Fractal

Ωδή στη μάνα γη

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Ντέλια Όουενς, “Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες”, Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις: ΔΩΜΑ, σελ. 466

 

Μετά από τρία βραβευμένα βιβλία με θέμα την άγρια ζωή στην Αφρική, δημοσιεύσεις άρθρων και μελετών σε περιοδικά για την Οικολογία και τη Φύση, η ζωολόγος Ντέλια Όουενς κυκλοφόρησε το 2018 το πρώτο της μυθιστόρημα με τον ποιητικό τίτλο ‘’Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες.’’ Μια ωδή στο φυσικό περιβάλλον, τη θαυμαστή βιοποικιλότητα στα δάση, το βάλτο, τα υδάτινα μονοπάτια και τις ξέρες στο πλούσιο ανάγλυφο της παράκτιας Βόρειας Καρολίνας, μια ανάσα από την απεραντοσύνη του Ατλαντικού ωκεανού. Στο επίκεντρο της μυθοπλασίας βρίσκεται η αρμονική συνύπαρξη και ‘’ο δεσμός’’ που αναπτύσσει η ηρωίδα, Κάια Κλαρκ, με τα αναρίθμητα είδη πανίδας και χλωρίδας στην περιοχή, η εξερεύνηση, παρατήρηση, μελέτη τους κι η εξαγωγή συμπερασμάτων που κατ΄αναλογία αφορούν και τον άνθρωπο.

Η αγοσίωση του Τέιτ την έπεισε εντέλει ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι κάτι παραπάνω από τους παράξενους ανταγωνισμούς των πλασμάτων του βάλτου για το ζευγάρωμα. Η ζωή όμως την είχε μάθει επίσης ότι κάποια αρχέγονα γονίδια επιβίωσης εξακολουθούν να υπάρχουν, σε μορφές διόλου ευπρόσδεκτες, κάπου μέσα στη δίνη του ανθρώπινου γενετικού κώδικα. Για την Κάια ήταν αρκετό να αποτελεί μέρος αυτής της φυσικής συνέχειας που ήταν εξίσου σταθερή όσο και οι παλίρροιες. Ήταν δεμένη με τον πλανήτη της και τη ζωή αυτού του πλανήτη με έναν τρόπο που ελάχιστοι άνθρωποι το μπορούν. Ριζωμένη βαθιά σε τούτη τη γη. Γεννημένη απ΄αυτή τη μάνα. Σελ. 460

Το μυθιστόρημα της Όουενς μπορεί να περιγραφεί και ως ιστορία οδυνηρής ενηλικίωσης στα πλαίσια ενός οικογενειακού δράματος που συνθέτουν η βία, η σκληρότητα, η ανέχεια, η εγκατάλειψη, οι απώλειες, η μοναξιά, η απομόνωση και η απόρριψη, αλλά και ως ιστορία αγάπης, έρωτα, προδοσίας κι εγκλήματος.

Η αρχιτεκτονική της αφήγησης περιλαμβάνει δύο μέρη: το πρώτο τιτλοφορείται Ο ΒΑΛΤΟΣ και αποτελείται από ένα σύντομο Πρόλογο, αποκαλυπτικό, σε συμβολικό επίπεδο, για όσα ακολουθούν, όπου γίνεται διάκριση βάλτου και έλους, και 21 κεφάλαια. Άλλο βάλτος κι άλλο έλος. Ο βάλτος είναι ένας τόπος φωτεινός, όπου χορτάρια φυτρώνουν στο νερό, και το νερό κυλά και γίνεται ένα με τον ουρανό. Αργοκίνητα ρυάκια φιδογυρνούν κουβαλώντας την τροχιά του ήλιου ίσαμε τη θάλασσα, και πουλιά μακρυκάνικα απογειώνονται με χάρη απρόσμενη…και κάπου στον βάλτο, εδώ κι εκεί, το έλος το αληθινό πάει και συναντά ύπουλους βούρκους κρυμμένους μέσα σε υγρά, πνιγηρά δάση.Τα νερά στο έλος είναι ακίνητα και σκοτεινά, νερά που καταπίνουν το φως στο λασπερό λαρύγγι τους.  Σελ.13. Το δεύτερο μέρος με τίτλο ΤΟ ΕΛΟΣ είναι εκτενέστερο, περιλαμβάνει τα κεφάλαια 22 έως 57 με το τελευταίο, Η πυγολαμπίδα επιγράφεται, να λειτουργεί ως επίλογος.

