Fractal

✩ Σόλνες, ο Πρωτομάστορας στο θέατρο Αλκμήνη. 131 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Αρχιμάστορα Σόλνες, το επίκαιρο του θέματος συμπυκνώνεται σε μια κοινωνική τραγωδία

Της Ελένης Αναγνωστοπούλου //

 

 

«Hohes schmerzliches Glück – um das Unerreichbare zu ringen!»
131 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του Αρχιμάστορα Σόλνες, το επίκαιρο του θέματος συμπυκνώνεται σε μια κοινωνική τραγωδία κατά την οποία θεωρείται υψηλή τέχνη να παλεύεις για το ακατόρθωτο.

Σόλνες, ο Πρωτομάστορας στο θέατρο Αλκμήνη.

 

 

Ο Αρχιμάστορας Σόλνες θεωρείται ίσως το πιο άρτιο σε δομή, σε ύφος, καθώς και σε συναισθηματικές εξάρσεις, έργο του Ερρίκου Ίψεν. Εκδίδεται στις 14 Δεκεμβρίου 1892 και χαρακτηρίζεται ως το πρώτο από τα όψιμα έργα του Νορβηγού δραματουργού. Πρόκειται για μια ιστορία που αδυνατεί να αντεπεξέλθει κάτω από το βάρος των κοινωνικών συμβάσεων και ως εκ τούτου, αρχίζει να παρουσιάζει ρήγματα και ρωγμές. Γιατί ο Ίψεν παραμένει ως τις μέρες μας μοναδικά διαχρονικός; Ίσως επειδή μας θυμίζει πως σαν άνθρωποι, αν εξαιρέσουμε την κοινωνική ταυτότητα και καταξίωση που καθένας πιθανόν να διαθέτει (statusquo), δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από όντα πλασμένα από χώμα και νερό που είναι καταδικασμένα να ζήσουν με την έννοια της φθαρτότητας και του πόνου της απώλειας. Εντέλει, αυτά τα στοιχεία που καθιστούν τόσο γοητευτική στα μάτια μας την ιψενική δραματουργία δεν είναι άλλα από την ανάσυρση μελανών κομματιών και την παροιμιώδη ικανότητα του συγγραφέα να μας μεταφέρει πίσω από τα λεγόμενα. Κάνοντας ένα ταξίδι πίσω από τις γραμμές, εισερχόμαστε σ’έναν κόσμο που δεν είναι ιδεατά πλασμένος αλλά ρεαλιστικά υπαρκτός.

 

Η πάλη για το ανέφικτο και η επιρροή στην ψυχική διάθεση.


Λίγο έως πολύ, ο κάθε ήρωας από την πλευρά του παλεύει για το επονομαζόμενο «ακατόρθωτο». Η επιθυμία ως κινητήρια δύναμη και πηγή ζωής, συντηρεί την ελπίδα μόνο που στον Αρχιμάστορα Σόλνες, η ελπίδα μεταμορφώνεται σε κάτι απατηλό, σε μια αυταπάτη. Το έργο αποτελείται από τρεις πράξεις και ήδη από την έναρξη καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται να ξεδιπλωθεί ευθύς, ένας κυκεώνας ψευδαισθήσεων που αντανακλά το ανείπωτο ως ανάγκη για έκφραση. Κι όσο η ανάγκη για έκφραση δεν μεταφέρεται ατόφια ως έχει, χάνεται η αυθεντικότητά της και μαζί μ’ αυτήν, τα δραματικά πρόσωπα υποφέρουν σιωπηλά σαν να ευρίσκοντο σε άσκηση αντοχής. Ξεκινάει λοιπόν ένα άτυπο παιχνίδι όπου οι ρόλοι συναναστρέφονται μεταξύ τους σε τυπικό επίπεδο. Επί της ουσίας, επειδή αδυνατούν να λειτουργήσουν με όρους πραγματικότητας, αντιμετωπίζουν το Εδώ και Τώρα με ατομική υποκειμενικότητα. Αυτός είναι ένας αρκετά σοβαρός λόγος για να πούμε πως δεν υπάρχει νικητής. Αντιθέτως, υπάρχουν μόνο ηττημένοι που επιθυμούν λυσσαλέα να κραυγάσουν το αγιάτρευτο μέσω της άσκοπης και ανώφελης επαναληπτικότητας στα γεγονότα του παρελθόντος. Προκύπτει το εξής ζήτημα: αν τελικά οι ήρωες διαθέτουν ψυχικά αποθέματα, ικανά να τους λυτρώσουν και να τους οδηγήσουν στην των τοιούτων παθημάτων Κάθαρση.

