Fractal

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ | Πασχαλία Τραυλού «Οι ασυγχώρητες», εκδόσεις Διόπτρα

 

 

 

Πασχαλία Τραυλού «Οι ασυγχώρητες», εκδ. Διόπτρα

 

Το Στέκι του Μηνά στο Τουρκολίμανο, εν έτει 1956, ήταν στην ουσία ένας τεκές με κοψίδια καλοψημένα, κρασί χύμα, μαστουρωμένους θαμώνες και μια ρεμπέτισσα

που τραγουδούσε με φωνή στεντόρια χασικλίδικα και σμυρνέικα. Ο Βαλάντης είχε πιάσει τραπέζι και τους περίμενε. Η Ασημίνα μπήκε συνεσταλμένα στο μαγαζί και, πιασμένη από το χέρι του Επαμεινώνδα, κοιτούσε ολόγυρα με το στόμα ορθάνοιχτο, όσο διέσχιζαν το ντουμάνι του καπνού και κατευθύνονταν προς το μέρος του. Το κορίτσι ένιωσε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στις χαρακωμένες παλιόφατσες και κάτι αντρογυναίκες που δεν το ’χαν σε τίποτα να τραβήξουν σουγιά. Καλησπέρισαν και κάθισαν, αφού πρώτα έγιναν οι συστάσεις.

«Να σου γνωρίσω την Ασημίνα μου», είπε ο Επαμεινώνδας περήφανα στον φίλο του.

«Χτύπησες διάνα, Παμείνο», κομπλιμεντάρισε έμμεσα ο Βαλάντης την ανήλικη αγαπημένη του φίλου του, κοιτώντας τη πιο επίμονα απ’ όσο επέβαλλε η κοσμιότητα.

«Δεν βρήκες καμιά ταβέρνα της προκοπής για να ανταμώσουμε και μας κουβάλησες σ’ αυτό το καταγώγιο;» παραπονέθηκε το βουτυρόπαιδο της Μέλπως, νιώθοντας ντροπιασμένος στην Ασημίνα.

«Αφού, ρε φίλε, είστε ακόμη ζευγαράκι παράνομο, πού να σας έλεγα να βρεθούμε; Φαντάστηκα πως θα φοβάστε μη σας πάρει κάνα μάτι», του απολογήθηκε εκείνος, και ο Παμείνος, όπως τον έλεγε μόνο ο Βαλάντης, έδειξε ικανοποιημένος απ’ την εξήγηση.

Η Ασημίνα, πάλι, ένιωθε άβολα. Δεν την ενόχλησε τόσο το περιβάλλον όσο ο τρόπος που την κοίταζε ο νεαρός. Παρότι ψύχραιμη απ’ τα γεννοφάσκια της, ένιωσε πάνω της το βλέμμα του σαν βεντούζα να την αδειάζει από ενέργεια. Ώρες ώρες πίστευε πως δοκίμαζε τις αντοχές της επίτηδες. Ήθελε να βεβαιωθεί αν έπαιζε το μάτι της κι αν θα υπέ- κυπτε στη γοητεία του, δοκιμασμένη καθώς ήταν η πέρα- σή του στις γυναίκες. Η Ασημίνα κατάλαβε αυτοστιγμεί τις προθέσεις του. Ο τύπος δεν έχει όριο. Κατακάθι από τα λίγα. Φίλος να σου πετύχει! συλλογίστηκε τσατισμένη και κοίταξε όλο οίκτο το αγαθιάρικο αγόρι της.

Μόλις κατάλαβε πως ο άλλος γαλονάς δεν είχε μπέσα, η αμηχανία της χειροτέρεψε. Καθόλου δεν της άρεσε που αυτός ο σατανάς ήξερε τι θα επακολουθούσε, όταν έδωσε στον φίλο του τα κλειδιά απ’ το καμαράκι του. Ο τρόπος που τη σάρωνε απ’ την κορφή ως τα νύχια έδειχνε πως έπλα- θε στο μυαλό του σκηνές πικάντικες και την ξεγύμνωνε νοε- ρά, αγγίζοντας με τη φαντασία του τη σάρκα της. Πότε πότε τα μάτια τους συνομιλούσαν και φανέρωναν τις ανείπωτες αλήθειες. Εκείνη ήταν μια αξιοθρήνητη ύπαρξη, αφού θα έκανε τα πάντα για το στεφάνι –ήταν σίγουρη πως ο Βαλά- ντης σχημάτισε αυτή την εικόνα για την ίδια– κι αυτός ήταν στα μάτια της ένας αδιόρθωτος νάρκισσος που πρόδιδε για το κέφι και το συμφέρον του ως και τη μάνα του. Καθάρμα- τα και οι δύο.

