Fractal

Δρόμοι χαραγμένοι στο δέρμα της γης [i]

Γράφει η Χρυσούλα Σπυρέλη // *

 

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, «των αστέγων ανθόκηπος», Εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα: 2022, σελ. 58

 

Ο τίτλος της τέταρτης ποιητικής συλλογής “των αστέγων ανθόκηπος” του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου παραπέμπει σε μια προσδοκία λυτρωτικής καταφυγής. Ο συντακτικός ρυθμός αλλά και η παρηχητική εναρμόνιση των φωνηέντων του αναδεικνύουν εξαρχής μια αυξημένη ποιητική αντίληψη. Η συγκινησιακή και ηχητική δύναμη των λέξεων προετοιμάζει τoν αναγνώστη να εισέλθει με ενδιαφέρον στον ανθόκηπο του ποιητή. Ταυτόχρονα και το εικαστικό  του Ηλία Σιάρκου στο εξώφυλλο, μια εικόνα “αίνιγμα από χρώματα”, υποβάλλει μια άλλη  ποιητική διάσταση.

Κατά την ανάγνωση, στη διάρκεια της οποίας η αφή και η όραση εξοικειώνεται με τις σελίδες του βιβλίου, απόλαυσα τα πρώτα 12 (πεζόμορφα σχεδόν στο σύνολό τους) ποιήματα.  Η μονομαχία του ποιητικού υποκειμένου με το είδωλό του στον καθρέφτη (σ. 13), η παρέα του με τον «άγιον άνθρωπο» (σ. 16), οι δαίμονες και οι εφιαλτικές σκηνές (σ. 17-18), «οι λευκές πλάκες τριγύρω», οι μυριάδες σταγόνες των αστεριών που «άρχισαν να πέφτουν πάνω του» την ώρα που «οι νεκροί τούς ζωντανούς αρπάζουν απ’ τα γόνατα» (σ. 19), όλα αυτά αποκαλύπτουν βασικά στοιχεία της ποιητικής του Στεργιόπουλου (ρυθμική γλώσσα, εντυπωσιακές εικόνες, αυτοσκηνοθεσία, αποφθεγματικοί στίχοι, έκπληξη  κ. ά).

Θαυμάσιοι δραματικοί μονόλογοι, αναπαραστάσεις μιας εσωτερικότητας που προβάλλεται σε κρίσιμες συναισθηματικές στιγμές είναι τα πεζόμορφα λυρικά του ποιήματα. Η αγάπη κι ο έρωτας σε λευκό απέραντο ουρανό να ανατέλλουν και η δύση να παραμονεύει. Το σώμα, τα χείλη, η φθορά, ο αποχωρισμός και μια χάρτινη βάρκα που σου  φτιάχνουν  για να  φύγεις. Τεράστια η δυναμική της τελευταίας εικόνας, δηλωτική της πολυσήμαντης ανατροπής. Η γραφή του Στεργιόπουλου σε καθηλώνει να αφουγκραστείς τον μονόλογο του ποιητικού υποκειμένου και αίφνης συνειδητοποιείς ότι οι ρόλοι επί σκηνής ταυτίζονται με τα βιώματά σου. Πότε είσαι ο υποθετικός ομιλητής και πότε μετακινείσαι στο ρόλο του σιωπηρού ακροατή:

 

«Τα χέρια μου έπλαθαν το σώμα σου, όμως η αγάπη  δεν διαιρεί ποτέ ακριβώς. Πάντα μένει υπόλοιπο. Κάποτε η ώρα ήρθε για να φύγω. Μου ’φτιαξες  τότε με τη λευκή σελίδα, βάρκα. Ακυβέρνητη, σχεδόν. Έσμιξαν ερωτευμένα τα βλέμματα, τα χείλη αναζητούσαν λέξεις αποχωρισμού – γι’ αυτό φιλιούνται οι άνθρωποι,  για να τα πούνε όλα.

 

Τώρα πλέον το παρόν δεν μας ανήκει, όμως το βράδυ εκείνο νικηθήκαμε από κάτι ανώτερο. Ευτυχώς προλάβαμε να τ’ ονομάσουμε (θυμάσαι;), διακριτικά πριν φθίνουμε προς τη δύση. Φθαρτοί κι ανώνυμοι, σημαδεύοντας την στερνή μας σελίδα πριν αποβιβαστούμε εν λευκώ» . («Διαθήκες γονέων»,  σ. 21).

