Fractal

✔️ Ρέα Γαλανάκη: «Η λογοτεχνία είναι μια τέχνη παραβίασης των ορίων που μας θέτει η καθημερινή ζωή, η εργασία, η κοινωνική συνθήκη»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Κατά τη γνώμη μου, και το έχω ξαναπεί, η λογοτεχνία είναι λίγο-πολύ μια τέχνη παραβίασης των ορίων που μας θέτει η καθημερινή ζωή, η εργασία, η κοινωνική συνθήκη. Ερευνώντας, λοιπόν, για ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο που με έχει βαθιά αγγίξει, ερευνώ τον εαυτό μου, ερευνώ τους ανθρώπους που σχετίστηκα μαζί τους, και όσα σημάδεψαν τη ζωή/την εποχή μου.»

 

Η Ρέα Γαλανάκη, πολυβραβευμένη συγγραφέας και μια από τις σημαντικότερες της εποχής μας, συνήθως δεν χρειάζεται αφορμές για να έχει κάποιος μια κουβέντα μαζί της. Τα «Διηγήματά» της όμως που εκδόθηκαν φέτος και «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» που μόλις κυκλοφόρησε στα ουκρανικά, 17η μεταφραστική γλώσσα για τα βιβλία της, έκανε επιτακτική την ανάγκη μας να την αναζητήσουμε. Και ως συνήθως υπήρξε γενναιόδωρη.

Μιλώντας στο Φιλελεύθερο, είπε τα πάντα: πατρίδα, νόστος, γλώσσα, ήρωες, ταυτότητα, όρια, όλα πέρασαν στη κουβέντα μας. Καταλήγοντας σε θέματα γραφής, στα αναπόφευκτα:

«Αυτή είμαι, αυτά γράφω, κι επιμένω ότι “ο συγγραφέας είναι ένα μικρό παιδί που παίζει, παίζει, παίζει ασταμάτητα”, όπως λέω σε ένα μου διήγημα». Αλλά, ωστόσο, και «από μόνη της η συγγραφή είναι κάτι σαν ανάγκη προσευχής, ακόμη και από άθεα άτομα.»

 

 

Ρέα Γαλανάκη

 

-Κυρία Γαλανάκη, και μια ευχάριστη είδηση σε μια πικρή εποχή: Κυκλοφόρησε στα ουκρανικά ο «Βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά». Είναι η 17η γλώσσα για κάποιο από τα βιβλία σας, διάβασα, δεδομένου του ότι ένα βιβλίο είναι όσοι και οι αναγνώστες τους, πώς αντιμετωπίζουν οι ξένοι αναγνώστες σας τα βιβλία; Τα βιβλία σας διαβάζονται αλλιώς εκτός Ελλάδος;

Μικρές καλές ειδήσεις, μικρές εφήμερες αχτίνες μέσα στη μαυρίλα της πανδημίας. Αν απαριθμήσω συνολικά τις γλώσσες στις οποίες έχουν μεταφραστεί διάφορα έργα μου, μαζί με τα ουκρανικά είναι δέκα εφτά. Αν αναλογιστώ την ουσία της ερώτησης, ο αριθμός και οι αντιδράσεις των αναγνωστών ποικίλουν. Το βρίσκω φυσικό, αφού οι μεταφράσεις βιβλίων μου έχουν χρονικό βάθος εικοσαετίας, αφού απευθύνονται σε εξαιρετικά διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς (π.χ. Γαλλία και Ταιβάν), και πάντα έχει σημασία το πλαίσιο αλλά και η εγκυρότητα του εκδότη. Παρατηρώ όμως ότι, εφόσον διαβαστούν τα βιβλία μου, δεν διαβάζονται με διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή η λογοτεχνία ξεπερνά τις αγκύλες των πολιτισμών, και μπορεί να ενώσει τους πάντες σε ένα και μοναδικό, που ωστόσο είναι απολύτως κοινό σε όλους μας: στο ανθρώπινο δράμα. Είναι και μια μορφή βαθιάς σοφίας η (καλή) λογοτεχνία. Νομίζω ότι με τον ίδιο τρόπο διαβάζουμε κι εμείς «τους ξένους», σαν «δικούς μας».