 

Κάθε φορά που το βλέμμα του Βαλάντη τρύπωνε επι- θετικά κάτω απ’ τα γυριστά της ματόκλαδα και τα φτωχι- κά της ρούχα, η Ασημίνα αναριγούσε. Κάθε κοίταγμα ήταν και μια ανελέητη λεηλασία… Ένα κούρσεμα της ψυχής της και μια πυρκαγιά για το δέρμα της. Ήταν ιδιαίτερα άβολη η αίσθηση πως μπορούσε αυτός ο άγνωστος να μαντεύει τις σκέψεις της, να διαβάζει τον χαρακτήρα της και να απο- συντονίζει το χτυποκάρδι της. Αδυνατούσε να προσδιορί- σει αν τον είχε απλώς αντιπαθήσει ή αν υπήρχε ένα άλλο υπόστρωμα συναισθήματος του οποίου την ύπαρξη αρνιό- ταν σθεναρά να παραδεχτεί. Το σίγουρο ήταν πως όσο τον περιεργαζόταν και υπέμενε πάνω της το βλέμμα του, όλο και περισσότερο πίστευε πως της ταίριαζε∙ πως καθρεφτιζό- ταν στο κοίταγμά του ένα κομμάτι από τον άλλον εαυτό της, εκείνον τον λουφαγμένο κάτω από την εφηβική της αθωότη- τα, ο οποίος πάλευε να επιβληθεί στο καλό και σεμνό κορί- τσι που όφειλε να είναι.

Τον περιεργαζόταν, βέβαια, με την άκρη του ματιού της για να μη δώσει λαβές για σχόλια και πικράνει τον Επαμει- νώνδα. Όμως πρόσεξε το γοητευτικό παρουσιαστικό του καπάτσου Βαλάντη ο οποίος, πέρα από καλοφτιαγμένος, ήταν και έμπειρος, αδίστακτος, προκλητικός κι ετοιμόλο- γος. Θαρρείς πως έγραφε στο κούτελό του «επικίνδυνος» για κάθε θηλυκό που σεβόταν τον εαυτό του και ήθελε σπίτι, παιδιά και οικογένεια. Αρσενικό με υπερχειλίζουσα τεστο- στερόνη και υπερβάλλουσα θρασύτητα, που έγδυνε το υπο- ψήφιο θύμα του με τα μάτια και το υπνώτιζε για να πέσει στα χέρια του, παρακαλώντας τον να το κατασπαράξει.

Η Ασημίνα αναρίγησε με το που του έφτιαξε το ψυχικό του πορτρέτο. Φοβήθηκε. Τον εαυτό της. Το ενδεχόμενο να γίνει η ίδια αυτό το θύμα. Το ρίγος που τη διαπέρασε της φανέρωσε το ακαριαίο συναίσθημα που γεννήθηκε εντός της για κείνον και τρόμαξε περισσότερο. Ήταν φανερό πως οποιαδήποτε σχέση με τον Βαλάντη δεν θα έβγαζε πουθενά, χορτάτος όπως ήταν από έρωτα και συνάμα μαθημένος να κυνηγάει όποια του γυάλιζε. Σίγουρα δεν θα το ’χε σε τίπο- τα να αποπλανήσει μια κοπέλα, να απολαύσει ό,τι μπορούσε να του χαρίσει κι έπειτα να την εγκαταλείψει σαν ενοχλητικό σκουπίδι, κατηγορώντας τη για την αδυναμία που του έδειξε. Εν έτει 1956 οι άνθρωποι φορούσαν παρωπίδες και κολ- λούσαν επιπόλαια και αδίστακτα ρετσινιές σε όποιο θηλυκό άκουγε την καρδιά του και άφηνε το κορμί του να ενδώ- σει στις χαρές της νιότης πριν βάλει στεφάνι. Και τα αρσε- νικά λειτουργούσαν συχνά ως δοκιμαστές της γυναικείας αντίστασης, εκείνης που θα καθόριζε αν άξιζαν να γίνουν οι σύζυγοι και οι μανάδες των παιδιών τους. Ένας τέτοιος ήταν και ο Βαλάντης λοιπόν. Ένας καλοπερασάκιας που δεν λογάριαζε Θεό για να κάνει το κέφι του. Ένας διάβολος που κατατρόπωσε μονομιάς το αγγελούδι τον Νώντα στη φαντα- σία της Ασημίνας και, παρότι η λογική της του αντιστεκόταν,το κορμί της μαγνητίστηκε από τη γοητεία του.

