Fractal

Διήγημα: “Ανάμεσά μας”

Της Ναταλίας Περδικάρη //

 

 

Ανάμεσά μας

 

Πρόσωπα άγνωστα, σώματα παρόμοια αλλά διαφορετικά τρέχουν βιαστικά και περνάνε απαρατήρητα καθημερινά από την ζωή σαν τον ειρμό ενός απόκρημνου καταρράκτη. Το νερό κυλάει συνεχόμενα άλλες φορές παγωμένο, άλλες ζεστό, δεν το αντιλαμβάνεσαι όπως και τους ανθρώπους που συναντάς. Όλοι κρύβουν κάτι που ίσως δεν θα το μάθεις ποτέ κι όχι γιατί θέλουν να το κρατήσουν μυστικό αλλά γιατί δεν το έχουν ακόμη αντιληφθεί οι ίδιοι. Δεν ξέρουν τι είναι ικανοί να πετύχουν ή και να καταστρέψουν, ένας εαυτός που όλοι έχουν και κάποτε θα βγει στην επιφάνεια. Άγνωστο το πότε, το γιατί και το πού θα απελευθερωθεί απλά στέκεται άπραγος και περιμένει να εμφανιστεί. Αυτό το άγνωστο κάποιοι το αγνοούν αλλά αυτό δεν παύει να πασχίζει να βρει την κατάλληλη στιγμή, να εκμεταλλευτεί μια αδυναμία και να σε στοιχειώσει για πάντα. Στέκεται ακίνητο και με κοιτάζει απειλητικά, αυτός ο άγνωστος είναι ο διπλανός μου ή ο ίδιος μου ο εαυτός που θέλει να με τρομοκρατήσει; Πόσα μπορεί να κρύβει το άγνωστο; Άνθρωποι πολλοί ψάχνουν να το φανερώσουν, να βρουν το μεγάλο τους λάθος, τη μελλοντική τους αμαρτία, την πιο σκοτεινή επιθυμία πάντως όλοι έχουν ένα μυστικό. Κάτι μηδαμινό, ασήμαντο ή βαθιά αποκρουστικό. Τι γίνεται εάν κρύβεται ανάμεσά μας ένα μεγάλο μυστικό; Ψάχνουν όλοι για να το ανακαλύψουν πρώτοι.

Μια συνηθισμένη μέρα, ένα ακόμη ταξίδι, το ίδιο πλήρωμα αλλά διαφορετικός κόσμος. “Το καράβι με προορισμό το νησί Χίος είναι έτοιμο να αναχωρήσει από το λιμάνι του Πειραιά. Τα άτομα του πλοίου μας είναι στη διάθεση σας για οτιδήποτε χρειαστείτε. Ο καπετάνιος και το προσωπικό σάς εύχονται καλό ταξίδι.” ακούστηκε η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα και αμέσως μετά ένα βαθύ, εκκωφαντικό, συνεχόμενο βουητό αντήχησε στα κύματα της αλαφιασμένης, ζοφερής θάλασσας. Το σινιάλο αυτό σήμανε τον αναγκαστικό εγκλωβισμό εντελώς ασύνδετων ανθρώπων με μόνο κοινό στόχο την άφιξη στον προορισμό τους. Ένα ταξίδι που έμελλε να παγιδεύσει κόσμο με άγνοια κινδύνου στην μέση του πελάγους δίχως τρόπο διαφυγής ή απλά είναι ένα ακόμη συνηθισμένο δρομολόγιο;

Η πρώτη ώρα κυλούσε ήρεμα, κάποιοι απολάμβαναν το γεύμα τους, κάποιοι τον ύπνο και μερικοί την θέα της θάλασσας. Ο καιρός ήταν σχετικά ήρεμος, όσοι πρόλαβαν να αγναντέψουν την ομορφιά του θεάματος του πλοίου να σχίζει το νερό και να δημιουργεί δίπλες λευκών, αφρισμένων κυμάτων ήταν τυχερός γιατί δεν θα έμενε για πολύ έτσι. Οι περισσότεροι επέλεγαν να ασχοληθούν με το κινητό τους αγνοώντας την φύση έξω. Προτιμούν να ζουν μια άλλη πραγματικότητα μέσω της οθόνης κι όχι την δική τους γιατί συνηθίζουν να την υποτιμάνε. Ακουγόντουσαν διάλογοι, πολλοί μιλούσαν στο τηλέφωνο μ’ έναν φίλο, ένα οικογενειακό πρόσωπο για να τους κρατάει συντροφιά άλλοι μόνοι βυθίζονταν στην σκέψη τους, εκεί που δεν ένιωθαν μοναξιά. Οι φωνές της συνείδησης ηχούσαν πιο πολύ από τις δυνατές ομιλίες των επιβατών μα κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι λένε, ειδικά μία ξεχώριζε μέσα στο πλήθος, ούρλιαζε ασταμάτητα. Ποια είναι αυτή η ταραγμένη φωνή; Τι σκεφτόταν ο άντρας με το βρώμικο πουκάμισο και τα γκριζωπά γένια; Τι σκεφτόταν η βουρκωμένη ατημέλητη γιαγιά μονολογώντας με το βλέμμα της στο πάτωμα; Τι σκεφτόταν το κοριτσάκι με το κόκκινο φόρεμα που έτρεμε ακατάπαυστα; Τι σκεφτόταν άραγε η μητέρα της έχοντας σε κοινή θέα τις σακούλες με τα ρούχα; Όλες οι σκέψεις περιτριγύριζαν ανάμεσα μας ενώ μια ανακοίνωση τις έκανε να συγκρουστούν ακαριαία μεταξύ τους.

