Fractal

Υποθήκες για ένα λαμπρό λογοτεχνικό μέλλον

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Γεώργιος Σκούρτης, «Είναι προς θάνατον», ποίηση, εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής, Οκτώβριος 2022, σελ. 40

 

Ήδη ξεκινώντας από τον τίτλο ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΝ, που παραπέμπει ευθέως στο κατά Martin Heidegger «sein zum tode…», είναι σαφές πως η νέα γενιά ποιητών ξεκινάει ένα σκαλί πιο πάνω από τις προηγούμενες. Οι νέοι ποιητές (και ποιήτριες) διαθέτουν υψηλή μόρφωση, ευρύτερη και ταχύτερη πρόσβαση στην Πληροφορία χάρη στο Διαδίκτυο, είναι περισσότερο ευεπίφοροι για Γνώση και το κυριότερο: φαίνεται σαν να ξέφυγαν (επιτέλους) απόν την αυτοψυχαναλυτική ομφαλοσκόπηση των προηγουμένων γενεών (λογοτεχνική γενιά του 1980, τού 1990 και των αρχών του 2000).

Τώρα στην αυγή τής τρίτης δεκαετίας τού εικοστού πρώτου αιώνα, εν μέσω πολέμων, πανδημιών, ραγδαίας κλιματικής αλλαγής, οξείας οικονομικής και πολιτισμικής Κρίσεως, οι πολύ νέοι άνθρωποι αρνούνται πλέον να ασχοληθούν με το θεοποιημένο άτομο και υπερβαίνουν θεληματικά το εγώ χάριν τού εμείς. Χωρίς να μπορείς να τους χαρακτηρίσεις στρατευμένους, είναι όμως συνειδητοί πολίτες τού κόσμου και χάρη στην ευρυμάθεια, στην γλωσσομάθεια περισσότερο συνειδητοποιημένοι κι ευαίσθητοι στην χρήση των λέξεων, που κουβαλάνε υπόγειους θησαυρούς αλλά και μολυσματικά «ραδιερνεργά» θα έλεγα κατάλοιπα από την ρατσιστική / φασιστική υπέρ-εκμετάλλευσής τους. Το θέμα τής «πολιτικής ορθότητας» και της κάθαρσης των λέξεων από το φεουδαρχικό / θεοκρατικό / απολυταρχικό ιστορικό τους φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα, σε μεγάλο βαθμό, καθ’ υπερβολήν ίσως, όμως η κάθε εποχή έχει τις δικές της στοχεύσεις που οδηγούν με τον καιρό σε καινούργιες νόρμες, καινοφανείς «κανόνες», εκσυγχρονισμένες «ετικέτες».

Ας παρακολουθήσουμε όμως ενδοκειμενικά αυτή την πνευματική περιπέτεια προκειμένου να ανιχνεύσουμε τα προβαλλόμενα στην οθόνη τής Συλλογικής Συνειδητότητας μέσα από την πλέον ελεύθερη και «αν-οίκεια» χρήση του λόγου που μόνον η Ποίηση (η Υψηλή Ποίηση) μπορεί να προσφέρει και να εξασφαλίσει.

Δέκα και οκτώ ποιήματα με είκοσι μία σημειώσεις δείχνουν την ανάγκη των νέων λογοτεχνών να υποστηρίξουν επιστημονικά την διακειμενικότητα αποφεύγοντας κάθε υπόνοια (ή κατηγορία) λογοκλοπής, κάτι που δεν απέφυγαν πολλοί εκπρόσωποι των προ-Διαδικτυακών λογοτεχνικών γενεών.

