Fractal

Διήγημα: “Της λησμονιάς η μνήμη”

Της Πηνελόπης Τόντου // *

 

 

 

 

“Της λησμονιάς η μνήμη”

 

Της είπα της μάνας να φυλάγει τα τριαντάφυλλα στον κήπο. Της βροχής το κάμωμα είτε ζωή θα σπείρει είτε θανατικό. Να τα προσέχει όπως πρόσεχε εμένα. Έτσι μικρά μπουμπούκια, απροστάτευτα, των πρώτων βημάτων μου το διάβα θύμιζαν. Πριν ξεπεταχτούν, πριν ανθίσουν. Επήρε τότε της Δήμητρας την χάρη και τους έδωκε φιλιά και τους σιγοτραγουδούσε γλυκά. Σαν τα ‘βλέπε να μαραίνονται τα πότιζε με δάκρυα και προσευχές, ενώ σαν χρώματα της ίριδας ξεπρόβαλαν από τα ροδοπέταλα τους, κείνη χαμογελούσε και έσταζε μέλι η ψυχή της.

Και ο κόσμος έμοιαζε αλλιώτικος. Και ο κόσμος φεγγοβολούσε. Σαν το χάραμα αντάμωνε ο ήλιος κιο το γαλάζιο πέπλο, αιωρούνταν η καρδιά μου κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Με φύσαγε ο Αίολος και γω σαν αντάρα σηκωνόμουν, λες και από εφιάλτη, και άνοιγα το ξύλινο ετοιμόρροπο πατζούρι. Να μπουν οι πρώτες ηλιαχτίδες μέσα, να ξεκινήσει καλά η μέρα. Και να λαλούνε τα πουλιά λες και είχαν γιορτή. Αντάμα με τις πέρδικες και τις δεκαοχτούρες να ταξιδεύει ο διαβάτης της ημέρας, να σπείρει τα αγριολούλουδα, να σπείρει και τον βασιλικό. Τα μάτια μου να αλληθωρίζουν μπρος στην μαγεία της στιγμής και ο νους μου αλλιώτικος να σαλεύει. Άκουγα της καμπάνες του Άγιου Νικόλα να αντηχούν χαρμόσυνα ενώ φωνές και γέλια εκκωφαντικά συνόδευαν την λειτουργία από μικρά παιδιά, της περασμένης μου νιότης, θυμίζοντας μου αναμνήσεις που έμοιαζαν πλέον ξενικές. Τότε που τις αλάνες παίρναμε σβάρνα, με σκισμένες φόρμες και λάσπες ως το γόνα, χτυπώντας ένα τόπι που χε γεμίσει καρούμπαλα. Βρεγμένο όπως ήταν και λεκιασμένο, σαν σε ‘βρισκε στην κεφαλή πόνο μεγαλύτερο δεν είχες βιώσει. Και όμως γελούσαμε και το διακωμωδούσαμε, σαν βάσανο θεωρούσαμε τούτη την ατυχία. Μιας και δε γνωρίζαμε άλλα. Μιας και μας ήταν άγνωστα.

Τοποθετούσαμε δυο πέτρες, τις βαφτίζαμε τέρμα και δώσε από εδώ δώσε από εκεί φτιάχναμε δειλά την καριέρα μας ως ανερχόμενοι ποδοσφαιριστές. Γκολ από εδώ, να σου και η μπάλα να διαβαίνει πάνω στο τζάμι της εκκλησίας. Να μας κυνηγάνε οι γιαγιάδες, δαιμονισμένα να φωνάζουν οι παππούδες και ο παπάς να ξεκαρδίζεται στα γέλια σαν το νάμα πέρναγε από τα χείλη των πιστών. Ήξερε πως θα ανταμώναμε στο κατηχητικό την Κυριακή και τότε αλίμονο μας.

