Fractal

Ένας συγγραφέας, διασημότητα της εποχής του, μας ταξιδεύει στην Αγγλία τών αρχών τού περασμένου αιώνα, ασκώντας έντονη κριτική στα ήθη και τις κρατούσες αντιλήψεις…  

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

«Θαμμένος ζωντανός», Άρνολντ Μπέννετ,  Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

Με ένα ιδιαίτερα κατατοπιστικό επίμετρο της Ελένης Κεχαγιόγλου, κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το μυθιστόρημα του Άρνολντ Μπέννετ (1867 – 1931), ενός από τους σημαντικότερους Βρετανούς μυθιστοριογράφους (αλλά και θεατρικός συγγραφέας, και κριτικός τής λογοτεχνίας) της εδουαρδιανής περιόδου (1900 – 1925) και από τους ιδρυτές τής σχολής τής ρεαλιστικής μυθιστοριογραφίας.

Από τις πρώτες ακόμα αράδες τού «Θαμμένος ζωντανός», ο αναγνώστης, αντιλαμβάνεται πως έχει μπροστά του μια ιδιαίτερη γραφή, την οποία χαρακτηρίζει το λεπτό χιούμορ και οι ακριβόλογες περιγραφές. Αμέσως μετά, αντιλαμβάνεται πως έχει να κάνει με μια ιδιότυπη σάτιρα:

«Εντός της ρόμπας, υπήρχε ένας άνδρας. Ο άνδρας αυτός είχε φτάσει στην πιο ενδιαφέρουσα ηλικία. Εννοώ, την ηλικία όπου νομίζεις πως έχεις απαλλαγεί από όλες τις νηπιακές ψευδαισθήσεις, πως έχεις καταλάβει πλέον τη ζωή και συνήθως κάθεσαι κι αναρωτιέσαι τι υπέροχες εκπλήξεις μπορεί να σου επιφυλάσσει ακόμα η ύπαρξή σου, την ηλικία, εν ολίγοις, που – για τον άνδρα – είναι η πιο ρομαντική και τρυφερή από όλες. Εννοώ, την ηλικία των πενήντα…»

Το ταξίδι τού αναγνώστη προβλέπεται, πλέον, συναρπαστικό. Θα ταξιδεύει μαζί με μια μυστηριώδη προσωπικότητα, τον διάσημο ζωγράφο Πρίαμ Φαρλ, που έχει κατορθώσει να κρατήσει την ύπαρξή του κρυφή απ’ όλους:

«…Σε λίγα χρόνια είχε γίνει θρύλος, το αίνιγμα που συνόδευε κατά ιδεώδη τρόπο κάθε συζήτηση. Κανένας δεν τον ήξερε, κανένας δεν τον είχε δει, καμιά γυναίκα δεν τον είχε παντρευτεί…»

Και η διάθεση του Πρίαμ Φαρλ να παραμείνει άγνωστος στους πάντες έρχεται να υποβοηθηθεί από ένα τυχαίο (και μακάβριο) γεγονός: Ο υπηρέτης του πεθαίνει από ένα βαρύ κρύωμα και ο γιατρός, που προσπαθούσε να τον κουράρει, τον μπερδεύει με τον ίδιο τον Φαρλ. Έτσι, βεβαιώνει τον θάνατο του… Φαρλ και όχι του Λικ, του υπηρέτη του. Πλέον ο Φαρλ θα υποδύεται τον Λικ, ενώ πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει πως και ο Λικ, όσο ήταν στη ζωή, υποδυόταν τον ίδιο τον Φαρλ, επιδιώκοντας να εντυπωσιάσει μια άγνωστή του κυρία, που αλληλογραφούσε μαζί της με σκοπό τη σύναψη ερωτικής σχέσης.

Ένα μυθιστόρημα – φάρσα, λοιπόν; Όχι. Ένα μυθιστόρημα που αποκαλύπτει τις τεράστιες λογοτεχνικές δυνατότητες ενός συγγραφέα, ο οποίος άφησε εποχή στην Αγγλία τών αρχών τού περασμένου αιώνα.

Ο ευφυέστατος Άρνολντ Μπέννετ επινοεί έναν μυθιστορηματικό τύπο ιδιαίτερα ελκυστικό στον αναγνώστη.