 

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά», «Θα υπογράφω Λουί», «Ελένη ή ο Κανένας»… τι πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ηρωίδα σας; Και μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Θα συνοψίσω αξιολογικά: Πρώτον να με συγκινήσει το δράμα της τολμηρής ζωής τους, και η σκόνη που το έχει σκεπάσει. Δεύτερον να ψάξω για ποιους λόγους με συγκινεί, δηλαδή πού και γιατί ταυτίζομαι εγώ με έναν άλλο άνθρωπο που έζησε σε άλλη εποχή και πολιτισμικές συνθήκες, μπορεί και να είναι διαφορετικού φύλου. Κατά τη γνώμη μου, και το έχω ξαναπεί, η λογοτεχνία είναι λίγο-πολύ μια τέχνη παραβίασης των ορίων που μας θέτει η καθημερινή ζωή, η εργασία, η κοινωνική συνθήκη. Ερευνώντας, λοιπόν, για ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο που με έχει βαθιά αγγίξει, ερευνώ τον εαυτό μου, ερευνώ τους ανθρώπους που σχετίστηκα μαζί τους, και όσα σημάδεψαν τη ζωή/την εποχή μου.

Από εκεί και πέρα αρχίζει σιγά-σιγά η σύνθεση του μυθιστορήματος. Το γεννώ εγώ, το σκηνοθετώ εγώ, ο ήρωας μου όποιος κι αν υπήρξε στην πραγματική του τη ζωή, στη συγγραφική του ζωή φέρει τη σφραγίδα του στοχασμού μου, και την αύρα της ευαισθησίας μου. Η ιστορία του «άλλου» είναι εν μέρει και η δική μου, γιατί όχι και η δική μας ιστορία. Όμως εδώ θα ήθελα να σημειώσω και το ακριβώς αντίστροφο: όσο κι αν κάποιοι ήρωες άλλων μου βιβλίων είναι σημερινοί και σύγχρονοι, δηλαδή μη ιστορικά πρόσωπα, οφείλουν επίσης να είναι βαθιά ριζωμένοι στο ιστορικό παρόν που ζουν, δηλαδή στο τι συμβαίνει γύρω τους, και πώς οι ίδιοι συνδέονται με το πολύπλοκο παρόν.

 

-Η ιστορία επιλέγει το μέγεθος και τον αφηγηματικό ύφος της; Πότε μια ιστορία σας γίνεται διήγημα και πότε μυθιστόρημα;

Θα απαντήσω με ένα μεταφορικό σχήμα: αν η πεζογραφία ήταν μια θεά, τότε το μυθιστόρημα είναι ολόκληρο το άγαλμά της, το διήγημα είναι το κεφάλι της, η δε νουβέλα είναι το μπούστο μαζί με το κεφάλι της. Καταλαβαίνουμε, με άλλα λόγια, ότι το αν θα γίνει μια ιστορία μυθιστόρημα ή διήγημα είναι θέμα πολυπλοκότητας, και όχι μόνο μεγέθους όπως νομίζουμε συχνά, και μοιράζουμε τα είδη αποκλειστικά και μόνο από το μέγεθός τους. Φυσικά το ολίγον θα αναπτυχθεί σε λιγότερες σελίδες και το πολυσύνθετο σε πολύ περισσότερες. Δεν συμφωνώ, πάντως, με τη νοοτροπία του καιρού μας που, για εμπορικούς συνήθως λόγους, βαφτίζει «μυθιστορήματα» κείμενα μικρά, περίπου εκατό σελίδων, αλλά αυτό είναι προσωπική και μόνο άποψη.