Έπειτα ζεστή σοκολάτα, κουλουράκια κανέλας και λίγη ζεστασιά προσμέναμε στο καφενείο του κυρ Σπύρου. Κείνος ο λεβέντης με τη μαγκούρα του σαν τρίτο πόδι, διέσχιζε προσεκτικά ένα- ένα τα τραπέζια ψαρεύοντας σκόρπιες κουβέντες, κουτσομπολιά και σχολιασμούς άνευ προηγουμένου. Και σαν τις πολιτικές του απόψεις, βαθιά ριζωμένες από πάππου προς πάππου, κατακρήμνιζαν κάτι κρυφοαριστέροι όπως τους ονόμαζε, κοπάναγε την μαγκούρα του στο ξύλινο πάτωμα και έστριβε την μουστάκα του:

– Τι ξεστόμισες ορέ γκιαούρη; Που αν ήσουν στην πολιορκία του Μεσολογγίου θα μας είχες ξεπουλήσει για ένα μισοφαγωμένο καρβέλι. Εμ βέβαια, τούτα ακούς τούτα λες μωρέ ξεροκέφαλε αριστερέ.

Και να μαλώνουν, να φωνάζουν μα πάντα στο τέλος να φιλιώνουν και να σμίγουν με ένα ποτηράκι ούζο από την κάβα του κυρ Παντελή. Μείς να καθόμαστε μπρος από το τζάκι, τουρτουρίζοντας, περιμένοντας την κυρία Παρασκευή να μας φέρει τις σοκολάτες μας. Μια φορά είπαμε να επαναστατήσουμε και να μεγαλώσουμε πριν της ώρας μας, παραγγέλνοντας ελληνικό. Κείνη μας στραβοκοίταξε και κατευθύνθηκε προς το κουζινάκι. Όλοι είχαμε πεπειστεί πως τούτη η προσέγγιση προς την ενηλικίωση είχε πετύχει. Να όμως που δεν. Και ξεπροβάλει η κυρά Παρασκευή με τον πλάστη που ανοίγει το φύλλο για της χορτόπιτες και ξεκινάει κυνηγητό γύρω από τα τραπέζια. Αχ αυτά τα γέλια ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου στις μεγαλύτερες σιωπές μου.

Χαιρετώ την νεολαία σαν γέροντας σοφός δίνοντας τους ευχή και κατάρα συνάμα: «Μην βιαστείτε να μεγαλώσετε. Μονάχα μπροστά πάει ο χρόνος. Δεν παγώνει, δεν λοξοδρομεί.»

Στο χέρι μου κρατώ λίγο λάδι, μια αναπτήρα και λίγα καρβουνάκια. Κατηφορίζω προς το αλώνι μας. Κει που έμαθα τι πάει να πει προσμονή. Όχι στων ανθρώπων τις λαλιές, μήτε στων λογίων τα αποφθέγματα. Μα στων ζώων την ανάγκη. Την πραγματική ανάγκη. Για αγάπη, για νοιάξιμο, για θαλπωρή, φροντίδα. Κει που ο πατέρας με ανέβαζε πάνω στην ράχη των βουνών που ονόμαζα συνοδοιπόρους και καλπάζαμε μέσα στων κάμπων τις πρασινάδες. Να τινάζουν την χαίτη τους και να φθονεί ο Απόλλωνας που το δικό του το ολόχρυσο άρμα, τούτα δε το κουβαλούν. Μονάχα εμένα. Ο πατέρας να χαζεύει την θυγατέρα του. Πάντα σιγανά. Λακωνικά τα λόγια του, μετρημένες οι εκφράσεις του, σιγαστήριο η λαλιά του μα ρυάκι γάργαρο η καρδιά του. Και να ‘ξερε πόσο τον θαυμάζω σαν παλικάρι γενναιότερο δεν έχω ματαδεί. Η μάνα από την άλλη γλυκιά γυναίκα. Πάντα αφοπλιστική με τον λόγο της, πάντα να σκέφτεται σαν σωστή σκακίστρια την επόμενη κίνηση και πάντα να συμπληρώνει την σιγή του πατέρα.

