Fractal

Δυο διηγήματα: “Εκ του οράν το εράν” & ” H εντιμοτάτη του αστυφύλακος”

Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

 

 

ΕΚ ΤΟΥ ΟΡΑΝ ΤΟ ΕΡΑΝ

 

Άνοιξες με φόρα την πόρτα. Κατάπιες την λέξη που κρεμόταν στα χείλη σου και ξεφούρνισες άλλη που μαγείρεψε η ανάγκη. «Φεύγω» είπες και μαράθηκαν τα άνθη τα αμάραντα που φύτευες ακούραστος στο κορμί μου τις ώρες της αυταπάρνησης. Τι ώρες λουλούδι μου ήταν αυτές! Μικρές ώρες, μεγάλες στιγμές. Σ’ αγαπώ μου ζωγράφιζαν τα χέρια σου στο κορμί μου. Και τώρα μου λες «φεύγω». Η παρέα ακατάλληλη για αποκαλυπτικές κουβέντες. Τα μάτια σπουδαγμένα να αποκαλύπτουν τα αποκάλυπτα απερρίφθησαν, λέξη δεν αποστήθισαν από τις μέρες των ερώτων. Σε συνόδεψα ως την πόρτα. Βάρος ασήκωτο το ακύλιστο μας δάκρυ. «Που πας καρδιάς μου», η ερώτηση που μ’ έκαιγε. Στην τσέπη μού έχωσες το μυστικό σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτάκι

«Έλα μαζί μου, σ’ αγαπώ» Ήταν αδύνατο αλλά σε ακολούθησα. Μόνο το σώμα μου έμεινε εδώ στις ειλημμένες υποχρεώσεις του γάμου, το υπόλοιπό μου μαζί σου στην Αυστραλία. Τρία χρόνια μαζί στην πατρίδα, στον ίδιο χώρο προσπαθούσαμε να ξεθάψουμε τα μυστικά των αρχαιολογικών χώρων και θάβαμε τα δικά μας. «Εκ του οράν το εράν». Σοφός ο αρχαίος πρόγονος. Πάνω στην μνήμη των χωμάτων το πρώτο σμίξιμο. Το δεύτερο το τρίτο, το δέκατο τρίτο κι εκεί κοντά παραμόνευε η Νέμεσις και καταδίκασε τον έρωτα ερήμην του. Εντός τριών ημερών φεύγεις η τελεσίδικη λέξη.» Έλα μαζί μου» ικετεύουν τα μάτια σου. Πονάς το βλέπω. Έφυγες. Στο καλό καλέ μου. Οι μέρες μου γέμισαν μοναξιά κι οι νύκτες εφιάλτες. Θεοί πόσο μου λείπεις! Αγκαλιά με το καγκουρώ η πρώτη φωτογραφία. Το χαμόγελο εντέχνως καμουφλαρισμένο ανέδιδε θλίψη. Πήρα αυθαίρετα την θέση του καγκουρώ. Αγκαλιά με μια μελαμψή εξωτική καλλονή η δεύτερη. Η Τρίτη ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Αυτός ο πόνος δεν αντέχεται καρδιά μου. Ήμουν η χιονάτη σου. Το ξέχασες αγόρι μου. Το αντιπεπονθός νάτο ξεπρόβαλε από της Αυστραλίας τα μέρη. Πόσο πόνεσες για να με πείσεις να παραβώ την δεκάτη εντολή.

«Αγάπησέ με αξίζει» Τα ραβασάκια, μου φανέρωναν αυτά που δεν τολμούσε η ηλικία σου. Ωριμότερη, προϊσταμένη σου και παντρεμένη με παιδί σου. Η αδιαφορία μου, το διαβατήριο σου για τα ξένα. «Έλα να φύγουμε, έφτιαξα τα χαρτιά μου». Δεν ήρθα αν κι σου είχα δοθεί ολοκληρωτικά ένα τρίμηνο πριν. Ποιος ακονίζει τα μαχαίρια του χωρισμού κι είναι τόσο κοφτερά. Ποιο τρυπάνι ανοίγει την πηγή των δακρύων. Ποια ρουφήχτρα μάγισσα δεν αφήνει σταγόνα ζωής, πώς γίνονται όλα ανούσια και βαρετά. Χρόνια πικρά, άχαρα πέρασαν πολλά κι η Αυστραλία επιτέλους μού επιστρέφει ό,τι ακριβό. Περιμένω. Το αεροπλάνο, η άφιξη, η εκ του μακρόθεν παρακολούθηση. Το ίδιο βλέμμα, το ίδια αγωνιώδης αναζήτηση. Η συνάντηση. «Μια φίλη αγαπημένη» με σύστησες στην νόμιμη συνοδό σου. Η Αυστραλέζα ζαλισμένη, τα παιδιά γύρω να χοροπηδούν κι οι δικές μας οι καρδιές να προσπαθούν να εναρμονίσουν το βηματισμός τους. Οι λυγμοί καταπίνονται. Θα τα πούμε. Τετριμμένα λόγια. Η τσέπη πάλι σε ρόλο μεσολαβητή μου εμφανίζει το σημείωμα « Σ’ αγαπώ, θα σε αγαπώ, γιατί δεν ήρθες μαζί μου τότε». Κι ένα πελώριο χρυσό δακτυλίδι. «Εσύ κι Εγώ» έγραφε στην θέση των ονομάτων. Καταρρέω. Αγάπη μου!!!!