Η υπεξαίρεση από τον διάσημο Φαρλ τής ταυτότητας του υπηρέτη του, έτσι ώστε ο νεκρός να θεωρηθεί ως ο ίδιος ο Φαρλ, δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να επινοήσει έναν τύπο που αν και διάσημος ως προσωπικότητα κατορθώνει να παραμείνει αυτό που πάντα επιθυμούσε διακαώς, δηλαδή άγνωστος, ενώ παράλληλα παρατηρεί τις αντιδράσεις τών γύρω του σχετικά με το πρόσωπό του. Όλοι μιλούν για τον ίδιο σαν να τον ήξεραν από παλιά, ενώ κανείς τους δεν τον γνώριζε. Έτσι ο Φαρλ, απολαμβάνοντας τον θρήνο τών άλλων για τον θάνατό του, διαπιστώνει πόση απάτη υπάρχει στις σχέσεις τών ανθρώπων, όταν μια νεαρή ηθοποιός, γευματίζοντας στο διπλανό του τραπέζι με έναν σκανδαλοθήρα δημοσιογράφο, του εκμυστηρεύεται πως όχι απλά τον γνώριζε, αλλά της είχε κάνει και ερωτικές προτάσεις.

 

Arnold Bennett 1867-1931 Versatile Photograph @ Everett

 

Απολαυστικός ο Άρνολντ Μπέννετ εξελίσσει τη μυθοπλασία με τον Φαρλ να παρακολουθεί την κηδεία του στην πλέον επίσημη αίθουσα της Αγγλίας. Ανάμεσα στους προσεκτικά επιλεγμένους ‘‘προσκεκλημένους’’ θα δει και τη γυναίκα που τον πλήγωσε, περιφρονώντας τον, αλλά και την υποκρισία όλων όσοι έσπευδαν ν’ αποδώσουν τιμές στον νεκρό.

Για τον επινοημένο πλέον Λικ, δηλαδή τον αληθινό Φαρλ, όλη αυτή η φάρσα είναι ένα μεγάλο σχολείο τής ζωής. Βασική αιτία τής ύστερης αυτής γνώσης, η γνωριμία του με μια απλή γυναίκα, την Άλις Τσάλλις, που ήταν το θύμα τής απάτης τού νεκρού υπηρέτη του, ο οποίος, επιδιώκοντας να την εντυπωσιάσει, της είχε στείλει τη φωτογραφία τού αφεντικού του: «…η κυρία Τσάλλις τον έκανε στ’ αλήθεια να νιώθει πως σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος χωρίς στοργή κι αγάπη, αφελής και ελάχιστα απαιτητικός, είχε χάσει ό,τι καλύτερο είχε να προφέρει η ζωή…»

Στη συνοικία, όπου κατοικούσε η ανεπιτήδευτη κυρία Τσάλλις, μάθαινες πολλά από την ουσία τής ζωής, όπως πως πλούσιος ήσουν όταν «ξόδευες λιγότερα απ’ όσα κέρδιζες». Η συνοικία αυτή των απλών ανθρώπων «έμοιαζε να πλησιάζει την Ουτοπία. Έμοιαζε να σφύζει από ρομαντισμό – τον ρομαντισμό της κοινής λογικής και της καλοσύνης και της απλότητας. Κι έκανε τη δική του μέχρι τότε ζωή να φαντάζει σαν μάταιος και ατυχής αγώνας για το ανέφικτο…»

Από το σημείο αυτό και μετά, ο Μπέννετ ξεδιπλώνει όλη την τεχνική τής ρεαλιστικής γραφής. Η μια έκπληξη διαδέχεται την άλλη, ο σαρκασμός προχωρά χέρι χέρι με την αγωνία του τι θα συμβεί παρακάτω, ενώ παράλληλα αναπτύσσει ένα εκλεπτυσμένο, ωστόσο σκληρό, ‘‘κατηγορώ’’ της αγγλικής κοινωνίας και των δομών της. Αμφισβητίας και επικριτικός αποκαλύπτει πως πολλά δεν είναι όπως φαίνονται, πως οι μύθοι αυτοαναιρούνται, και ότι η λογοτεχνία μπορεί να επιτελέσει έναν ρόλο ιδιαίτερα γόνιμο, είτε παρουσιάζοντας τις σωστές διαστάσεις τού κόσμου, είτε ανατρέποντας καθιερωμένες αντιλήψεις.

Δεν αποκαλύπτω τη συνέχεια της μυθοπλασίας, αφήνοντας στον αναγνώστη τη χαρά να ξεναγηθεί στον κόσμο τού Μπέννετ και ν’ ανακαλύψει ο ίδιος τα στοιχεία τής σημαντικότητάς του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top