Fractal

Για τον ξεχασμένο άγγελο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός // 

 

“Ο ξεχασμένος άγγελος των Φιλίππων”, Θεόδωρος Γρηγοριάδης , Αθήνα Πατάκης, 2015.

 

Σ’ αυτούς που εξακολουθούν να συνομιλούν ακόμα με την ιερή, γενέθλιά τους γη

 

Α. Συγχρόνως με την τόσο επιτυχημένη Ζωή μεθόρια, Αθήνα Πατάκης 2015, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης άφησε φέτος κι ένα σημαντικό ποιητικό ίχνος μ’ ένα μονόλογο, τον Ξεχασμένο άγγελο των Φιλίππων, αφιερωμένο στον σκηνοθέτη, ποιητή και στιχουργό, Θοδωρή Γκόνη (ευθύβολη ιδέα του τελευταίου), που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Φιλίππων και Καβάλας το περασμένο καλοκαίρι, μαζί με άλλους Αγγέλους της Ελληνικής Λογοτεχνίας και Ιστοριογραφίας, όπως αυτός των Περσών1 του Αισχύλου, του Θουκυδίδη στη Μάχη της Αμφίπολης,2 της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου,3 της Προς Φιλιππησίους4 επιστολής του Αποστόλου Παύλου, του Πλούταρχου της Μάχης των Φιλίππων5 και του Ιουλίου Καίσαρα του Σαίξπηρ6.

Ο μονόλογος του Γρηγοριάδη εκφωνείται από ένα σύγχρονο, ντόπιο, αυθεντικό παιδί, που διατηρεί μια παράνομη καντίνα έξω από το Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, που την ονομάζει «Ο Άγγελος». Πούλαγα σάντουιτς και ψητά καλαμπόκια… Έστηνα την καντίνα, μόλις έπιανε η άνοιξη, έξω από θέατρο – λίγο πριν της Λυδίας το χωριό… Εμβαπτισμένος στον μύθο, «μυείται και μεταμορφώνεται σε έναν άγγελο της τραγωδίας, αλλά και σ’ έναν σύγχρονο θιασώτη της διονυσιακής λατρείας». Εμφανίζεται στο τύμπανο της ορχήστρας λασπωμένος, μεταγγίζοντας την πανάρχαια παράδοση τόσο του τόπου του όσο και της καταγωγής του από την Ανατολία, λόγω του προπάππου του. Άγγελος Ταχταρίδης, της Λενιώς και του Κυριάκου, το όνομά του. Ο Άγγελος εκφωνεί και παραδίδει στους θεατές την σπουδαία ελληνική κληρονομιά που δεν την διαθέτει για τον ψυχρό, τυπικό τουρίστα, παρά για τους γνώστες και υποψιασμένους θεατές. Μιλά για τη συνάντησή του: Νύχτα με πανσέληνο. μ’ έναν άντρα μισόγυμνο, ξυπόλητο, μ’ ένα σχισμένο ρούχο – μπορεί κι έναν χιτώνα –. Αρχοντικός ο ξένος, στη ερώτηση του ήρωα για βοήθεια, εκείνος του δείχνει ολόγυρα τις αρχαιότητες. Τον ακολουθεί ως την ορχήστρα του θεάτρου όπου ο άγνωστος, μιλάει στα αρχαία ελληνικά, που ελάχιστα γνωρίζει ο Άγγελος. Οι δυο παραδόσεις συγκρούονται: της Αρχαίας και της Νέας Ελλάδας. Στο τέλος, ο άγνωστος, σε απορία του νεαρού μήπως ήταν ηθοποιός, ξεστομίζει μια φράση στα αρχαία: ὃστις χιτῶνας7 βασσάρας8 τε Λυδίας ἒχει ποδήρεις και χάνεται. Ο Άγγελος, συγχυσμένος από τη συνάντηση, καταφεύγει στα παιδικά του οράματα, στους στίχους που έπλεκε από μικρός, κρίμα τ’ αγγόνι μ’ σαν σαλεμένο να λαλεί, για τα οποία τον πείραζε κάποτε η γιαγιά του.

Ύστερα από μερικές μέρες, ο άγνωστος επανεμφανίζεται. Ο νεαρός καντινιέρης του προσφέρει φαγητό. Μιλάει και πάλι ακατανόητα: Μακροσκελής μέν· ἄρα μή χλούνης9 ἦν; «Άνθρωπος μίλαγε ή σκιά; Δαίμονας…» Και γιατί απευθυνόταν στον Άγγελο; Έναν μισογράμματο, το λύκειο τελείωσα με το ζόρι, διαγωγή κοσμία. Αξίζει να σημειωθεί πως ο άγνωστος προτιμά να συναντηθεί μ’ ένα απλό, λαϊκό παιδί, ντόπιο της χώρας των Φιλίππων και όχι με έναν οπαδό της επιστήμης, ο οποίος στο τέλος του μονόλογου αποδεικνύεται εύστοχος ερμηνευτής. Ο ένας λέγεται Άγγελος, κατ’ όνομα, δηλ. αγγελιαφόρος ενός θαύματος που συμβαίνει πάντα νύχτα, κι αυτό το γεγονός αναγγέλλει στον φιλόλογό του κι ερμηνευτή των λόγων του αγνώστου, και ο άλλος απλός άγγελος που, με ποιητικό δίστιχο που λέει στα αρχαία ελληνικά, καταγγέλλει την εγκατάλειψη και την παρακμή του ιερού χώρου που βλέπει γύρω του, αναπολώντας την πόλη και τα ένδοξά της κτήρια – σώματα που ήταν μια φορά, όπως λέει ο Κ. Καβάφης.