 

 

 

Η ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΟΣ

 

«Όχι πώς θα το παινευτώ αλλά η γυναίκα μου φιλαράκια είναι υπεράνω πάσης υποψίας, εντιμοτάτη φίλοι μου εντιμοτάτη», έλεγε και καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι ο αστυφύλαξ. Από την αυλόπορτα κι έξω δεν βγαίνει. Μαζί στα ψώνια, μαζί στις βόλτες, μαζί σε όλα, το κατώφλι δεν το περνά όσο λείπω». Ματαίως οι γειτόνισσες. «Έλα Φαίδρα να πιεις ένα καφεδάκι μαζί μας». Ούτε πήγαινε, ούτε τις καλούσε. Βαμμένη όμως και χτενισμένη στην τρίχα κάθε μέρα. Θεέ και κύριε. Δεν μπορεί κάποιον λόγο θα είχε αυτός ο καθημερινός καλλωπισμός; ‘Ντυνόταν για να κοιτάζεται στον καθρέπτη; Παραμόνευσαν με βάρδιες οι κουτσομπόλες. Μωρέ που θα πάει θα την τσακώσουν την εντιμοτάτη. Τις πάγωσε τ’ αγιάζι, τις τσουρούφλισε η θέρμη του ήλιου, τις ράντισε με τα φύλλα το Φθινόπωρο, φούντωσε τι πεθυμιές τους η άνοιξη αλλά η κυρία παρέμεινε δια παντός εντιμοτάτη. Ούτε αρσενικός γάτος δεν πέρασε το κατώφλι της.

Μα τι στο καλό μόνη της κουβεντιάζει τόσο γλυκά. Ανερμήνευτο αλλά διαπιστωμένο από όλες, Μόνη της μιλά για να μην στρίψει. Κατά τα άλλα έπλεε στα πλούτη το αρχοντικό. Ανακαινίσεις, πέργκολες, πισίνες, παράδεισος το σπίτι του. Κι αυτοκίνητο το πιο ακριβό. Όσο για διασκέδαση κάθε βράδυ έξοδο, κάθε Σάββατο μπουζούκια.