Ασημίνα, σύνελθε, πρόσταξε τον εαυτό της. Ο Νώντας είναι για οικογένεια! Προσκυνητής της αγάπης σου! της βρο- ντοφώναζε η λογική της, μα η εύφλεκτη νιότη της καιγόταν ήδη απ’ την ακαταμάχητη σαγήνη εκείνου του αρσενικού. Για πρώτη φορά στη ζωή της βρισκόταν διχασμένη ανάμε- σα στο μυαλό, την καρδιά και το σώμα της, μαθαίνοντας ότι αυτό το σταυροδρόμι έκρυβε θανάσιμους κινδύνους και ότι η όποια επιλογή της θα άφηνε πάντα ελλειμματικό και ανι- κανοποίητο ένα κομμάτι του εαυτού της.

 

Η Ασημίνα από τη μία γνώριζε πως έπρεπε να κόψει τις γέφυρες με τον Βαλάντη και να φροντίσει να ξεκόψει και ο Επαμεινώνδας από δαύτον, αν ήθελε να πετύχει το σχέ- διό της, κι από την άλλη τον κοίταζε και αναλίγωνε. Να που υπήρχε ο κεραυνοβόλος έρωτας λοιπόν! Και ναι, αυτή η παράλυση του μυαλού και το αντάρτικο του κορμιού που απαιτεί το ανεπίτρεπτο ήταν στ’ αλήθεια τα συμπτώματα μιας αρρώστιας ύπουλης που έκανε κουρέλια την περηφάνια και την κρίση του πάσχοντα. Γιατί η Ασημίνα, παρότι καταλάβαινε πως δεν θα είχε με αυτόν τον άνθρωπο προ- κοπή, δεν μπορούσε να επιβληθεί ούτε στο φυλλοκάρδι της, που παλλόταν ξέφρενα, ούτε στο διψασμένο για ηδονή κορμί της, που λυσσομανούσε για το χάδι του και αναριγούσε πρωτόγνωρα.

Γι’ αυτό και τη ζεμάτιζε η σκέψη πως την περνούσε για εύκολη. Έκλεινε τα μάτια, και το πρόστυχο κοίταγμά του που διέτρεχε τις καμπύλες της πάνω απ’ τα ρούχα το φανταζόταν σαν χέρι που άγγιζε την επιδερμίδα της και ξυπνούσε μεμιάς τις αισθήσεις της. Κι όσο έκανε αυτές τις σκέψεις και το δέρμα της άχνιζε απ’ τη λαχτάρα γι’ αυτόν τον δαίμονα, αρπάχτηκε από το χέρι του νερόβραστου Επαμεινώνδα της, όπως ο ναυαγός κρατιέται με απελπισία απ’ τη σανίδα του. Ανάθεμα τον μανάβη και τα λεφτά του, σιχτίρισε ενδόμυχα την τύχη της που την ανάγκαζε να βιαστεί, κι έσκυψε προς το μέρος του αγαπημένου της.

«Είπαμε απόψε να είμαστε μόνοι μας», γουργούρισε ναζιάρικα και τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα, ενώ εκείνος της χαμογέλασε, νιώθοντας την ανάσα της διεγερτική στο αυτί του.

«Σε λίγο. Να τελειώσει ο Βαλάντης τον χορό του, να χαιρετήσουμε και θα φύγουμε», αποκρίθηκε άχρωμα, κυριευμένος από ένα ανομολόγητο προαίσθημα. Η Ασημί- να βαριαναστέναξε. Ώρες ώρες της περνούσε απ’ το μυα- λό πως ο Επαμεινώνδας τρέναρε σκόπιμα το ξεμονάχιασμά τους στο καμαράκι του φίλου του. Σαν να φοβόταν κάτι.

Από την άλλη, ούτε η ίδια ξεκολλούσε τα μάτια της απ’ τον Αλεξίου όσο εκείνος χόρευε. Έτσι όπως άνοιγε τα χέρια του σαν φτερά κι είχε το τσιγάρο του στραβοβαλμένο στα χείλη, φαινόταν ακαταμάχητος και διέθετε όση αυτοπε- ποίθηση έλειπε απ΄ τον συνεσταλμένο Αγαπητό. Πότε πότε η ματιά του καρφωνόταν με νόημα επάνω της. Παλιοθήλυ- κο, της έλεγε. Μόνο εγώ ξέρω τι είναι αυτό που θέλεις.

Όταν κατέβηκε επιτέλους από την πίστα και ξεδίψασε πίνοντας μονορούφι το κρασί του, ο Επαμεινώνδας του ανακοίνωσε πως θα έφευγαν. «Άλλο ένα», του αντέτεινε ο Βαλάντης και ξαναγέμισε τα κρασοπότηρα, επιμένοντας να κρυφοκοιτάει την Ασημίνα. Ήταν ολοφάνερο πως είχε βγάλει το πόρισμά του για το ποιόν της και δεν λάθευε. Γι’ αυτό, παρά τη μέθη του, προσπαθούσε να κρατήσει το ζευγαράκι όσο μπορούσε περισσότερο στο κουτούκι, έχοντας την υποψία πως αυτό το βράδυ η Ασημίνα θα τύλιγε στα δίχτυα της τον Νώντα. Έτσι τουλάχιστον έλεγε αρχικά στον εαυτό του.

