Fractal

Αφήγημα: «Συνέβη στας Σέρρας»

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

Στη δεκαετία του εξήντα, στα οχτώ μου χρόνια, μετακομίσαμε από το προηγούμενο τουρκόσπιτο σε ένα άλλο τουρκόσπιτο. Αυτό συνέβη στα Σέρρας. Το νέο μας σπίτι ήτανε σχεδόν στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Δίπλα του, άλλα τουρκόσπιτα, όλα με αυλές και με διακοσμητικά διαλείμματα, κάποια νεοκλασικά . Τώρα, μετά από εξήντα χρόνια, τίποτε από αυτά δεν σώζεται, ας είναι καλά η συμπαιγνία οικοπεδούχων και εργολάβων. Το σπίτι μας, πάντα με νοίκι, εκατόν πενήντα δραχμές αν θυμάμαι καλά, είχε πόρτα στο δρόμο, μια βαριά ξύλινη πόρτα με διπλή αμπάρα από μέσα, χωματόδρομος τότε η Περιστέρη Κωστοπούλου. Το καλοκαίρι το χώμα τριβότανε από τις σιδερένιες ρόδες των κάρων και γινότανε πούδρα. Ακόμα θυμάμαι την ευχάριστη αίσθηση που είχα να περπατώ ξυπόλυτος όλο το καλοκαίρι και να βυθίζω τα δάχτυλά μου μέσα στην καυτή σκόνη του δρόμου. Αυτό και η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή ήτανε μια οσφρητική αποζημίωση που μας προσγείωνε στην ομορφιά του τόπου. Πίσω από την εξώπορτα ένας άδειος χώρος σκεπασμένος από το πάτωμα του σπιτιού, οδηγούσε σε μια ξύλινη σκάλα με ένα στάσιμο στα μισά της, που έστριβε για να οδηγήσει τον ένοικο στο χαγιάτι που ήταν, στον πρώτο και μοναδικό όροφο. Φαρδύ και μακρύ το χαγιάτι, ήταν ο χώρος που βγάζαμε τα καλοκαίρια.

Σε μια άκρη ήταν η πόρτα που έμπαζε στο μοναδικό δωμάτιο. Μεγάλο, ευρύχωρο δωμάτιο με τζάκι που αν έκανε κάποιος το λάθος να το ανάψει, θα λαμπάδιαζε όλο το σπίτι μαζί μαζί με τα διπλανά. Τα ντουβάρια είχανε ξεφτίσει με τα χρόνια και τα καλάμια με τις ξυλοδεσιές προβάλανε σαν κόκκαλα σε πτώμα φαγωμένο από τα αγρίμια, εδώ του καιρού. Τα ασπρίσματα που του έκανε η μάννα μου ήτανε αδύνατον να καλύψουνε τα φουσκώματα και τις ανωμαλίες των τοίχων. Πλάτη στο χαγιάτι ήτανε και η μουσάντρα, μια εντοιχισμένη δίφυλλη ντουλάπα που κρεμούσε η μάννα μου τα λιγοστά μας ρούχα γιορτινά και καθημερινά που φτάνανε για πέντε έξι κρεμαστάρια. Κάτι κουβέρτες κι ένα στρώμα ήτανε στιβαγμένα στον πάτο της. Το δωμάτιο είχε δύο παράθυρα στο δρόμο και ένα μικρό στο πλάι που άφηνε να βλέπει κανείς όλο το δρόμο μέχρι τους σινεμάδες που ήτανε δύο χειμερινοί, καρσί, το «Κρόνιον» και τα «Αστέρια» και ένας θερινός, η «Άνεσις», δίπλα στα Αστέρια, από την πλευρά του σπιτιού μας. Όλα κοντά κοντά. Η αυλή μας ήτανε μακρόστενη με φάρδος όσο έπιανε το σπίτι, δηλαδή το δωμάτιο και είχε μια μεγάλη ακακία στο κέντρο, που φύτρωσε μόνη της. Αυτή η ακακία μου ανταπέδωσε εκείνα τα χρόνια ένα τραύμα στο μέτωπο, αφού πρώτα της είχα πετάξει από κοντά ένα σουγιά, να τον καρφώσω στον κορμό της, όπως είχα δει να κάνουνε στα έργα που έβλεπα τζάμπα από την αυλή μας. Δεν είχα υπολογίσει βέβαια την κατάξερη και χοντρή φλούδα της που ο σουγιάς μου δεν μπόρεσε να τρυπήσει. Μου τον είχε πάρει η μάνα μου όταν θα πήγαινα κατασκήνωση με το Π.Ι.Κ.Π.Α. ή με τα ΣΧΟΛΙΚΑ, δεν θυμάμαι. Τότε όλα τα παιδιά στην κατασκήνωση είχανε από ένα σουγιά με αλυσίδα που κρεμότανε από το θηλύκι του παντελονιού που περνούσε η ζώνη να το κρατάει να μην πέφτει από το λιπόσαρκο κορμί του κάθε πιτσιρικά και από ένα καθρεφτάκι και μια τσατσάρα, πλήρης εξοπλισμός για να μην υστερείς από τους άλλους. Στη δεξιά μεριά της αυλής ήτανε το κοτέτσι που διατηρούσε η μάννα μου, όπως κι όλες οι μανάδες που ζούσανε σε σπίτια με αυλές δηλαδή σχεδόν όλες, αφού οι πολυκατοικίες ήτανε μετρημένες στα δάχτυλα.

