Fractal

Φτερά και άγκυρες: Αφηγηματικές τεχνικές στην Παραγουάη του Μιχάλη Μοδινού

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Μιχάλης Μοδινός «Παραγουάη», εκδ. Καστανιώτη

 

Για την Παραγουάη του Μιχάλη Μοδινού έχουν γραφεί ήδη πολλές και δίκαια επαινετικές κριτικές στους λίγους μήνες της κυκλοφορίας της (εκδ. Καστανιώτη, Οκτώβριος 2020, σ. 386). Έχει επισημανθεί η συγγένειά της με άλλα βιβλία του συγγραφέα ως προς την αναζήτηση της ουτοπίας, τη σχέση κοινωνίας –φύσης, τη συνάντηση και τη συνομιλία των πολιτισμών. Έχει φυσικά περιγραφεί το περιεχόμενο, που εν ολίγοις αναφέρεται στην περιπέτεια του Γαβριήλ Σούρλα, γεωπόνου από την Καρδίτσα, ο οποίος, μέσα στη δίνη της κρίσης και στις ανατροπές της -αρχικά ταχτοποιημένης- επαγγελματικής και προσωπικής του ζωής, αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Παραγουάη, όπως είχε κάνει και ένας μακρινός του πρόγονος τον 18ο αιώνα, ο Χόρχε Σούρλα Μπάστος, την περιπέτεια του οποίου επίσης παρακολουθούμε.

Οι ιστορίες των δύο ηρώων έχουν ρητές ή υπόρρητες αναλογίες. Χαρακτηριστική η λυτρωτική καταφυγή τους σε κάποια ουτοπία: ο μεν ήρωας του παρελθόντος στις Ρεντουσσιόνες των Ιησουιτών, ένα ενδιαφέρον κοινωνικό μεταρρυθμιστικό πείραμα, μια πραγματωμένη συλλογική ουτοπία, που λειτούργησε για ενάμιση αιώνα σε αγαστή συνύπαρξη με τους αυτόχθονες Γκουαρανί, με εντυπωσιακό αποτέλεσμα την επιβίωση ως επίσημης της γλώσσας τους, ο δε σύγχρονος ήρωας στην αρχετυπική αγροικία και καλλιεργητική έκταση δίπλα στο ποτάμι, στην εστάνσια, επίσης συνεργαζόμενος με τους ντόπιους, ως μια πιο προσωπική, πιο ατομική ουτοπία.

Το παρόν σημείωμα, πάντως, καταπιάνεται με κάποιες πλευρές του μυθιστορήματος που άπτονται της αφηγηματικής τεχνικής του συγγραφέα, δεδομένου ότι τέτοιου τύπου επισημάνσεις δεν έχουν προς το παρόν αναλυθεί εκτενώς.

 

Η αφηγηματική δομή

Κατ’ αρχάς, η αφήγηση αναπτύσσεται σε εναλλασσόμενα κεφάλαια τριών κατηγοριών, που προσδιορίζονται με το πρόθεμα Α, Β και Γ, αντίστοιχα (π.χ. Α1, Β1, Α2, Γ1 κ.ο.κ.). Ο συγγραφέας, πάντως, προτείνει, πέραν της ομαλής αυτής ανάγνωσης, να επιχειρηθεί και η ανάγνωση κατά ομαδοποίηση των κεφαλαίων με την αντίστοιχη ένδειξη (δηλ. Α1, Α2, Α3 κ.ο.κ., Β1, Β2 κ.ο.κ.), μια ανάγνωση διαφορετικής γραμμικότητας.

Ήδη αυτή η ιδιομορφία υποδεικνύει κάποια στοιχεία για την αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα. Είναι αλήθεια ότι τα κεφάλαια με την ένδειξη Α αναφέρονται στην περιπέτεια του σύγχρονου ήρωα, τα κεφάλαια με την ένδειξη Β στον ήρωα του παρελθόντος (οι ιστορίες των δύο ηρώων αναπτύσσονται παράλληλα) και αυτά με την ένδειξη Γ στην ιστορία και ανθρωπογεωγραφία του τόπου, αποτελώντας παρεκβάσεις πραγματολογικού χαρακτήρα. Είναι, επίσης, γεγονός ότι τα κεφάλαια είναι γραμμένα με διαφορετική αφηγηματική γραφή, ανάλογα με την ένδειξη που τα συνοδεύει.

Από την άλλη, παρά την ισχύ αυτής της βασικής διάκρισης, τα κεφάλαια αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται, καθώς στοιχεία του ενός εισχωρούν στο άλλο. Για παράδειγμα, τα κεφάλαια Γ δεν αναπτύσσονται ανεξάρτητα από την υπόλοιπη αφήγηση και δεν λείπουν από αυτά αναφορές και στους δυο ήρωες, ενώ στα κεφάλαια Α δεν λείπουν αναφορές στον μακρινό πρόγονο ή στην ιστορία (κάποτε μάλιστα εκτεταμένες), καθώς άλλωστε, όπως ομολογείται και εντός της αφήγησης, η διείσδυση του ήρωα στο παρελθόν του τόπου και στην ανάλυση των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών δεδομένων του τον βοήθησε στην ίδια του τη ζωή και την ευόδωση της εγκατάστασής του.

Η συχνή αυτή εισβολή του παρελθόντος στο παρόν, οι πυκνές αναφορές στην ιστορία διαμορφώνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο έργο, που αρκετά συχνά προσομοιάζει σε ιστορικό μυθιστόρημα.

