Fractal

Διήγημα: «Πόρτες»

Του Αλέξανδρου Βαναργιώτη // *

 

 

 

 

Ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Δεν μπορούσα να μείνω στο σαλόνι. Έβγαλα όλο το ταξίδι στο κατάστρωμα. Φυσούσε δυνατός αέρας και είχε κύμα. Καθόμουν σε ένα παγκάκι στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία μου φαινόταν πιο υπήνεμη. Το κεφάλι μου δεν ησύχαζε. Προσήλωσα το βλέμμα στα μεγάλα κύματα που χτυπούσαν με δύναμη και τράνταζαν το πλοίο, χωρίς να καταφέρω ν’ απομακρύνω τις επίμονες σκέψεις που με βασάνιζαν. Φριχτοί λογισμοί κι ανασφάλεια μ’ έπνιγαν. Την τελευταία φορά έφυγε θυμωμένος. Τον ρωτούσα διάφορα, ενοχλήθηκε. Έκλεισε με δύναμη πίσω του την πόρτα.

Βυθιζόμουν στη θλίψη. «Λες! Λες να ‘χουμε πάλι τα ίδια;», αναρωτήθηκα. Κάτι είχε αλλάξει στη φωνή του. «Είμαι λίγο βραχνιασμένος», δικαιολογήθηκε.

Περισσότερο με φούντωσε το ότι δεν ήθελε να πάω. Από ένστικτο, «έρχομαι!», του λέω. «΄Εβγαλα εισιτήριο για αύριο!» Δεν είχα βγάλει. Έτσι το είπα για να μην αρνηθεί. «Μα γιατί;» αντέδρασε. «Τσάμπα θα ταλαιπωρηθείς. Θα έρθω την άλλη εβδομάδα εγώ. Είμαστε τώρα για έξοδα;»

«Θέλω να σε δω! Μου λείπεις», ψέλλισα κι έκλεισα το τηλέφωνο για να μην καταλάβει που έκλαιγα.

Βγήκα χωρίς να κλειδώσω. Οι κλέφτες αναγνωρίζουν τα ευάλωτα σπίτια, όσο καλά φυλαγμένα κι αν είναι. Ανέβηκα στο πλοίο με κακή διάθεση. Πριν δυο χρόνια όταν πήγε αναπληρωτής στην Ικαρία, ένας φίλος μού άναψε φωτιές: «Να τον προσέχεις τον Μάρκο, τόνισε με νόημα». Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Τον πέτυχα και τα Χριστούγεννα σε ένα καφέ του κέντρου με δύο μαθήτριες. Μου είχε πει ότι θα έβγαινε με τον Αντώνη, τον σκηνοθέτη, να τον διαφωτίσει για μια μαθητική παράσταση που θα ανέβαζε στο τέλος του χρόνου. «Μαθήτριές μου από την Ικαρία», τις σύστησε αιφνιδιασμένος. «Τελειώνουν το λύκειο φέτος και ήρθαν να δουν τα Πανεπιστήμια». Λίγο που κι εκείνες ένιωσαν άβολα, λίγο ο τρόπος που τον κοίταξε η μία, κάηκα. Το προσπέρασα ωστόσο. «Σύμπτωση; Μπορεί…», είπα. Δεν έδωσα συνέχεια. Πάντα η φωνή του ήταν το κριτήριο. Το επόμενο διάστημα στο τηλέφωνο την άκουγα καθαρή, το ένστικτό μού έλεγε να μείνω ήσυχη. Τώρα όμως; Είχε τοποθετηθεί για δεύτερο χρόνο στη Σάμο και οι αμφιβολίες μέσα μου αντί να κοπάσουν αγρίευαν. Εκείνος ο λεκές στο γιακά του πουκάμισου που είχε τριφτεί πολύ, αλλά έμενε ένα αχνό ροζ, τα τηλεφωνήματα που έκλειναν απότομα, όταν το σήκωνα εγώ, τα Σαββατοκύριακα που επέστρεφε στην Αθήνα, κάτι κομπολόγια να περνάει την ώρα του και μπλούζες που αγόρασε γιατί έκανε κρύο… εντελώς έξω από το γούστο του, με τρέλαιναν. Προπάντων όμως η φωνή του. Είχε μια χροιά ενοχής, όταν μου μιλούσε τα βράδια, βιαζόταν να πούμε «καληνύχτα».

Ένιωθα ασφυξία. Κρατήθηκα από την κουπαστή κι έγειρα έξω από το πλοίο. Αφροί τινάζονταν παντού και δρόσιζαν το πρόσωπό μου. «Δεν θέλει και πολύ να βουτήξει κάποιος στο κενό», συλλογίστηκα. Κοντεύαμε στην Πάρο. Ξαφνικά μια αστραπή φώτισε μπροστά μας δυο μεγάλους βράχους. Ξεπρόβαλαν μέσα από τα κύματα σαν τα κέρατα του Μινώταυρου. Μετά έμαθα ότι τις νησίδες αυτές τις έλεγαν «Πόρτες». Τρόμαξα. Το πλοίο τις πλησίασε επικίνδυνα και κατευθυνόταν με ταχύτητα πάνω τους. «Παναγία μου», φώναξα και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από την άλλη πλευρά. Η σύγκρουση, σφοδρή, με πέταξε κάτω καθώς προσπαθούσα ν’ ανέβω τη σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο κατάστρωμα. Μια πόρτα άνοιξε, ένας του πληρώματος πετάχτηκε από μια καμπίνα και έπιασε με τα δύο χέρια το κεφάλι του. Παντού επικρατούσε πανικός. Επιβάτες μοίραζαν σωσίβια και έριχναν κάτι βαρέλες στη θάλασσα. Τα φὠτα ἐσβησαν. Μας σκέπασε το σκοτάδι. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε. Μου φάνηκαν εκείνες οι στιγμές ατελείωτες. Αλμυρό νερό μας ρίπιζε. Το σφύριγμα του αέρα ανακατευόταν με τις φωνές και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων. Το πλοίο έγειρε και βυθιζόταν. Τις επόμενες μέρες διάβασα στις εφημερίδες ότι δεν είχαν κλείσει τις υδατοστεγείς πόρτες. «Ήρθε το τέλος», σκέφτηκα. Από το μυαλό μου πέρασαν η μητέρα, ο πατέρας, τα αδέλφια μου. Ούτε στιγμή ο Μάρκος. Αρπάχτηκα γερά από την κουπαστή σαν να ήταν η μόνη ελπίδα σωτηρίας. Κοίταζα πανικόβλητη τα τεράστια κύματα. Ένα χέρι με ώθησε δυνατά και έπεσα στη θάλασσα. Τρεις φορές βυθίστηκα και ξαναβγήκα στην επιφάνεια. Κολύμπησα με όλες μου τις δυνάμεις. Κάποιοι με έσπρωξαν, κάποιοι με τράβηξαν. Στο τέλος βρέθηκα σε ένα ψαροκάικο. Ήμουν εξαντλημένη. Έτρεμα από το κρύο και το σοκ, μέσα μου όμως απλωνόταν μια φρικώδης γαλήνη. Δεν σκεφτόμουν πια τίποτα.

 

 

* Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966) σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων. Εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές διηγημάτων Διηγήματα για το τέλος της μέρας (Εκδόσεις Λογείον, Τρίκαλα, 2009) και Η θεωρία των χαρταετών (Εκδ. Παράξενες Μέρες, Αθήνα, 2014).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top