Fractal

Αφήγημα: Καταγραφή στο ατέρμον νοητό ημερολόγιο υψώματος: «Αναπνέοντας…»

Του Θάνου Μαντζάνα // *

 

 

 

 

Περασμένα για τα καλά μεσάνυχτα, ψηλά στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο πλάτωμα πριν αρχίσει να γίνεται ο πεζόδρομος που καταλήγει στο Θησείο. Έχει άραγε όνομα αυτός ο πεζόδρομος, ενδιαφέρθηκε ποτέ κανείς να του δώσει; αναρωτιέσαι για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια και τόσες – πόσες; – φορές που τον έχεις περπατήσει κατεβαίνοντας ή ανεβαίνοντας. Δεν το γνωρίζεις αλλά μήπως έχει και σημασία τελικά;

Οι μυρωδιές από τα δέντρα και τα λίγα λουλούδια, άγρια τα περισσότερα, που φυτρώνουν μόνα τους, δίχως κανείς ποτέ να τα φροντίσει, αιωρούνται στον αέρα, εισχωρούν στην μύτη σου, φτάνουν στους πνεύμονες και από εκεί στα κατάβαθα του είναι σου. Μερικά από τα πιο κοντινά, όσα έχουν λευκό ή άλλα ανοιχτά χρώματα, διακρίνονται ακόμα και αυτή την ώρα, μέσα στο σκοτάδι και ας μην υπάρχει φωτισμός στα σημεία που βρίσκονται. Κόντρα στο κλίμα που έχει διαταραχθεί για τα καλά η άνοιξη, περισσότερο από τις υπόλοιπες εποχές, επιμένει να τηρεί το ημερολογιακό ραντεβού της μαζί μας. Έστω και με μια μικρή καθυστέρηση – μικρότερη πάντως από τις τρεις αδελφές της – κάθε χρόνο, ό,τι και αν συμβεί και ακόμα και αν ο καιρός διαφωνεί κάθετα, στις αρχές Μαΐου είναι πλέον οριστικά μαζί μας. Για το όχι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που θα κυριαρχεί στο περιβάλλον και ελπίζοντας ότι θα μπορέσει – ή θα την αφήσουμε; – να κάνει το ίδιο και στην ζωή μας. Όπως και εμείς κρυφά ευχόμαστε να συμβεί αυτό, η άνοιξη να αλλάξει λίγο αλλά τόσο καθοριστικά την ζωή μας, να την αναγεννήσει, να την κάνει έστω λίγο καλύτερη από όσο είναι μέχρι τότε. Πόσες φορές όμως η άνοιξη ήρθε και μας αποχαιρέτησε θλιμμένη γιατί δειλιάσαμε ξανά να αφεθούμε στην αγκαλιά της, δεν την εμπιστευθήκαμε για να μας αλλάξει αληθινά, το ίδιο θαυμαστά και υπέροχα όσο αλλάζει και την φύση;

Το βλέμμα σου φτάνει μέχρι κάτω, πολύ χαμηλά, στην πάνω, την πραγματική πλατεία του Θησείου, εκεί που αρχίζει η Ηρακλειδών. Ο όγκος του λόφου της Ακρόπολης (γιατί δεν έχουν καταφέρει ακόμα να την φωτίζουν λίγο πιο διακριτικά, όχι τόσο εκτυφλωτικά και κυρίως πιο ταιριαστά με την απόλυτη αρμονία του Παρθενώνα; δεν μπορείς να μην σκεφτείς για άλλη μια φορά) σε εμποδίζει να δεις την αρχή της Αδριανού, όπως πηγαίνει προς το Μοναστηράκι, και πολύ περισσότερο βέβαια την συνέχεια της, όταν γίνεται ο κεντρικός δρόμος της Πλάκας. Δεν χρειάζεται όμως να τα βλέπεις όλα αυτά, όχι απλά τα θυμάσαι αλλά τα ξέρεις, σαν τους χώρους του σπιτιού σου. Είχες περπατήσει τόσες νύχτες, νωρίτερα ή και πολύ αργά, σχεδόν ξημερώματα, την Αδριανού πριν ακόμα την αναμόρφωση της Πλάκας από τον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση, όταν η περιοχή δεν είχε τόσες πολλές τουριστικές ταβέρνες όσες; σήμερα και στη θέση τους υπήρχαν ακόμα λίγες ξεχασμένες μπουάτ και κυρίως αρκετά rock clubs, live και μη – ειδικά τε τελευταία σε ενδιέφεραν, τότε αλλά ακόμα και τώρα, τι να κάνουμε;