Σχετικά με τον αφηγηματικό χρόνο (στον οποίον θα σταθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω), έχει ενδιαφέρον ότι το αφηγηματικό παρόν τοποθετείται στο 2024 και η καταγραφή της αφήγησης ξεκινά τον Φεβρουάριο για να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους από τον αφηγητή, που είναι ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας, ο Γαβριήλ Σούρλας. Από την ενστάνσια που αποκτά, τη Βίλλα Ερμόζα στο Σαν Κριστομπάλ ντελ Τσάκο της Παραγουάης, γράφει την (συναρπαστική, ομολογουμένως) εξιστόρησή του, με ημερολογιακή σήμανση, που -σημειωτέον- υπάρχει μόνο στα κεφάλαια Α (μολονότι και τα άλλα γράφονται από το ίδιο πρόσωπο, προφανώς στον ίδιο χρόνο), τα οποία μοιάζουν πάντως να είναι πιο προσωπικά και να εκπηγάζουν από το εκάστοτε παρόν, αν και δεν ακολουθείται μια αυστηρά γραμμική χρονολογική πορεία. Μ’ αυτή την έννοια, αλλά κι επειδή ο αφηγητής φροντίζει να μας το ξεκαθαρίσει από την αρχή, γνωρίζουμε μ’ έναν τρόπο ήδη το τέλος, την επιτυχημένη και οριστική εγκατάστασή του στην Παραγουάη. Η αφήγηση είναι, λοιπόν, πρωτοπρόσωπη με προφανή, κατ’ αρχάς, εσωτερική εστίαση.

 

Η εστίαση

Έχει, ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι, μολονότι, όπως είναι φυσικό, στα κεφάλαια που αφορούν τη δική του ζωή (κεφάλαια Α) ο αφηγητής γνωρίζει όσα και ο ήρωας, ο εαυτός του, και μάλιστα με επιφυλάξεις κάποιες φορές (αφού αναφέρεται στις πιθανές παραμορφώσεις της μνήμης και χρησιμοποιεί εκφράσεις του τύπου «έτσι νομίζω τουλάχιστον», «εκτός κι αν ήταν η ιδέα μου»), στα κεφάλαια που αφορούν τη ζωή του μακρινού προγόνου του (κεφάλαια Β) μετατρέπεται σε παντογνώστη αφηγητή. Εισχωρεί στις πιο μύχιες σκέψεις και στα όνειρα του ήρωά του, μεταφέρει αυτούσιους διαλόγους της εποχής και σχόλια περιστασιακά ευρισκόμενων προσώπων, διαβεβαιώνοντάς μας για την αυθεντικότητά τους («ναι, χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο»), περιγράφει με λεπτομέρειες στιγμές και αισθήματα, ανεπαίσθητα θροΐσματα των δέντρων και της ψυχής. Είναι αλήθεια ότι γι’ αυτή τη φαινομενική παραδοξότητα φροντίζει να μας προετοιμάσει, ξεκαθαρίζοντας ότι, καθώς το παρελθόν υπόκειται σε στρεβλώσεις, όσο κι αν ερευνάς προσπαθώντας να το ανασυστήσεις, στην πραγματικότητα το επανα-επινοείς («Το παρελθόν δεν ανασυντίθεται, ακόμα και το δικό μας παρελθόν. Επινοείται, αν όχι στο σύνολό του, πάντως σε κάποιο βαθμό. … Πιστεύω ότι με βάση τις αισθήσεις και τα νοητικά σου εργαλεία μπορείς να ανασυγκροτήσεις τα δεδομένα.», «Πρέπει να ερευνήσω τη μοίρα του … ή να την επινοήσω, πράγμα που είναι ίσως ένα και το αυτό.»).

Εξομολογείται, μάλιστα, και τη διαδικασία με την οποίαν ανασυστήνει το παρελθόν: χρησιμοποιεί, ανάμεσα στα άλλα, και την εις άτοπον απαγωγή και συμπεραίνει ότι, για παράδειγμα, δεν μπορεί ο μακρινός του πρόγονος να μην ένιωσε αντίστοιχα αισθήματα με τα δικά του, να μην οσφράνθηκε τα ίδια αρώματα μ’ εκείνον, κλπ., οδηγώντας τον αναγνώστη, μέσα από τα δίκτυα των συλλογισμών του, να συμφωνήσει μαζί του («έτσι δεν είναι, φίλε μου;/καλέ μου αναγνώστη;), επιζητώντας τη συγκατάθεσή του ή και εξασφαλίζοντας τρόπον τινά τη συναίνεσή του. Σε άλλο σημείο, παραδέχεται τη λελογισμένη χρήση εικασιών («αλλά αυτή είναι μια απλή εικασία μου, μη αποδείξιμη με τα διαθέσιμα μέσα»), επικυρώνοντας έμμεσα την αξιοπιστία όλων των υπόλοιπων αναφορών. Ο αφηγητής, λοιπόν, πέραν των ντοκουμέντων και των τεκμηρίων (αφού πράγματι αποδύεται σε ενδελεχή έρευνα και μελετά αρχεία και κατάλοιπα παντός είδους, για να ανακαλύψει τα ίχνη της ζωής του προγόνου του), χρησιμοποιεί και τη λογική, που είναι εντέλει η πειστικότερη μέθοδος μιας αναζήτησης. Την ίδια ώρα, ομολογεί ότι κάνει χρήση της ελευθερίας της λογοτεχνίας, της τρόπον τινά αυθαιρεσίας της, «που κάνει ακόμα και την αόρατη αλήθεια πραγματική», αποζητώντας το δικαίωμά του στην ανασύνθεση του παρελθόντος, μολονότι παραδέχεται ότι «εγώ δεν κάνω λογοτεχνία, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό μια και καλή, φίλε αναγνώστη. Άλλη είναι δουλειά μου». Με άλλα λόγια, η εντός της λογοτεχνίας αφήγηση δεν είναι λογοτεχνική. Ο Μοδινός κάνει λογοτεχνία, αλλά όχι ο αφηγητής του – κι αυτός είναι ένας τρόπος να τους ξεχωρίζεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντως, ο αφηγητής (ή ο συγγραφέας;) επιτρέπει στον αναγνώστη να ρίξει νόμιμες ή και κλεφτές ματιές στο εργαστήρι του, να το παρατηρήσει, κι έτσι, με μια έννοια, να βγει από τη σύμβαση. Γενικότερα, ο αφηγητής (ή ο συγγραφέας;) μοιάζει να ενδιαφέρεται να γνωστοποιήσει στον αναγνώστη του ποιος είναι, πού βρίσκεται, πώς γράφει, πώς συνθέτει την αφήγηση.

