Fractal

Αφήγημα: “47 εβδομάδες – 4η εβδομάδα: τα δάκρυα λυτρώνουν”

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

 

Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.

 

Μόνο ένα καναπέ είχε στο καινούργιο σπίτι. Τον αγόρασε με τη γνωστή της παρόρμηση «μου κάνει το αγοράζω». Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι στο εξής θα ήταν πιο προσεκτική στις αγορές της. Θα περιμένει για τα υπόλοιπα έπιπλα να βρει την κατάλληλη προσφορά.

Ποτέ δεν ήταν τσιγκούνα, ήταν ανέκαθεν όμως πρακτική ίσως γιατί προσπαθούσε να ισορροπήσει με τα παιδικά της βιώματα, τότε που ο πατέρας της λίγο μονολογώντας, λίγο πληροφορώντας τους έλεγε «δεν έχουμε τη δυνατότητα για περιττά πράγματα, αυτός ο μήνας είναι δύσκολος». Δεν θυμόταν έναν εύκολο μήνα σε όλη την παιδική της ηλικία. Για κάθε τι όσο φθηνό ή ακριβό και αν ήταν, έπρεπε να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα της αγοράς του στον πατέρα. Θυμάται τόσο καθαρά να τον πλησιάζει στο σαλόνι του πατρικού της και να του ζητά να μιλήσουν. Εκείνος άφηνε κάποιο βιβλίο που πάντα είχε στα χέρια του και της χαμογελούσε ελαφρά – με συγκατάβαση ή με αλαζονεία, ακόμα δεν έχει καταλάβει. Οι συζητήσεις κατέληγαν με εκείνη να κλαίει και να κλειδώνεται στο δωμάτιο της γιατί δεν γινόταν το δικό της και τον πατέρα να συνεχίζει το βιβλίο κουνώντας το κεφάλι.

Ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε. Το κλάμα ήταν η έκφραση της αδυναμίας της να τον πείσει. Άρα έπρεπε να πάει καλύτερα προετοιμασμένη. Σταδιακά ανέπτυξε επιχειρήματα, συμπεριέλαβε στο σχέδιο της την αδυναμία που της είχε ο πατέρας, ξεκινούσε με μια χαλαρή επισήμανση που κατέληγε σε μια ευχάριστη κουβέντα και το πατέρα της πιο δεκτικό στα καλοδιαλεγμένα προτερήματα μιας επικείμενης αγοράς. Ίσως χωρίς να το καταλάβει αυτό ήταν το πρώτο σημαντικό μάθημα στις διαπραγματεύσεις, μάθημα που στήριξε την επαγγελματική της πορεία και κατά μεγάλο ποσοστό την επιτυχία της.

Έκτοτε δεν ξανάκλαψε ποτέ. Ούτε όταν έχασε αγαπημένους ανθρώπους που έφυγαν ξαφνικά. Ο θάνατος ήταν πέρα από τις δυνατότητες της να αποτρέψει. Προσπάθησε με λύσσα να τους κρατήσει ζωντανούς, χτυπιόταν με υπεράνθρωπη δύναμη να βρει γιατρούς και νέες θεραπείες, συμπαραστάθηκε σε αυτούς που έμειναν πίσω για όσο διάστημα χρειάστηκε… και μετά έφυγε από τις ζωές τους.

Τώρα καθόταν στον καναπέ κοιτώντας τον άσπρο τοίχο απέναντι της. Αυτό που πρέπει να κάνει, όχι όχι άλλο πρέπει, αυτό που επιθυμεί είναι να μπορέσει να αφήσει πλέον τη ζωή να την ξαφνιάσει. Να της φέρει κάτι αναπάντεχα όμορφο που δε θα έχει μπλέξει στις διαδρομές του μυαλού της, δε θα έχει καταγραφεί σε καμία σελίδα σημειωματάριου. Αυτό που επιθυμεί είναι να φροντίζει η ίδια το παιδί της, να πηγαίνει ξέγνοιαστη στη δουλειά της, να τρέχει τα χιλιόμετρα της προπόνησης και θα κάνει παρέα μόνο με ανθρώπους που της κάνουν χώρο να μπει ευπρόσδεκτη στη ζωή τους, όχι με εκείνους που πάσχιζε να βρει μια χαραμάδα για να συμμετέχει στην καθημερινότητα τους. Και επιτέλους αυτό που επιθυμεί περισσότερο απ όλα είναι να βάλει τα κλάματα, να χτυπηθεί στο πάτωμα να φωνάξει για τις αδικίες αυτές που έζησε και αυτές που μοίρασε, να δει τα μάτια της πρησμένα και κόκκινα όχι από το ξενύχτι ή τη δουλειά αλλά από το κλάμα. Να νιώσει αν είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι τα δάκρυα λυτρώνουν.

 

 

 

* Η Μαρία Λαμπρέ είναι γεννημένη στον Πειραιά, οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρουν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top