Γυρίζεις και κοιτάς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο προσκήνιο άλλος αγαπημένος λόφος, αυτός του Λυκαβηττού και στο φόντο τα φώτα της Βασιλίσσης Σοφίας και, πιο πίσω, εκείνα της αρχής της Κηφισίας, με λίγη προσπάθεια μπορείς να εντοπίσεις και τα πρώτα της Μεσογείων, χαμηλά στο ξεκίνημα της στους Αμεπελοκήπους. Αντίθετα ακόμα και αν ήθελες δεν θα μπορούσες να μην δεις στα δεξιά σου το τμήμα της Αττικής Οδού που διασχίζει κατά μήκος τον Υμηττό, τα δυνατά κίτρινα φώτα της διαπερνούν σαν βέλη τον νυχτερινό ουρανό της Αττικής. Το ίδιο και αυτά, από τα πρώτα που παρατήρησες και θυμάσαι, της Βεϊκου στο βάθος, ψηλά στο Γαλάτσι, πριν η προέκταση της ονομαστεί Κύμης. Μα αυτό που κυριαρχεί στο θέαμα, σχεδόν  επισκιάζοντας όλα τα υπόλοιπα, είναι η κατάφωτη Στέγη του Καλατράβα, σηματοδοτώντας την θέση του ΟΑΚΑ για όσο αυτό θα υπάρχει. Θλιβερό και κακόγουστο απομεινάρι της ακόμα πιο κακόγουστης διοργάνωσης των αγώνων που γεννήθηκαν στην χώρα σου και, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό από τους περισσότερους από αυτούς, συνετέλεσε στην οριστική οικονομική καταστροφή της. Και αν από το σημείο που στέκεσαι το μόνο που πραγματικά φαίνεται είναι τα υψηλότερα κτίρια στο Γκάζι βλέπεις και ας μην μπορείς να διακρίνεις πιο δεξιά από το Μοναστηράκι και μέχρι περίπου την Ομόνοια του Ψυρρή και αρκετά πιο δεξιά, αόρατα μέσα στην αθηναϊκή νύχτα αλλά στην κατεύθυνση ακριβώς στην οποία κοιτάς, τα μονίμως εναλλακτικά (ορίζοντας όμως τι ως κανονικότητα;) Εξάρχεια.

Την ξέρεις καλά την Αθήνα, μεγάλωσες και μεγαλώνεις μαζί της, καθώς μεγαλώνει και αυτή, όχι μόνον ηλικιακά αλλά και σε έκταση, προς όλες τις κατευθύνσεις μα και σε πληθυσμό. Την έζησες όταν ήταν ακόμα ένα πάρα πολύ μεγάλο χωριό της δεκαετίας του ’70, σε κάποια σημεία της ακόμα και εκείνης του ’60 ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκονταν στα τέλη αυτής του ’80. Την έζησες πριν έρθουν τα πρώτα μεγάλα κύματα μεταναστών από την Αλβανία, την θυμάσαι πολύ καλά μετά την έλευση αυτών, στην διάρκεια της μακράς αν και σε σύντομο χρόνο προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς του ’04, την επίπλαστη, σχεδόν εκβιαστική ευφορία εκείνου του καλοκαιριού που ξεκίνησε με τον «θρίαμβο» της κατάκτησης του Euro και κατέληξε σε ένα διεθνές σκάνδαλο – ρεζιλίκι του «γιου του ανέμου» (μαζί και της κόρης του…) και με το Ολυμπιακό Στάδιο γεμάτο από ημιφορτηγά Datsun και από μηχανής (ουρανοκατέβατους) εγχώριους ποπ σταρ οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν την αίγλη τους