Μολονότι, λοιπόν, ο ήρωας –αφηγητής, όπως είπαμε, προχωρά σε πραγματική έρευνα και επιδιώκει την εγκυρότητα και την αλήθεια, διατηρώντας ως προς την ακριβολογία κάποιες λογικές επιφυλάξεις («αν λογαριάζω σωστά», στο σημείο αυτό η αφήγησή μας παρουσιάζει κάποια κενά»), που προσδίδουν ακόμη περισσότερη αξιοπιστία στην αφήγηση, προχωρά εντέλει πολύ περισσότερο, ανασταίνοντας μ’ έναν τρόπο την επίσης συναρπαστικά ανατρεπτική ζωή του Χόρχε Σούρλα Μπάστος, αν και με διερωτήσεις και κάποιες αναστολές. Υπάρχει, όμως, και μια ουσιαστική αιτία γι’ αυτό: Αυτή ακριβώς η ζωή του προγόνου, κατά ένα μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, λειτουργεί προτρεπτικά και διεγερτικά για τη δική του απόφαση, για τη δική του καταλυτική στροφή. Μόνο αν αυτή η ζωή γίνει ουσιαστικά ζωντανή, τρισδιάστατη και πολύχρωμη, αν αποκτήσει πραγματικό σφυγμό και εσωτερικό παλμό, αν σφύζει από διλήμματα, αισθήματα, αγωνίες, κινδύνους, σταυροδρόμια, επιλογές, κίνητρα, αν γίνει δηλαδή πραγματική ζωή, μόνο τότε μπορεί να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη, ως ισχυρό παρωθητικό ερέθισμα. Ο ήρωας του παρόντος, λοιπόν, χρειάζεται τον ήρωα του παρελθόντος για να εμπνευστεί και τον χρειάζεται όχι ως μια αναφορά σε καταλόγους αλλά ως παλλόμενη φλέβα κι ακόμα ως εξιδανικευμένο πρόσωπο. Συνεπώς, ο αφηγητής μας έχει ανάγκη την παντογνωσία για να λειτουργήσει όχι μόνον ως αφηγητής, μα και ως ήρωας της αφήγησης. Κι ακόμα, ίσως έχει ανάγκη το πρότυπο της κατά πολύ δυσκολότερης συνθήκης υπό την οποία ο πρόγονος έκανε την ίδια διαδρομή Θεσσαλία – Παραγουάη. Αυτή η σύγκριση κάποτε επισημαίνεται, π.χ. στη διαφορά διάρκειας του ταξιδιού, αλλά συχνότερα υπονοείται, μολονότι ίσως το γεγονός ότι η συνολική αβεβαιότητα που χαρακτήριζε εν πολλοίς την παλαιότερη εποχή καθιστά τη φυγή τού πιο στέρεα ριζωμένου σύγχρονου ήρωα περισσότερο περίπλοκη.

 

Μιχάλης Μοδινός

 