 

[Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στις 9 Μαίου 2024]

 

 

Περίληψη:

 

H Ασημίνα μοιάζει αλλά δεν είναι ένα ευάλωτο κορίτσι στα 1956. Η δύναμή της αποκαλύπτεται όταν αποφασίζει να τυλίξει στα δίχτυα της τον εύελπι Επαμεινώνδα Αγαπητό. Από την άλλη, ο Επαμεινώνδας Αγαπητός μοιάζει αλλά δεν είναι ένα άκακο, άβουλο πλάσμα. Θα ανακαλύψει το σκοτάδι του όταν διαλέξει την εκδίκηση απ’ τη συγχώρεση. Και η μητέρα του η Μέλπω μοιάζει αλλά δεν είναι μια κλασική Ελληνίδα πεθερά. Ξεπερνά τον εαυτό της όταν έρχεται αντιμέτωπη με ένα ασυγχώρητο λάθος της νύφης της. Καταλύτες για την αυτογνωσία όλων τους είναι ένα ψαροκόκαλο που καθορίζει τη ροή της ιστορίας και ο Βαλάντης Αλεξίου, ο άσπονδος φίλος του Επαμεινώνδα. Τι θα συμβεί όταν οι ήρωες θα υποκύψουν στα πάθη τους και ποιες θα είναι οι συνέπειες για τη Ρωξάνη και την Αλεξάνδρα, τις δύο κόρες του ζεύγους Αγαπητού; Και ο εγγονός της Ασημίνας, ο Βαρδής, θύμα επίσης ξένων αμαρτιών, πρέπει να εκδικηθεί ή να συγχωρέσει; Μια ιστορία για το αιώνιο δίλημμα της ελεύθερης βούλησης, τη θεία δίκη και τις αδιόρατες ποινές του σύμπαντος. Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι απλώς Εκείνος που μετράει τις μάρκες όταν τελειώνει το παιχνίδι της ζωής επιβραβεύοντας τον έντιμο και τιμωρώντας όποιον παίζει με χαρτιά σημαδεμένα.

 

Δύο μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο:

Ασυγχώρητη… Έτσι αποκαλούσε πάντα η Ρωξάνη τη μακαρίτισσα την Ασημίνα, όπως την προσφώνησε και η γιαγιά της η Αμαλία πάνω απ’ τον τάφο της. Ασυγχώρητη από θεούς, αγίους και ανθρώπους. Κι άλλοτε την έλεγε φίδι, έχιδνα, εξαποδώ και τρισκατάρατη, υιοθετώντας τα παρατσούκλια που της είχε κολλήσει η Μέλπω, η γιαγιά της από το σόι του πατέρα της. Κι όποτε πρόφερε μια τέτοια λέξη, ένιωθε μια ραγισματιά στα σπλάχνα, ώσπου έπαψε να αφουγκράζεται το σώμα της και να ελπίζει πως κάποτε η σάρκα της θα αισθανόταν τον έρωτα. Δεν ήθελε να τον νιώσει, για να μη μοιάσει σ’ εκείνη.

 

Ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας υπάρχει το θερμοκήπιο της ζωής. Η μήτρα πεινάει για σπέρμα, μα δεν αφήνουμε οποιονδήποτε να τη βεβηλώσει. Η γυναίκα εκπαιδεύεται να συνηθίσει την πείνα της. Χαλινάρι της σάρκας της η αγάπη..

 

 

 

 

Η Πασχαλία Τραυλού σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα φύλου, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Άλλα έργα της: «Με μπαλαντέρ τη μοναξιά», «Η ματζίκα της αγάπης», «Κλειδωμένο συρτάρι», «Φτερά από μετάξι», «Έστω μια φορά», «Η γυναίκα του φάρου», «Οι εραστές της γραφής», «Γυάλινος χρόνος», τα οποία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα βιβλία της «Φιλί στα μάτια», «Το άγαλμα στη σοφίτα», μια πλήρως αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος Τα ρόδα της σιωπής, η τριλογία «Η ελεγεία της στάχτης» (Θεοί από στάχτη, Άνθρωποι από στάχτη και Άγγελοι από στάχτη), «H γιατρίνα», «Σαντέ και λικέρ τριαντάφυλλο», «Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ», «Η ιέρεια με το τατουάζ», «Το υπόγειο στην οδό Ήρας 12» και «Ήθελα μόνο ένα αντίο» (αναθεωρημένη έκδοση), ενώ συμμετείχε με διήγημά της στο συλλογικό έργο Η φωνή της (εκδόσεις Καστανιώτη).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top