Οι κοτούλες, συνεπείς στην παραγωγή τους φροντίζανε για μένα τον κανακάρη και ανακούφιζαν τους ταλαίπωρους γονείς μου από την καθημερινή φροντίδα για το γεμάτο πιάτο στο τραπέζι. Στην άκρη, στο τέρμα της αυλής, ήτανε η τουαλέτα, το αποχωρητήριο όπως το λέγαμε, ένας ασκέπαστος χώρος φαρδύς, η αυλή ήτανε μεγάλη, με σανίδια γύρω γύρω και μια κουρελού να κρέμεται στην πόρτα. Αυτοσχέδια κατάσταση με δυο φαρδιά σανίδια, παλιά, πάνω από μια τρύπα που έχασκε στον ουρανό. Έμπαινε κανείς με κλειστή τη μύτη του και κρατούσε την ανάσα του όσο μπορούσε. Τέτοια πολυτέλεια. Η δυσωδία εξαφανιζότανε στη βαρυχειμωνιά, αλλά ήτανε πρόβλημα η απόσταση από το σπίτι και η διαδικασία μέσα στην παγωνιά με τους αχνούς από τη φρέσκια πραμάτεια να φτάνουνε γύρω σου και άστα να πάνε. Ο δεξιός τοίχος ο χωματένιος του περίβολου της αυλής είχε διαμορφωθεί ώστε να παίζει τον ρόλο του στασιδιού για την παρακολούθηση ταινιών από το θερινό σινεμά, την «Άνεση». Ήταν η ανάπαυλα από τη σκληρότητα της κάθε μέρας. Δυο οικόπεδα πιο πέρα ήτανε το σινεμά. Όλο το καλοκαίρι, πλούσιο ρεπερτόριο με ελληνικές ταινίες της ένδοξης εποχής του ελληνικού σινεμά και ξένες ταινίες που τις βλέπαμε δυο φορές τη μέρα αν θέλαμε για όλη τη βδομάδα. Τζάμπα σινεμά, μεγάλο δώρο για όσο κράτησε. Ύστερα σηκώθηκε μια πολυκατοικία και οι σινεφίλ της γειτονιάς χάσανε την πολιτιστική τους επιμόρφωση. Ήτανε όντως μια σοβαρή προπόνηση για τους μελλοντικούς κινηματογραφόφιλους. Πάντως παρελάσανε μπροστά στα μάτια μου «τα κανόνια του Ναβαρόνε», «για ποιον κτυπά η καμπάνα», ταινίες με τον Έρρολ Φλυν και τον Λεξ Μπάρκερ όπως και με τον Στηβ Ριβς, τον Ηρακλή εκείνων των χρόνων, ταινίες με τον Μανέλη και τον Αγκόπ, το «λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» και τόσες άλλες που μεγαλούργησαν οι αυτοδίδακτοι κωμικοί της γενιάς εκείνης, ο Αυλωνίτης, ο Φωτόπουλος, ο Σταυρίδης, ο Λογοθετίδης, ο Χατζηχρήστος, ο Χριστόφορος και η Μαρίκα Νέζερ, η Δέσπω Διαμαντίδου, η Βουγιουκλάκη, ο Χόρν, η Λαμπέτη και τόσοι άλλοι από το Πάνθεον του κινηματογράφου. Δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους, δεν φτάνει αυτό το κείμενο για το έργο τους, για την κοινωνική τους λειτουργία. Σε κείνο το ντουβαράκι που στηριζόμουνα για να βλέπω, αποδίδω την αγάπη μου για το σινεμά που επί χρόνια συνεχίζεται και με συντροφεύει.