Ο τόπος στην αφήγηση

Στη διαδρομή της ανάγνωσης γίνεται φανερή η έγνοια του αφηγητή – συγγραφέα να προσδώσει αξιοπιστία στην αφήγηση, να τεκμηριώσει ό,τι παραθέτει, να το συνδέσει με τα ιστορικά, γεωγραφικά δεδομένα και μ’ έναν τρόπο να αντικειμενοποιήσει την αφήγηση, στοιχείο που συνδέεται και με την εμφάνιση της παντογνωσίας στα κεφάλαια με την ένδειξη Β, Γ. Αυτό, βέβαια, είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό των έργων του Μιχάλη Μοδινού, που συμπλέκει τη μυθιστορία με την ιστορία και τη γεωγραφία, που στηρίζει το επινοημένο στο πραγματικό, που παραθέτει πλήθος πληροφοριών για τους τόπους, τα πρόσωπα και τα πράγματα. Από αυτήν την παράθεση έχω την πεποίθηση ότι ωφελείται και η επινοημένη αφήγηση, που αποκτά πιο πραγματικές και πειστικές διαστάσεις, αλλά και γενικότερα ο αναγνώστης. Πίσω από κάθε μυθιστόρημα του Μοδινού με ιστορικές ρίζες –και όχι μόνο- υπάρχει βαθιά μελέτη του τόπου, των ιδιαίτερων συνθηκών και της ιστορίας του, που αξιοποιείται αριστοτεχνικά στην εκτύλιξη του μύθου. Άλλωστε, ο ίδιος ο τόπος και αλλού και εδώ, στην Παραγουάη, αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα της εξέλιξης, έναν τρόπον τινά βασικό ήρωα του βιβλίου. Είναι προφανές ότι η όλη ιστορία θα ήταν εξόχως διαφορετική αν διαδραματιζόταν σε κάποιο άλλο μέρος. Χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η επιλογή μιας χώρας χωρίς θάλασσα, αλλά και χωρίς βουνά, ώστε να υπάρξει ισχυρή αποσύνδεση από τις τυπικές ελληνικές αναφορές στις ακρογιαλιές, το αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο και τη ναυτοσύνη, μα και το πολυτεμαχισμένο τοπίο, σε κάτι δηλαδή εντελώς αντιστικτικό προς τα ελληνικά δεδομένα, κάτι που θα αποτρέπει τη νοσταλγία και την επιστροφή. Ταυτόχρονα, εκτός από την Παραγουάη, δευτερεύων ήρωας της αφήγησης θα μπορούσε να θεωρηθεί και η Καρδίτσα με τον Θεσσαλικό κάμπο, καθώς είναι ο τόπος στον οποίον διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήρωα και στην οποίαν γίνονται ποικίλες κοινωνικές – πολιτιστικές αναφορές. Χαρακτηριστικό και των δύο «τόπων – ηρώων» αποτελεί το ότι δεν είναι τυπικά ελκυστικοί. Ο Γιώργος Σούρλας δεν έλκεται από το Ρίο ντε Τζανέιρο ούτε καν από το Πήλιο ή τη Μύκονο, απορρίπτοντας τα αρχέτυπα της τυπικής γοητείας. Ο Μοδινός πετυχαίνει, έτσι, να προσδώσει γοητεία σε τυπικά μη θελκτικούς τόπους.

 

Η επίκληση στον αναγνώστη

Άλλη μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική τεχνική του Μιχάλη Μοδινούστην «Παραγουάη» είναι η διαρκής και πολυποίκιλη απεύθυνση στον αναγνώστη. Το ίδιο το γεγονός καταδεικνύει ότι πρόκειται για μια ενσυνείδητη εξιστόρηση με αποδέκτη, που συχνά εμφαίνεται και με άλλες αναφορές, π.χ. «σ’ αυτό θα έρθουμε συστηματικά στη συνέχεια», «όπως θα εξηγήσω αμέσως», «γι’ αυτόν θα τα πούμε αργότερα» ή, αντίστροφα, «περισσότερα πάντως δεν θα αποκαλύψω επί του παρόντος». Ο αποδέκτης είναι διαρκώς στο μυαλό του αφηγητή, εξαρχής μάλιστα αποκαλείται και φίλος, παρότι η εξοικείωση ανάμεσα στα δύο μέρη μ’ έναν τρόπο αναπτύσσεται σταδιακά. Ο αφηγητής ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις και τις σκέψεις του αναγνώστη, προσπαθεί να τις προλάβει και σε ορισμένες περιπτώσεις να δικαιολογηθεί («Σε κούρασα, φίλε μου», «συγχώρησέ μου την υπερβολική έκφραση, καλέ μου φίλε», «ζητώ συγγνώμη για την ορολογία, αλλά…», «αν ζαλίστηκες, αγαπητέ αναγνώστη … συγχώρησέ με»), εκδηλώνοντας ταυτόχρονα τον σεβασμό του προς αυτόν και τις ανάγκες του ( «δεν θα σε φορτώσω με τις ασήμαντες συγκριτικά ταλαιπωρίες, παρά μόνο με την ουσία του δικού μου ταξιδιού», «δεν θα μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες… μυστικά του επαγγέλματος συν σεβασμός προς εσένα, φίλε αναγνώστη, όπως μόλις σου έταξα»). Είναι, επίσης, διάφανος απέναντί του, ειλικρινής, ανοιχτός, ακολουθώντας ωστόσο τις δικές του παρορμήσεις, τις οποίες δεν αναχαιτίζει πάντοτε προς χάριν του αναγνώστη: «Όμως εδώ μιλάμε για τους Μπαντεϊράντες και τους Ιησουίτες, οπότε παραμερίζω επειγόντως την ύπουλη εισβολή της νοσταλγικής αυτής πινελιάς».

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο πιο αναλυτικά σ’ αυτήν τη νοερή, μονόδρομη βέβαια, συνομιλία αφηγητή – αναγνώστη, αν και το «μονόδρομη» ο αφηγητής θα ήθελε να το αναιρέσει και να καταστήσει την συνομιλία διπλής κατεύθυνσης – γιατί όχι άλλωστε; Προφανώς αυτή υπάρχει, απλώς δεν έχει την τύχη να την ακούει – ή μήπως όχι; («Λέγε με Γαβριήλ αν πρόκειται να μου απευθυνθείς με οποιονδήποτε τρόπο … στο κάτω κάτω έτσι βαπτίστηκα», φράση που πάντως παραπέμπει στην εναρκτήρια πρόταση του εμβληματικού αμερικανικού μυθιστορήματος Μόμπι Ντικ: «Λέγε με Ισμαήλ»).

