Fractal

Διήγημα: “Πασχαλινή ιστορία”

Της Μιμής Λίτου //

 

 

 

 

 

Πασχαλινή ιστορία

 

 

Στο μεγάλο ξέφωτο, στο δάσος, συγκεντρώθηκαν νωρίς – νωρίς τα ζώα. Ο κυρ-λαγός Σοφός τα κάλεσε σε επείγουσα συγκέντρωση και περίμεναν με αγωνία. Πάντα ο κυρ- λαγός Σοφός είχε σπουδαία πράγματα να τους πει.

Ακούστε, φίλοι μου”, άρχισε εκείνος.” Όλοι γνωρίζουμε ότι η ζωή μας άλλαξε μετά τις τελευταίες πλημμύρες! Συμφωνείτε;”

Ναι, ναι”, ακούστηκαν λυπημένες οι φωνές των ζώων. Γύρισαν τα κεφάλια τους προς την πεδιάδα. Τα πολλά νερά είχαν αποτραβηχτεί, αλλά παντού ερημιά. Πολύ λίγοι κάτοικοι έρχονται να ξαναφτιάξουν τα σπίτια τους, τα δέντρα, οι θάμνοι έχασαν τα κλαδιά τους, οι ρίζες τους θαμμένες μέσα στη λάσπη.

Να, το βλέπω το σπίτι μας”, μίλησε ο Γκαγκαρής, ο γαϊδαράκος, “εκείνο το πιο ψηλό απ΄ όλα”.

«Κι εγώ διακρίνω την αυλή με το κοτέτσι μας», ψιθυρίζει η κότα, η Κοκκίνω και σκουπίζει τα δάκρυά της με τη φτερούγα της. Μαζί της η Κούλα, η κατσικούλα και η Κανέλα, η αγελάδα αναστέναξαν βαθιά κι ακολούθησαν πολλά αχ και βαχ από όλα τα ζώα.

«Θυμάμαι», λέει η Νίτσα η νυφίτσα κλαίγοντας, «τη μεγάλη καταιγίδα, όταν τα νερά της έγιναν ποτάμια, που σαν θηρία κατάπιναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους».

«Φτάνει», τους φωνάζει ο ο κυρ- λαγός Σοφός, «Σταματήστε! Έτσι όπως πάτε, με τα δάκρυά σας θα γίνουν καινούριες πλημμύρες. Χρειάζεται ψυχραιμία. Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε!»

«Τι να κάνουμε εμείς τα αδύναμα ζώα;» ρώτησε ξεψυχισμένα η Μπε, η προβατίνα.

«Μη μας υποτιμάς», τσίριξε ο κυρ- μέρμηγκας, έχουμε δύναμη εμείς!

Πολλά ζώα γέλασαν, αλλά ο κυρ- λαγός Σοφός τους έριξε μια αυστηρή ματιά.

«Μπαίνει η Άνοιξη και φέρνει με όλα της τα καλά και το Πάσχα!»

«Μ’ αρέσει το Πάσχα», γαύγισε η Λία η σκυλίτσα!

«Κι εμένα κι εμένα κι εμένα», ξεφώνισαν όλα τα ζώα μαζί.

«Ησυχία», τους επανέφερε ο κυρ- λαγός Σοφός. «Πώς θα γιορταστεί το Πάσχα σ’ αυτή την κατάσταση; Πώς θα έρθουν οι άνθρωποι στην εκκλησία, που η αυλή της είναι χάλια; Πού θα κάνουν Ανάσταση; Δεν υπάρχει ούτε λίγο χορταράκι ούτε ένα λουλουδάκι γύρω. Κάτι πρέπει να γίνει, να βοηθήσουμε.»

Η Κανέλα μούγκρισε θυμωμένα:

«Γιατί να βοηθήσουμε; Εμείς φταίμε; Ας φρόντιζαν οι άνθρωποι να πάρουν τα μέτρα τους για να μην πάθουν ό,τι έπαθαν.»