Στον Αϊ Γιάννη, κιο το κάτασπρο ξωκλήσι μέσα στις κουκουναριές και τις πευκοβελόνες, αντιλαλούσε ο ζουρνάς, το νταούλι και η γκλίτσα. Σαν πέρναγε το Δεκαπενταύγουστο είχε σημάνει ο Διόνυσος τις ξενιτιάς τις μνήμες και μετρούσαμε αντίστροφα για το πανηγύρι. Ο παππούς μου, Δημήτριος, σε μια πέτρα καθισμένος να μου μαθαίνει των παλιών τις ιστορίες και των νέων τα μελλούμενα. Βαριά φωνή, περήφανο βλέμμα, με ένα τσιγάρο μονίμως στο δεξί του χέρι, που κράταγε καλύτερα και από φυλαχτό. Σαν έπεφτα χάμω σε αυτούς τους παλιόδρομους, να τρέχει κοντά μου. Να με σηκώνει στους ώμους του και να πετώ σε δανεικές φτερούγες.

– Παππού θέλω και άλλο. Παππού λίγο ακόμα.

Ετούτες μου χάιδευε τα ροδοκοκκινισμένα μου μαγουλάκια και κατηφορίζαμε στις όχθες του Αχελώου. Σιγής. Μονάχα το χτυποκάρδι μας και κείνο το ψωμί που ‘κοβε και μου το πέρναγε σαν αντίδωρο. Οι σειρήνες να προσμένουν έναν αμανέ και αυτός σαν να τις άκουγε, σαν να τις ζούσε, χατίρι δε τους χάλαγε. Ήμουν ζωσμένη πάνω του, μην και η λαλιά τους τόνε πάρει και δεύτερος Οδυσσέας γένει.

– Παππού “στο πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς”. Αυτό τραγούδα μου. Έλα παππού άλλη μια φορά.

Σε κείνες τις στιγμές που άλλη μια πενιά στα ταβερνάκια του χωριού έδιναν τον σκοπό, να βλέπεις αετούς να πετούν δίχως φτερά. Απλά με ένα άνοιγμα και με μια ανάσα βαριά που έφτανε μέχρι το μεδούλι σου. Να εξιστορούν την πονεμένη τους καρδιά δίχως να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους, πάρα για μια ακόμα γουλιά οίνο ερυθρό που τελικώς κατέληγε λεκές στο πάτωμα περιτριγυρισμένος από γυαλιά και καημούς. Και κει που νόμιζες πως αρκετό έμοιαζε για την φτωχή σου καρδιά, που έγνοιες έρχονταν στην επιφάνεια της φουρτουνιασμένης σου ψυχής, να σου και ο Μήτρος να ταξιδεύει. Κάθε βήμα και ένας βρόντος, να αναστήσει τους νεκρούς, να ζωντανέψει τους ζωντανούς και έπειτα να καταθέσει και την δική του την ψυχή. Έστω ένα ψήγμα της. Γιατί αιώνιος ο πλούτος της, για μια τόση δα στιγμή.

– Άλλο ένα παππού. Για μένα τούτη την φορά.

Περνάγανε οι γιορτές. Η μία πίσω από την άλλη. Άλλοτε να βλέπεις την πλατεία στολισμένη με λαμπάκια, πολύχρωμες γιρλάντες και κάθε λογής μπιχλιμπίδι, και άλλοτε να περνάνε σαν από παρέλαση οι σούβλες. Καλοφαγάδες και ανοιχτοχέρηδες. Έτσι πρέπει. Να ευφραίνεται η καρδία, να μην τσιγκουνεύεται μήτε το πολύ της μήτε το λιγοστό της. Και όμως αυτά ποτέ μου δε με γέμιζαν. Περιττά τα θεωρούσα μιας και η ουσία ήταν διαφορετική. Η λησμονή. Η θύμησης. Αντιπερισπασμοί είναι όλα τα άλλα, παρφουμαρισμένα και ντυμένα προσεκτικά. Για αυτό και γω τις βουνοκορφές έπαιρνα. Κείνες που απλωνόταν η Γουριά μου, σαν πιάτο, στα πόδια μου, να χαζεύω τις λεμονιές και τις ελιές της. Τις κορφές των σπιτιών, τον καπνό από τις καμινάδες, τις ευχές και τις λύπες. Σε ένα παγκάκι με μοναδικό μου μαξιλάρι του παππού μου τον ώμο. Και ας μην μιλάμε πολύ, και ας η μυρωδιά από τα χιλιοσκισμένα του ρούχα θυμίζει σπίτι.

