάντα να τον ακολουθεί. Την έμμονη ιδέα της άποψης του περίγυρου να τον κατατρύχει.

Γράφει για τον περίγυρο, για την αίσθηση επιτυχίας, πάντα συγκρινόμενης με το παρελθόν-, για την απληστία που άρχισε να κυριεύει τους ανθρώπους, για τον φθόνο για τον καλύτερο, για τη συνεχή, χωρίς νόημα στέρηση. Επιθυμούσαν χωρίς επίγνωση του τι ήταν ωραίο. Προσπαθούσαν να συγκαλύψουν την άγνοια για πράγματα που θα έπρεπε ενστικτωδώς να γνώριζαν αν δεν ήταν κατώτεροι. 

Ο πατέρας της σιωπούσε όταν βρισκόταν ανάμεσα σε μορφωμένους σε αντίθεση με τη μητέρα της που με απειροελάχιστη αμφιβολία χρησιμοποιούσε λέξεις που δεν ανήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιό της. Κάποτε διαπίστωσε ότι, ό,τι είχε να κάνει με τη γλωσσική του ανεπάρκεια τον στενοχωρούσε περισσότερο και από το χρήμα.

Ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει πάμπολλα κοινά σημεία με αντίστοιχες εκφράσεις και συμπεριφορές της δικής μας κοινωνίας κάποιων δεκαετιών πριν, κάποιες από τις οποίες καλά κρατούν ακόμη και σήμερα, ίσως όχι πια στις μεγάλες πόλεις.

«Ίσως γι αυτό το βιβλίο της Ερνό μας ψιθυρίζει μια οικεία ιστορία.» γράφει η γνωστή συγγραφέας Σοφία Νικολαϊδου στον πρόλογο του βιβλίου, προσθέτοντας πολύ σοφά: Ένα βιβλίο πάνω στο ορυκτό βίωμα. Πώς οι σπουδές αλλάζουν τον άνθρωπο. Πώς ανοίγει κάτω απ’ τα πόδια σου γκρεμός, που σε ξεκόβει από την παλιά ζωή. Πώς ο γονιός πεθαίνει, γίνεται ανάμνηση. Δεν λες τα λόγια που πρέπει, την ώρα που πρέπει, γιατί δεν ξέρεις πώς να τα πεις. Και εκ των υστέρων τα γράφεις. Ο πόνος αγκαλιά με τη χαρά. Η βαθιά περηφάνια του πατέρα. Η κόρη του ανήκει πια «στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει».

Ο Τόπος, ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό, παρά τον χαρακτήρα της γραφής του, ένα βιβλίο με οικουμενικές αλήθειες, ένα βιβλίο “ γεμάτο αναμνήσεις των παιδιών που μεγάλωσαν”.

 

Αννί Ερνώ γεννήθηκε στη Γαλλία (Lillebonne) το 1940. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν και εργάστηκε σαν καθηγήτρια στο Centre National d’ Enseignement par Correspondence. Τα σύντομα, αυτοβιογραφικά της αφηγήματα -τα οποία δεν ξεπερνούν, συνήθως, τις εκατό σελίδες- ασχολούνται με θέματα της παιδικής της ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς της και με τους ερωτικούς της συντρόφους, χωρίς να χάνουν τη ζωντάνια, τη δύναμη και την οξυδέρκειά τους:

 “Les armoires vides”, 1974, “Ce qu’ ils disent ou rien”, 1977, “La place”, 1984 (ελλ. “Η θέση“, εκδ. Χατζηνικολή) “Une femme”, 1987, “Passion simple”, 1991 (ελλ. “Πάθος“, εκδ. Χατζηνικολή), “Journal du dehors”, 1993, “La honte”, 1997 (ελλ. “Ντροπή“, εκδ. Χατζηνικολή), “Je ne suis pas sortie de ma nuit”, 1999 (ελλ. “Δεν βγήκα από το σκοτάδι μου“, εκδ. Χατζηνικολή), “L’ evenement”, 2000, “La vie exterieure”, 2000, “Se perdre”, 2001 (ελλ. “Χάνομαι“, εκδ. Χατζηνικολή), “L’ occupation”, 2002, “L’ ecriture comme un couteau”- συνεντεύξεις με τον Frederic-Yves Jeannet, 2003. Σε ένα τηλεοπτικό πορτραίτο που ετοίμασε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού o Timothy Miller, το 2000, η Αννί Ερνώ ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν’ ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους. “Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου”, λέει, “δημιουργική εργασία ή εργασία γύρω από θέματα μορφής που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα”. Το 2001 δημοσίευσε το προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο “Se perdre” (“Χάνομαι”). Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία. Το 1984, το αυτοβιογραφικού περιεχομένου έργο της “Η θέση” (La place) τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Το βιβλίο της τα “Τα χρόνια” (Εditions Gallimard, 2008) τιμήθηκε με τα βραβεία Marguerite Duras (2008) και Francois Mauriac (2008).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top