 

dend

 

Ωστόσο, ο Άγγελος αγωνιούσε κάθε νύχτα για να τον δει. Ο ξένος όμως όλο και πιο ομορφότερος ερχόταν. Μέχρι και η κοπέλα του απορεί όταν βλέπει τον Άγγελο τόσο σκεφτικό κι εντελώς αλλαγμένο. Χειμώνας ενσκήπτει και ο άγνωστος ακόμα να φανεί. Ο ήρωας απευθύνεται στον παλιό του φιλόλογο που είχε στο Γυμνάσιο. Γράψε όπως σου έρχονται οι φράσεις που σου λέει, του προτείνει. Ο γηραιός καθηγητής όμως συμπεραίνει: Είναι ένας άγγελος που έρχεται να φέρει τα μαντάτα τη συμφορά να μας ειπεί. Του προτείνει να γράψει σ’ ένα τετράδιο ό,τι του έλεγε ο άγνωστος, αυτά «τα σπαράγματα» και να του τα φέρει να τα δει. Ποιος ξέρει τίνος τραγωδού, ποιο έργο του χαμένο, που έγινε στάχτες, σύννεφα!. Κι εδώ, ο σχολαστικισμός της επιστήμης δεν έχει καμία σχέση με το θαύμα της συνάντησης των δύο Αγγέλων, κι αυτό επισημάνει ο Θ. Γρηγοριάδης.

Σεπτέμβριος: ο νεαρός Άγγελος βρίσκει τον άγνωστο πληγωμένο και ξαπλωμένο ανάμεσα σε δυο κολώνες – πεσμένες και αυτές – μες στην περιφραγμένη πόλη των Φιλίππων . Δείχνει το θεριεμένο βουνό απέναντι. ….Παγγαίου γάρ ἀργυρήλατον / πρῶν’ ες τό τῆς ἀστραπῆς πευκᾶεν σέλας,10 του λέει αυτός. Ο νέος του προσφέρει τη φροντίδα του (τον βοηθά να δέσει την βαθιά πληγή του), αλλά, παρ’ όλα τα παρακάλια του, εκείνος χάθηκε, αφήνοντας στον τόπο ένα μαύρο πέπλο Με κοίταζε στα μάτια, σαν να έλεγε, με πρόδωσες ή με φανέρωσες…

 

dend2

 

Ο Άγγελος καταφεύγει και πάλι στον δάσκαλό του, ο οποίος, δυσαρεστημένος από μια αποτυχημένη παράσταση στο θέατρο του Άι Λια, ερμηνεύει στον μαθητή του το ποιητικό δίστιχο που είπε ο άγνωστος πριν χαθεί και πάλι στη νύχτα. Προερχόταν από μια χαμένη τραγωδία του Αισχύλου, τις Βασσαρίδες,11 η δεύτερη κατά σειρά της Λυκούργειας Τετραλογίας του μεγάλου τραγωδού, που αφορά τη φιλονικία μεταξύ Διονύσου και Ορφέα στην περιοχή της Δράμας, μέχρι τη λευκοφόρα κορυφή του Ιερού Βουνού, ενώ στην πεδιάδα ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών, ο Θεόμαχος, με τον Διόνυσο τα έβαλε, που έστειλε τη Λύσσα για να διαμελίσει τον γιό του, τον Δρύαντα, τη στιγμή που οι Βασσαρίδες με πεύκινους πυρσούς ολόλυζαν12 για τον Διόνυσο που έφερνε νέα θρησκεία στους Ηδωνούς. Ο δάσκαλος αποφαίνεται πως η εμφάνιση του αρχαίου αγγέλου-αγνώστου στον νεαρό ήταν για να καταγγείλει αυτήν ακριβώς τη φρικτή παιδοκτονία. Ευλογημένη συνάντηση ύστερα από τόσους αιώνες. Κι αυτό που έκτοτε απομένει είναι: Κάμποι στεγνώνουν, βουνά πυρπολούνται, χωριά αδειάζουνε, πόλεις πεινάνε, χώρες διαλύονται. Άγραφη η δική μας τραγωδία, Άγγελε. Στη συνέχεια, ο γερο-δάσκαλος δεν ζει πολύ. Αφήνει μήνυμα στη γυναίκα του πριν πεθάνει να πει στον μαθητή του Άγγελο πως της μίλαγε για το ρόδο το εκατόφυλλο, και ότι σε μένα έλαχε να είμαι του θιάσου.

 

dend3

 