– Εδώ να γέρνεις σαν ο ήλιος, όπως τα στολίδια στο δέντρο, ξεκρεμιέται και σαν το φεγγάρι πιστά το αντικαθιστά. Προσμένοντας ένα άγγιγμα. Με τον ίδιο έρωτα κάθε φορά, με την ίδια λαχτάρα. Όταν πάλι χαρά γνωρίσεις, πάλι εδώ να γύρεις. Γιατί έτσι θα κρατήσει περισσότερο, δίχως τα σκόρπια συχαρίκια, πότε αληθινά, πότε μουντά. Μόλις κλάμα χαράξει τούτα τα αμυγδαλωτά ματάκια, εδώ θα νιώθεις καταφύγιο, δυνατή και άτρωτη. Μονάχα μην ξεχάσεις. Εντάξει πριγκηπέσσα μου;

Γνώρισα ανθρώπους που μείναν κοντά μου παρά τις δυσκολίες του χαρακτήρα μου. Ανθρώπους καλύτερους και από αρλεκίνους που τους έφτανε η αμφίεση που ονόμαζαν προσωπικότητα. Και ας είχα μάθει τι εστούσε το πετσί τους. Κείνοι φοβισμένοι με απωθούσαν. Μείναν στης θλίψης το χαμόγελο και στων καλύτερων στιγμών τους τις απογοητεύσεις. Στο διάβα μου έμαθα να εκτιμώ το ωραίο, να αγκαλιάζω την πλάση και έπειτα να μαθαίνω να με αγκαλιάζει και η ίδια. Όσα αγκάθια και να είχε. Όσο και να με πόναγε. Μα πάντα είχα κείνον τον ώμο σε κείνο το παγκάκι να με προσμένει. Και έπαιρνα δύναμη. Γιατί περνάγανε οι μέρες και γω βρισκόμουν πάλι εκεί. Στην αφετηρία μου. Στην πηγή που το νερό της με μέτρο έπινα.

Μα φτάνει πια. Βγάζω τα καρβουνάκια και τα τοποθετώ στο λιβανιστήρι. Σιγοψέλνω και κάποια λόγια μαθημένα από την γιαγιά μου, ενώ μόλις τελειώνω το αφήνω πάνω στο αφιλόξενο μάρμαρο. “Δημήτριος” στην επιγραφή του. “Δημήτριος” …

Σε κείνες τις πέτρες του Αϊ Γιαννιού μονάχη ήμουν. Με κάτι βιβλία των παιδικών μου χρόνων, μιλημένα από την μάνα μου και μελετημένα από τα δικά μου χείλη. Σαν στο χωματόδρομο έπεφτα κοιτούσα τριγύρω και με τον Αχελώο αμίλητο κριτή, σηκωνόμουν με το ματωμένο μου γόνατο και κούτσα- κούτσα έπαιρνα την επιστροφή. Όσες προσπάθειες και να έκανα χροιά δεν είχα και τα τραγούδια βασανισμένα πέρναγαν από την γλώσσα μου. Σε κείνες τις γιορτές, ορθή ποτέ δεν υπήρξα. Και βήματα κάτω στον Άδη άγνωστο αν ήχησαν ποτέ. Γιατί η φαντασία μου ήταν μεγάλη και η πραγματικότητα λειψή. Γιατί κείνο τον ώμο δεν τόνε γνώρισα. Έμεινα μονάχα με την καρδιά του, όπως λεν, και με την λεβεντιά του.

– Γεια σου παππού. Και αντίο. Για άλλη μια φορά.

 

 

 

Πηνελόπη Τόντου είναι 22 χρονών, με καταγωγή από την Γουριά Μεσολογγίου. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών σπουδών ενώ συνεχίζει τις σπουδές της στο τμήμα Μηχανικών Βιομηχανικής Σχεδίασης και Παραγωγής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Οι πρώτες τις λογοτεχνικές διακρίσεις ξεκίνησαν σε ηλικία 14 χρόνων ενώ όνειρο της είναι να επηρεάσει με την συγγραφή της κυρίως τα νέα μυαλά, βάζοντας το λιθαράκι της στην λογοτεχνική σκηνή.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top