Τότε τα ζώα άρχισαν να φωνάζουν όλα μαζί. Άλλα δέχονταν την πρόταση κι άλλα αρνούνταν με ξεφωνητά. Μεγάλο μπέρδεμα!

Ο κυρ- λαγός Σοφός προσπαθούσε να τους συνετίσει, φυσούσε, ξεφυσούσε, τέλος ανέβηκε σε έναν κορμό δέντρου και κουνούσε ένα κλαδί ελιάς για να ηρεμήσουν.

«‘Όποιος δε θέλει να βοηθήσει, ας απομακρυνθεί», τους δήλωσε. «Είναι ανόητο που αρνείστε!»

«Δεν έχουμε δει καλό απ’ τους ανθρώπους», φώναξε η ελαφίνα, η Αφρούλα. «Μας κυνηγούν κι έχουμε καταντήσει ζώα υπό εξαφάνιση.»

Ένα βαρύ φτερούγισμα ένιωσαν τότε πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν η γιαγιά η Βάγια, η κουκουβάγια. Την αποκαλούσαν γιαγιά, γιατί τη θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο και πάντα είχε να την καλύτερη συμβουλή. Στάθηκε, λοιπόν, σε ένα ξερό κλαδί, τίναξε δυο φορές τα φτερά της και τα γουρλωτά της μάτια κοίταξαν με προσοχή το κάθε ζώο χωριστά.

«Ποιοι είναι αυτοί που αρνούνται; Τι σκέφτεσαι, σκύλε Λαλάκη;»

«Να αφήσουμε τους ανθρώπους στην τύχη τους κι εμείς να φύγουμε σε άλλο μέρος, που θα τα έχουμε όλα,» απάντησε δειλά εκείνος.

«Πάμε- πάμε», φώναξαν η Μπε, η Αφρούλα, ο Κρίτσι ο ποντικός, ακόμα κι ο Πρίγκιπας, το άλογο και ετοιμάστηκαν να πάρουν δρόμο.

Τότε ακούστηκε ένα δυνατό ουρλιαχτό. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν ο Μπαμ-μπαμ, ο λύκος.

«Στοπ και σας έφαγα», φώναξε και τα ζώα κοκάλωσαν από το φόβο τους.

Η γιαγιά Βάγια, πλησίασε το λύκο και στράφηκε σοβαρή προς τα ζώα:

«Οφείλουμε να τον ακούσουμε! «Πώς από δω, Μπαμ –μπαμ;»

«Μη φοβάστε, δε θα πειράξω κανέναν», τους είπε. «Αν δε λυθεί το πρόβλημα, κινδυνεύω κι εγώ και τα παιδιά μου. Σπίτι δεν έχουμε. Αν πολεμήσουμε τους ανθρώπους, μόνο κακό να περιμένουμε! Είμαι έτοιμος να βοηθήσω και δε θα αγγίξω ούτε μυρμήγκι.»

«Να μείνει, να μείνει, τον πιστεύω. Άλλωστε είναι πολύ δυνατός και τον χρειαζόμαστε», λέει σοβαρά ο κυρ- λαγός-Σοφός.

«Ας μείνει, ας μείνει», φώναξαν όλα τα ζώα μαζί. «Ο καιρός περνά, το Πάσχα πλησιάζει.»

«Θα τα καταφέρουμε; Είναι πολλή δουλειά κι εμείς πολύ λίγοι,» ρώτησε δειλά-δειλά ένα παπάκι.

Τότε η γιαγιά η Βάγια, η κουκουβάγια, που μπορούσε να δει πολύ μακριά, έβγαλε μια φωνή χαράς!

«Περιμένετε λίγο και θα δείτε. Κοιτάξτε προς τα κει» κι έδειξε στο βάθος ένα πλήθος, που ολοένα και πλησίαζε!

Είδαν κι έμειναν με ανοιχτό το στόμα!

