Fractal

Διήγημα: “Βούτυρο βιτάμ”

Tης Ιωάννας Ζάγκλα //

 

 

 

 

 

Βούτυρο βιτάμ

 

Τι το ‘θελε; Όχι, τι το ΄θελε; Πρώτη της δουλειά και να διοριστεί στου διαόλου το κέρατο; Ανάσα δεν πρόλαβε να πάρει και τσουπ τώρα εδώ στον οίκο ευγηρίας «Ο Παράδεισος» στην Ξάνθη. Τα αγαπούσε τα γερόντια από παιδί. Είχε και ελαφρύ χέρι για τις ενέσεις. Η γιαγιά της ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Σοφή, καπάτσα και τσαχπίνα.

Αλλά όχι κ’ έτσι! Πρώτο της ρεπό, απόγεμα, να εξερευνά αυτή την όμορφη -κατά τ’ άλλα- πόλη, με το υπέροχο πολιτισμικό χαρμάνι και τα τόσα χρώματα. Ειδικά στην παλιά πόλη, που ήταν και ο οίκος ευγηρίας, απόλαυσε ένα ντοντουρμά, το πολίτικο παγωτό που μοσχοβολάει σαλέπι, στο δρόμο για τον τουρκομαχαλά και το τζαμί.

Όταν έφτασε αποκαμωμένη λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σχεδόν οι μισοί ένοικοι είχαν γίνει καπνός. Ήταν η δική της βάρδια. Μόνη της. Πωωω ρε πούστη μου ακόμη δεν ήρθε…

Μια χαρά δεν ήταν στην Αθήνα; Είχε και την πρώτη της μεγάλη σχέση και μια χαρά είχε αράξει στο ροζ συννεφάκι της. Όλα απαλά σα βούτυρο βιτάμ, πολύχρωμα σαν ουράνιο τόξο μετά τη βροχή. Πήγε στην αίθουσα προβολών και άρχισε διακριτικά να ρωτάει που συχνάζουν όταν έχουν ελευθέρας. Ο ένας είπε «Apollonius», ο άλλος «το Μεράκι» και ένας βαρύμαγκας, που τον χώσανε στον «Παράδεισο» οι δικοί του με μέσον για να γλυτώσει τη στενή και προσπαθούσε να το παίξει Παναγίτσα, κοιτώντας την όλο νόημα συλλάβισε «Τα σε-κλέ-τια», ρουφώντας μια τζούρα από το τσιγάρο που σίγουρα έφτασε σπλήνα. Γκούγκλαρε «Τα σεκλέτια», φώναξε τη Χρυσοβαλάντω την καθαρίστρια να έχει για λίγη ώρα το νου της και φεύγει να πάει να βρει ο Θεός ξέρει τι.

Ένιωθε λες και της δώσανε χαστούκι και έβλεπε πεταλουδίτσες κόκκινες, κίτρινες και πράσινες σαν την Παπασταύρου. Ευτυχώς ήταν σχετικά κοντά. Πάλι καλά που θυμήθηκε να ρίξει στην τσάντα της και μερικές ενέσεις τονωτικές, χάπια για πίεση, ζάχαρο και ζάναξ για την ίδια, προφανώς.

*

Άιντε σαν χορεύουν τα καγκέλια κοριτσάκια με τα γέλια.

Ωπωπωπω… Τι καημός… Ωπωπωπω… Θα τρελαθώ

Τίγκα το μαγαζί με μερακλωμένους θαμώνες. Η ζωντανή μουσική με το αλκοόλ δικαιολογούσαν στο έπακρο το όνομά του.

Κάπου στο βάθος, πάνω σ’ ένα τραπέζι η Διαλεχτή έσπαγε μέση και από κάτω ο Πολυχρόνης ο τυράς χτυπούσε παλαμάκια στο τσακίρ κέφι. Λύθηκε και η απορία που εξαφανίζονταν όλες οι χαρτοπετσέτες απ’ την εστία.

«Πολυχρόνη»

«Πολυχρόνηηη» «Ωωωω… καλώς το κουρτσούδι μου. Έλα έλα, πάρε ότι θέλεις, κερνάει ο Παντελής, γιορτάζει σήμερα». «Που είναι οι άλλοι;» «Η Αφεντούλα ένιωσε μια αντράλα και είναι στην αυλή με τον Ζήση». Καθώς η Διαλεχτή προσπαθούσε να κατέβει από το τραπέζι, υποβασταζόμενη από δυο τρείς σερβιτόρους, της έριξε μια δολοφονική ματιά που την έκοψε πάνω στον χορευτικό της οίστρο. «Ελάτε στην αυλή τώρα» Πηγαίνοντας στην αυλή, βλέπει τον Ζήση και την Αφεντούλα να κάθονται νηφάλιοι σε ένα πεζούλι και να κοιτάνε το φεγγάρι. Ήταν τόσο όμορφο και λαμπερό που δε χρειαζόταν κανένα φως για να λάμψει και να φωτίσει όλη την περιοχή και τα πρόσωπα. «Αφεντούλα είσαι καλά; Ζήση, δεν είπαμε πως δεν κάνει να καπνίζεις;»

Προσπαθούσε ο έρμος να κρύψει το τσιγάρο με αδέξιες νωχελικές κινήσεις, αλλά προλαβαίνει και του το παίρνει από το χέρι. Πόσες πεταλουδίτσες πια θα δει; Δεν ήξερε αν θέλει να κλάψει ή να γελάσει. Γιατί αυτό δεν ήταν όποιο κι όποιο τσιγάρο!

Κοιτάζει τον Ζήση που κοιτάζει την Αφεντούλα που κοιτάζει τον ουρανό και μάλλον βλέπει μονόκερους. Κάθεται και αυτή βαριά στο πεζούλι και δεν ξέρει τι να κάνει. Η αλήθεια είναι πως με το ζόρι κρατιέται να μη λυθεί στα γέλια. Έπιασε τον εαυτό της να θαυμάζει την όμορφη, περιποιημένη αυλή, με έντονη τη μυρωδιά από λεμονανθούς.

Πλησιάζουν και η Διαλεχτή με τον Πολυχρόνη, κρατώντας ο ένας τον άλλον και η Διαλεχτή τη μέση της. Αλλά κάποιος λείπει… «Ο Παντελής είναι μαζί σας;» ρωτάει.

«Πήγε να πάρει τηλέφωνο τον μπάτη του να έρθει να μας πάρει», λέει λίγο κουρασμένα λίγο ένοχα ο Ζήσης, που αρχίζει και βρίσκει τη μιλιά του.

Κατέφτασε και ο Παντελής χαμογελαστός και αρχίζουν τα πειράγματα μεταξύ τους. Σαν παιδιά σκανταλιάρικα που έκαναν αταξία και περιμένουν την τιμωρία. Αλλά χέστηκαν κιόλας αφού μια χαρά περάσανε.

Μπαίνουν όπως όπως στο αυτοκίνητο, ο ένας πάνω στον άλλον χασκογελώντας και η ίδια παίρνει το δρόμο με τα πόδια.

Έτσι πρέπει να είναι η ζωή, ειδικά στην αρχή. Μα πιο πολύ στο τέλος. Απαλή σα βούτυρο βιτάμ. Πολύχρωμη σαν ουράνιο τόξο μετά τη βροχή.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top