Και φυσικά την βίωσες και την βιώνεις στην εφ’ όλη της ύλης παρακμή της, περισσότερο ακόμα από την υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία ακολούθησε την Ολυμπιάδα και ενώ οι μετανάστες με προέλευση πλέον πολλές χώρες της Ασίας και της Αφρικής αυξάνονται καθημερινά έχοντας φτάσει να αποτελούν πιθανόν και το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Ευπρόσδεκτοι φυσικά στην πόλη της κόρης του Ξένιου Δία που συμβόλιζε την ιερότητα της φιλοξενίας για τους αρχαίους κατοίκους της Αττικής, πόσο όμως είναι πρακτικά εφικτό αυτό όταν ακόμα και η Παλλάδα δεν μπορεί να κάνει λιγότερο αφιλόξενο τον τόπο στον οποίο έδωσε το όνομα της ούτε για όσους γεννήθηκαν σε αυτόν; Οταν ήσουν μικρός έβρισκες την Αθήνα αφόρητη αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο την αγάπησες, όταν άρχισαν κάποια πρακτικά έστω μέτρα εκσυγχρονισμού της έλπισες ότι θα γινόταν λίγο πιο όμορφη, λίγο καλύτερη και σήμερα διαπιστώνεις ότι, με διαφορετικό αλλά και χειρότερο τρόπο, πίσω από την έστω και θαμπωμένη από την κρίση βιτρίνα της είναι πιο απάνθρωπη από ποτέ. Εξακολουθείς όμως να την αγαπάς, ακόμα και αν χαμογελάς πικρά στην σκέψη του πόσο πολύ μπορεί και σίγουρα συνδέεται η ολοένα και μεγαλύτερη εξαθλίωση της με την ελάχιστη ή και καθόλου βελτίωση της ζωής σου από τότε που άρχισες να την παρατηρείς.

Εμείς όμως ανήκουμε στους τόπους, έστω και σε αυτούς όπου γεννηθήκαμε ή πολύ περισσότερο αυτοί σε εμάς; Μήπως δεν είναι οι άνθρωποι που – στις περιοχές τουλάχιστον στις οποίες διαβιούν επί χιλιάδες χρόνια – προσδίδουν στις  πέτρες και στο χώμα, στους βράχους, τους λόφους και τα κοντινά βουνά, ακόμα και στις δικές τους κατασκευές όπως τα κτίρια και οι δρόμοι, την ζωή, ως και την ταυτότητα τους; Μπορεί λοιπόν να ανήκεις και εσύ στην Αθήνα αλλά ασύγκριτα περισσότερο ανήκει αυτή σε εσένα, μαζί φυσικά με τους εκατομμύρια άλλους που κατοίκησαν, έζησαν και ζουν σε αυτήν. Έχεις και εσύ την μικρή, ελάχιστη συμβολή σου στο να γίνει λίγο πιο βιώσιμη και καλύτερη αλλά επίσης και την συνείδηση σου ήσυχη ότι ποτέ, σίγουρα όχι από πρόθεση πάντως, δεν έκανες κάτι το οποίο θα την καθιστούσε στο παραμικρό χειρότερη.

Αφού λοιπόν θα συνεχίσεις να ζεις στην Αθήνα και το υπόλοιπο της ζωής σου έχεις το δικαίωμα να διεκδικήσεις από αυτήν κάτι παραπάνω, να σου ανήκει λίγο περισσότερο και να στο δείχνει μάλιστα. Αυτή η αίσθηση κατοχής (και όχι κυριότητας γιατί η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική και διαχρονική!) δεν είναι άλλη από ακριβώς το να συνεχίσεις, στον βαθμό που μπορείς αλλά ακόμα πιο συνειδητά, συγκροτημένα και συστηματικά, να την κάνεις λίγο πιο ανθρώπινη, λίγο πιο όμορφη και μαζί την ζωή σου σε αυτήν λίγο πιο εύκολη, πιο ευχάριστη, με περισσότερη χαρά και λιγότερη λύπη, στενοχώρια, άγχος και πίεση. Και με την ελπίδα να την αφήσεις στους επόμενους λίγο καλύτερη, πιο θελκτική έστω από τουλάχιστον όσο ήταν όταν άρχισες να την γνωρίζεις έτσι ώστε να έχουν την θέληση αλλά και την δύναμη να βελτιώσουν την ζωή τους στην διάρκεια της περισσότερο από όσο θα καταφέρεις να το κάνεις εσύ με την δική σου. Έτσι άλλωστε δεν προέκυπτε και λειτουργούσε ανέκαθεν κάθε πρόοδος της ανθρωπότητας σε οποιονδήποτε τομέα;