“Προσοχή παρακαλώ, σας μιλάει ο κυβερνήτης του πλοίου. Αναγκαστική επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά από έκτακτη οδηγία του λιμεναρχείου.”Τα βλέμματα των επιβατών συναντήθηκαν, ο παλμός της καρδιάς δυνάμωσε αστραπιαία, όσοι κοιμόντουσαν ξύπνησαν και όσοι ήταν σε καμπίνες βγήκαν. Ένας ενιαίος ψίθυρος άρχισε να επεκτείνεται σε κάθε σπιθαμή του πλοίου. Αν συνδύαζες τις λέξεις από τα στόματα όλων, έβγαιναν οι ίδιες απορίες και υποθέσεις. “Υπάρχει κάποια βλάβη; Έχουμε απομακρυνθεί πολύ, θα πνιγούμε.” “Έρχεται τρικυμία; Τα κύματα είναι ψηλά, δεν θα γλιτώσουμε.” Όλα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα, βουλιάζουμε! Οι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί αλλά μέσα στην απόγνωση όλοι όμοιοι. Στο μυαλό τους η μόνη λέξη που ήταν αποτυπωμένη ήταν “ΚΙΝΔΥΝΟΣ”. Μα, από τι; Αυτό τους έκανε να τρελαίνονται. Τι να φοβηθώ , πώς να προστατευτώ; Από τι κινδυνεύω, από την θάλασσα ή από τους γύρω μου;

Το πλοίο είχε ήδη αλλάξει πορεία, είχε βάλει πλώρη για την επιστροφή ανατρέποντας τα σχέδια ακόμη και του πιο πανούργου δολοφόνου. Η ταραχή που είχε επικρατήσει δεν έμοιαζε ούτε λίγο με αυτήν που θα δημιουργούταν μετά από την δεύτερη ανακοίνωση. “Κυρίες και κύριοι, προσοχή παρακαλώ. Ανάμεσά μας βρίσκεται ένας λαθραίος επιβάτης που αναζητείται από την αστυνομία και πρέπει να παραδοθεί άμεσα στις αρχές. Μείνετε ψύχραιμοι και ακολουθήστε τις οδηγίες του πληρώματος.” διάγγειλε με ψυχρό τόνο και απάθεια στο ήδη τρομοκρατημένο πλήθος. Πριν προλάβει να μεταφέρει την ανακοίνωση στα αγγλικά είχε ξεσηκωθεί ένα μεγάλο κύμα αναταραχής, μεγαλύτερο κι από το ύψος των κυμάτων που σκέπαζαν τα παράθυρα του πλοίου. Η θάλασσα αντικατόπτριζε την κατάσταση που επικρατούσε στο πλωτό κλουβί. Ο άνεμος την παρέσερνε δεξιά-αριστερά δημιουργώντας μια σκηνή εμφύλιου πολέμου που το νερό δημιουργούσε κύματα προσπαθώντας να υπερισχύσει το δυνατότερο. Αυτή η πάλη σε έφερνε σε σημείο ζάλης ενώ το ζοφερό σκοτάδι έκρυβε οτιδήποτε μπορούσε να περιέχει κάτω ο βυθός κάνοντας την εικόνα ακόμη πιο τρομακτική. Έτσι και οι άνθρωποι μέσα στο πλοίο, ο αιφνίδιος παροξυσμός τους οδήγησε σε τσακωμούς, κλάματα και βρισιές ενώ έτρεχαν χωρίς όμως να μπορούν να ξεφύγουν. Πανικός, αγωνία, τρόμος, οργή και απόγνωση, ένας όχλος από συναισθήματα αιωρούνταν δημιουργώντας ένα μεγάλο γκρίζο νέφος πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Μέσα στο χάος ξεχώριζες την μάνα να αγκαλιάζει το παιδί και ο παππούς να σφίγγει το χέρι του εγγονού του. Έπαιρναν τα μωρά πάνω τους για να τα προστατεύσουν ενώ άνθρωποι κουλουριάζονταν στην γωνία σαν φοβισμένες γάτες. Άλλοι έκλαιγαν αθόρυβα, άλλοι φώναζαν κοιτάζοντας έντρομοι γύρω τους. Όλοι ήταν όμοιοι, ένας διαφορετικός. Ανησυχούσαν, στα μάτια τους έβλεπες την αγωνία μήπως τύχαινε να συναντήσουν με το βλέμμα τον δολοφόνο. Κάποιοι ήταν τρομερά ανήσυχοι, κάποιοι άλλοι ψύχραιμοι. Μήπως ο δολοφόνος φοβόταν ότι θα τον ανακαλύψουν ή προσποιούταν ότι είναι ατάραχος για να μην κινήσει υποψίες; Πάντως ο δολοφόνος ήταν ακόμη ανάμεσά μας.

Κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και πάσχιζαν να ανακαλύψουν τον δολοφόνο. Ο ένας έδειχνε τον άλλον και έβριζαν και φώναζαν, ζητούσαν εξηγήσεις από το προσωπικό. Γελούσα. Ο δολοφόνος είχε χαϊδέψει τον ίδιο σκύλο, είχε αγγίξει το ίδιο χερούλι, είχε χαμογελάσει στο ίδιο παιδί , είχε αναπνεύσει τον ίδιο αέρα και συνέχιζε να παραμένει ανάμεσά μας.

Ποιος είναι; Ο εύσωμος άντρας ή ο μελαμψός κύριος; Αυτός με την μπλούζα του συγκροτήματος και τα σκουλαρίκια ή ο οικογενειάρχης νέος; Ο ήσυχος άνθρωπος με τα γυαλιά ή αυτός με το μεγαλόσωμο σκυλί; Μήπως ο κοντός φοιτητής δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται; Άραγε ο όμορφος άνθρωπος δεν είναι έτσι και μέσα του; Μπορεί ο καλοντυμένος νέος να κρύβει στην χαρτοθήκη κάτι περισσότερο από χαρτιά; Μήπως ο γέρος με την μαγκούρα δεν είναι τόσο αδύναμος όσο δείχνει; Όλες οι φιγούρες σε ξεγελάνε και ο δολοφόνος βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας.

Η αναστάτωση συνέχιζε να επικρατεί, η μία ώρα που πέρασε ήταν σαν ένας βασανιστικός αιώνας γεμάτος δυστυχίες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ήταν άλλη μία αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι έβλεπαν εχθρούς παντού, αμφισβητούσαν από τον κύριο που μπορεί να τους βοήθησε να ανοίξουν την πόρτα μέχρι και τον ίδιο τους τον εαυτό. Η δοκιμασία που είχαν μπει άθελα τους, μετατρεπόταν σε ενδοσκοπική εξέταση της ζωής τους. Μέχρι που μπορείς να φτάσεις για να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο; Φοβόντουσαν να σκεφτούν γιατί πια μέχρι και οι ενδόμυχες αναρωτήσεις κρινόντουσαν. Ο δολοφόνος δεν έπαψε να βρίσκεται ανάμεσά μας.

Το πλοίο ξαφνικά σταμάτησε και πέταξε άγκυρες, χωρίς να υπάρχει η αίσθηση του χρόνου οι επιβάτες δεν το αντιλήφθηκαν ενώ η φασαρία εξακολουθούσε να υπάρχει. Περιπολικά ακουγόντουσαν από κάτω, ο ήχος των σειρήνων ακόμα κι αν ήταν ακόμη μακριά ανατρίχιασαν τους πάντες εκτός από τον δολοφόνο. Πλήθος αστυνόμων κατευθυνόντουσαν προς τα πάνω φέρνοντας όλο και πιο κοντά θορύβους, ουρλιαχτά και φώτα. Σε κάθε σκαλί τους, μεγάλωνε όλο και περισσότερο το φεγγάρι. Σαν να πέρασαν ώρες μέχρι ν’ ανεβούν. Ο χρόνος είχε σταματήσει για λίγο. Ο άνεμος είχε κοπάσει, αν απομόνωνες τον μαζικό ήχο και ξεχώριζες της φύσης θα μαγευόσουν από την ηρεμία της θάλασσας. Μπορούσες να αισθανθείς το ανεπαίσθητο αεράκι στο πρόσωπό σου που έφερνε μαζί του το αλάτι του νερού και σε δρόσιζε απομακρύνοντάς σε από την πραγματικότητα.

Βήματα πλησίαζαν και τα βλέμματα γινόντουσαν εντονότερα. Προς τα που όδευαν; “Πρέπει να μας ακολουθήσετε στο τμήμα” μου είπαν, σκούπισα το κούτελο μου από τις σταγόνες της θάλασσας και ο χρόνος άρχισε να λειτουργεί ξανά.

Ο δολοφόνος έπαψε πια να βρίσκεται ανάμεσα μας.

 

 

 

Ναταλία Περδικάρη ασχολούνταν με την δημιουργική γραφή από μικρή ηλικία μέχρι και τώρα που τελειώνει το λύκειο έχει την ίδια αγάπη για την λογοτεχνία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top