Αυτή η ακαδημαϊκή διαχείριση τού τυπωμένου ποιητικού λόγου μπορεί να φαίνεται σχολαστική, όμως δεν είναι. Τουναντίον. Ο μετανεωτερικός ποιητής νιώθει ελεύθερος να ενσωματώσει ψήγματα αλλοτρίων έργων στο πρωτότυπο συγγραφικό του αμάλγαμα, κάμνοντας όμοια όπως οι βυζαντινοί υμνωδοί,

Ας μελετήσουμε τώρα πολύ προσεκτικά το πρώτο ποίημα αυτής τής συλλογής που εγγράφεται στη Συλλογική Συνειδητότητα με ευδιάκριτα γράμματα:

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ

(Vox Humana)

 

Ποιες λέξεις προφέρουν οι χθόνιοι

μόνο το τρίξιμο των δοντιών

στη σπορά

καθώς οι χοές

ιξώδεις δεν ευφραίνουν

και η κνίσα

βαριά μένει στη γη,

“χείρ επί καρπών”

στον αιώνιο γάμο.

Σκυμμένα κεφάλια

αναζητούν τον κεραυνό

σε ενηλύσια  καλυμμένα.

Μια αέναη ψυχοστασία,

νυγμός η στιγμή,

οι πατάτες του Μιλέ

πελιδνές στη χύτρα  τους

βουβές στο χώμα.

 

Η αγωνία για τις λέξεις και για την χρήση τους πρωταγωνιστεί ευθύς εξαρχής. Ο γλύπτης πριν ξεκινήσει το έργο επιθεωρεί κι εξετάζει το υλικό του. Κρυπτικό το νόημα, πολυσχιδές και πολυεπίπεδο οδηγεί σε πολλαπλές συνδημιουργικές αναγνώσεις. Οι σημειώσεις επεξηγούν λέξεις όπως «ενηλύσια» ή φράσεις όπως «οι πατάτες τού Μιλέ». Ενδιαφέρουσα όμως είναι η χρήση της σπάνιας λέξεως «ψυχοστασία» που πρώτη φορά συναντάμε στον Όμηρο και μετά στον Αισχύλο. Η χρήση της όμως από έναν ποιητή τού εικοστού πρώτου αιώνα – πέρα από ένα αξιοζήλευτο λογοτεχνικό μοτίβο – είναι ένα ισχυρό σύμβολο.

 

 

Γεώργιος Σκούρτης

 

 

Όμως και το δεύτερο ποίημα είναι προσανατολισμένο στο μυστήριο τού Θανάτου και στην μεταθανάτια πορεία τής ψυχής:

 

ΆΛΚΗΣΤΙΣ

 

 

«Σκοτεινός…

Του ανθρώπου ο δρόμος, γκρεμός

Μες στο τίποτα σβήνει το φως

Και στο τίποτα φεύγ’ ο σκοπός».

 

«Μια στιγμή…

Το σπαθί του θανάτου σαν βγει

Απ’ της θήκης το μαύρο κελί

Μόνο θλίψη το σώμα βαστεί».

 

«Και  εγώ…

Ένα φάσμα γυναίκας θολό

Μες στα πέπλα σαν ίσκιος  γυρνώ 

Και  σουδάρι της νύχτας φορώ».

 

«Εσύ ζεις!

Μες στις φλέβες σου ρέει ζωή

Και ο πόθος για ξένο κορμί

Σαν τις ρίζες σε δένει στη γη».

 

«Τι  φιλάς;

Το νερό του Κωκύτου  πικρό

Μια σταγόνα  στο στόμα κρατώ

Και για πάντα με δένει μ΄ αυτό!»

 

Η αναστημένη Άλκηστις είναι πεπλοφόρος, πεπλοφορούσα, καλυμμένο το πρόσωπο σα να θρηνεί αιωνίως τον θάνατο που έχασε με την ανάστασίν της, χήρα τού Πλούτωνα και σύζυγος επίγεια (για δεύτερη φορά) του Άδμητου, ξέρει πως δεν μπορεί να τον έχει και μπορεί να μην τον θέλει πια αφού την απαρνήθηκε με ελαφρά την καρδία (στην τραγικωμωδία τού Ευριπίδη) και δέχτηκε αγόγγυστα την αντ’ αυτού αυτοθυσία της.