Θυμάμαι τότε στο πανεπιστήμιο, που πηγαίναμε με τον Κωστή στην «Ανθή», στην Παπάφη και βλέπαμε δυο φορές από δύο έργα τη βδομάδα. Μπαίναμε μεσημέρι και βγαίναμε βράδυ. Το κεφάλι μας βαρύ από την κλεισούρα με τον αέρα που δεν άλλαζε εκτός από τα διαλείμματα που ανοίγανε οι πόρτες αλλά κρεμόντουσαν οι βαριές κουρτίνες που πάλι εμποδίζανε το πέρασμα του αέρα, οι ψυχές μας όμως ήτανε ανάλαφρες και οι φαρέτρες μας γεμάτες από πολύπλευρα θέματα για ατελείωτο μουχαμπέτι. Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας ήτανε η Περιστέρη Κωστοπούλου και άμα την έπαιρνες προς τους σινεμάδες σε οδηγούσε στη Μεραρχίας, την πιο φαρδιά οδό της πόλης, σ’ αυτήν που γινότανε όλες οι παρελάσεις. Στο σταυροδρόμι τους ήτανε το ξηροκαρπάδικο «η Σίσσυ», γεμάτο λιχουδιές αλλά απλησίαστο γιατί τα λεφτά ήτανε λιγοστά, η δημοτική βιβλιοθήκη, το φωτογραφείο του Πέννα και ο πειρασμός για όλους τους πιτσιρικάδες, το λουκουματζίδικο του μπάρμπα Σταύρου. Σημείο αναφοράς και σύγκρισης για τους λουκουμάδες κάθε εποχής εφεξής. Παραδίπλα ήτανε το εστιατόριο «Πανελλήνιον», μαγαζί πολυτελείας, για λίγους μόνο. Ποτέ μου δεν πήγα και λίγο πιο πέρα ήτανε ένα βιβλιοπωλείο δίπλα στο μαγαζί του Καλλία που πουλούσε βίδες και καρφιά. Το βιβλιοπωλείο αυτό είχε μια στενή βιτρίνα και φάτσα φόρα είχε τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Από κει μου αγόρασε η μάνα μου το πρώτο μου βιβλίο «ταξίδι στο κέντρο της γης» που κοιμόμουνα μαζί του για καιρό. Ήτανε και η αιτία να μάθω τις δύο πρώτες και μοναδικές για τότε φράσεις στα ιταλικά. Βγήκανε έλεγε στο βιβλίο, οι επιστήμονες από τον κρατήρα του ηφαιστείου και ρωτήσανε τον ψαρά που τους περιμάζεψε από τη θάλασσα: «come si noma questa isola?» πώς λέγεται αυτό το νησί; και « dove noi siamo?», πού βρισκόμαστε; Μνήμες, θα μου πείτε ποιόν να ενδιαφέρουν, αλλά για κείνα τα χρόνια, τα πρώτα της ηλικίας όλα τα παίρναμε σαν σφουγγάρι, ήταν όλα για μας καινούργια, ήτανε μαγιά για τα επόμενα.

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top