 

Ένας δαιμονικά ερωτικός διάλογος δύο ψυχών με κατεύθυνση το άγνωστο. Όπου το μη αποδεκτό μετατρέπεται σε παραδεκτό και γίνεται αντικείμενο εξέτασης και προβληματισμού.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω το γεγονός ότι το θέατρο του Ίψεν είναι ταυτισμένο με την έννοια της φαντασίωσης. Η φαντασίωση ξεκινάει από το ουτοπικό ανέφικτο και καταλήγει να λαμβάνει υπόσταση με συγκεκριμένο σχήμα και καθορισμένη μορφή. Με αριστοτεχνική λεπτότητα που αγγίζει τα όρια της μαεστρίας, ο Νορβηγός δραματουργός, ξεδιπλώνει για εμάς, δύο ψυχές που ποθούν το αντίθετο: η Χίλντε ποθεί να ζήσει μην έχοντας επίγνωση για τις συνέπειες που θα προξενήσει η παρουσία της στο χώρο ενώ ο Αρχιμάστορας Σόλνες διαπράττει ύβρη και οδηγείται στη συντριβή. Δύο άνθρωποι που δεν μοιράζονται τίποτα κοινό, αρχής γενομένης από τη διαφορά ηλικίας, όπου το χάσμα είναι αγεφύρωτο, που όμως συγκροτούν τους δύο πόλους ενός μαγνήτη. Και σαν ετερώνυμα αλλά και σαν αντίθετα που σέβονται τον εαυτό τους, έλκονται λόγω της στάσης που τηρούν απέναντι στη ζωή: ανεδαφική, μα προπαντός άκαμπτη.


Η
Ανδρονίκη Αβδελιώτη κατορθώνει να εκπλήσσει κάθε φορά το θεατρικό κοινό ένεκα της πολυδιάστατης σκέψης που μετουσιώνεται σε ολοκληρωμένο σκηνικό ανέβασμα. Πιο συγκεκριμένα, προτείνει να παρακολουθήσουμε τον Αρχιμάστορα Σόλνες όχι ως μια πιστή-κλασσική απόδοση του πρωτότυπου έργου αλλά διατηρεί τη βάση, τη ραχοκοκαλιά του κειμένου για να μας εισάγει σε μια πνευματική ατμόσφαιρα όπου το άϋλο μάχεται να βγει στο προσκήνιο και να συγκρουστεί μετωπικά με τον ήδη διαμορφωμένο θεσμικά και κοινωνικά υλικό κόσμο. Μέσα από το κομμάτι της σκηνοθεσίας, αναδεικνύει έννοιες που ακόμα και στις μέρες μας θεωρούνται επίκαιρες μα και συνάμα διαχρονικές: ο προσποιητός καθωσπρεπισμός στηλιτεύεται έντονα και έρχεται σε ρήξη με το Φαίνεσθαι. Από τα συντρίμμια του Φαίνεσθαι, ξεπροβάλλουν τα ομοιώματα του Είναι: συγχυσμένα, μετέωρα, προβληματισμένα. Αποτελεί τη σύγχρονη ματιά που αφουγκράζεται τις μεγάλες ιδέες και τις αντιμετωπίζει ως φαινόμενα προς μελέτη. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά τη διασκευή, ο λόγος ξεφεύγει από το αυστηρά επιτηδευμένο στυλ της πρόζας κι ανάγεται σε ρέοντα, άμεσο, γεμάτο ευθύτητα λόγο που δεν λειτουργεί σαν αυτοτελές τμήμα αλλά σαν ένα σύνολο άρρηκτα συνδεδεμένο με την υποκριτική ερμηνεία των ρόλων. Σε δεύτερο χρόνο, ο εκτροχιασμός των συνειδήσεων εναγκαλίζεται με τα συναισθήματα του λανθάνοντα θυμού, της απογοήτευσης και της ματαίωσης. Εμείς σαν θεατές βιώνουμε τα προαναφερθέντα ως μυσταγωγία. Ως μια θρησκευτική τελετή που περνάει από όλα τα στάδια μέχρις ότου καταλήξει στην δραματική κορύφωση: στην ανιούσα κλιμάκωση όπου ο συναισθηματισμός πλέον δεν ελέγχεται, εντούτοις εντοπίζεται σε τρομερές εξάρσεις όπου η δυσφορία αναζητά μέσο διοχέτευσης.