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής κινείται στο πρώτο μέρος εναλλάξ σε δύο αφηγηματικούς χρόνους : α) το 1969,  χρονολογία που εντοπίστηκε από δυο αγόρια στο έλος του έρημου πυροφυλακίου έξω από το Μπάρκλι Κόουβ το πτώμα του Τσέις  Άντριους, γόνου εύρωστης   οικογενείας και γόη της περιοχής με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες και β) τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Κάια Κλαρκ, που κατοικούσε σ΄ένα καλύβι του βάλτου με τους γονείς και τα τέσσερα αδέλφια της, βίωσε την πρώτη και οδυνηρότερη απ΄όσες ακολούθησαν εγκατάλειψη σε ηλικία μόλις έξι ετών. Ήταν τέτοια η κάψα του πρωινού, τόσο αυγουστιάτικη, που η υγρή ανάσα του βάλτου κρεμούσε πέπλα από ομίχλη πάνω στα πεύκα και τις βελανιδιές. Επικρατούσε ασυνήθιστη ησυχία στις συστάδες και τους φοίνικες, αν εξαιρέσει κανείς το αργό πλατάγισμα που κάνανε τα φτερά  των ερωδιών καθώς σηκώνονταν από τη λιμνοθάλασσα. Και τότε η Κάια, μόλις έξι χρονών εκείνο τον καιρό, άκουσε την πόρτα με τη σήτα να κλείνει με φόρα. Σελ.15  Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πρόοδο των ερευνών για την εξιχνίαση της υπόθεσης Τσέις παράλληλα με τη ζωή της Κάια χρόνο με το χρόνο μέχρι το 1969. Τα περισσότερα κεφάλαια του πρώτου μέρους σχετίζονται με τον σταδιακό απορφανισμό της από μάνα, αδέλφια και πατέρα, τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλε να επιβιώσει ολομόναχη, την αποτυχημένη απόπειρα ένταξης της στην κοινότητα, μέσω του σχολείου, λόγω αποδοκιμασιών των συμμαθητών της. Με τον καιρό μετατράπηκε σε αγρίμι, πιτσιρίκα του βάλτου ήταν το προσωνύμιό της, με αποκλειστική παρέα τους γλάρους της ακτής, τους ερωδιούς, τους λευκοτσικνιάδες και τόσα άλλα είδη πτηνών, εντόμων, ψαριών, οστράκων, δέντρων, φυτών, που την περιέβαλαν. Μετακινούνταν με το παμπάλαιο βαρκάκι του πατέρα της για να πουλήσει τα μύδια, που αξημέρωτα ξέθαβε από τη λάσπη της ακτής κι επέστρεφε ξανά στην αγκαλιά του βάλτου. Οι μόνες φωτεινές ανθρώπινες παρουσίες στη ζωή της ήταν ο νεαρός Τέιτ, που μοιράστηκε την αγάπη της για το βάλτο, της έμαθε ανάγνωση και γραφή, την αγάπησε και τον αγάπησε, και το ζευγάρι των μαύρων Σάλτα και Μέιμπελ που την βοήθησαν και της παραστάθηκαν. Ψηλόλιγνη αλλά γεροδεμένη για δεκατεσσάρων χρονών η Κάια, όρθια στην παραλία, πετούσε ένα απόγευμα ψίχουλα στους γλάρους. Ακόμα δεν μπορούσε να τους μετρήσει ούτε και να διαβάσει ήξερε ακόμα. Είχε πάψει να ονειρεύεται πως πετάει με τους αετούς, ίσως τελικά, όταν είσαι αναγκασμένος να σκάβεις στις λάσπες για να βρίσκεις το φαϊ σου, η φαντασία κατακάθεται στο επίπεδο του ενήλικου. Σελ.116