 

-Οι δυσκολίες του διηγήματος; Τι πρέπει να έχει οπωσδήποτε ένα διήγημα;

Οπωσδήποτε πρέπει να έχει κάτι ουσιαστικό να πει, κάτι που να αφορά και τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αλλιώς δεν θα είχε νόημα να γραφτεί. Καθώς έχει λίγα πρόσωπα, λίγους χώρους, μικρές εναλλαγές χρόνου, περιορισμένη δράση, και πιο απλή σύνθεση, οφείλει να πει όσα έχει να πει με πυκνό και καθαρό τρόπο, ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία του. Η αυτάρκειά του είναι πολύ σημαντική για τον αναγνώστη, που πρέπει διαβάζοντάς το να έχει την αίσθηση μιας ολοκληρωμένης μικρής ιστορίας, και όχι ενός κουτσουρεμένου μυθιστορήματος. Ως παράδειγμα θα μπορούσα να φέρω μια ταινία μικρού μήκους και μια ταινία μεγάλου μήκους του ίδιου σκηνοθέτη. Ανιχνεύονται πολλά, πάρα πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο, είναι ωστόσο διαφορετικά και αυτοτελή είδη. Το δε «ταλέντο» φαίνεται εξίσου και στο μικρό και στο μεγάλο έργο.

 

-Αλήθεια, πού βρίσκονται τα πιο δικά σας; η Ρέα Γαλανάκη πού αυτοβιογραφείται κάπως ή βρίσκεται περισσότερο;

Σε κάποια μυθιστορήματά μου κρύβομαι εντελώς πίσω από το προσωπείο, που μου προσφέρει ένα υπαρκτό πρόσωπο και οι συνθήκες της ζωής του – εννοώ ότι κρύβονται ορισμένες μόνο δικές μου πλευρές, σκέψεις, συναισθήματα. Σε άλλα μου μυθιστορήματα κεντώ βελονιές από τη δική μου ζωή, μπορεί να μπουν μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ακόμη και ονόματα. Δεν πρωτοτυπώ, αυτό νομίζω συμβαίνει με όλους τους συγγραφείς μυθιστορημάτων. Εκτός, κι ας το προσέξουμε αυτό, εάν επιχειρήσει ένας συγγραφέας να γράψει μια καθαρή, ή κάπως συγκεκαλυμένη, αυτοβιογραφία, ολόκληρης της ζωής του ή ενός μέρους της. Η βιογραφία είναι ένα ξεχωριστό είδος μυθιστορηματικής αφήγησης, με τους δικούς του κανόνες, που, όπως πάντα, δίνουν το δικαίωμα στον συγγραφέα να παίξει τα δικά του παιχνίδια.

 

-Στα διηγήματά σας έχετε έναν δικό σας τρόπο, σχεδόν μεταφυσικό, υπερβατικό, να διαχειρίζεστε Τόπο και Χρόνο (μπορείτε να είστε κι εδώ κι αλλού, και τώρα και τότε), στη λογοτεχνία πόσο σημαντικός είναι ο Τόπος κι ο Χρόνος;

Τόπος και χρόνος είναι τα δυο στοιχεία που ορίζουν αποφασιστικά το σκηνικό, μέσα στο οποίο θα παιχθεί το ανθρώπινο δράμα – όπου με άλλα λόγια θα ζήσει ένας μυθιστορηματικός ήρωας. Δεν αρκούν ωστόσο. Τόπος, χρόνος, αλλά για μένα και η γλώσσα είναι τα τρία στοιχεία που συγκροτούν το μυθιστορηματικό σκηνικό. Επίσης επιμένω πάντα στη διάκριση τόπου και χώρου, όσο κι αν υπάρχουν μεταξύ τους διασυνδέσεις˙ άλλο τόπος, άλλο χώρος. Πιο πολύ όμως επιμένω στο ότι ο τρόπος που χειρίζομαι όλα τούτα στη λογοτεχνία, δεν έχει την παραμικρή σχέση με μεταφυσική. Δεν με απασχολεί καθώς δεν πιστεύω ούτε στη μεταφυσική ούτε στην υπερβατικότητα, γι’ αυτό και πολύ σωστά γράφετε εκείνο το «σχεδόν». Με καθοδηγεί, τολμώ να πω, ο τρόπος που λειτουργεί ο ψυχισμός μας, το μυαλό μας, όπου όλα μπορεί να είναι και τώρα και τότε, κι εδώ κι αλλού – θα έλεγα ότι συχνά η ψυχή κι ο νους μας δεν λειτουργούν ευθύγραμμα, ιδίως όταν πρόκειται για ζητήματα μνήμης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και άλλα.