Αντιληπτό, επίσης, καθίσταται εξαρχής ένα πλέγμα σχέσεων που αναπτύσσεται στο σύνολο των ποιημάτων, όπως σημάνσεις και προσημάνσεις, αλλά και συνομιλίες ηθελημένα διακριτές με ομοτέχνους σύγχρονους και προγενέστερους. Παράδειγμα: Η αφιέρωση  της ποιητικής συλλογής «στη Βιολέττα» (σ. 7) αποκτά ένα διευρυμένο νόημα, όταν ο αναγνώστης συναντιέται παρακάτω με το ποίημα «Δύο νότες παράφωνες» (σ. 23). Οι στίχοι κυματίζουν άλλοι σε χαμηλόφωνες και άλλοι σε έντονες μελωδίες, εντούτοις παραμονεύει  η αλλαγή σκηνικού «στο βράδυ βαθιά» και η αγωνία για μια αιφνίδια διακοπή δίχως «τέλος εύηχο». Εκεί ακριβώς αρχίζει η συνομιλία του αναγνώστη ποιητή με τον προγενέστερό του Τάσο Λειβαδίτη. Στίχοι από το ποίημά του «Βιολέτες για μια εποχή» (1985) («ακούς αυτήν την υπέροχη μουσική» // «εγώ καταστρέφω τη ζωή μου») παρεμβάλλονται με πλάγια γραφή στον ποιητικό μονόλογο του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου, που κλείνει υπογραμμίζοντας την  βιωμένη εμπειρία μέσα από  τη δική του ποιητική πραγματικότητα.

«Δύο νότες παράφωνες, τόσο λάθος, και να λύνονται

 αιώνες τώρα σ’ έναν έρωτα πανάγιο. Ανήκουστο.» (σ. 24).

 

Στη συνέχεια (μετά τα πεζόμορφα) εντοπίζω το ασπρόμαυρο “σχέδιο” της Φωτεινής Χαμιδιελή (σ. 32). Γυναικείο πορτραίτο με το βλέμμα στυλωμένο καρτερικά κάπου (στον έξω ή στον έξω κόσμο, σκέφτομαι). Ένα πτηνό καθιστό στους ώμους της. Η γυναίκα μοιάζει να αφουγκράζεται τα ρητά και τα άρρητα. Οι λεπτές γραμμές της ζωγράφου χαράζουν αφετηρίες και διαδρομές που ομοιάζουν ελεύθερες αλλά τελικά μάλλον σε διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα πλέγμα τρυφερών σχέσεων και παράλληλα αναγκαίων. Συνειρμικά το σύμβολο της γυναικείας μορφής συσχετίζεται με την ενότητα «Κασσάνδρες» (I-VI) που ακολουθεί αντικριστά στην επόμενη σελίδα. Ήδη ο πρώτος στίχος «Δρόμοι χαραγμένοι στο δέρμα της γης» (σ. 33) λειτουργεί ως ένα ποιητικό σχόλιο στις γραμμές του σχεδίου. Αρχίζω να αναζητώ τη χρησμική λαλιά της Κασσάνδρας σε στίχους  αποφαντικούς. Από τις 6 φωνές της επιλέγω εκείνες που θεωρώ οιωνούς για μια επείγουσα αλλαγή πορείας:

«Μη κοιτάς, πλατιά

ως αγκαλιάζει η ευτυχία την αφαίρεση» (I, σ. 33)

 

«Ένα μάθημα μονάχα σου οφείλω:

Το σκουλήκι τρώει τον βασιλιά μα και το σκύλο» (II, σ. 34).

 

«Για ηθική να μιλάς μόνο σε λεύτερους.» (V, σ. 37).

 

«Όσα άνθη κι αν φορέσεις, δεν θα μοιάσεις

στον Απρίλη.» (VI, σ. 38).