Ο αναγνώστης καλείται να κάνει υπομονή (κι αυτός είναι προφανώς ένας τρόπος να συντηρείται η αγωνία και το ενδιαφέρον – σα να λέμε έχεις πολλά να μάθεις ακόμα, θα σου τροφοδοτήσω την περιέργεια, αλλά και θα σου την καλύψω). Ή να σκεφτεί και να σταθμίσει κάποια δεδομένα («αναλογίσου»). Ή να στοχαστεί («δεν είναι περίεργη η ζωή, καλέ μου φίλε;»). Ή να κατανοήσει τα αισθήματά του («μπορείς ασφαλώς να το αντιληφθείς, αγαπητέ μου φίλε»). Ή να συμμεριστεί τους γλωσσικούς αναχρονισμούς του («και πάλι παρεισφρέει σύγχρονη ορολογία, ταιριαστή ωστόσο, κατά την ταπεινή μου άποψη» – προσωπικά θεωρώ σημαντική τη δήλωση αυτής της επίγνωσης, που επανέρχεται στο βιβλίο). Ή να είναι επιεικής απέναντί του («μπορείς να με πεις μεγαλομανή ή αφελή, αδελφέ μου, αλλά…»). Ή να ερμηνεύσει τις καταστάσεις με βάση τις δικές του εμπειρίες («πες το όπως θες, καλέ μου αναγνώστη, με βάση τις πιθανές σου εμπειρίες»). Ή να συμπληρώσει τα ηθελημένα κενά της αφήγησης κατά το δοκούν («είσαι απολύτως ελεύθερος να προσθέσεις την πινελιά σου στο υπό εξέλιξη έργο», «πες το όπως θέλεις, αναγνώστη», «σ’ αυτό το σημείο θα σε απογοητεύσω, αν περιμένεις θεαματικές λεπτομέρειες, καλέ μου αναγνώστη»). Ή να οδηγηθεί σε προσωπικές κρίσεις («τα συμπεράσματα δικά σου, αδελφέ αναγνώστη»). Ή ακόμα και να πηδήξει σελίδες που ενδεχομένως δεν τον ενδιαφέρουν, παραπέμποντας μ’ έναν τρόπο στις αναγνωστικές θεωρίες της λογοτεχνίας, σύμφωνα με τις οποίες ένα σημαντικό μερίδιο του λογοτεχνικού γεγονότος ανήκει στον αναγνώστη, στην πρόσληψη και στην αναγνωστική του ανταπόκριση, που σχετίζεται με την εποχή του, τα προσωπικά του βιώματα και ενδιαφέροντα, αλλά και την ενεργητική συμβολή του στην κάλυψη των κενών της αφήγησης και στη συμπλήρωση της απροσδιοριστίας της. Ίσως και η αρχική επισήμανση του συγγραφέα για τη δυνατότητα εναλλακτικής ανάγνωσης ή επαν- ανάγνωσης του βιβλίου με βάση τις ενδείξεις των κεφαλαίων να σχετίζεται με την υπόσταση που αποδίδει στον αναγνώστη και την ελευθερία που του παραχωρεί, παρότι τον καθοδηγεί την ίδια ώρα.

Ο αναγνώστης του Μοδινού αποκαλείται με διάφορα συνοδευτικά επίθετα, όπως «αγαπητός», «προσεκτικός», «πιστός», «άγρυπνος», «υπομονετικός», «καλός», «φίλος», «καλός φίλος», «αγαπητός φίλος», «αδελφός». Ο αναγνώστης – φίλος μοιάζει, πάντως, να είναι άντρας, όχι λόγω της χρήσης του γένους (θα ηχούσε, άλλωστε, παράξενη σε ένα μυθιστόρημα η χρήση του πολιτικώς ορθού των επίσημων εγγράφων «αναγνώστης / αναγνώστρια»), αλλά κυρίως λόγω κάποιων αναφορών που δυο άντρες μοιράζονται και κατανοούν.

Επικοινωνεί διαρκώς μαζί του με αποστροφές («θα το θυμάσαι, φίλε μου», «όπως θα θυμάσαι, προσεκτικέ μου αναγνώστη»), ώστε να μην ξεχνιέται η επαφή, να ενεργοποιείται το ενδιαφέρον («ξέρεις το είδα, καλέ μου φίλε;»), να εγκαθιδρύεται η σχέση και να οικοδομείται η ταύτιση («εσύ θ’ αρνιόσουν, καλέ αναγνώστη, όμοιέ μου κι αδελφέ μου;», «μην αγωνιάς, αν υποθέσουμε ότι έχεις ταυτιστεί μαζί μου, έστω και στο ελάχιστο»). Την ίδια ώρα, η σχέση αφηγητή – αναγνώστη μπορεί να αποκτά ένταση («θα το υποψιάστηκες ήδη … δημιουργικέ επικριτή μου», «είμαι εδώ, υπομονετικέ αναγνώστη και άτεγκτε λογοκριτή μου»). Ο αφηγητής (ή ο συγγραφέας;) έχει πλήρη συνείδηση της (πιθανής;) αναγνωστικής πορείας, των προβλέψεων και των αναγνωρίσεων στις οποίες προχωρά ο αναγνώστης (αφού αυτός –ο αφηγητής-  τις καλλιεργεί και τις προκαλεί), αλλά και των πιθανών αντιρρήσεων ή διαμαρτυριών απέναντι στις ευκολίες που του παρέχει. Η δημιουργικότητα, η πρωτοβουλία και η αυτονομία του αναγνώστη ως προς την αφήγηση (που αναφέρθηκε και προηγουμένως) είναι σταθερά στο νου του αφηγητή και του προκαλεί με τη σειρά του επαγρύπνηση και ανάγκη «απολογίας». Η συνειδητή αυτή σχέση επιστρέφει και ως πρόβλημα ή ως έγνοια σ’ εκείνον που τη δημιούργησε. Ναι, ο αναγνώστης μπορεί και να επικρίνει ή να λογοκρίνει, ακόμη κι αν είναι πιστός και άγρυπνος.