 

-Στη ζωή μας; Η ζωή σας και η γραφή σας θα ήταν αλλιώς αν δεν είχατε γεννηθεί στο Ηράκλειο Κρήτης; Π.χ. Θα είχατε γράψει τον «Αιώνα των λαβυρίνθων»;

Ιδού – για να χαλαρώσουμε – ένα ερώτημα που μοιάζει λίγο μεταφυσικό! Δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα είχα κάνει εάν δεν ήμουν ακριβώς αυτή που είμαι, με τα πολλά μου λάθη και με τις πολλές καλές στιγμές της ζωής μου. Αυτή είμαι, αυτά γράφω, κι επιμένω ότι «ο συγγραφέας είναι ένα μικρό παιδί που παίζει, παίζει, παίζει ασταμάτητα», όπως λέω σε ένα μου διήγημα. Δεν είναι ανώδυνο, ξέρετε, αυτό το παιχνίδι που έχει γεννήσει τον «Αιώνα των Λαβυρίνθων», ένα βιβλίο μου που ειλικρινά το αγαπώ πάρα πολύ, όπως και τα άλλα που αναφέρονται στην Κρήτη. Το ερώτημα είναι για μένα τι είναι πατρίδα, τι είναι πατρίδες. Έχω γράψει βιβλία και για άλλους τόπους που θεωρώ, ή έγιναν αργότερα, πατρίδες μου, δηλαδή την Αθήνα και την Πάτρα. Βέβαια η πατρίδα των πρώτων χρόνων εγγράφεται πιο βαθιά στον σκληρό δίσκο μέσα μας, αυτό τουλάχιστον λέγεται, αλλά δεν είμαι απολύτως σίγουρη. Ο διάλογος των πατρίδων με ενδιαφέρει πολύ.

 

-Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Από μόνη της η συγγραφή είναι κάτι σαν ανάγκη προσευχής, ακόμη και από άθεα άτομα. Απαιτεί μια κάποια σχετική τελετουργία, που καλό είναι να μην της δίνουμε και μεγάλη σημασία γιατί μπορεί να μας καταπιεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως επειδή η ζωή μου έχει αλλάξει βαθιά κατά καιρούς, έχω διαφορετικούς χώρους, ώρες και δυνατότητα ώστε κάθε φορά να απομονωθώ και να ηρεμήσω για να γράψω. Δεν υπάρχει πάντα η πολυτέλεια ενός δικού μου δωμάτιου-γραφείου. Μια κούπα γαλλικός καφές στο πλάι, λίγη μουσική για αυτοσυγκέντρωση, δεν βλάπτουν, γράφω όμως και χωρίς αυτά. Χρειάζομαι πολλά βιβλία και σημειωματάρια γύρω μου, επειδή τα απαιτεί ο τρόπος που δουλεύω, κι αισθάνομαι ασφαλής αν μπορώ να τα συμβουλεύομαι όσο γράφω. Πλέον με στενοχωρεί που διαπιστώνω ότι, όσο περνά ο καιρός, η ζωή μου γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, πιο γραφειοκρατική και ιντερνετικά πιο άυλη – αυτό το τελευταίο με έχει σοκάρει. Αυτά μου στερούν χρόνο εργασίας την ώρα που τα χρόνια μου όλο και λιγοστεύουν.

 

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Χρειάζομαι πολλά: πλάνο, σημειώσεις κάθε είδους, αναγνώσεις σχετικών βιβλίων και άρθρων, αποφάσεις για το πώς απαιτεί το ίδιο το θέμα μου να το χειριστώ. Όλα αυτά χειρόγραφα ακόμη, ευτυχώς. Χρειάζομαι επίσης να πείσω τον εαυτό μου να κάτσει και να στρωθεί στη δουλειά μετά την προετοιμασία. Ωστόσο, το όποιο πλάνο με οδηγεί από μόνο του στην παραβίασή του. Διότι η μαγεία της λογοτεχνικής γραφής είναι ότι συνέχεια γεννά, αναδιπλώνεται, ελίσσεται, δείχνει καινούρια «σενάρια», διορθώνει και πυκνώνει τα παλιά. Η αρχική κατανόηση του θέματος, και η προσωπική μου σχέση μαζί του, αυτά δεν παραγράφονται, εξελίσσονται όμως αδιάκοπα.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο; Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν με το «έτσι θέλω» τους και σας επιβλήθηκαν;