 

 

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος

 

 

Δεν ξέρω αν είναι οι χρησμοί της μυθικής γυναίκας τις ώρες που κυκλώνεται από τις αναπνοές των ερώτων ή τις ευωδίες των ανθόκηπων. Δεν ξέρω αν είναι ο άστεγος ή όλοι οι άστεγοι ποιητές, όλων των εποχών, που επιστρέφουν τις οφειλές τους. Ήδη, μετά την ποιητική ενότητα «Κασσάνδρες» (στο ποίημα «Γρανάζι», σ. 44), μια ακόμη συνομιλία του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου με στίχους από την ποιητική συλλογή Χωρίς χρονολογία, ένα ποίημα σε δώδεκα μέρη (2004), του Κώστα Ριζάκη («αφήνω την αυλόπορτα ανοιχτή / την πιθανή διαφυγή μου να εξορκίζει»),[ii] επιβεβαιώνει, επίσης, την γόνιμη και αναγκαία συνέχεια των ποιητικών φωνών, όταν ενορχηστρωμένες θωρακίζουν την ανθρώπινη ελπίδα με αλεξίσφαιρα λόγια, όπως:

«Ζωή ελέω ιστορίας, ιστορία ελέω μοίρας

 κι ο άνθρωπος ρέπει προς την αμαρτία

ως ο φυλακισμένος σε πόρτα ανοικτή:

 πιθανή διαφυγή του να ξορκίζει.» (σ. 44)

 

Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για Ποίηση υπαρξιακή που στοχάζεται πάνω  στην ανθρώπινη μοίρα! Ο θάνατος κι ο έρωτας, το όνειρο και ο χρόνος βρίσκονται σε μια διαρκή εναλλαγή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, όπου δεν μπορείς να υπολογίσεις τα διαχωριστικά τους όρια.

 

«Μεσίστιοι, σε ώρα θανάτου, στέκουμε

-ούτε υψωμένοι, ούτε σε καταστολή.

Απλοί.

Κάτι που μας προσέθετε, τώρα αφαιρεί.

Απροσδιόριστο

σάμπως δε

μας αφορά.»  («Μεσίστιοι»,  σ. 42).

 

Μυθολογικά, επιπλέον, διακείμενα, όπως η Ιθάκη του Καβάφη, φανερά ή μη, πείθουν ακόμα περισσότερο πόσο σε αφορούν κι αρχίζεις να ξεκλειδώνεις τα απόρρητα εσώψυχά σου. Ναυαγός η άστεγος, στα φανερά ή στα κλεφτά, φυτεύεις ή κόβεις ένα λουλούδι από τον ανθόκηπο του ποιητή Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου με την προσδοκία να συναντήσεις επειγόντως τη δική σου Ιθάκη:

 

«Ξημερώνει.

Βρείτε μου επειγόντως μιαν Ιθάκη

 ν’ αποφασίσω επιτέλους ένα τέλος

 πώς ν’ αποτυγχάνουμε με επιτυχία.» («Ο Χορός», σ. 51)

 

 

 

* Η Χρυσούλα Σπυρέλη σπούδασε φιλολογία  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Είναι διδάκτωρ της λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και οι δημοσιεύσεις  της επικεντρώνονται σε θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχει, επίσης, εκδώσει τέσσερεις  ποιητικές συλλογές: 1) Τηλεφάος (Ιδιωτική Έκδοση, 2002), 2) Χρωματιστές ενδείξεις (Γαβριηλίδης, 2011), 3) “Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρa” (Γράμμα, 2015), 4) Οι στίχοι της ανήλιαγης, (Γαβριηλίδης, 2019). Βλ. https://biblionet.gr

 

 

 

_________________

[i] Ο στίχος είναι από το ποίημα «Κασσάνδρες, I» σ. 33

[ii] Ο Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, έχει σχολιάσει θαυμαστικά τους ίδιους στίχους παλαιότερα στο  κείμενό του «Αναζητώντας το ποιητικό αποτύπωμα του Κώστα Ριζάκη», περ.  Εμβόλιμον, τχ. 79-80, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2016, σ. 181. Μεταφέρω ενδεικτικά το εξής σημείο: «Είναι ετούτη την στιγμή που ο ανωτέρω στίχος του “αφήνω την αυλόπορτα ανοιχτή / την πιθανή διαφυγή μου να εξορκίζει” παίρνει τεράστιες διαστάσεις, γίνεται από μεγαλειώδης, ανείπωτος».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top