Και καθώς η σχέση αφηγητή – αναγνώστη εξελίσσεται, ο αφηγητής γίνεται πιο εξομολογητικός, αλλά και πιο απαιτητικός ή ίσως πιο σίγουρος για το αποτέλεσμα της επικοινωνίας («θα το φαντάζεσαι ήδη, αλλιώς αυτή η αφήγηση δεν θα είχε γραφεί ποτέ – έτσι δεν είναι; Ή τέλος πάντων θα είχε γραφεί μια τελείως διαφορετική», «θα το μάντεψες, φίλε μου», «τι άλλο χρειάζεται να πω, πιστέ μου αναγνώστη; Τίποτα ίσως, αλλά και πολλά, όπως πολύ καλά καταλαβαίνεις»). Κι ακόμα γίνεται πιο ανοιχτός σε ενδεχόμενες υποδείξεις του («αλλά αυτό μικρή σχέση έχει με την ιστορία μας – εκτός κι αν έχει, φίλε μου, οπότε θα ήμουν πρόθυμος να το ψάξω περαιτέρω»), αλλά και πιο συνωμοτικός («περισσότερα πάντως δεν θα αποκαλύψω επί του παρόντος, γιατί δεν επιθυμώ να χώσει τη μύτη του στις δουλειές μου οποιοσδήποτε γραφειοκράτης», σαν ο αναγνώστης να είναι μια οντότητα εντός της αφήγησης και ο γραφειοκράτης, εν προκειμένω, εκτός. Ή, κατ’ αναλογίαν, φθάνει να του συστήνει τον λογιστή του -πρόσωπο φανταστικό («σ’ τον συνιστώ ανεπιφύλακτα, φίλε μου») και κάποτε να του δίνει πρακτικές οδηγίες («ψάξε τον στο you tube φίλε μου και δεν θα το μετανιώσεις» εδώ για ένα πραγματικό πρόσωπο, Παραγουανό συνθέτη), διανοίγοντας έτσι και μια επικοινωνία πραγματολογικού τύπου, εδραιώνοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο ένα ανθρωπογεωγραφικό ενδιαφέρον, που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει το βιβλίο). Κι ακόμη ο αφηγητής μπορεί να προβλέπει τις αντιδράσεις του αναγνώστη, π.χ. την έκπληξή του από κάποιες αναφορές («Μάλιστα, το θέατρο, έκπληκτε φίλε μου – μέσα στις ζούγκλες της Παραγουάης»). Από την άλλη, σέβεται και τις αναγνωστικές προσδοκίες και αντοχές («σε αυτό το σκέλος θα είμαι εξαιρετικά συνοπτικός για λόγους αφηγηματικής ενσυναίσθησης, πιστέ μου αναγνώστη», «αλλά γιατί να σε κουράζω με όλα αυτά, που λίγο σε αφορούν στο κάτω κάτω, καλέ μου αναγνώστη;»), όπως και προλαβαίνει τυχόν ανησυχία του αναγνώστη για τη δική του τύχη («είχα πια αποκτήσει ανοσία, οπότε μην ανησυχείς, φίλε μου»).

Τέλος, σε κάποιο σημείο αποκαλεί τον οικείο του αναγνώστη υποκριτή («τα γνωστά, καλέ μου, υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου κι αδελφέ μου»), φράση που αφενός αποτελεί μια ευθεία παραπομπή στον Μπωντλέρ και τα «Άνθη του κακού» (πρόκειται για τον καταληκτικό στίχο του εισαγωγικού ποιήματος της συλλογής), αφετέρου πιθανόν υπονοεί και μια υποκρισία του ίδιου του αφηγητή (στη βάση της ομοιότητας), αφού κι αυτός προφανώς κρύβει στοιχεία, προσποιείται, αιφνιδιάζει ή και μια συνενοχή των δύο πλευρών (η αναφορά γίνεται σε σημείο όπου γίνεται λόγος για «σιωπηλή συνενοχή των Αρχών»), σαν και οι δύο να μοιράζονται καλυμμένα μυστικά.

Σε κάθε περίπτωση, μετά από όλες τις παραπάνω επισημάνσεις, θα τολμούσαμε να πούμε πως ο αναγνώστης στην Παραγουάη αναδεικνύεται σε ήρωα της αφήγησης.

Δημιουργείται η αίσθηση πως ο Μοδινός επιτρέπει μεν την ελευθερία του αναγνώστη («υπάρχουν τόσες αναγνώσεις όσοι και αναγνώστες», κατά την έκφραση του Iser), την ίδια ώρα που επιζητεί την κοινή ανάγνωση, τη μία, αυτήν που υποδεικνύει στο πλαίσιο μιας καλώς εννοούμενης συνωμοσίας («Άσε απλά να σε ταξιδέψουν τα τοπωνύμια, αν θες βέβαια τη συμβουλή μου»). Στην πραγματικότητα, ο Μοδινός νοιάζεται και αγωνιά για τον αναγνώστη του ίσως και λόγω των απαιτήσεων που προβάλλει η αφήγησή του.