Έκτοτε ο αρχαίος άγγελος δεν εμφανίστηκε. Ο νέος, σύγχρονος Άγγελος κατανοεί το νόημα της Αισχύλειας Τετραλογίας να αποδιώξει τη ρετσινιά «των βαρβάρων», να δείξει στην Αθήνα ποιοι είμαστε οι Ηδωνοί, σύμμαχοι κι εξαγνισμένοι στου Διόνυσου τη χάρη. Ο Άγγελος σμίγει με τον θίασο και επιχειρεί ανάβαση στην Άγια Κορυφή του Παγγαίου. Κι από κει αγναντεύει τους Φιλίππους, την Αμφίπολη, τον Άθω, τα νερά σαν λίμνη, με ψάρια, γοργόνες και στοιχειά. Συναισθάνεται όλο τον Παραδεισένιο κήπο, με τις καλλιέργειες της ελληνικής γης, ακόμα και τα μνημεία παραχωμένα, σπόροι και κόκαλα… μέχρι και σιδερένια ξίφη. Κι ακόμα, όλα τα μυθικά και τα ιστορικά πρόσωπα και τους λαούς που πέρασαν από αυτή τη γη, όπως τον Φίλιππο, την Περσεφόνη, την Δήμητρα, τους Βυζαντινούς, Ρωμαίους, Οθωμανούς και Φράγκους. Η κληρονομιά του τόπου βαραίνει πάνω στους ώμους του σύγχρονου Αγγέλου. Η φωνή όμως που ακούει είναι σημαδιακή: «Τα εκατόφυλλα ρόδα να φυτεύεις και να μαζεύεις τους ανθούς και τα νοήματα». Δίνει όρκο να θυμάται για πάντα τον επισκέπτη άγγελο του οποίου στην πληγή λίγο αίμα στράγγιξα δικό μου, φίλος, αδελφοποιτός και έρωτας. Έκτοτε ο Άγγελος γίνεται προσκυνητής στον Διόνυσο και μια φορά κάθε χρόνο το Ρόδο των Φιλίππων φέρει στην κορυφή του Παγγαίου την αυγή, διατηρώντας το θαύμα ακόμα στα μάτια του. Το τέλος του μονόλογου είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό για τον θεατή: Να, από κει ερχόμουνα και μες στις λάσπες βούτηξα να αναπλαστώ με τον πηλό τον ίδιο που μας γέννησε. Μη με παρεξηγείτε που λασπωμένος είμαι. Δεν είμαι πια ο ίδιος.

 

O συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης

 

 

Ο Θ. Γρηγοριάδης με τον Ξεχασμένο Άγγελο των Φιλίππων μας διδάσκει πως η παράδοση ενός τόπου οφείλει να γίνει βίωμα και σκοπός κάθε νέου ανθρώπου, ώστε αυτός ο εμποτισμός να τον κάνει πιο ευσυνείδητο για τα πολιτιστικά θέματα και τα δρώμενα του τόπου του, που επιβίωσαν μέσα από τους αιώνες, ώστε να γίνει πιο καλλιεργημένος και συναισθηματικός. Ο κάθε τόπος μάς μιλάει ακόμα μέσα από τους μύθους και τις παραδόσεις – γι’ αυτό υπάρχει. Μόνο το δέσιμο με τον γενέθλιο μας τόπο, μας δίνει υπόσταση, ώστε να αντισταθούμε στην όποια παρακμή της, για την οποία είναι υπεύθυνες οι κατά καιρούς κυβερνήσεις. Κι ένας νέος σαν τον Άγγελο της καντίνας, απλός κι έντιμος, όπως το καθαρό χώμα που δέχεται στα έγκατά του τον μύθο ως ιαματικό νερό, μπορεί να μετατραπεί σε σημαιοφόρο πολιτισμού τόσο της εποχής μας, όσο και της επόμενης.

Β. Το βιβλίο, μετά τη γοητευτική ανάσα του μονόλογου, κλείνει με το αφήγημα Ο αναπόφευκτος τόπος. Στην αρχή του κειμένου, τρεις φωτογραφίες και μία σελίδα καταγραφής ημερήσιας σχολικής εκδρομής που φέρει τον τίτλο:Τετάρτη 12 Ιουνίου 1963. Από τις φωτογραφίες ο Θ. Γρηγοριάδης οδηγείται από τη λυτρωτική μνήμη της παιδικής ηλικίας στον μετέπειτα σχηματισμό ενός δόκιμου κι εύρωστου συγγραφέα. Ο τόπος και πάλι ιερός: Στην πρώτη φωτογραφία, αρχαίες κλίμακες με έντεκα ενήλικες και τρία μωρά. Γονείς και εξαδέλφια από τη Δράμα. Στη δεύτερη, ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων τη δεκαετία του ’50, (1957 ή 1958), με εκδρομείς από το Παλαιοχώρι και τη Δράμα, που αποφάσισαν να «πάνε μια βόλτα στη Ραχτσά», έτσι αποκαλούσαν τότε τις Κρηνίδες13 με τα αρχαία παραδίπλα. Στην τρίτη φωτογραφία οι γονείς του συγγραφέα με τον ίδιο μωρό, ανεβασμένο σε μια στήλη. Ο μεγάλος σεβασμός της γης από τους ντόπιους κι ας μην είχαν πολλές γνώσεις για το ιστορικό του υπόβαθρο. Στην τέταρτη φωτογραφία, οι εντυπώσεις του μικρού Θοδωρή, που μαθητής της Α΄ Τάξης του Δημοτικού, σημειώνει:

 

Τετάρτη 12 Ιουνίου 1963

 

Εγώ στήν εκδρομή έπαιξα μέ τόν Χρυσούλη κι εμάζεψα παπαρούνες καί έκανα στεφάνι. Ύστερα ο θείος μας έδειξε τό παλάτι του βασιλιά καί τή φυλακή του». Θεόδωρος Γρηγοριάδης.