Εμαζεύτηκαν εκεί χίλιοι μίλιοι ποντικοί,

αρουραίοι και σπιτικοί,

κότες και κοτοπουλάκια και ειδών –ειδών πουλάκια.

Ο σκαντζόχοιρος κι η γάτα, που ‘ χανε μεγάλη πλάκα.

Η κατσίκα κι η χελώνα και το φίδι η Παγώνα.

Ήρθε και το σαλιγκάρι με τον πελαργό τον Πάρη,

Σπουργιτάκια, χελιδόνια, έφτασαν και δυο αηδόνια.

Μέλισσες και μελισσάκια, χήνες, πάπιες και βατράχια.

Ο πελαργός, ο Πάρης εξήγησε:

«Τα περιστέρια μάς έφεραν τα νέα σας και φυσικά αμέσως αποφασίσαμε να βοηθήσουμε. Η φύση είναι υπόθεση όλων μας, συμφωνείτε;»

«Συμφωνούμε, συμφωνούμε», φώναξαν όλα μαζί! «Καλώς ήρθατε!»

«Αντιρρήσεις πλέον δεν υπάρχουν. Από πού θ’ αρχίσουμε;» ρώτησαν τα κοκόρια. «Πρέπει να έχουμε πρόγραμμα

«Λοιπόν», λέει ο κυρ-λαγός Σοφός. «Γράφε, περιστέρα!» Εκείνη πήρε ένα πλατύ ξύλο κι άρχισε να γράφει:

 

1. Καλό καθάρισμα του χώρου από χώμα, πέτρες, ξύλα και άλλα ανεπιθύμητα υλικά, ιδιαίτερα της μικρής εκκλησίας.

«Εγώ, εγώ, εγώ», φώναξαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν οι κότες, οι χήνες, τα κατσίκια, τα μυρμήγκια!

 

2. Απομάκρυνση των μεγάλων αντικειμένων και των κορμών δέντρων, που έφερε το νερό με τη μεγάλη του ορμή.

«Εγώ, εγώ, εγώ», φώναξαν το άλογο ο Πρίγκιπας, ο Μπα-μπαμ ο λύκος, ο Γκαγκαρής ο γάιδαρος κι ο Ψιχουλής το μυρμήγκι.

 

3. Κτίσιμο γερού τείχους, που θα εμποδίζει το νερό να πηγαίνει όπου θέλει αυτό, αλλά όπου το οδηγούμε εμείς.

«Εγώ, εγώ, εγώ», φώναξαν με ενθουσιασμό η Νάρα η γάτα,  ο Κρατς κρατς ο Σκίουρος, όλη η οικογένεια Κρίτσι των ποντικών, ο Ψιχούλης το μυρμήγκι και πολλοί άλλοι.

 

4. Μεταφορά σπόρων και μικρών φυτών, από μέρη μακρινά. Πετούμενα, ετοιμαστείτε!

 

Απ’ τη χαρά τους τα χελιδόνια έκαναν τούμπες στον αέρα, ενώ τα σπουργίτια ξεκούφαναν με τα τιτιβίσματά τους.

«Ηρεμήστε», τους φώναξε η γιαγιά, η Βάγια. «Αναλάβατε μια μεγάλη αποστολή. Μας περιμένει πολλή δουλειά! Ας σοβαρευτούμε, έχουμε καιρό για γλέντια! Όλοι στο σκοπό μας! Σώζοντας τους ανθρώπους, σώζουμε και τους εαυτούς μας.»

Έτσι έπεσαν στη δουλειά και μεγάλοι και μικρά. Τους πήρε μέρες πολλές. Η μικρή εκκλησία έλαμψε. Το τείχος όλο και ψήλωνε. Τα χελιδόνια κι οι πελαργοί αποδείχτηκαν άριστοι κτίστες. Ειδοποίησαν και τον κάστορα, το μηχανικό για να επιβλέπει.