Χαρακτηριστική και η αποστροφή του «Μπορεί να σε έχω μπερδέψει λίγο, αγαπητέ αναγνώστη, με τον καταιγισμό παραπομπών, αλλά κάνε λίγη υπομονή – στην εποχή του διαδικτύου βρισκόμαστε … οπότε μην αναζητείς αυστηρή δομή και χρονικές αλληλουχίες. Αρκέσου προς το παρόν στα links. Θα το παλέψω ωστόσο – αυτό μπορώ να σ’ το υποσχεθώ – να δώσω στην αφήγηση όση γραμμικότητα κρίνω απαραίτητη», που παραπέμπει στη συχνή χρήση πρόδρομων αναφορών ή αναδρομικών παραπομπών, οι οποίες όμως δεν δημιουργούν σύγχυση, όπως ίσως φοβάται ο αφηγητής. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη των παράλληλων ιστοριών, αλλά και των εσωτερικών φλας μπακ με απόλυτη άνεση. Η φράση «η ζωή δεν είναι πουθενά ευθύγραμμη, κάτι που υποθέτω ότι γνωρίζεις, αλλιώς δεν θα μου κρατούσες συντροφιά τόσο καιρό», που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, δεν αναφέρεται μεν στην αφήγηση, ωστόσο θα της ταίριαζε.

 

Ο χρόνος στην αφήγηση

Όπως ήδη έχουμε επισημάνει, η αφήγηση ξεκινά από το 2024, για να επιστρέψει στο 1987 και να ακολουθήσει ενδιάμεσους σταθμούς, σημαντικούς τόσο για τον ήρωα όσο και για τον τόπο. Έτσι, από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει τόσο η Ελλάδα -και ιδίως η ελληνική επαρχία- της πλασματικής ευημερίας, που αναμένει τους Ολυμπιακούς αγώνες, όσο και η Ελλάδα της κρίσης, που γίνεται πεδίο πολιτικού σχολιασμού και σαρκασμού. Εντός των επιμέρους αφηγήσεων, υπάρχουν αναδρομές, προλήψεις και προοικονομίες, που λειτουργούν ερεθιστικά για την ανάγνωση.

Ο χρόνος, που αποτελεί έτσι κι αλλιώς έναν βασικό παράγοντα της αφήγησης, έχει ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία, όχι απλώς ως το λογικό φόντο της εκτύλιξής της, αφού κάθε αφήγηση εξελίσσεται στον άξονα του χρόνου, αλλά και σε πιο φιλοσοφική βάση, μια και η όλη εξιστόρηση ξεκινά με μιαν αναφορά στον χρόνο και έκτοτε η έννοια επανέρχεται με ποικίλους τρόπους, πέραν της αφηγηματικής χρήσης της.

Στα γκουαρανί, μας λέει ο αφηγητής στην εναρκτήρια φράση του, «αράντου» σημαίνει αίσθηση του χρόνου, συνειδητοποίηση της παντοδυναμίας του και εντέλει τη μεταβλητή από την οποίαν εξαρτώνται τα πάντα, ιδίως η δική μας ωριμότητα. Και είναι αλήθεια ότι ο ήρωας – αφηγητής, στην πορεία του χρόνου και των πραγμάτων, εξελίσσεται, μεταβάλλεται και μεστώνει. Ενώ αρχικά εμφανίζεται άτολμος και προσκολλημένος στα δεδομένα του βίου του, εν συνεχεία γίνεται τολμηρός, αποφασιστικός και ριψοκίνδυνος τόσο, ώστε να επιλέγει την πλήρη μεταστροφή της ζωής του, την αλλαγή χώρας, δουλειάς, συντρόφου, εγκαταλείποντας μάλιστα κάθε σιγουριά, αλλά και κάθε αναφορά στην προηγούμενη ζωή του, καθώς -μεταξύ άλλων- από τυπικός εκπρόσωπος της δυτικής ευφορίας και ταχύτητας γίνεται «μαθητευόμενος» του αναπτυσσόμενου κόσμου, των αρχέγονων πολιτιστικών χαρακτηριστικών του και των πιο υποτονικών ρυθμών του. Ο χρόνος επανέρχεται και ως αντικείμενο του στοχασμού του, για να καθορίσει ένα νέο πεδίο ευτυχίας και επιτυχίας.

Εντός της αφήγησης, ο χρόνος κυλά άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε πιο αργά (παραδόξως θα ’λεγε κανείς, στο παρελθόν πιο γρήγορα, στο παρόν πιο αργά: «ο ανεμιστήρας περιστρέφεται από πάνω μας αργά, όπως ο χρόνος εδώ στις όχθες του Ρίο Παραγουάη»), αν και, όπως είναι αναμενόμενο, ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ανάλογα με την αφηγηματική αξία και την αντίστοιχη πυκνότητα των περιστατικών. Ο χρόνος δεν είναι ούτε ακύμαντος ούτε ευθύγραμμος. Μοιάζει, πάντως, να κυλά πιο νωχελικά στη χώρα των ποταμών κι έτσι να παρατείνεται ευεργετικά.

Την ίδια ώρα και καθώς η εξιστόρηση εναλλάσσεται ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, οι αναλογίες των δύο ηρώων δημιουργούν μια κυκλική αίσθηση του χρόνου, εφόσον η σύγχρονη ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνει την παλιά, προσιδιάζοντας σε  αναγέννηση. Μοιάζει σαν οι δύο ήρωες να κολυμπούν στο ίδιο ποτάμι, παρότι, λόγω ακριβώς του χρόνου που ρέει (σαν ποτάμι κι αυτός, υποδηλώνοντας τη ρευστότητα της ζωής), αυτό αποκλείεται να συμβεί, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο. Ο σύγχρονος ήρωας φέρει μέσα του τον (χαρακτηριστικής προσαρμοστικότητας και ευελιξίας) μακρινό του πρόγονο (με τον οποίον τελικά ταυτίζεται και ως προς το όνομα: Γκαμπριέλ Σούρλα Μπάστος), όπως φέρουμε μέσα μας την ιστορία της ανθρωπότητας, σ’ αυτό το μοιραίο πέρασμα του χρόνου, χάρη στις εγγεγραμμένες εμπειρίες. Εμπεριέχει τις δύο εποχές του πραγματικού χρόνου στον οποίον αναφέρεται η αφήγηση, ενώ τα παιχνίδια του αφηγηματικού χρόνου υπογραμμίζουν αυτές τις συγγένειες. Όπως λέει και το «Νανούρισμα για ένα Ποτάμι», που παραθέτει ο αφηγητής, «το παρελθόν είναι ποτάμι κοιμισμένο/…/ξύπνα το ποτάμι και θα τιναχτεί με μια κραυγή».