 

dend4

 

Συγκινητική, τρυφερή καταγραφή από τα μάτια ενός παιδιού, που μόλις ανακαλύπτει τη θέα του αρχαίου κόσμου. «Ο θείος» είναι ο φύλακας ξεναγός. Η «φυλακή» είναι αυτή του Αποστόλου Παύλου. Η σαγήνη των Φιλίππων μπολιάζει τη μετέπειτα συγγραφική γραφή; Ίσως γι’ αυτό και το σχέδιο του μικρού Θοδωρή στη ίδια σελίδα με τους δύο κίονες και τις παπαρούνες. Ο Θ. Γρηγοριάδης αναφέρει τα βουνά και τα χωριά της Πατρίδας, ονομάζοντάς τα: Παγγαίο, Φαλακρό όρος, Δράμα, χωριά φεγγοβολημένα τις νύχτες, λόφος Βρούτου, ακρόπολη και αρχαίο θέατρο, όπου τα φίδια και οι σκορπιοί ήταν ο μόνιμος φόβος. Όλα μετουσιωμένα και προορισμένα να γίνουν λογοτεχνία και κυρίως ο άγιος τόπος, το Παλαιοχώρι, με τη φύση και τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων: το μάζεμα των καπνών και τα πικρά καπνόφυλλα στην αγκαλιά μου για να τα αποθέσω στα κοφίνια. Οι άνθρωποι γίνονται ένα με τη γη τους. Τα δύο εισιτήρια του πατέρα για την παράσταση στο Θέατρο των Φιλίππων. Οι κουρελούδες ήταν η σκηνή για τα τότε «έργα» που έπαιζε, που μπόλιασαν τα μελλοντικά βιβλία του. Οι Φίλιπποι: ο τακτικός προγραμματισμός των ημερήσιων σχολικών εκδρομών. Σωριασμένες κοτρώνες και στήλες. «Αγροτικά εισιτήρια» για τη διαδρομή με το λεωφορείο. Άλλοι πήγαιναν στο θέατρο με τρακτέρ. Και η σιγουριά πως η Εγνατία οδός περνούσε έξω από τους πρόποδες του χωριού καταρρίπτεται με τη μελέτη του Μόσχου Οτατζή το 1996.14 Στην παράσταση στο Θέατρο των Φιλίππων που πήγε ο ήρωας με την οικογένειά του παιζόταν ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, νέο ηθοποιό τότε του Εθνικού Θεάτρου. Στα κατοπινά χρόνια, το Κρατικό Θέατρο της Βορείου Ελλάδος που συχνά κατά την παράσταση οι ανοιχτοί χώροι συνομιλούσαν με τη φύση και τον ουρανό, ήταν τακτική επιλογή του συγγραφέα. Στην μεσαία κερκίδα αγνάντευε το Παγγαίο: ξεχωρίζει σαν νησί και στα μικρά φωτάκια, που σκαρφάλωναν στους πρόποδες, αναγνώριζα το χωριό μου… και το δικό μας κάστρο του «Μεγάλου Αλεξάνδρου», δέκα χιλιόμετρα από την πόλη των Φιλίππων, προστάτευαν την αρχαία εποχή τους Φιλίππους από τη μια και τα χρυσοφόρα ορυχεία από την άλλη. Στο δικό μας κάστρο ο παππούς Θεόδωρος έχτισε ένα εκκλησάκι στη μνήμη των Αγίων Θεοδώρων…

 

dend5

 

Ο γενέθλιος τόπος και ειδικά το Θέατρο των Φιλίππων και η περιοχή γύρω από αυτό προσφέρουν στον συγγραφέα αίμα για τα βιβλία του: στον Ναύτη (1993) ο έφηβος του Παγγαίου ονειρεύεται μια θάλασσα στον κάμπο των Φιλίππων, στα Νερά της Χερσονήσου (1998) ο Άγγλος οδοιπόρος, το 1906 σταματά στα ερείπια του αδιαμόρφωτου τότε θεάτρου και απαγγέλει την αρχή της Οδύσσειας…, στο Παρτάλι (2001), ένας ηθοποιός του ΚΘΒΕ που παίζει τον αγγελιαφόρο στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι το 1963, αναγκάζεται λόγω ατυχήματος της πρωταγωνίστριας να την αντικαταστήσει αυτός. Στο Έξω από το σώμα (2003), μια βροχή ματαιώνει την επίσκεψη στο θέατρο του ζευγαριού του Παγγαίου που θέλει να συμμετάσχει στα διονυσιακά δρώμενα. Δύο διηγήματα της συλλογής Χάρτες (2007), «Βάπτιση σε φυσικό τοπίο» και «Κόρη δαιμονισμένη»: το πρώτο αναφέρεται το χωριό Λυδία, όπου λαμβάνει χώρα μια ετερόδοξη και ετερόκλητη βάπτιση, ενώ στο δεύτερο, μια αποτρελαμένη κοπέλα εισβάλει στην ορχήστρα την ώρα της παράστασης, αναζητώντας τον δικό της «Παύλο», που θα την απαλλάξει από τα δαιμόνιά της. Στο μυθιστόρημα Ζωή μεθόρια (2015), η Θεσσαλονικιά Ζωή και ο Καβαλιώτης Γιάννης εκδράμουν στους Φιλίππους το 1985 για τη συναυλία του Μ. Χατζιδάκι. Και το φετινό καλοκαίρι, ο μύθος, η ιστορία της περιοχής, τον οδηγούν πάλι εδώ, στον τόπο των προγόνων για τη δημιουργία ενός μονόλογου. Ο τόπος γίνεται αναπόφευκτος για την τέχνη του Θ. Γρηγοριάδη, όπως δίδαξε ο Μεγάλος Θεσσαλονικιός συγγραφέας, ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985), ο εξέχων συγγραφέας της Θεσσαλονίκης αλλά και της Αθήνας. Ο Θ. Γρηγοριάδης, παίρνοντας τη σκυτάλη από αυτόν, μας πρόσφερε τόσο με τον μονόλογο όσο και με το αφήγημα αυτό δυο σημαντικά κείμενα, γραμμένα με ξεχωριστή, διαβρωτική και συγκινησιακή φωνή, που φιλοτέχνησε τόσο άρτια και πάλι ο εκδοτικός οίκος Πατάκη.