Στο δεύτερο μέρος βρισκόμαστε στα 1965, οπότε η Κάια είναι ήδη δεκαεννέα κι εξωτικά όμορφη. Γνωρίζεται με τον Τσέις Άντριους και συνδέεται ερωτικά μαζί του. Μέχρι το 1969 και το θάνατο του Τσέις η αφήγηση εναλλάσσεται και πάλι ανάμεσα στην εξέλιξη των ερευνών για τις συνθήκες θανάτου του Τσέις, και τις διακυμάνσεις της σχέσης του με την Κάια παράλληλα με εξέλιξή της σε βραβευμένη συγγραφέα και εικονογράφο μιας σειράς βιβλίων σχετικών με τη ζωή του βάλτου. Στη συνέχεια ο αφηγηματικός χρόνος ενοποιείται ως το τέλος της αφήγησης στο 1970, οπότε σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το αστυνομικό και δικαστικό κομμάτι της πλοκής που επιφυλάσσει στον αναγνώστη εκπλήξεις και ανατροπές με κορύφωσή τους τον επίλογο.

 

Ντέλια Όουενς

 

Καμιά φορά η Κάια πήγαινε μόνη, με τα πόδια στην παραλία, κι όταν η δύση άρχιζε να βάφει τον ουρανό, ένιωθε τα κύματα να σφυροκοπούν την καρδιά της. Έσκυβε τότε κι άγγιζε την άμμο, κι ύστερα τεντωνόταν προς τα σύννεφα. Νιώθοντας τους δεσμούς. Όχι εκείνους που έλεγε η Μαμά και η Μέιμπελ-η Κάια ποτέ δεν απέκτησε έναν κύκλο από στενές φιλενάδες- ούτε τους άλλους για τους οποίους μιλούσε ο Τζόντι αφού ποτέ της δεν έκανε δική της οικογένεια. Ήξερε πως τα χρόνια της απομόνωσης είχαν επηρεάσει τη συμπεριφορά της σε βαθμό τέτοιο ώστε να είναι αλλιώτικη από τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν έφταιγε εκείνη που είχε μείνει μόνη. Σχεδόν όλα όσα ήξερε, τα είχε μάθει από τη φύση. Η φύση την είχε αναθρέψει, την είχε διδάξει και την είχε προστατέψει όταν κανένας άλλος δεν φάνηκε πρόθυμος. Σελ.459

Το ‘’Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες’’ είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, με εντυπωσιακές, παραστατικές και ποιητικές περιγραφές της φύσης, ευρηματικό σε μεταφορές, με αξιοπρόσεκτο γλωσσικό πλούτο, ενδιαφέρουσες τεχνικές αφήγησης και συναρπαστική πλοκή. Όλα αυτά, σε συσχετισμό με τον περιπετειώδη βίο της πρωταγωνίστριάς του, θηλυκό Μόγλη την χαρακτήρισε εύστοχα η κριτική, και την πληθώρα κοινωνικών θεμάτων που θίγει, από τις φυλετικές διακρίσεις έως τον κοινωνικό ρατσισμό και την προκατάληψη, το ρόλο της οικογένειας στη διαμόρφωση των παιδιών, την κρισιμότητα της παιδικής ηλικίας για την ενήλικη ζωή έως τις σχέσεις των δύο φύλων, το καθιστούν ένα γοητευτικό ανάγνωσμα, μελοδραματικό κάποιες φορές, που όμως καθηλώνει τον αναγνώστη.

Αξιόλογη η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, αποδίδει με ωραία ελληνικά τη βαθιά γνώση αλλά και την ευαισθησία, την τρυφερότητα της συγγραφέως για το φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο, με εξαίρεση ίσως κάποιους νεολογισμούς ( ναρκωτέμποροι, τιμόνευε, τιμόνεμα ) που ξενίζουν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top