Άλλωστε, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα, έτσι και σε μιαν αφήγηση πάνω στον άξονα του χρόνου (μερικές φορές και πάνω στον άξονα του πόνου), αυτός περνά άλλοτε «γρήγορα, ομοιόμορφα, με σταθερά φθίνουσες αυταπάτες» κι άλλοτε «όπως η αέναη ροή του ποταμού και οι αυτοσχεδιασμοί του κουφαηδονιού και το θρόισμα των βούρλων και οι κύκλοι των αστερισμών κι η αδιάκοπη πάλη των πλασμάτων της φύσης…».

Ο νοητός άξονας του χρόνου παραμένει, εντέλει, ο κύριος άξονας της ιστορίας. Ακόμα και το τζάγκουαρ, που παρουσιάζεται ως το κινούν αίτιο της φυγής (και εμβληματικά αποτυπώνεται στο εξώφυλλο), εμφανίζεται στις κρίσιμες χρονικά στιγμές, στο πριν, στο μετά, στον ίδιον τον ήρωα, στον πρόγονό του, ως φωτογραφία/ες (ζωντανό και θήραμα), ως νεκρό ζώο/ψυχή, ως πανίσχυρο ζωντανό ον, ως σύμβολο υπεράνω του χρόνου.

 

 

«Λίγος καπνός ακόμη…»

Τέλος, μια ακόμη παρατήρηση. Και σ’ αυτό το έργο εμφανίζεται η συνήθεια του Μοδινού να αναφέρεται έμμεσα στον πραγματικό εαυτό του (στην Εκουατόρια, π.χ., πρωταγωνιστής είναι ο Μιχαήλ Μοδινός του Όθωνος, δηλαδή το πλήρες όνομα του συγγραφέα). Εδώ ένα πρόσωπο του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ως αρθρογράφος «του πρωτοποριακού στις μέρες του περιοδικού Νέα Οικολογία», αλλά και συγγραφέας του βιβλίου «Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς», που μάλιστα γράφει τα τελευταία χρόνια λογοτεχνία, δηλ. το alter ego του συγγραφέα, αφού όλα αυτά τα στοιχεία αφορούν τον ίδιον. Ο αφηγητής σκέφτεται μάλιστα να τον καλέσει στην Παραγουάη για μια διάλεξη και να τον φιλοξενήσει. Με τέτοιες αναφορές, με τις οποίες εμπλέκει τον εαυτό του, ο Μοδινός παίζει με τη σύμβαση, δημιουργώντας άλλο ένα ενδιαφέρον παιχνίδι με τους αναγνώστες του και ίσως ένας τέτοιος αναγνώστης, που γνωρίζει το έργο του, να είναι αυτός που αποκαλεί «πιστό».

 

Επιλογικά

Εντέλει, η «Παραγουάη» του Μιχάλη Μοδινού, όχι μόνο λόγω των αφηγηματικών χαρακτηριστικών της, είναι ένα μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει, μας συναρπάζει, μας εμπνέει. Την ώρα που διοχετεύει πληροφορίες για τη χώρα των ποταμών και των ανοιχτών οριζόντων, για τους αυτόχθονες Γκουαρανί και τις συνήθειές τους, για τους Ιησουίτες και τις Ρεντουσσιόνες, μας οδηγεί να αναλογιστούμε πόσο όμοια και πόσο διαφορετική είναι η ανθρωπότητα, πόσες σταθερές και πόσες μεταβλητές υπάρχουν γύρω μας, πόσες επιλογές ή δεσμεύσεις μας περιτριγυρίζουν – φτερά και άγκυρες. Το έργο αποκτά την οικουμενικότητα και το εύρος των μεγάλων αφηγήσεων. Χρησιμοποιώντας μια γραφή που μοιράζεται ανάμεσα στον στοχασμό, τον σαρκασμό, το χιούμορ, τον λυρισμό, τον δοκιμιακό λόγο και την ποίηση ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας διαπερνά ένα ρίγος που φθάνει από το βάθος των πραγμάτων. Μας συγκινεί βαθιά ο στοχασμός του πάνω στα ανθρώπινα, οι περιγραφές της φύσης και των σκέψεων, η ευχέρειά του να βάζει σε λέξεις ακόμα και τα πιο αδιόρατα, ακόμα και αυτά που «απομένουν σε κάποια απερημωμένη περιοχή της γλώσσας», η δύναμή του να βλέπει μ’ εκείνο «το βλέμμα που έρχεται από τα βάθη του χρόνου», κάπου ανάμεσα στην ανθρώπινη μοίρα και την ιστορία.

Μετά απ’ όλα αυτά, καλέ μου φίλε Γαβριήλ, αγαπητέ μου αφηγητή, πιστέ και υπομονετικέ οδηγητή μου στο (φυσικό και εσωτερικό) ταξίδι της Παραγουάης, (αγαπητέ μου συγγραφέα), σ’ ευχαριστώ!

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου, είναι Δρ. φιλόλογος, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top