Σαλιγκάρια, σκουλήκια και μυρμήγκια σκάβουν το χώμα ολημερίς.

Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι. Τα πουλιά κουβαλούν σπόρους και τα μυρμήγκια τους φυτεύουν. Τα αηδονάκια κι οι καρδερίνες κελαηδούν μελωδικά. Με τη μουσική τους κάνουν τη δουλειά πιο ευχάριστη!

Μεγάλη αγωνία έχουν τώρα τα ζώα. Τραγουδούν κι αυτά:

«Πότε, πότε θα το δω φυτό μου, το καλό;

Να βγάλει φύλλα και κλωνιά,

και λουλούδια ευωδιαστά;»

Περνάει ο καιρός και μια μέρα, να ‘σου το πρώτο κεφαλάκι ξεμυτίζει από το χώμα. Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! Τι χαρά κάνουν!

Και ψηλώνουν τα φυτά, βάζουν φουστάνια πράσινα,

πολύχρωμα καπέλα, κοιτούν τον ήλιο γελαστά,

του λένε καλημέρα !

Λίγο παραπέρα οι πάπιες πιάνονται από τα φτερά και στήνουν χορό καλαματιανό. Ποιος λέτε σέρνει πρώτος το χορό; Η Λούπη, η αλεπού, κουνιστή και λυγιστή και περήφανη για τη δουλειά που έκανε.

Έτσι, ήρθε η άνοιξη. Μέσα στην πεντακάθαρη εκκλησιά οι άγιοι χαμογελούν στις εικόνες. Πλησιάζει το Πάσχα, η Λαμπρή! Έξω, λουλουδιασμένη η φύση! Οι παπαρούνες συνομιλούν με τις ανεμώνες, τα χαμομήλια παρέα με τις μαργαρίτες, η πασχαλιά αφήνει τη μοσχοβολιά της και το αεράκι παίρνει τα νέα και τα διαδίδει και σε άλλα μέρη.

«Tα μάθατε, τα μάθατε;

Εκεί πέρα στον πλημμυρισμένο τόπο δεν είναι πλέον ερημιά,

ξανάρθε η ζωή, το γέλιο, η ομορφιά!»

Απίστευτο ακούγεται!

«Πάμε, πάμε να δούμε!»

Μέλισσες, πεταλούδες, πασχαλίτσες κατέφθασαν και θαύμασαν! Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε. Όταν βρέθηκαν εκεί, δεν πίστευαν στα μάτια τους!

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε βράδυ πολύς κόσμος μαζεύονταν στην εκκλησιά για να συντροφεύσει τον Ιησού στο μεγάλο του πόνο. Ήταν πονεμένοι κι οι άνθρωποι με όσα πέρασαν με τις πλημμύρες.

Όταν ο παπάς έψαλλε το Χριστός Ανέστη, οι καμπάνες ηχούσαν γιορτινά, τα πρόσωπα έλαμπαν στο φως των κεριών! Έψαλλαν όλοι μαζί, μέσα από την ψυχή τους, για να ευχαριστήσουν τον αναστημένο Χριστό που απόψε ζουν και τη δική τους Ανάσταση! Η ψαλμωδία, οι ευωδιές των λουλουδιών, το αηδονάκι, που συνόδευε με τη δική του μουσική ταξίδεψαν στα γύρω μέρη και ειρήνεψαν τις καρδιές!

Την άλλη μέρα μεγάλο γλέντι έγινε στον αυλόγυρο της εκκλησιάς! Φυσικά, καλεσμένοι ήταν και τα ζώα, Οι άνθρωποι ένιωθαν μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτά και κατάλαβαν πόση αξία έχει ο σεβασμός και η καλή συμβίωση στο σπίτι της φύσης, που ανήκει σε όλους!

Τσούγκριζαν αυγά, χόρευαν και τραγουδούσαν!

Θαύμα, έλεγαν! Το θαύμα της Αγάπης!

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top