Πειραιάς, Νοέμβριος 2015

 

    1.  Το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου, (τμήμα μιας τετραλογίας που παρουσίασε ο Αισχύλος το 472 π.Χ.), θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία, που αντλεί τη θεματολογία της από ιστορικά γεγονότα και πραγματεύεται την οδύνη των Περσών, όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα. Οι Πέρσαι είναι το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του. Ο Αισχύλος, ως παλιός μαραθωνομάχος, αποκαλύπτει μέσω των έργων του μια διαρκή φροντίδα και αγωνία για την Ελλάδα και την κληρονομιά της. Από μία άποψη οι Πέρσαι είναι πιθανώς το πρωιμότερο δείγμα καταγραφής της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο και τονίζει, από την εισαγωγή του ήδη, τη μαχητική δύναμη των πολεμόχαρων Περσών και το αμέτρητο πλήθος του εκστρατευτικού τους στρατεύματος. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που αναδεικνύει και τη σημασία της νίκης των Ελλήνων. Το έργο στηρίζεται στο δίπολο ύβρη-τίση, που ταυτίζεται κυρίως με την αρχαϊκή νοοτροπία της παραβίασης της φυσικής τάξης, η οποία κατά τον Αισχύλο και τους παλαιότερους δραματουργούς δεν είναι δυνατόν να διαταράσσεται από την ανθρώπινη επενέργεια.
    2. Τον Οκτώβριο του 422 π.Χ. κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο . Αντίπαλοι ήταν οι Αθηναίοι υπό τον στρατηγό Κλέωνα και οι Σπαρτιάτες υπό τον στρατηγό Βρασίδα, που εκστράτευσε στη Μακεδονία για να δημιουργήσει κατά πρώτον συμμαχίες και κατά δεύτερον να πολιορκήσει και να καταλάβει τις προσκείμενες στην Αθήνα πόλεις. Τότε πληροφορήθηκε ότι ο φιλοπόλεμος Αθηναίος στρατηγός Κλέων ερχόταν εναντίον του. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι ο Ιστορικός Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος βοήθεια από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους στους κατοίκους της Αμφίπολης για παράδοση, τους οποίους και δέχτηκαν. Έτσι όταν ο Θουκυδίδης έφτασε στην Αμφίπολη, η πόλη ήταν ήδη υπό σπαρτιατικό έλεγχο. Οι Κλέων και Βρασίδας στρατοπέδευσαν κοντά στα τείχη της Αμφίπολης, ενώ μέρος του στρατού του Βρασίδα παρέμεινε μέσα στα τείχη της φιλικά προσκείμενης πόλης. Το επόμενο πρωί ο Βρασίδας με όλο το στρατό του κρύφτηκε πίσω από τα τείχη της Αμφίπολης. Ο Κλέων πληροφορημένος για τις κινήσεις του αντιπάλου του, έδωσε εντολή υποχώρησης σε φάλαγγα πορείας. Τότε άνοιξαν ξαφνικά οι πύλες της Αμφίπολης και από μέσα ξεχύθηκε ο στρατός των Σπαρτιατών ο οποίος προσέβαλε τους Αθηναίους στο μέσον της φάλαγγάς τους και στην οπισθοφυλακή της. Οι Αθηναίοι τράπηκαν σε γενική σχεδόν φυγή και είχαν πολύ μεγάλες απώλειες (600 νεκρούς), ενώ από τους Σπαρτιάτες σκοτώθηκαν μόλις 7, συμπεριλαμβανομένου του Βρασίδα. Στη μάχη έπεσε νεκρός και ο Κλέωνας. Σχετικά με την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει: «Μου συνέβη να εξοριστώ από την πόλη μου επί είκοσι χρόνια μετά τη στρατηγία μου στην Αμφίπολη και, έχοντας επαφή με τα πράγματα των δύο πλευρών, και ιδίως, λόγω της εξορίας μου, είχα τη δυνατότητα να προσεγγίσω και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές απερίσπαστος και να τις κατανοήσω καλύτερα». Μετά την εξορία του αποσύρθηκε στη Σκαπτή Ύλη, στο κτήμα του στη Μακεδονία, ΒΑ της σύγχρονης Καβάλας, όπου διατηρούσε δικό του μεταλλείο. Ο Πλούταρχος αναφέρει στον Κίμωνα ότι ο Θουκυδίδης έγραψε την Ιστορία του στη Σκαπτή Ύλη, όπου και πέθανε: «….κτίσιν τε έχειν των χρυσείων μετάλλων εργασίας εν τω περί ταύτα Θράκη.…». Η ήττα των Αθηναίων και ο θάνατος των Κλέωνα και Βρασίδα είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των φιλειρηνικών παρατάξεων μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, το φθινόπωρο του 422 π.Χ. άρχισαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν στην ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ..
    3. Έργο που κυκλοφορούσε μετά το 1680 στην ελληνική δημοτική γλώσσα. Αποτελεί πεζή διασκευή παλαιότερων έργων, που βασίζονται στο ελληνιστικό μυθιστόρημα του 3ου αιώνα του Ψευδο-Καλλισθένη, Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος.