Η μυθολογική όμως ανασκόπησις κι αναδημιουργία συνεχίζεται και στο τρίτο ποίημα:

 

ΗΡΩ ΚΑΙ ΛΕΑΝΔΡΟΣ  

 

Μακρινός, του πελάου ο πορθμός

Στης αγάπης το μέτρο στενός!

Του Λεάνδρου ο διάπλους μικρός…

Μα για δες! Πριν τον γάμο  αυτόν

Στα ερείπια του πύργου θανών

Και ο λύχνος προδότης παρών.

Και θαρρείς, μια αιώνια μομφή

Στον αγέρα που ζήλεψ’ αυτή

Ένας τάφος κοινός  θα κρατεί.

 

Το μετεφηβικό δίπολο έρως-θάνατος και η απροσδιόριστη νεορομαντική αγάπη (συζυγική ή μη) πρωταγωνιστεί εδώ.

Και συνεχίζουμε την στοχαστικήν περί-διάβασιν:

 

 

 

 

 

 

 

ΟΠΛΙΤΗΣ

 

Στο πεδίο της μάχης νεκρός

Παγωμένος πριν κάτσ’  ο καπνός

Δες το χώμα πως γίνετ’ εχθρός

Σαν της ρώμης περάσ’  ο καιρός.

 

Την ασπίδα κρατώντας δειλά

Καθισμένος στην βάρκα κοιτά

Και τ’ ανδράγρια  που σκούριασαν πια

Μες στης Στύγας την κοίτη πετά.

 

Μια δεξίωση  που έχασε πια

Ξεψυχώντας σε ξέν’ αγκαλιά

Πόσο γρήγορ’  αλλάζει  ο σκοπός

Τη στιγμή που θα σβήσει το φως.

 

 

Εδώ το φως χάνει την συμβολική κι ανακτά την αρχαιοελληνική, σχεδόν απτή του εκδοχή.

 

ΤΟ ΔΙΑΔΗΜΑ

 

 

Τυφλά παιδιά που σε γραμμές τα παρατάσσουνε

Να διασκελίσουν τα εσκαμμένα τους ειν’ αδύνατον

Η ομορφιά μοιάζει αστείο για να γελάσουνε

Μες στην αμάθεια λύση προτάσσει μόνο το ύστερον.

 

Κενό αφήγημα που υποδόρια τους στιγματίσαμε

Η ιστορία σπρώχνει την μπίλια προς τον κατήφορο

Σπασμένα λάβαρα, φθαρμένα έδνα που αθετήσαμε

Το πεπρωμένο μας να παρακάμψουμε ήταν ασύμφορο.

 

Αναμετρώνται μέσα στις φλόγες ό,τι θελήσαμε

Στο τζάκι στάχτη έχει αφήσει κάποιο αλώβητο

Πυρακτωμένες επαναστάσεις που σιγοσβήσαμε

Ολιστικά˙ και τις σκορπίσαμε στο αδυσώπητο.

 

Ύπουλες Κήρες  οι ερωμένες που συντροφεύσαμε

Κάτω το λέσι δίνει φωνή σ’ ένα παράδειγμα

Ισχνά τα λόγια, κομμένα κρόσσια που ξαναπλέξαμε

Και τα στολίσαμε, ειρωνικά, σ’ αυτό το διάδημα.

 

Η εφηβική επανάσταση ερωτοτροπεί με την αλλοτρίωση τού κοινωνικοποιημένου ενήλικα πλέον. Στην ίδια συχνότητα και σε παρόμοιο τόνο κινείται και το ποίημα «ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ».

 

Από εδώ και κάτω η ποιητική συλλογή απογειώνεται, η αφήγηση έχει βρει τον ρυθμό της και καλπάζει στα ανίδωτα απρόβλεπτα πεδία.

 

ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ

 

Γιλέκα κίτρινα στην πόλη του φωτός

Στιγμή που η σφύρα ακουμπάει στο αμόνι

Στάζουν τα μέταλλα στα πόδια τους εμπρός,

Πυρακτωμένα ˙

Μα η τηλεόραση δε κλείνει στο σαλόνι.