 

 


Σ’ αυτό το σημείο, συμβάλλει τα μέγιστα η μουσική επένδυση του Φάνη Κακοσαίου που εντείνει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που επηρεάζουν τα δρώντα πρόσωπα στο ασφυκτικά δυστοπικό περιβάλλον.
Ο
Γιώργος Ζώης ενσαρκώνει τον κατά δέκα χρόνια νεότερο Χάλβαρντ Σόλνες, ο οποίος περιφέρεται σαν σκιά βγαλμένη από το παρελθόν. Ακόμα και όταν δε βγαίνει λόγος από το στόμα του, ερμηνεύει παίζοντας το ρόλο του καθρέφτη και ταυτόχρονα του alter ego, του Άλλου Εαυτού απέναντι στον ωριμότερο ηλικιακά αρχιμάστορα που αναζητά σχεδόν ευλαβικά τη λήψη συγχώρεσης για τις αμαρτίες του.


Στο πρόσωπο του Περικλή Αλμπάνη, ο Σόλνες λαμβάνει αμφιλεγόμενη υπόσταση. Ακροβατεί αρχικά με συγκρατημένη σταθερότητα μεταξύ τρέλας και πραγματικότητας για να αφεθεί στη συνέχεια στην πολύκροτη λήθη. Συνθέτει την οντότητα ενός ανθρώπου που πούλησε την ψυχή του στο Διάβολο προκειμένου να λάβει το αντίτιμο της ψευδαισθητικής ευμάρειας και να εξισωθεί με τον Θεό ως ανώτατη μορφή εξουσίας.
Ο
Ανδρέας Ζάκας αποτυπώνει στο πρόσωπο του γιατρού Χέρνταλ, τον άνθρωπο που είναι καλός ακροατής, ολιγόλογος μα καίρια ετοιμόλογος όπου κι όταν χρειάζεται και το καλεί η αλληλεπίδρασή του με τον Χάλβαρντ Σόλνες.

 

 


Η
Αθηνά Μαυρομάτη, κοφτή στο λόγο της, με αγέρωχη παρουσία, ερμηνεύει την Αλίνε ως μια γυναίκα που εξαναγκάστηκε να ζει στη σκιά του συζύγου της και κατ’ επέκταση στη σκιά της ίδιας της καθημερινότητας. Εξωτερικεύει τον πόνο της με ντροπαλή υπερηφάνεια, με βουβή αξιοπρέπεια.

 

 

Ο Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος αποδίδει ποιότητες και αρετές στον ρόλο του Ράγκναρ Μπρόβικ που δεν θεωρούνται αναμενόμενες, ωστόσο μας κάνουν να σαστίζουμε από ευχάριστη έκπληξη. Αναμφίβολα, τα δυνατά του σημεία εντοπίζονται στο ευθυτενές παράστημα και στην καθαρότητα του λόγου.

 


Η
Ποπέτα Σούκου παρουσιάζεται ελαφρώς αποστασιοποιημένη από το ρόλο της Κάγια Φόσλι, ωστόσο αντεπεξέρχεται στο ύψος της ηρωίδας ικανοποιητικά.

 

Η Ανδρονίκη Αβδελιώτη παρουσιάζει μια εναλλακτική Χίλντε Βάνγκελ. Περισσότερο ανθρώπινη, με προτερήματα κι ελαττώματα, όχι σαν μια υπερφυσική δύναμη του Κακού (τρολλ) όπως αφήνει να εννοηθεί ο Ίψεν. Η Χίλντε στον Πρωτόμαστορα Σόλνες με την φαινομενική πηγή ζωής που διαθέτει, καταφέρνει να περάσει απαρατήρητη,- φαινομενικά πάντα- μα αφήνει το ιδιότυπο στίγμα της σαν ανεξίτηλη σφραγίδα που επικυρώνει το νόμο της δράσης- αντίδρασης.
Τα σκηνικά εξυπηρετούν το νοητό σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, μετατρέποντας σκηνή και πλατεία σ’ έναν ενιαίο χώρο δράσης και αναπαράστασης.

Κλείνοντας, επειδή η εποχή μας έχει ανάγκη να επανασυνδεθεί με συναισθήματα κι αξίες που στην πορεία χάθηκαν, θεωρώ πως είναι αναγκαίο, πως χρειαζόμαστε ένα θέατρο που έρχεται σε επαφή με την πεμπτουσία των νοημάτων που περιβάλλουν την ανθρώπινη ζωή και δεν είναι ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Η ουσία της τέχνης συνοψίζεται στο φάσμα της σύμπραξης, της κατανόησης και της αντίληψης πέρα από τα φαινόμενα. Αν μπορούσα να καταλήξω σ’ ένα συμπέρασμα, θα ήταν το εξής: θέλουμε ένα θέατρο που καινοτομεί βασιζόμενο σε αρχές και αξίες. Συγχαρητήρια στο θίασο που μας προσφέρει πνοή ζωής με το ανανεωτικό καλλιτεχνικό του μεράκι να παραμένει τόσο αστείρευτο μα και τόσο εμπνευσμένο.

 

 

 

Ελένη Αναγνωστοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top