    4. Χρόνος συγγραφής θεωρείται το 60 με 61 μ.Χ. Ο Παύλος στέλνει την επιστολή στην εκκλησία των Φιλίππων, στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης που ο ίδιος είχε ιδρύσει, το έτος 49 ή 50 μ.Χ., όταν επισκέφθηκε την πόλη. Το γεγονός αυτό ανέδειξε την πόλη σε μητρόπολη του Χριστιανισμού. Σε αρκετά σημεία της επιστολής είναι εμφανής η υψηλή θέση που κατείχε στην εκτίμησή του. Βασικά θέματα που παρουσιάζει σ’ αυτή είναι η δικαιοσύνη εκ πίστεως και η εσχατολογική ελπίδα.
    5.  Το 42 π.Χ. στους Φιλίππους της Καβάλας. Αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος και από την άλλοι ο Βρούτος και ο Κάσσιος, δηλαδή οι δολοφόνοι του Ιούλιου Καίσαρα, που αυτοκτόνησαν μετά τη μάχη. (Πλούταρχος: Βίοι Παράλληλοι, Δίων και Βρούτος). Στον Βρούτο το φάντασμα του Καίσαρα παρουσιάζεται ως άγγελος δεινών. Ένα βράδυ, ενώ ήταν έτοιμοι να περάσουν στην Ευρώπη, ο Βρούτος διάβαζε ένα βιβλίο στην σκηνή του. Ήταν νύχτα βαθιά, το στρατόπεδο σιωπηλό και μισοσκόταδο γύρω του. Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος μπήκε στη σκηνή. Στράφηκε και είδε μιαν απειλητική κι αφύσικη παρουσία, μιαν απαίσια και φοβερή μορφή που τον ατένιζε σιωπηλά. Τόλμησε να ρωτήσει ποιος είναι, και το φάντασμα του Καίσαρα είπε : «Ο κακός σου δαίμονας, Βρούτε. Θα με δεις στους Φιλίππους». «Θα σε δω», απάντησε ο ατάραχος ο Βρούτος.
    6.  Ο Ιούλιος Καίσαρας γράφτηκε στο τέλος του 1598, ή στις αρχές του 1599. Ο Σαίξπηρ δανείστηκε την υπόθεση από εγγλέζικη μετάφραση του Πλούταρχου και, συγκεκριμένα, από τους βίους του Καίσαρα και του Βρούτου, σε μετάφραση που έκανε το 1579 ο σερ Τόμας Νορθ στους Βίους Παράλληλους του Πλούταρχου.
    7.  Φοριόταν τόσο από άντρες, όσο και από γυναίκες και ήταν λινός. Το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές. Τα σημεία του υφάσματος που ράβονταν ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κομβία. Ο χιτώνας με μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός. Υπήρχαν δύο είδη του αρχαίου χιτώνα: ο ένας, ο φαρδύς, ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά. Ο στενός χιτώνας απ’ την άλλη ήταν εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών. Στον στενό χιτώνα από την άλλη οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά. Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο. Στον κοντό αντρικό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος περνούσε κάτω από το καβάλο από πίσω προς τα μπρος και κατόπιν στερεώνονταν στη ζώνη ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σορτς. Ο χιτώνας, όταν δεν ζώνονταν, ονομάζονταν ορθοστάδιος, ενώ, εάν έφτανε ως τα πέλματα, ονομάζονταν ποδήρης. Ο χιτώνας φοριόταν και από τους άντρες, ενώ αργότερα τον φορούσαν ηλικιωμένοι και ιερείς και στις γιορτές. Στην καθημερινή ζωή προτιμούσαν τον κοντό χιτώνα επειδή προσέφερε ελευθερία κινήσεων, ιδίως για τους οπλίτες και τους κυνηγούς. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο, ρούχο που φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες.
    8.  Βασσάραι = χιτῶν τῶν ἐν Θράκῃ βακχῶν, πιθανῶς πεποιημένος ἐκ δέρματος ἀλώπεκος.. Στη φράση η λέξη ποδήρεις (: έφτανε ίσαμε κάτω τα πόδια) και το επίθετο Λυδίας (: ο τύπος αυτός του χιτώνα προερχόταν από τη Λυδία, από όπου και ο Λύδιος Θεός, δηλ. ο Διόνυσος και η ακολουθία του, δηλ. οι Μαινάδες του. Βλ. υποσημ. αριθμ. 11). Τρεις είναι οι κύριες μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται ο Διόνυσος στη λατρεία του: α) Με έμβλημα τον φαλλό, το δένδρο – εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης- ή τον ταύρο που είναι θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. β) με εμβλήματα τον θύρσο και τη δάδα (ο ενθουσιαστικός Διόνυσος), όπως επίσης την ακολουθία, των Μαινάδων, των Βακχών, των Θυιάδων, των Ληνών και των Βασσαριδών, όπως τις διέσωσε η μυθολογική αφήγηση. γ) Στην αρχαιότερη μορφή του είναι οντότητα του Κάτω Κόσμου και φέρει την προσωνυμία Ζαγρεύς (ο μέγας κυνηγός). Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης. Σε αυτή την τρίτη μορφή οι Ορφικοί τον ενσωμάτωσαν ως κυριότερη θεότητά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με τους διονυσιαστές, τους οπαδούς του ενθουσιαστικού Διονύσου.