 

Μήνυμα στέλνουν σε μπουκάλια με στουπιά

Σβήνουν τη λάμψη στις βιτρίνες των εκπτώσεων

Κονκισταδόρες τους χαϊδεύουν τα μαλλιά,

Νύχια βαμμένα ˙

Περιοδικά αθλητικών και δεξιώσεων.

 

Στήνουν στους κάδους οδοφράγματα φωτιάς

Μοιάζουν σινιάλα από φάρο αρχαίου κόσμου

Στέκονται ‘κει, μονολογούνε “libertas”,

Κιτρινισμένα ˙

Τίτλοι ειδήσεων προς κατανάλωση του κόσμου.

 

Οι ειδήσεις κι η κατανάλωση παραπέμπουν στο καθημερινό Inferno ενός κόσμου σε αγχωτική ασφυξία.

 

ΊΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ 

 

Πεζοδρόμια βρόμικα

Αέρας σκοτεινός

Μολυσμένοι ανθρώποι.

 

Πίσω από τον πάγκο του

Κρύβεται δειλός

κούτες ξεφορτώνει

Σαν σε χαρακώματα

Κάθεται σκυφτός

Νύχτες ξημερώνει.

 

Βλέμματα που τρέχουνε

Και τον προσπερνούν

Δίχως σημασία

Οι ματιές που στρέφουνε

Λες τον οδηγούν

Στην ανυπαρξία.

 

Κούτες εμπορεύματα

Κρύβουνε το φως

Και δεν ξημερώνει

Ξύλινος ο πάγκος του

Ξύλινος σταυρός

Κι η ζωή τελειώνει.

 

Καρυωτακικός απόηχος προαιώνιας απελπισίας. Η καθυποταγή ομολογουμένη μεν απευκταία δε.

Η Φιλοσοφία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική υπεισέρχονται στο πρό-κείμενο ήδη με την αφιέρωση στο επόμενο ποίημα:

 

ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ

 

Στον Κώστα Αξελό

 

Ένα παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού

Περιφορά επιταφίου ή σελιδοδείκτης;

Σύνθεση αντίφασης από χέρι που τρέμει

Η δράση είναι βίωμα που μας αλυσοδένει,

περιεκτικό σύνολο του απεριόριστου ορίζοντα

ή ένας τρόπος να σπαταληθεί κάποια δύναμη;

Παιχνίδι που μουλιάζει στη λίμνη της πίστης

Ριχνόμαστε πλαγίως στον χρόνο

Η νοσταλγία βιώματος επικαιροποιεί το παρελθόν

Αυτό δονείται ως ζωή

Το ακτινοβόλο παιχνίδι δίχως οδηγίες

Στον κόσμο συνυπάρχει αυτό που κυριεύει

Στο κάλεσμα του Άλλου η αποσύνδεση

Η σιωπή απέναντι στην ουσία, αμφίσημη

Ο κόσμος αντιστέκεται στη σιωπή!

Ο λόγος συντρίβεται στο κατώφλι του αοράτου

Η διαβεβαίωση αναγκαιότητα παράνομη

Διαβεβαίωση: τα έδνα που δε δόθηκαν

Διαβεβαίωση: το αλάτι στην άκρη του βράχου

Ένας κόκκος έσταξε…

 

Και μετά την πολιτική διάσταση τής απελπισίας, η αναπόφευκτη αντιμετώπιση τής έννοιας τού Χρόνου:

 

ΆΝΟΙΑ

 

Ο χρόνος περνάει μονομιάς

Αρκεί ένα γεγονός

Να βρεθείς σε ένα σάκο αναμνήσεων

Ασύνδετων

Σορός βαραίνει πληθωριστικά το συγκεκριμένο

Ενώ δρήστειρες  φέρουν το μήνυμα

Σε μαύρες πλάκες

Μέσα σε λευκούς φακέλους.