Κανείς. Με βασανίζουν, τους ζητώ συγγνώμη αν κι εγώ τους βασανίζω. Άλλωστε, οι ήρωές μου δεν πεθαίνουν μόλις γίνουν βιβλίο. Επανέρχονται με διάφορους τρόπους. Είναι μεγάλοι έρωτες, είναι σαρξ εκ της σαρκός μου.

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Το θέμα του νόστου, ή της άρνησής του νόστου, όπως βέβαια και οι ποικιλίες του νόστου, είναι ίσως μια από τις εμμονές μου. Ας διευκρινίσω όμως κάτι: για μένα, ο νόστος μπορεί να είναι κάτι ευρύτερο από την επιστροφή σε έναν βιωμένο τόπο, λόγου χάριν μπορεί κανείς να «νοσταλγεί», και να διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά του, από τόπους άγνωστους, όπου έζησαν οι γονείς και οι παππούδες του – παράδειγμα ο χαμένος τόπος που έφεραν μαζί τους οι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή. Μεταβιβάστηκε η απώλειά του στους απογόνους τους. Έτσι κι αλλιώς, η δυτική λογοτεχνία στηρίζεται εν πολλοίς στην «απώλεια»: είτε πρόκειται για την Ιθάκη, είτε για τον Απωλεσθέντα Παράδεισο.

 

-Κυρία Γαλανάκη, γράφοντας, είναι ακόμα κοντά σας η Φρίντα Λιάππα, είστε ακόμα στην Κρήτη;

Πεθαίνει κάποιος φίλος μας οριστικά μόνο όταν δεν τον θυμόμαστε˙ όχι συνέχεια, αυτό είναι αδύνατον, αλλά με κάποια αφορμή. Παρόλο που η μνήμη λειτουργεί επιλεκτικά καμιά φορά, θυμόμαστε συνήθως και τις καλές και τις άσχημες στιγμές από τις σχέσεις που μας σημάδεψαν. Με τον χρόνο αποκτούμε μιαν ευγενή επιείκεια προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας – δεν μπορώ να ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος. Όσο για την Κρήτη, εμείς οι συγγραφείς έχουμε το ασύλληπτο προνόμιο του λεγόμενου «συγγραφικού νόστου». Επιστρέφω, λοιπόν, όταν και όπως θέλω μέσα από τη δουλειά μου.

 

-Να ξαναπούμε τι είναι ο Μύθος και η Ιστορία για σας και το έργο σας;

Η Ιστορία στηρίζεται σε τετελεσμένα σε χρόνο και σε τόπο γεγονότα, και σχετίζεται με τις εκδοχές και την ερμηνεία τους, γραπτές ή προφορικές, είτε αυτές υπάρχουν ταυτόχρονα με το γεγονός, είτε σε διαφορετικές εποχές. Ο μύθος όμως είναι άχρονος, κι έτσι, ως σύμβολο, διεισδύει πιο εύκολα από εποχή σε εποχή, επηρεάζοντας συνειδήσεις. Η αντίληψή μας για ορισμένα ιστορικά γεγονότα, και για ορισμένους εμβληματικούς μύθους, επηρεάζουν εκείνο που λέμε «ταυτότητα», προσωπική ή εθνική.  Η «ταυτότητα» είναι ένα από τα κεντρικά θέματα που απασχολούν τη λογοτεχνία: ποιοι είμαστε ως άτομα, ως κοινωνία, και προπαντός γιατί συμβαίνει τούτο. Με αυτό τον τρόπο υπάρχουν, και συνυπάρχουν, Ιστορία και Μύθος στα έργα μου.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top