    9. 1] Ως επίθ. α) ο χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη… ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής γ) χλοεύνης, αυτός που κοιμάται στη χλόη, δ) ο ευνουχισμένος, ο εκτομίας ε) ερημικός 2] ως ουσ. α) αγριόχοιρος, κάπρος β) κλέφτης («χλούνην λωποδύτην», Ησύχ.).
    10. Παγγαίου γάρ ἀργυρήλατον (ι) πρῶν’ ες (<πρῶ(ο)νες, πρῶνες = βράχια, υψώματα, χαράδρες) τό τῆς ἀστραπῆς πευκᾶεν σέλας. Οι στίχοι επιδέχονται πολλές μεταφράσεις, μία από τις οποίες επιχειρώ εδώ: Τα σφυρηλατημένα από ασήμι βράχια του Παγγαίου έλαμψαν από τους πυρσούς των πεύκων. (Βλ. επίσης: Scholiast, cod. Vaticanus Graecus 909 Ευριπίδης, Ρήσος 922). * Οι στίχοι αφορούν τη φράση του αγγελιοφόρου του Διονύσου που κάνει λόγο για την ανάβαση του Ορφέα στο Παγγαίο για να απολαύσει αυτός και η ακολουθία του, λίγο πριν τα χαράματα, την ανατολή του ήλιου.
    11. Μαινάδες: Νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου. Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο, όπου συσχετίζεται με τη μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες. Την καλύτερη περιγραφή τους τη συναντάμε στην τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη. Στη Μακεδονία παραδίδονται με τα εξής ονόματα: Λαφύστιες, Μιμαλλόνες, Κλώδωνες, Μακέται, Βασσάραι, Λυδαί. Βασσαρικός = βακχικός (Liddel – Scott, Μέγα Λεξικόν, λ. βασσάρα. Πρβλ. * Η Λυκούργεια τετραλογία αποτελείται από τις εξής τραγωδίες : Ηδωνοί – Βασσαρίδες – Νεανίσκοι – Λυκούργος Σατυρικός, και παρουσιάστηκε στο θέατρο της Αθήνας γύρω στο 460 π.Χ., μερικά μόλις χρόνια μετά την ομότιτλη τετραλογία του ποιητή Πολυφράσμονα (467 π.Χ.), σε μια εποχή κατά την οποία η ιδρυθείσα Αθηναϊκή Συμμαχία διεκδικούσε επιρροή στην περιοχή του Παγγαίου και του Στρυμόνα. Φαίνεται μάλιστα ότι με την Λυκούργεια ο Αισχύλος πήρε πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες (Τ69 Radt: τούτου [sc. τοῦ Αἰσχύλου] διὰ τῶν Ἠδωνῶν εὐ]δοκιμήσ[αντος]…). Την τετραλογία ονομάζει στο σύνολό της Λυκούργεια και ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες, 135. * Ο Ορφέας, ήταν λάτρης του Απόλλωνα και του παιδικού έρωτος που αναφύεται ανάμεσα σε έναν εραστή που ήταν και ο μεγαλύτερος και σ’ ένα ερώμενο, μικρότερο κατά πολύ σε ηλικία. ( Βλ. και Ψευδο-Ερατοσθένους, Καταστερισμοί 24 = Τα 113): «διὰ δὲ τὴν γυναῖκα εἰς Ἅιδου καταβὰς καὶ ἰδὼν τὰ ἐκεῖ οἷα ἦν τὸν μὲν Διόνυσον οὐκ ἐτίμα͵ ὑφ΄ οὗ ἦν δεδοξασμένος͵ τὸν δὲ ῞Ηλιον μέγιστον τῶν θεῶν ἐνόμισεν͵ ὃν καὶ Ἀπόλλωνα προσηγόρευσεν· ἐπεγειρόμενός τε τὴν νύκτα κατὰ τὴν ἑωθινὴν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Πάγγαιον ἀνιὼν προσέμενε τὰς ἀνατολάς͵ ἵνα ἴδῃ τὸν ῞Ηλιον πρῶτον· ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας͵ ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής· αἳ διέσπασαν αὐτὸν καὶ τὰ μέλη ἔρριψανχ ωρὶς ἕκαστον· αἱ δὲ Μοῦσαι συναγαγοῦσαι ἔθαψαν ἐπὶ τοῖς καλουμένοις Λειβήθροις». [Μφρ] «Για χάρη της γυναίκας του κατέβηκε στον Άδη και, καθώς είδε τι ήταν εκεί κάτω, έπαψε να τιμά τον Διόνυσο, ο οποίος τον είχε ξεχωρίσει, θεώρησε τον Ήλιο ως τον σημαντικότερο από όλους τους θεούς, τον οποίο και αποκαλούσε με το όνομα του Απόλλωνα· και σηκωνόταν τη νύχτα νωρίς το πρωί, ανέβαινε στο βουνό που ονομάζεται Παγγαίον και περίμενε την ανατολή για να δει πρώτος τον Ήλιο· οργισμένος ο Διόνυσος από αυτό έστειλε τις Βασσαρίδες, όπως τις αποκαλεί ο τραγωδός Αισχύλος· αυτές τον διαμέλισαν και σκόρπισαν τα κομμάτια του· οι Μούσες τα συναρμολόγησαν και τον έθαψαν την περιοχή που ονομάζεται Λείβηθρα». Ο Ψευδο-Ερατοσθένης, συγγραφέας της ελληνιστικής εποχής, ίσως να επηρεάστηκε από τις Βάκχες του Ευριπίδη (πρβ. τον διαμελισμό του Πενθέα από τις γυναίκες της Θήβας εξαιτίας της άρνησής του να δεχθεί ως θεό τον Διόνυσο), και το κείμενο του, που σώζεται σε επιτομή, έχει υποστεί πολλές τροποποιήσεις. Ο Κόνωνας, ο μυθογράφος του 1ου αι. μ.Χ. και συμπιλητής διηγήσεων, αναφέρει τις αιτίες του φόνου του Ορφέα, γιατί δηλ. οι γυναίκες της Πιερίας έφτασαν στο σημείο να διαμελίσουν τον Ορφέα, και προτείνει ως κύρια αιτία την οργή των γυναικών στον αποκλεισμό τους από τελετές, στις οποίες έπαιρναν μέρος ένοπλοι άνδρες. [ Βλ. επίσης και στην εξαιρετική μελέτη στην οποία βασίστηκε ο Θ. Γρηγοριάδης: Σμάρω Νικολαϊδου – Αραμπατζή, Η Λυκούργεια τετραλογία του Αισχύλου, δοκιμή ανασύνθεσης, Αθήνα, Παπαδήμας, 2010].