Η σκέψη αυτή σε κάνει να πάρεις αυθόρμητα μια πολύ βαθιά αναπνοή. Ρουφάς άπληστα τον μυρωμένο από τα αρώματα, κατά κάποιο τρόπο ακόμα και την γεύση, της άνοιξης αέρα. Είσαι ζωντανός και, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από εσένα, σκοπεύεις να είσαι για αρκετό καιρό ακόμα. Και το να υπάρχεις μπορεί μερικές φορές να φαίνεται κάτι τρομερά δύσκολο αλλά είναι και χαρά, εκείνη από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες, κάποτε ακόμα και απόλαυση αλλά και δύναμη. Δύναμη πριν από όλα για να συγκρουστείς και να νικήσεις όποιον και ό,τι σε εμποδίζει να ζήσεις ελεύθερος αλλά και για να αντιμετωπίσεις όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα τα οποία δεν σου επιτρέπουν να φτάσεις στην λύτρωση, στο σημείο εκείνο δηλαδή όπου αφήνεις πίσω όλες τις πρακτικές παραμέτρους της ζωής και μπορεί να την βιώσεις ως αυτό, το τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο σημαντικό, που είναι, σε όλη την ομορφιά και το ταπεινό αλλά πολυτιμότερο από όλα τα πλούτη του κόσμου μεγαλείο της. Δηλαδή να την βελτιώσεις στον ύψιστο δυνατό βαθμό…

Αυτή η σκέψη λειτουργεί σαν έναυσμα για να ξεκινήσεις να πηγαίνεις ράθυμα προς το Θησείο αλλά ξαφνικά αλλάζεις γνώμη, κάνεις μεταβολή και αρχίζεις να κατεβαίνεις βιαστικά την Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Το ξημέρωμα μπορεί να αργεί ακόμα αλλά λίγες ώρες μετά από αυτό έχεις να παραδώσεις δουλειά και πρέπει να γυρίσεις σπίτι για να την ολοκληρώσεις. Καθώς βαδίζεις γρήγορα ρίχνεις μια ματιά προς τα πάνω, ελάχιστες ημέρες έχουν περάσει από την πανσέληνο αλλά δεν προσέχεις καν την ματαιότητα της ετερόφωτης λάμψης του φεγγαριού. Το μόνο που βλέπεις για μια στιγμή στον ανέφελο σκοτεινό ουρανό είναι το πρόσωπο της, ένα από τα ελάχιστα πράγματα που, το εξωτερικό και ακόμα  περισσότερο το εσωτερικό τους, κατάφεραν ποτέ να ομορφύνουν την ζωή σου.

Φτάνεις στην αρχή της Αρεοπαγίτου, ελέγχεις με μια ματιά προς αμφότερες τις κατευθύνσεις, διασχίζεις τρέχοντας την Συγγρού και σταματάς το πρώτο ελεύθερο ταξί. Γεννημένος την τετάρτη Μαΐου και…γεννημένος για να τρέχεις, όπως είχε τραγουδήσει o Bruce Springsteen σαράντα τρία χρόνια πριν; Πέρα και από την χρονική απόσταση η τόσο μεγάλη γεωγραφική μπορεί ποτέ να κάνει δυνατή οποιαδήποτε ομοιότητα ή ακόμα και παραλληλία; Δεν χρειάζεται να το σκεφτείς παρά δευτερόλεπτα και ήδη στη στροφή των Στύλων του Ολυμπίου ΔΙός δεν έχεις την ελάχιστη αμφιβολία. Διεθνοποίηση (όπως θα έπρεπε να λέγεται ορθότερα η, ούτως ή άλλως, χρησιμοποιούμενη με λανθασμένο νόημα, «παγκοσμιοποίηση») της ζωής σημαίνει πριν από όλα να μην υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο να μπαίνεις σε ένα ταξί κοντά στο Ζάππειο, στην Δέκατη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, στην κεντρική οδό του ημι-επαρχιακού Νιου Τζέρσι, σε μια πλατιά λεωφόρο του Λος Άντζελες, στην Waterloo Street του Λονδίνου ή και σε έναν μπλοκαρισμένο από την κίνηση, ακόμα και τις μεταμεσονύχτιες ώρες, δρόμο του πολύ μικρού σε έκταση για τον πληθυσμό του Τόκιο.

Οπουδήποτε και αν κάνουν την ίδια αυτή καθημερινή κίνηση τόσοι πολλοί διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι έχουν τις ίδιες δυσκολίες, τις ίδιες σκέψεις, τους ίδιους προβληματισμούς και μία και μοναδική κοινή επιθυμία, την μεγαλύτερη μάλλον από όσες άλλες και αν έχει καθένας τους. Να κάνουν την ζωή τους λίγο καλύτερη, καθένας την δική του και όλοι μαζί την κοινή τους…

 

 

 

* Ο Θάνος Μαντζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top