Ο γύπας αφήνει ένα φτερό στον βράχο

Και ψιθυρίζει

“ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν”

Παλιά γέννα

Για να λέει που πονάει

Ή για ν’ αφήνεις χαρτζιλίκι στην τσέπη

Όσο σε θυμάται;

 

Οι σπάνιες λέξεις εντάσσονται αρμονικά στην ιδιόλεκτο και συμβάλλουν στην διαμόρφωση ενός ύφους μετανεωτερικού που δεν εμβολίζει την αρχαΐζουσα, την αξιοποιεί όμως σε ένα ευφάνταστο μεταμοντέρνο ψηφιδωτό. Όπως γίνεται σε όλες τις μεταβατικές περιόδους τού Πανανθρώπινου Πολιτισμού παλαιό και νέο συμφύρονται σε αμαλγάματα που ιριδίζουν ερωτοτροπώντας με το αιώνιο…

 

ΑΓΑΝΑ ΒΕΛΕΑ

                                                                       

 

Παγιδεύτηκα ανάμεσα

Σε χρυσές αγιογραφίες γυναικών

Και στον θρήνο της καμπάνας

Όταν τα μειλίχια χάδια της

Τίλλουν της ζωής το νόημα.

 

Παγιδεύτηκα ανάμεσα

“σε μια δρυ και μια πέτρα”

Και στους  αλεξανδρινούς παπύρους

Όταν η δεξίωσή τους

Μου άφηνε μελάνι στα δάκτυλα.

 

Παγιδεύτηκα ανάμεσα

Στο μένος του Αγαμέμνονα

Και στην ελπίδα του Άργου

Όταν το βλέμμα του

Άγγιζε κάποιο πανί στη θάλασσα.

 

Παγιδεύτηκα όταν τα Άγανά Βἐλεα του Φοίβου

Δεν περίσσεψαν για μένα.

 

Και μόνον για την αναδημιουργική διάσωση κάποιων λέξεων, νοημάτων ή εκφράσεων, αυτή η γλωσσική κιβωτός αποκτά σημαίνουσα πολιτισμική βαρύτητα.

Παραθέτω ολόκληρο το επόμενο ποίημα, γιατί εκτός από την σουρεαλιστική κινηματογραφικότητα και την περιγραφική αφηγηματικότητα ενδιαθέτει στίχους διαμάντια, σύντομα γνωμικά και πρωτότυπες παροιμίες, απροσδόκητες μεταφορές κι έναν ασθμαίνοντα ρυθμό που σε προδιαθέτει διονυσιακώς.

 

6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

Το τηλεφώνημα κάθισε στη μάντρα με τα περιστέρια

Η φωνή άνοιξε τον φάκελο σαν χαρτοκόπτης

Οι ψίθυροι ήταν βήματα που ρούφαγε το τσιμέντο.

Οι λέξεις δέθηκαν στο μήνυμα με σπάγκο

Ο δεσμοφύλακας άφησε τα κλειδιά που κύλησαν στη σκάλα

Στο μπρελόκ ένα νησί τρέχει μες στο δάσος

Η ανάσα μέσα από κυνόδοντες μου χάιδεψε την πλάτη

Κοιτάζω πίσω μου και βλέπω μόνο χώμα

Το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί μου δυο χρόνια

Το σκοτάδι  μέσα στο βαζάκι έκρυβε το κουταλάκι του

Εκατόν τρία λεπτά και ένα δευτερόλεπτο το άλλο 

Το πρωί η σκιά ξημέρωσε στο δωμάτιο

Ο λύκος καθόταν στο ταβάνι και με κοίταγε

Στα μάτια του γυάλιζαν γυναίκες που άνοιγαν τα πόδια

Δίπλα στη ροδακινιά βρήκα τα νύχια που είχα θάψει χρόνους

Ξεφλούδισα εμένα που σάπιζα στο σώμα

Ένα εγώ ούρλιαξε στην καγκελόπορτα καθώς έκλεινε ξοπίσω.

 

Με τον ίδιον αριθμό που αρχίζει το επόμενο ποίημα αρχίζει κιόλας:

 

ΠΕΝΤΕ

 

Το χιόνι έπεφτε στην πόλη που έλιωνε μαζί του.