    12. Ολολύζω: Βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ.
    13. Η ιστορία του οικισμού των Φιλίππων αρχίζει στα 360/359 π.Χ., όταν άποικοι από τη Θάσο ιδρύουν την πρώτη πόλη, τις Κρηνίδες.  Όταν στα 356 π.Χ. απειλούνται από τους Θράκες, ζητούν τη βοήθεια του Φιλίππου Β΄, ο οποίος, διαβλέποντας την οικονομική και στρατηγική σημασία της πόλης, την καταλαμβάνει, την οχυρώνει και την μετονομάζει σε Φιλίππους. Στα ρωμαϊκά χρόνια οι Φίλιπποι ήταν η σπουδαιότερη πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, χτισμένη σε πολύ στρατηγική θέση και στο μέσο μιας πλούσιας σε αγαθά περιοχής. Μετά τη μάχη των Φιλίππων (το 42 π.Χ) μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αποικία και αποικίστηκε από τους Ρωμαίους δυο φορές. Ο πρώτος αποικισμός (deductio) έγινε, αμέσως μετά τη μάχη, με εντολή του Αντώνιου και πήραν μέρος σε αυτόν απόμαχοι του ρωμαϊκού στρατού. Ο δεύτερος αποικισμός, στον οποίο συμμετείχαν και Ιταλοί πολίτες, έγινε μετά τη ναυμαχία του Άκτιου (31 π.Χ.) με εντολή του Οκταβιανού Αυγούστου, ο οποίος θεωρείτο δεύτερος οικιστής της πόλης (μετά τον Φίλιππο Β’) και για το λόγο αυτό η αποικία έφερε στο εξής το όνομα γένους του: Colonia Iulia Augusta Philippensis. Δεδομένου ότι η αποικία είχε αγροτικό κυρίως χαρακτήρα, οι Ρωμαίοι άποικοι δεν εγκαταστάθηκαν μόνο μέσα στην πόλη των Φιλίππων αλλά και στις κώμες και τις αγροτικές επαύλεις που ήταν διάσπαρτες σε όλη την έκταση του τεράστιου territorium της αποικίας, το οποίο περιλάμβανε μέσα στα όριά του το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών νομών Δράμας και Καβάλας, καθώς κι ένα μέρος (περιοχή Παγγαίου) του νομού Σερρών. Πολύ σημαντική χρονολογία υπήρξε το έτος 49 ή 50 μ.Χ., όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε τους Φιλίππους και ίδρυσε την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό ανέδειξε την πόλη σε μητρόπολη του Χριστιανισμού. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (963 με 969 μ.Χ.) ανοικοδομούνται τα τείχη της πόλης και χτίζονται οι πύργοι και το τείχος της ακρόπολης. Η ανασκαφική έρευνα άρχισε στους Φιλίππους στα 1914 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία διενήργησαν συστηματικές ανασκαφές. Σήμερα, η Αρχαιολογική Υπηρεσία, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίζουν την αρχαιολογική έρευνα. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλίππων. Αναστηλωτικές εργασίες έχουν γίνει στα περισσότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου Φιλίππων. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα στερέωσης, αναστήλωσης και ανάπλασης του αρχαίου θεάτρου Φιλίππων, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος 1994 «Ιστορικά Κτήρια και Χώροι Θεαμάτων».
    14. Από τους Φιλίππους περνούσε η κύρια οδική αρτηρία της Εγνατίας οδού, (ο ανθύπατος Γάιος  Εγνάτιος ανέλαβε την κατασκευή της) η οποία μετά από πορεία 10-12 ρωμαϊκών μιλίων έφερνε στη Νεάπολη κι από κει στη Θράκη, όπως μαρτυρούν οι  μιλιοδείκτες (: μικρή κολόνα που τοποθετείτο στους δρόμους σε διαστήματα ανά ένα μίλι με χαραγμένο τον αύξοντα αριθμό των μιλίων μέχρι το σημείο εκείνο). Στην πόλη εισερχόταν η Εγνατία από την Πύλη της Αμφίπολης, περνούσε από το forum – όπου σώζεται κι  ένα πλακόστρωτο τμήμα της -, εξερχόταν από την Πύλη της Νεάπολης και, αφού διέσχιζε ένα εκτεταμένο προάστιο, συνέχιζε την πορεία της προς νότο. Στους Φιλίππους είχε επίσης την αφετηρία του και ένας άλλος σημαντικός ρωμαϊκός δρόμος, ο οποίος οδηγούσε στις Σέρρες και στην αρχαία Ηράκλεια Σιντική (σημ. Σιδηρόκαστρο), απ’ όπου στη συνέχεια, μέσα από τα στενά του Ρούπελ, κατέληγε στην αρχαία Σαρδική ( Σόφια).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top