Κι εκδρομές …όλον τον κόσμο είχαν γυρίσει. Μυστήριο! τόσα λεφτά ο Αστυφύλαξ; Περνούσαν τα χρόνια, πολλές από τις γειτόνισσες μετακόμισαν σε τόπο χλοερό, άφησαν όμως ευχή και κατάρα στις νεότερες να διαλευκάνουν το θέμα. Κι η Φαίδρα γέρασε αλλά το χούι, χούι. Μόνο που απ’ το παράθυρο ξεπόρτιζαν κουβέντες που δεν άρμοζαν σε μια εντιμοτάτη. Πορνοκουβέντες, χυδαία λόγια και ηδονικοί ήχοι που δεν ερμηνεύονταν. Η μοναξιά την κτύπησε κατακέφαλα θα αποφανθεί η γεροντοπαρέα. Μια ελαφίνα καινουργιοπαντρεμένη που ήξερε από τέτοια βάλθηκε να εξιχνιάσει το έγκλημα κι είχε το λόγο της. Μπορεί να ήταν και μάγισσα. Κι ένα δειλινό ενώ οι φωνές ξεπόρτιζαν όλο και πιο βίαιες, όλο και πιο αισχρές, όλο και πιο δυνατές, η ελαφίνα σκαρφάλωσε στο καγκελόφραχτο παράθυρο και είδε. Είδε την εντιμοτάτη ολόγυμνη να κάθεται με τα πόδια ορθάνοιχτα μπρος στη οθόνη ενός πελώριου υπολογιστή να κάνει άπρεπες κινήσεις να λέει φράσεις ακατανόμαστες. Βουβάθηκε ο θηλυκός πράκτωρ. Οι φωνές της ασέμνου όλο και δυνατότερες. «Τι σου κάνω τώρα γοργόνά μου. Τιιιιί τιιιιί πιο δυνατά ζαργάνα μου; Τιιιιί. Τον λαιμό της έβγαλε να γκαρίζει η εντιμοτάτη την απάντηση στην ερώτηση του εραστού, αλλά αυτός δυσκολευόταν να συλλάβει τα ερωτικά λόγια.. χτύπησε τα χέρια της από χαρά η η νεαρά. Πήδησε με σβελτάδα αιλουροειδούς τα κάγκελα. Με την ψυχή στο στόμα την περίμενε η γυναικεία περιέργεια. «Πές μας τι είδες τι, τι. Τι άκουσες τι, τιιι». «Η πόρνη κάνει ιντερνετικό σεξ, τους είπε κι εξαφανίστηκε. Δεν κατάλαβε το γραιών το γένος γρι. Ούτε το πόρνη ούτε το ιντερνετικό, ούτε το σεξ τους έλεγε τίποτα. Κοίταζαν ην μια την άλλη με απορία. Θα πρέπει να ήταν όμως σημαντικό γιατί η μικρή φαινόταν χαμένη αλλά περιέργως και ικανοποιημένη. «Θα ρωτήσω τον εγγονό μου και θα σας ενημερώσω τις καθησύχασε η νταρτάνα Μαργή». Έσκασε στα γέλια το ξεπεταρούδι. «Δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα γιαγιά. Άστα καλύτερα». Οι αναλφάβητες του Ιντερτετ θεώρησαν υποχρέωσή τους να ενημερώσουν τον σύζυγο. Μπορεί να είναι και επικίνδυνο, μπορεί να χρειάζεται και γιατρό. Κακοήθειες και κουτσουμπολιά της γειτονιάς, γέλασε ειρωνικά ο άρχοντας του χωριού, αλλά το σαράκι της υποψίας καρφώθηκε και ροκάνιζε την θεμελιωμένη εμπιστοσύνη στην συμβία.

Δεν τα είδε, τα άκουσε όμως όλα κρυμμένος στην ντουλάπα του διπλανού δωματίου. Η βαρηκοΐα του διαδικτυακού εραστού την πρόδωσε. Στην διαπασών έπρεπε να φωνάξει τα αισχρόλογα για να φτάσουν στου εραστού τα αφτιά. Θεόκουφος είναι ο ετοιμόρροπος. Την έσκασε πια. Αλλά αυτός που κυριολεκτικά έσκασε ήταν ο Αστυφύλαξ. Τέζα τον βρήκε η ηθικοτάτη λίγη ώρα μετά. Ένα ασθενοφόρο μετακόμισε τον Αστυφύλακα στο εφημερεύον. Την άλλη μέρα στο νεκροταφείο. Ούτε μαύρα, ούτε δάκρυ, ούτε λυγμός η χηρέψασα. Οι γερόντισσες κατάλαβαν, ήταν σίγουρα επικίνδυνο το ιντερνετικό σεξ, αλλά για τον Αστυφύλακα όπως απεδείχθη, στην κυρία ούτε τρίχα δεν έβλαψε.

Την άλλη μέρα φορτηγά μετέφεραν τα αποκτηθέντα με το ιντερνετικό σεξ αγαθά κι ούτε κόλλυβα δεν έκαμε στον κερατωμένο μακαρίτη. Οι γραίες έμειναν με την απορία και την ελαφίνα να την κυνηγούν οι Ερινύες. Άφωνες οι γριούλες από τα καμώματα της Ελαφίνας. Θεώρησε μάλλον υποχρέωση της να ανάβει κάθε βράδυ το καντηλάκι του ιντερνετικού κερατά, υπέθεσαν. Μόνο αυτή γνώριζε το μυστικό. Εξ αιτίας της περιέργειας της έχασε ο Αστυφύλαξ την ζωή του και δεν είχαν προλάβουν να κάνουν ούτε μια φορά έρωτα της προκοπής. Σύντομες συναντήσεις στον σταύλο με τα ζωντανά. Κοπριά μύριζε ο έρωτας Ναι ήταν αλήθεια. Την έτρεμε τη γυναίκα του ο ερωτευμένος κι ας αγαπούσε μέχρι τρέλας την Ελαφίνα του. Αυτή την στολή είχε ερωτευτεί. Πάντως κι οι γλάστρες της ορφάνεψαν από μανουσάκια και το καντηλάκι τού άναβε μέχρι τα σαράντα.

 

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top