Στις ντουζιέρες ξεπλύναμε τις στιγμές που χάνονταν στο σιφόνι.

Τα φώτα του δρόμου, το άχρωμο μιας φωτογραφίας που έρπει μες στο κάδρο της.

Τα κοράκια από ψηλά έτρωγαν εικόνες και έφτυναν κραυγές.

Η λεπίδα της βαλίτσας έσκιζε το πεζοδρόμιο.

Ο καφές λέρωνε τις αναμνήσεις όπως το πιατελάκι του.

 «Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που εισέρχεστε»  φώναξε ο εισπράκτορας καθώς ήλεγχε τα εισιτήρια.

Τα χνώτα στο τζαμί θρυμμάτιζαν τις λέξεις.

Το μείνε γλίστρησε στην άβυσσο χωρίς να βρει χειρολαβή.

Η κόρνα του  λεωφορείου στο σάλπισμα της υποχώρησης.

Ήταν κιόλας 05.00!

 

Η αρχή τού επομένου «Στάσου διαβάτη» παραπέμπει σε έναν κοινό ποιητικό τόπο που τον διαχειρίζεται όμως ο τεχνουργός με τον δικό του τρόπο:

 

ΚΛΕΦΤΗΣ

(Η δεξίωση)

 

Στάσου διαβάτη που περνάς και ξένε που πηγαίνεις

Σε τούτη δω την ερημιά σ’ αυτήν τη γη τη στέρφα…

 

Επιτύμβιο θα το έλεγα και μάλιστα από τα πιο ευφάνταστα κι επιτυχημένα. Με ευθεία παραπομπή στο δημοτικό τραγούδι και μότο από τον Βασίλη Ρώτα «ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΙ» .

Η πλοκή ανελίσσεται, τα μοτίβα συν-πλέκονται, η αφήγηση εξελίσσεται σε καθαρά δραματικό επίπεδο:

 

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

 

Ο χρόνος κυκλοδίωκτος  τυλίγει το κορίτσι

Και η σφιχτή του αγκαλιά το σώμα της μαργώνει

Στην πλούσια την κόμη της τα χέρια του βυθίζει

Και οι ξανθιές πλεξούδες της στο άγγιγμα ξασπρίζουν

Τα πράσινα τα μάτια της σουδάρι τα σκιάζει

Σαν η βαριά ανάσα του στο πρόσωπο ζυγώνει

Δροσόσταλα τα χείλη της που σκύβει να φιλήσει

Μα το λυγρό του φίλημα φαρμάκι σε ποτήρι

Βαθύληιες οι λαγόνες της ανθόσπαρτοι λειμώνες

Που σαν θωπεύει γίνονται αλήια πεδία

Χωρίζ’ η ώρα απ’ το λεπτό η ήρα απ’ το σιτάρι

Και το γυμνό κρανίο της μυρσίνες το στολίσαν

 

Αυτό το «κυκλοδίωκτος», δανεισμένο από τον Ανδρέα Κάλβο, βρίσκει τη  θέση του εδώ, σε μια ποιητική που συνδυάζει τέχνη κι επιστήμη σε έναν δυσεπίλυτο καμβά διαφορικών εξισώσεων με πολλές μεταβλητές.

Η σύγχρονη Ποίηση κινείται από την Θεωρία τής Σχετικότητας στην Κβαντική Απροσδιοριστία και στην πυρηνική σύντηξη που θα μας εξασφαλίζει την ενσωμάτωση όλων δια της αποδοχής τού Διαφορετικού. Κι αυτό το άλλο, που τόσο δαιμονοποιήθηκε, κυνηγήθηκε κι εξοντώθηκε σε προηγούμενες κοινωνίες ως «αποδιοπομπαίος φαρμακός» γίνεται εδώ είδωλο και ζητούμενο, ευλαβικό απόσταγμα προηγουμένων πολιτισμικών σεισμικών ανακατατάξεων.

Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση χρειάζεται τη νοητική ενέργεια όλων. Τι γίνεται όμως με το Συναίσθημα;

Τα ιδεώδη τού Διαφωτισμού φαίνεται πως ισχύουν και λειτουργούν ακόμη, όπως φαίνεται στο επόμενο ποίημα, που δανείζεται τον τίτλο του από έναν διαδεδομένο, δημοφιλή αφορισμό:

 

ΌΠΟΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ, ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ ΚΑΛΑ

                                                                                                            Στον  Ρήγα Φεραίο

 

Ως λάμπουν τα χρυσά φλουριά, τ’ αμύθητα λογάρια

λάμπουν οι νέοι στολιστοί λάμπουν οι τσαουσάδες

φορούν στα χέρια τα πλουμιά στο στήθος τα τσαπράζια

τις φέρμελες κολλαριστές γεμάτα τα κεμέρια…

 

Φαίνεται πια πως το δημοτικό τραγούδι κι ο έρρυθμος, χορευτικός λόγος δεν έσβησαν στην μοντερνιστική και μετανεωτερική καταιγίδα.

 

ΔΙΟΓΕΝΗΣ

 

Μες στο πλήθος προσπαθώ

Να βρω κάπου να πιαστώ

Και μια φίλη μου ξανά

Που ’χει ερθ’ απ’ τα παλιά

Μου σφυρίζει στο κενό

Ένα γνώριμο σκοπό:

 

«Με φανάρι προσπαθείς

Κάποιον άνθρωπο να βρεις

Να μη μένει σε κλουβί

Να ’χει χάσει το κλειδί

Μη φοβάται το “γιατί”

Να ρωτήσει τη ζωή

Να ’χει σθένος και πυγμή

Για να σώσει το παιδί

Της ψυχής του».

 

Γειά σου θλίψη μου ξανά

Φέρνεις  κάτι απ’ τα παλιά

Είχα κάποτ’ ορκιστεί

Αλλά έβλεπες εσύ

Πως γκρεμίζοντ’ οι ναοί

Πως χωρίζοντ’ οι λαοί

για να χτίσουν  τον σωρό

Αν και έναν οβολό

Θα κρατήσουν.

Ήσουν θλίψη μου πιστή

Γιατί ήξερες  εσύ…

Έχουν μέτρα και σταθμά

Που τους γίνονται δεσμά

Έχουν άπληστους θεούς

Δίνουν τίτλους για χρησμούς 

Δίνουν χώμα και νερό

Για έναν δήθεν ορισμό

Στο εγώ τους.

 

Μες στο πλήθος σαν βρεθώ

’Σένα θλίψη μου θα βρω

Και στα χέρια σου σφιχτά

Σαν  με πάρεις αγκαλιά

Θα ρωτήσω τότε εκεί

Το γιατί…

 

Μια πρώτη σύνοψη αξιολογικών κρίσεων καταλήγει στο αβίαστο συμπέρασμα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό επίτευγμα πλούσιο σε ημιτόνια και πέραν του συνήθους ηχοχρωματικού συναισθητικού φάσματος. Όσο κι αν το συναίσθημα βρίσκεται υπό περιορισμόν, η ενσυναίσθηση ξεχειλίζει και η νοητική υπερεπάρκεια οδεύει προς μία ιδεολογική διέξοδο προς το απτό, αν και πολυδιαστασιακό.

Ετούτη η γείωση τού Άχωρου, καθώς και ο εκσυγχρονισμός τού Διαχρονικού είναι το διαρκώς ζητούμενο κάθε λογοτεχνικής γενεάς.

Ο ποιητής Γιώργος Σκούρτης εγγράφει υποθήκες για ένα λαμπρό λογοτεχνικό μέλλον. Χαιρετίζω έναν άξιο εκπρόσωπο των πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών, ετοιμοπόλεμων και με γεμάτη φαρέτρα στην υπηρεσία τού Διαφωτισμού και του Φωτός που δεν τους περιορίζει αλλά μας απελευθερώνει από το ψέμα τής ανθρώπινης εκμετάλλευσης.

 

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top